•45•
"Τι εννοείς «αγνοείται»;!"
Ο Λουκάς μας κάλεσε όλους στο γραφείο του Μάστερ καθώς προέκυψε και πάλι πρόβλημα. Ως γνωστόν άργησα γιατί εξηγούσα για εκατοστή φορά στην Κάτια ότι μόλις κατάφερα να ελέγξω την φωτιά ο Ιάσονας έφυγε και δεν έγινε τίποτα μεταξύ μας. Έτσι ακούγοντας αυτά τα λόγια με το που μπαίνω στο γραφείο αυτόματα καταλαβαίνω ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει πάλι.
"Εννοώ ότι δεν απαντάει στις κλήσεις, δεν πήγε για πρωινό, δεν κοιμήθηκε στο δωμάτιο και δεν έχουμε ιδέα που είναι!" συνεχίζει θυμωμένος ο Αριστοκλής και ασυναίσθητα σηκώνομαι από την θέση μου.
"Ποτέ ήταν η τελευταία φορά που εθεάθη;" ρωτάει ο Δημήτρης και ο δάσκαλος του σπεύδει να απαντήσει.
"Όταν βοήθησε την Αλίκη να επαναφέρει την φωτιά"
"ΤΙ;!" όλοι γυρίζουν να με κοιτάξουν σαν να κατάλαβαν μόλις την παρουσία μου στον χώρο.
Ο αγνοούμενος είναι ο Ιάσονας. Τα χέρια μου τρέμουν και τα πόδια μου μουδιάζουν. Δεν γίνεται. Δεν γίνεται να έχει πάθει κάτι ο Ιάσονας. Οι ανάσες μου βγαίνουν ακανόνιστες και ο χτύπος της καρδιάς μου επιταχύνεται. Κάθομαι σε μια καρέκλα και εισπνέω βαθιά. Προσπαθώ να ηρεμήσω και κλείνω σφιχτά τα μάτια μου. Ένα πιθανό ενδεχόμενο παίρνει μορφή στο μυαλό μου και κρύος ιδρώτας με λούζει.
"Έφυγαν καθόλου οι φυλακές από τις θέσεις τους;" ρωτάω ξαφνικά και ανοίγω ξανά τα μάτια μου. Και οι εφτά είναι μαζεμένοι γύρω μου και άλλοι με κοιτούν αγχωμένοι άλλοι τρομαγμένοι. Ο Νικόλας βάζει ένα ποτήρι δροσερό νερό στο χέρι μου και πίνω δύο γουλιές.
"Τι σκέφτεσαι;" Τα μάτια του Λουκά εξετάζουν το πρόσωπο μου ψάχνοντας κάτι που θα προδώσει τις κρυφές μου σκέψεις.
"Η Ηλέκτρα είχε απαγάγει τους γονείς μου γιατί ήθελε κάτι από εμένα, σωστά;"
Επικρατεί ένα χάος στο μυαλό μου και στην προσπάθεια να το εξηγήσω τα πιάνω όλα από την αρχή.
"Τους σώσαμε όμως", σχολιάζει ο Δημήτρης και κουνάω αργά το κεφάλι μου.
"Επομένως δεν πήρε αυτό που ήθελε από εμένα. Άρα πώς-"
"Πήρε τον Ιάσονα γιατί ξέρει ότι θα κάνεις τα πάντα για να τον σώσεις", με διακόπτει ο Ιωάννης ολοκληρώνοντας τον συνειρμό μου.
Πριν προλάβει να μιλήσει κανένας άλλος το τηλέφωνο χτυπάει και καρφώνω τα μάτια μου σε αυτό. Ένα κακό προαίσθημα με καταβάλλει για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Το αρπάζω στο χέρι μου και απαντάω χωρίς άλλη καθυστέρηση.
"Σου έλειψα Poderosa;"
Η περιπαικτική φωνή της Ηλέκτρας φτάνει στο αυτί μου επιβεβαιώνοντας μου τους φόβους για αυτό το τηλεφώνημα. Ενεργοποιώ την ανοιχτή ακρόαση στο κινητό έτσι ώστε να μπορούν όλοι να ακούνε.
"Τι θες Ηλέκτρα;" την ρωτώ με μίσος να χρωματίζει την φωνή μου.
"Είχα την εντύπωση ότι εσύ έψαχνες κάτι από εμένα", κάνει μια παύση και κοιτάζω τον Λουκά που μου ανταποδίδει το ίδιο βλέμμα. "Μήπως λείπει κανένας;" ρωτάει ξανά και νιώθω το αίμα μου να βράζει.
Αυτή έχει τον Ιάσονα.
"Πού τον έχεις;" λέω με ένταση.
"Ποιον να έχω;", συνεχίζει το παιχνίδι της και επιτυγχάνει να με θυμώσει ακόμη πιο πολύ. "Αλλά αν θες εσύ να τον έχεις φρόντισε σε τρεις ώρες να είσαι στο προαύλιο του σχολείου μόνη σου", κλείνει αμέσως το τηλέφωνο χωρίς να μου αφήσει περιθώρια αντίδρασης.
[...]
Βρίσκομαι καθισμένη σε ένα παγκάκι στο προαύλιο του σχολείου, τρεις ώρες ακριβώς μετά το παράξενο τηλεφώνημα της Ηλέκτρας. Έχοντας το χέρι μέσα στην τσέπη μου σφίγγω το όπλο προκειμένου να πάρω δύναμη. Κοιτάζω τα παράθυρα του πάνω ορόφου στα οποία είναι τα παιδιά σε θέση μάχης και έπειτα στρέφω το βλέμμα μου ξανα στην καγκελόπορτα.
Αφου έχει περάσει άλλη μισή ώρα απογοητευμένη σηκώνομαι για να μπω στο κτίριο. Λίγο πριν πατήσω το πόδι μου μέσα ακούω έναν εκκωφαντικό κρότο από πίσω μου. Γυρίζω τρομαγμένη και το θέαμα που αντικρίζω παγώνει το αίμα στις φλέβες μου.
Η πόρτα έχει ανατιναχτεί και στην θέση της στέκεται πρωτοπόρος η Ηλέκτρα με πολλούς άντρες γύρω της να την προστατεύουν όπως και τους δύο εκπαιδευόμενους -της φωτιάς και του νερού- που πρόδωσαν τους επικεφαλής.
Επιστρέφω το βλέμμα μου πάνω της και το ειρωνικό χαμογελώ που αντικρίζω γεμίζει όλο μου το μέσα με μίσος και οργή. Ξαφνικά δεν υπολογίζω κανέναν και το μόνο που έχω στο μυαλό μου είναι να την κάνω να πληρώσει για όσα έχει κάνει. Το πρόσωπο του Ιάσονα εμφανίζεται στο μυαλό μου που με ηρεμεί και μου θυμίζει τον αρχικό μου στόχο.
Περπατώ με αργά και σταθερά βήματα προς το μέρος της κρατώντας μια ασφαλή απόσταση.
"Ξανασυναντιομαστε Poderosa"
Δεν ανταποδίδω τον "χαιρετισμό" της και ψάχνω με τα μάτια μου τον Ιάσονα μέσα σε όλο το πλήθος. Μάταια όμως.
"Δεν πρόκειται να τον δεις πριν με βοηθήσεις", η έκφραση του προσώπου της σοβαρεύει άμεσα.
"Τι θες;"
"Τον παππού μου πίσω. Και είσαι η μόνη που μπορεί να με βοηθήσει"
Το βλέμμα μου ταξιδεύει στο άδειο προαύλιο και οι σκέψεις μου τρέχουν πιο γρήγορα από ποτέ. Δεν μπορώ να φέρω τον παππού της πίσω τόσο εύκολα όμως ούτε και να αφήσω τον Ιάσονα. Η φωνή της ακούγεται για μια άλλη φορά καταστρέφοντας τις σκέψεις μου.
"Μπορείς να πας μέσα και να το συζητήσεις με όποιον θες. Εγώ θα είμαι εδώ και σε δύο ώρες θα περιμένω να μου ανακοινώσεις την απόφαση σου. Μην προσπαθήσετε να με ξεγελάσετε, θα το καταλάβω και οι μόνοι χαμένοι θα είστε εσείς"
Δεν μου αρέσει που το λέω αυτό αλλά αυτή έχει το πάνω χέρι εδω πέρα οπότε αυτή αποφασίζει το τι θα γίνει. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να διαπραγματευτώ. Γυρίζω την πλατη μου σε αυτούς και βαδίζω με αυτοπεποίθηση πίσω στο σχολείο. Εκανε σαφές ότι είμαι η μόνη που μπορεί να την βοηθήσει, επομένως δεν έχω να φοβάμαι τίποτα.
[...]
"Δεν γίνεται να τον φέρουμε τόσο εύκολα πίσω. Κάποιος τρόπος θα υπάρχει να το αποφύγουμε", ο Αριστοκλής ψάχνει μάταια κάποιο παραθυράκι.
Από την στιγμή που τους μετέφερα επακριβώς την συζήτηση μου με την Ηλέκτρα κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Να αφήσουμε τον Ιάσονα εκεί δεν θεωρήθηκε καν επιλογή προς ανακούφιση μου.
"Μα δεν υπάρχει. Έχουμε σκεφτεί τα πάντα", απαντάει ο Φαίδων εκνευρισμένος.
"Τουλάχιστον αφού ξέρουμε ότι θα γυρίσει έχουμε προβάδισμα. Αυτός δεν ξέρει που θα βρίσκεται και θα είναι ψυχικά αδύναμος. Ας το εκμεταλλευτούμε για να τον στείλουμε πίσω"
Όλοι συμφωνούν με την ιδέα του Λουκά και προκειμένου να στήσουν ένα σχέδιο εγώ φεύγω απο το γραφείο. Όπως είπαν είναι καλύτερο να μην ξέρω.
Πηγαίνω στο δωμάτιο μου αλλά δεν κάθομαι πολύ καθώς το χρονικό όριο που μου έβαλε η Ηλέκτρα σχεδόν έληξε.
Μόλις βγαίνω έξω στο προαύλιο τους βρίσκω όλους σχεδόν στις ίδιες θέσεις που τους άφησα. Η Ηλέκτρα μαζί με τους δύο εκπαιδευόμενους μελετούν ένα χοντρό παλιό βιβλίο και αμέσως καταλαβαίνω ποιο είναι. Ένας μεγαλόσωμος άντρας της ψιθυρίζει κάτι στο αυτί -την άφιξη μου υποθέτω- και αυτή γυρνάει κατευθείαν σε εμένα με ένα αυθεντικό χαμόγελο για πρώτη φορά. Κλείνει το βιβλίο και έρχεται προς το μέρος μου.
"Πες μου τι πρέπει να κάνω για να τελειώνουμε"
"Χαίρομαι που βιάζεσαι γιατί και εγώ δεν βλέπω την ώρα να δω ξανά τον παππού μου. Λοιπόν τα πράγματα είναι απλά: Το αίμα ενός απογόνου πρέπει να αναμειχθεί με αυτά μαχητών και από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Και ύστερα ο καθένας από αυτούς να ασκήσει στο έπακρο τις δυνάμεις του. Απόγονος είμαι εγώ και αντί για τέσσερις μαχητές έχουμε εσένα που τα συνδυάζεις όλα"
Τελειώνοντας την περιγραφή ο ίδιος άντρας που της μίλησε πριν, έφερε τώρα μια λεκάνη και ένα μαχαίρι. Η Ηλέκτρα έκοψε πρώτη το εσωτερικό της παλάμης της και άφησε μερικές σταγόνες του αίματος να στάξουν μέσα. Στην συνέχεια μου έδωσε το μαχαίρι και ακολούθησα την ίδια διαδικασία. Μόλις ήταν σίγουρη πως ήταν αρκετό διέταξε τους άντρες της να κάνουν μερικά βήματα πιο πίσω ώστε να ξεκινήσω το δεύτερο κομμάτι.
Παίρνω μία βαθιά ανάσα και ξεκινάω. Ξέρω ότι το θέμα είναι να συνδυάσω όλες τις δυνάμεις μαζί έτσι τις συγκεντρώνω μέσα μου και τις βγάζω έξω σαν ένα με αποδέκτη την λεκάνη με το αίμα. Ο ουρανός συννεφιαζει απότομα και δυνατός άνεμος φυσάει. Όσο πιο πολλή δύναμη βάζω τόσο αγριευει και το τοπίο γύρω μου. Τα μαλλιά μου ανακατεύονται από την δύναμη του αέρα και σκόνη μπαίνει στα μάτια μου όμως δεν σταματάω. Νιώθω ότι είμαι κοντά και προσπαθώ ακόμη περισσότερο. Δεν ακούω τις φωνές γύρω μου, έχω επικεντρωθεί στην φύση και στην δύναμη. Τα μάτια μου δακρύζουν και οι αρθρώσεις μου κουράζονται. Ξαφνικά όλο αυτό που ένιωθα εξανεμίζεται και σαν μια αϋλή δύναμη να με σπρώχνει τινάζομαι κατευθείαν στον τοίχο πίσω μου.
Σηκώνομαι με δυσκολία και κατευθύνομαι στο κέντρο του προαυλίου όπου βρίσκεται η Ηλέκτρα με έναν άλλον άντρα πολύ πιο μεγάλο. Τον παππού της υποθέτω. Ούτε που κατάλαβα πως επέστρεψε όμως το θέμα είναι ότι έγινε και πρέπει να πάρουμε πίσω τον Ιάσονα.
"Έφερα τον παππού σου, τώρα δώσε μου τον Ιάσονα", φωνάζω και στρέφονται και οι δύο προς το μέρος μου. Η Ηλέκτρα κάνει νόημα σε έναν άλλον άνδρα και από πίσω εμφανίζεται ο Ιάσονας με αλυσίδες στα χέρια του για να τον σέρνουν.
Φτάνει μπροστά μου και σκαναροντας το σώμα του βλέπω λίγες γρατζουνιές και μελανιές. Βγάζουν τις αλυσίδες από τα χέρια του και πέφτω με δύναμη στην αγκαλιά του. Νιώθω τα χέρια του να τυλίγονται γύρω μου σφιχτά και ανασαίνω το άρωμα του.
"Αλίκη", ακούω την έντρομη φωνή του και βγαίνω από την αγκαλιά του, "τι συμβαίνει στα χέρια σου;"
Κοιτάζω τα χέρια μου και βλέπω τις αρθρώσεις μου να είναι βουτηγμένες στο αίμα και νέες πληγές εμφανίζονται κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Νιώθω ένα υγρό να τρέχει από την μύτη μου και καθώς το σκουπίζω με το χέρι μου βλέπω το βαθύ κόκκινο χρώμα του. Το κεφάλι μου αρχίζει να πονάει και η εικόνα γύρω μου γίνεται θολή. Οι φωνές ακούγονται μπερδεμένες
"Ξέχασα να σε ενημερώσω ότι η διαδικασία αυτή πολλές φορές έχει θανάσιμα αποτελέσματα", η φωνή της Ηλέκτρας είναι η τελευταία που ακούω πριν με τυλίξει το σκοτάδι.
—•—
Και ναι επιτέλους ανέβηκε καινούριο κεφάλαιο!
Το προτελευταίο να αναφέρω. Έχω ήδη ξεκινήσει να γράφω το τελευταίο και θέλω να το τελειώσω σύντομα για να συνεχίσω με την καινούρια μου ιστορία.
Ελπίζω να είστε καλά και εσείς και οι οικογένειές σας μιας και έχουμε γεμίσει με κρούσματα.
Να προσέχετε και εύχομαι το 2022 να είναι καλύτερο από το 2021 <33
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top