Κεφάλαιο 26: Γενέθλια
Σεπτέμβριος. Τα γενέθλια της Ειρήνης έφτασαν. Οι γονείς της είχαν διοργανώσει το καλύτερο πάρτι για χάρη της, γιατί γινόταν πλέον δεκαοχτώ. Εννέα μήνες έμεναν μέχρι τον επερχόμενο γάμο της. Οι προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει και το σπίτι στο οποίο θα έμεναν, μια μεγάλη μονοκατοικία στο Σούνιο, είχε σχεδόν χτιστεί. Θα έμεναν τόσο κοντά στον Δία... Πώς τα είχε κάνει έτσι... Τώρα θα τους ήταν τρομερά δύσκολο να δουν ο ένας τον άλλον μόνο φιλικά. Τουλάχιστον οι γονείς της τώρα πια τον ανέχονταν.
Ήταν όλοι της οι φίλοι στα γενέθλια της: ο Στέφανος, ο Μιχάλης, η Ντίνα, η Στέλλα και κάποιοι άλλοι. Και φυσικά ο Δίας. Η Ειρήνη ήξερε κατά βάθος για ποιο λόγο επέτρεψαν οι γονείς της να παρευρεθεί: γιατί περίμεναν από στιγμή σε στιγμή τον Αχμέτ και τους γονείς του. Ο Δίας σίγουρα θα ζήλευε και θα ξεκολλούσε σιγά- σιγά απ' ότι πίστευαν.
"Θα τον συστήσεις ως κολλητό σου, όπως είπαμε. Εντάξει;" της υπενθύμισε η Σωτηρία.
"Ναι, μαμά." απάντησε.
Μετά από λίγο πλησίασε την Κάτια.
"Κοίτα μην πεις καμιά βλακεία πάλι." την προειδοποίησε.
"Εντάξει, αλλά να ξέρεις ότι αυτόν τον Αχμέτ δεν πρόκειται να τον χωνέψω, όπως και αν είναι." Λίγα λεπτά αργότερα, χτύπησε το κουδούνι και όλοι σώπασαν. Η Σωτηρία κοίταξε απ' το ματάκι.
"Ήρθαν. Έλα, Ειρήνη, Αντώνη, Κάτια, ελάτε." είπε. Όλη η οικογένεια μαζεύτηκε και άνοιξε η πόρτα. Αρχικά μπήκαν μέσα οι γονείς του και συστήθηκαν με την Ειρήνη και την Κάτια.
Ο Μοχάμεντ Αμπντουλάχ, ο Αιγύπτιος επιχειρηματίας, ήταν σκουρόχρωμος, με μαύρα μαλλιά, πλατιά μύτη και μυτερό μούσι. Ήταν ντυμένος με παραδοσιακή αιγυπτιακή φορεσιά. Η γυναίκα του, η Ελένη Αμπντουλάχ που ήταν Ελληνίδα, ήταν ακριβώς το αντίθετο: λευκή, με κόκκινα μαλλιά, ντυμένη με εμπριμέ συνολάκι και πολλά κοσμήματα. Και οι δυο πάντως φαίνονταν ξεκάθαρα πως ήταν πλούσιοι. Και ύστερα εμφανίστηκε ο Αχμέτ. Η Ειρήνη πάντα είχε παράπονο πως δεν είχε ιδέα πώς ήταν εμφανισιακά, ενώ εκείνος είχε δει φωτογραφίες της από διάφορες ηλικίες. Τώρα που τον έβλεπε όμως, καταλάβαινε πως δεν έχανε και τίποτα τόσα χρόνια. Ήταν ελαφρώς σκουρόχρωμος, με καστανοκόκκινα μαλλιά και την πλατιά μύτη του πατέρα του.
Το κόκκινο αιγυπτιακό καπέλο που φορούσε ήταν τελείως αταίριαστο με το μπλε κοστούμι του και η Ειρήνη το βρήκε τόσο γελοίο, που της ήρθε να βάλει τα γέλια μέσα σε όλη αυτή την τραγωδία που ζούσε.
"Και από εδώ η Ειρήνη μας, για την οποία έχεις ακούσει τόσα πολλά." του είπε η Σωτηρία. Ο Αχμέτ της έπιασε το χέρι και κοιτάζοντας τη με τα σκούρα καστανά μάτια του της το φίλησε απαλά.
"Γεια σου, Ειρήνη." της είπε.
"Γεια."
Η Ειρήνη ήταν άψογη. Είχε μαζέψει τα ξανθά μαλλιά της ψηλά και είχε φορέσει ένα λουλουδάτο φόρεμα μέχρι το γόνατο, το οποίο δεν της άρεσε βέβαια, αλλά της το αγόρασε η Σωτηρία ειδικά για την περίσταση. Ο Αχμέτ είχε μείνει να την κοιτά σαν μαγεμένος, ενώ οι γονείς τους απομακρύνθηκαν για να τους αφήσουν να τα πουν.
"Έχω δει πολλές φωτογραφίες σου, αλλά από κοντά είσαι πιο όμορφη."
Δεν θα έλεγα το ίδιο για σένα... Είπε από μέσα της η Ειρήνη και πήγε πάλι να γελάσει, όμως αρκέστηκε σε ένα απλό:
"Ευχαριστώ." Με την άκρη του ματιού της διέκρινε τον Δία, ο οποίος στεκόταν κάπου παράμερα και τους κοιτούσε επίμονα. Ασυναίσθητα, έκανε μέσα της τη σύγκριση μεταξύ του άντρα που αγαπούσε και του άντρα με τον οποίο την ανάγκαζαν να παντρευτεί. Δεν συγκρίνονταν. Χαμένη στις σκέψεις της, συνειδητοποίησε ότι ο Αχμέτ δεν της έλεγε τίποτα πια, πάρα έμεινε να την κοιτάζει.
Αυτό την έκανε να αισθάνεται άβολα.
"Εμ... Έλα να σου συστήσω την αδελφή μου. Δεν σου τη σύστησαν. Και τους φίλους μου." Είπε για να σπάσει τον πάγο. Δεν είχε άλλη επιλογή. Τουλάχιστον, αφού δεν γλιτώνε τον γάμο, ας ένιωθαν άνετα ο ένας με τον άλλον. Τον σύστησε πρώτα με την Κάτια.
"Γεια." Του είπε τελείως ψυχρά εκείνη.
"Χάρηκα, Κάτια. Μοιάζεις πάρα πολύ στην αδελφή σου." Της είπε ο Αχμέτ.
"Το ξέρω."
Μετά του σύστησε τους άλλους φίλους της και τελευταίους άφησε τον Στέφανο και τον Δία.
"Και από εδώ δύο πολύ καλοί παιδικοί μου φίλοι. Είμαστε απ' το Δημοτικό μαζί. Ο Στέφανος και ο κολλητός μου ο Δίας. Παιδιά, ο... μέλλον σύζυγος μου, ο Αχμέτ ."
"Χάρηκα." Είπε ο Στέφανος, προσπαθώντας να φανεί φιλικός και έδωσαν τα χέρια. Ο Δίας δεν ήθελε να φανεί ούτε φιλικός, ούτε ευγενικός, ούτε τίποτα.
"Χάρηκα, Δία." Του είπε ο Αχμέτ, δίνοντας του το χέρι.
"Γεια." Του είπε ο Δίας, χωρίς να κάνει τη χειραψία. Η Σωτηρία τους παρατηρούσε τόση ώρα από μακριά και χαιρόταν. Το σχέδιο της είχε πετύχει. Ο Δίας θα άφηνε επιτέλους ήσυχη την κόρη της.
Η Ειρήνη, βλέποντας ότι η ατμόσφαιρα ήταν λίγο ηλεκτρισμένη, απομάκρυνε τον Αχμέτ και πήγαν σε μια άλλη μεριά του σαλονιού. Οι γονείς και των δύο πλησίασαν.
"Βλέπω έχετε αρχίσει να γνωρίζεστε κιόλας, παιδιά μου. Πολύ χαίρομαι." Είπε η Σωτηρία.
"Ναι. Ο Αχμέτ φαίνεται...καλό παιδί." Είπε η Ειρήνη ευγενικά.
"Ο Αχμέτ είναι ένας εξαιρετικός νέος." είπε η Ελένη με καμάρι.
"Γι' αυτό και θέλουμε να παντρευτεί την ιδανική σύζυγο." είπε ο Μοχάμεντ σε άπταιστα ελληνικά, ενώ την κοιτούσε έντονα με τα μαύρα σαν πίσσα μάτια του. Κάτι επάνω του την τρόμαζε, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Το τελευταίο που πρόσεξε ήταν μια χαντζάρα με χρυσή λαβή που κρεμόταν απ' το ζωνάρι του. Να' ταν άραγε αληθινή ή διακοσμητική;
"Και...πώς γνωριστήκατε με τους γονείς μου;" προσπάθησε να αλλάξει θέμα συζήτησης. Ο Αντώνης πήγε να μιλήσει, μα η Σωτηρία πήρε το λόγο κατευθείαν:
"Στην Αίγυπτο φυσικά, όταν κάναμε εκείνο το ταξίδι που σας είχαμε πει."
"Το χωριό στο οποίο ζούμε, το Αλ Ζαχάρα, είναι αρκετά απομονωμένο και έχει δικά του έθιμα και παραδόσεις." είπε η Ελένη.
"Έτσι είναι." συμφώνησε ο άντρας της. "Έχουμε αρχές. Ειδικά η οικογένεια είναι ιερό πράγμα για εμάς. Σε μια οικογένεια πρέπει να βοηθούν ο ένας τον άλλον και να προστατεύουν τα μέλη τους. Για αυτό και εμείς, όταν γνωρίσαμε τους γονείς σας, μας εξήγησαν σε τι κατάσταση ήταν και θέλαμε να τους βοηθήσουμε. Όμως έπρεπε πρώτα να γίνουμε οικογένεια. Και τι καλύτερος τρόπος να γίνουμε οικογένεια απ' το να παντρέψουμε τα παιδιά μας. Έτσι υπογράψαμε το συμβόλαιο." εξήγησε.
"Αφού θα γίνουμε συγγενείς, θα σας παρέχουμε πάντα ό,τι βοήθεια χρειάζεστε."
"Και εσύ θα είσαι πάντα ασφαλής στο πλευρό του Αχμέτ, γλυκιά μου." της είπε η Ελένη. Όσο γλυκιά και καλοσυνάτη φαινόταν εκείνη, άλλο τόσο άγριος και κακός της φαινόταν ο μέλλοντας πεθερός της. Ο Αχμέτ βρισκόταν κάπου στη μέση. Όμως κάτι δεν της κολλούσε σε αυτή την ιστορία. Πώς γνωρίστηκαν οι γονείς της με τους Αμπντουλάχ σε ένα τόσο απομονωμένο χωριό; Πώς βρέθηκαν εκεί;
"Περιμένουμε και μια άλλη οικογένεια." είπε η μητέρα της διακόπτοντας τις σκέψεις της. "Τους Μπιλμπάο. Όταν έρθουν θα σβήσουμε την τούρτα. Έφτασαν σήμερα το πρωί από Βραζιλία και μέχρι να τακτοποιηθούν στο ξενοδοχείο τους και να έρθουν εδώ..."
"Άργησαν πολύ όμως." είπε ο Αντώνης κοιτάζοντας το ρολόι του.
"Μην ανησυχείτε." τους είπε η Ελένη. "Στην αδελφή μου αρέσει να φτάνει τελευταία και να κάνει δραματική είσοδο, όπως λέει. Όπου να ναι θα έρθουν."
"Η...αδελφή σας;" προσπάθησε να καταλάβει η Ειρήνη.
"Ακριβώς. Η αδελφή μου, η Άννα, είναι παντρεμένη με τον διάσημο σκηνοθέτη και παραγωγό Ρίκο Μπιλμπάο."
"Είναι και εκείνοι οικογένεια και τους έχουμε βοηθήσει πάρα πολύ." είπε ο Μοχάμεντ.
"Έχουν και ένα γιο." συμπλήρωσε η Ελένη. "Τον Μπίλι. Είναι δεκαπέντε χρονών τώρα το χρυσό μου και ανερχόμενος ποδοσφαιριστής."
"Τι ωραία..." μπόρεσε μόνο να πει η Ειρήνη. Απ' ότι φαίνεται, η μητέρα της κάλεσε πραγματικά όποιους ήθελε εκείνη.
Ο Δίας δεν την άφηνε λεπτό από τα μάτια του.
"Έλα ρε συ, ξεκόλλα επιτέλους." του είπε ο Στέφανος.
"Όχι, δεν μπορώ να ξεκολλήσω." του απάντησε.
"Ρε φίλε, αφού το ήξερες απ' την αρχή πως θα γινόταν έτσι. Και είπες πως δεν σ' ένοιαζε και πως θα παραμείνετε φίλοι."
"Μα θα παραμείνουμε. Αφού παντρευτεί όμως. Τώρα είναι ακόμα δικιά μου. Δεν θα ξαναβρεθούν πριν το γάμο έτσι κι αλλιώς. Κοίτα όμως πως της έχει γίνει κολλιτσίδα... Έτσι μου 'ρχεται να τον πιάσω στα χέρια μου και να..."
"Ηρέμησε ρε Δία. Πρέπει να γνωριστούν λίγο, οπότε λογικό να είναι μαζί απόψε."
Η Κάτια πλησίασε κι εκείνη. Είχε κάνει τα πάντα για να τραβήξει την προσοχή του Στέφανου, μάταια όμως. Είχε κλείσει τα δεκατρία, όμως στα μάτια του φάνταζε παιδί ακόμα. Δεν είχε αρκετό στήθος και το κόκκινο μίνι φόρεμα που φορούσε εκείνο το βράδυ δεν την έκανε καθόλου γυναίκα, αντίθετα την έκανε να δείχνει γλυκιά και χαριτωμένη. Στάθηκε δίπλα του.
"Τι έγινε;" ρώτησε.
"Τα ίδια. Προσπαθώ να ηρεμήσω τον Δία. Έχει πεθάνει απ' τη ζήλια του." της εξήγησε ο Στέφανος.
"Μα, εσύ τι λες, Κάτια; Ποιος είναι καλύτερος; Αυτός ή εγώ;" τη ρώτησε ο Δίας.
"Εσύ βέβαια. Ούτε εγώ τον πάω τον Αχμέτ και ας μην τον ξέρω καλά. Εσένα ήθελα για γαμπρό μου."
"Να μια έξυπνη και λογική κοπέλα." είπε ο Δίας στον Στέφανο.
Με τη λέξη 'κοπέλα', η αυτοπεποίθηση της Κάτιας ανέβηκε στα ύψη.
"Εσύ τι άλλα νέα Στέφανε; Έχεις καμιά κοπέλα τώρα;" είπε, για να ανοίξει ένα θέμα συζήτησης.
"Μπα... Μετά τον χωρισμό μου απ' τη Μελίνα δεν θέλω καμία άλλη."
"Δεν σου αρέσει δηλαδή κάποια;"
"Μπα... Όλες ίδιες μου φαίνονται."
Εκείνη την ώρα, χτύπησε πάλι το κουδούνι.
"Οι Μπιλμπάο!" φώναξε ενθουσιασμένη η Σωτηρία και πήγε να ανοίξει. Οι Μπιλμπάο ήταν πραγματικά όλοι πανέμορφοι: μαύρα μαλλιά και ηλιοκαμένη επιδερμίδα, εκτός από την Άννα που ήταν λευκή και ξανθιά. Συστήθηκαν αμέσως με τη Σωτηρία, τον Αντώνη, η Ελένη αγκάλιασε και φίλησε την αδελφή της συγκινημένη επειδή είχε καιρό να τη δει και τέλος συστήθηκαν με την Ειρήνη.
"Τον ξέρεις αυτόν; Είναι ο διάσημος σκηνοθέτης Ρίκο Μπιλμπάο." είπε ο Στέφανος στον Δία.
"Ναι, ξέρω κάποιες ταινίες του και η μητέρα μου έχει παίξει σε μια παλιά. Δεν τον πάω καθόλου." απάντησε εκείνος.
"Υπάρχει και κανένας άνθρωπος που συμπαθείς; Έλεος δηλαδή." τον πείραξε ο Στέφανος. Η Κάτια έμεινε να κοιτάζει το νεαρό αγόρι με τα μαύρα σγουρά μαλλιά, ώσπου η μητέρα της, της έκανε νόημα εκνευρισμένη να πλησιάσει.
"Με καλεί ο διοικητής, παιδιά. Θα τα πούμε σε λίγο." είπε και απομακρύνθηκε.
Η Σωτηρία τη σύστησε:
"Και από εδώ η μικρή μας κόρη, η Κάτια."
"Ω...! Τι γλυκιά που είσαι!" της είπε η Άννα, εκνευρίζοντας την. "Πόσων χρονών είσαι;"
"Δεκατρία."
"Άχου, μικρούλα μωρέ. Ο Μπίλι μας από εδώ είναι δεκαπέντε." Είπε και έβαλε τον νεαρό μπροστά της.
"Γεια σου Κάτια. Χάρηκα." Της είπε εκείνος.
"Γεια. Εμ...κι εγώ χάρηκα." Να η ευκαιρία μου. Είπε από μέσα της. Αν με δει ο Στέφανος μαζί του, ίσως ζηλέψει και καταλάβει ότι του αρέσω. Έχω δει που το κάνουν στις ταινίες. Στο μεταξύ είδε ότι οι γονείς της με τους γονείς του Αχμέτ και τους γονείς του Μπίλι είχαν πιάσει συζήτηση και κανένας δεν τους έδινε σημασία. Η Ειρήνη κουβέντιαζε με τον Αχμέτ λίγο πιο πέρα... Και ο Στέφανος κοιτούσε ήδη προς το μέρος τους. Τέλεια! Αυτή ήταν η ευκαιρία της.
"Ε... Με τι ασχολείσαι, Μπίλι; Εκτός απ' το σχολείο, εννοώ." τον ρώτησε.
"Είμαι στις ακαδημίες ποδοσφαίρου μιας βραζιλιάνικης ομάδας. Εσένα σου αρέσει το ποδόσφαιρο;"
Όντως της άρεσε, όμως ήταν αντρικό άθλημα και σκοπός της τώρα ήταν να φλερτάρει μαζί του για να ζηλέψει ο Στέφανος, όχι να πιάσουν φιλική συζήτηση.
"Ε, βασικά μου άρεσε πιο μικρή, όμως τώρα έχω σταματήσει να ασχολούμαι, γιατί μεγάλωσα πια και κάνω άλλα, πιο γυναικεία πράγματα." είπε και πετάρισε τις βλεφαρίδες της. Ο Στέφανος ακόμα κοιτούσε επίμονα.
Τα κατάφερα! Ζήλεψε! πανηγύρισε από μέσα της.
"Όπως να φτιάχνεις τα μαλλιά σου, να βάφεσαι και να ντύνεσαι ωραία όπως τώρα;" τη ρώτησε ο Μπίλι.
"Αλήθεια; Σου αρέσω;" τόλμησε να ρωτήσει και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του.
"Πάρα πολύ. Είσαι πολύ όμορφη." Η Κάτια ποτέ πριν δεν είχε νιώσει πιο ωραία στη ζωή της. Όχι μόνο κέρδισε την προσοχή του Στέφανου και του έδειξε πως είναι γυναίκα, αλλά φάνηκε πραγματικά να αρέσει στον Μπίλι.
"Και τώρα, η τούρτα!" τους διέκοψε η φωνή της Σωτηρίας. "Ελάτε, μαζευτείτε όλοι γύρω απ' το τραπέζι. Ειρήνη στη μέση. Αχμέτ και Κάτια, σταθείτε δίπλα της. Εσύ Στέφανε μου εδώ..." Αφού μαζεύτηκαν και τους 'έστησε' όλους στις θέσεις τους, με την εορταζόμενη στη μέση, έβγαλε την τούρτα απ' το ψυγείο και την τοποθέτησε μπροστά της.
Ήταν ανάμεικτη, μισή σοκολάτα μισή βανίλια.
"Να ζήσεις Ειρήνη και χρόνια πολλά! Μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά! Παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως και όλοι να λένε να μία σοφός!" τραγούδησαν όλοι μαζί και η Ειρήνη έσβησε τα δεκαοχτώ κεράκια της. Χειροκροτήματα και ευχές ακολούθησαν όπως κάθε χρόνο, μόνο που τώρα ήταν διαφορετικά. Ήταν τα τελευταία γενέθλια της ελευθερίας της. Ο Δίας χειροκρότησε απρόθυμα και παρέμεινε ακίνητος. Πόσο θα ήθελε να πλησιάσει, να τη φιλήσει και να της πει 'χρόνια πολλά, μωρό μου', αλλά δεν τόλμησε.
Μετά η Σωτηρία με τη βοήθεια της Ελένης και της Ειρήνης έκοψαν την τούρτα και τη μοίρασαν σε όλους. Για το υπόλοιπο της βραδιάς δεν κατάφερε να ξαναμιλήσει με τον Δία. Η Κάτια, απ' την άλλη μεριά, είχε ξεχάσει εντελώς τον Στέφανο και ήταν συνέχεια μαζί με τον Μπίλι, συζητούσαν και έκαναν αστεία. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν οι Μπιλμπάο σχεδόν λυπήθηκε.
"Να μου γράφεις, εντάξει; Αυτή είναι η διεύθυνση μου στη Βραζιλία." της είπε ο Μπίλι και έβαλε ένα χαρτάκι στο χέρι της.
Το πάρτι τελείωσε και όλοι έφυγαν, εκτός απ' τους Αμπντουλάχ οι οποίοι θα φιλοξενούνταν εκεί. Αυτό άγχωνε λίγο την Ειρήνη. Αλλά δεν επρόκειτο να τους βάλουν να κοιμηθούν μαζί πριν το γάμο. Όντως, ο Αχμέτ κοιμήθηκε στο δωμάτιο της Κάτιας, οι γονείς του στον καναπέ του σαλονιού που άνοιγε και γινόταν διπλό κρεβάτι και η Κάτια στο δωμάτιο της Ειρήνης, στο παλιό κρεβάτι του Σπύρου το οποίο είχαν κρατήσει ως ενθύμιο.
Δίπλα, στο κομοδίνο υπήρχε η φωτογραφία του με ένα καντηλάκι. Η Κάτια, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κοίταζε το αγγελικό πρόσωπο του Σπύρου για πολλή ώρα.
"Ειρήνη κοιμάσαι;" ρώτησε κάποια στιγμή. Η αδελφή της γύρισε και την κοίταξε στο μισοσκόταδο.
"Όχι. Ούτε εσύ μπορείς, ε;"
"Ούτε εγώ."
"Πώς σου φάνηκε ο Αχμέτ;" τη ρώτησε.
"Εγώ το ξεκαθάρισα απ' την αρχή ότι δεν θα τον συμπαθούσα ποτέ, όπως και αν ήταν. Αυτό δεν άλλαξε τώρα που τον είδα. Όχι ότι είναι πολύ άσχημος..."
Αυτό το είπε πιο πολύ για να μην την κάνει περισσότερο δυστυχισμένη. Φτάνει που θα περνούσε όλη τη ζωή της μαζί του.
"Δεν είναι καθόλου άσχημος για την ακρίβεια. Και αν εσύ τον συμπάθησες, εμένα δεν μου πέφτει λόγος."
"Ούτε μου άρεσε, ούτε τον συμπάθησα. Ο τύπος είναι χάλια, δεν έχει καθόλου χιούμορ και δεν ξέρει να φλερτάρει." είπε η Ειρήνη. "Θέλω δεν θέλω όμως, μ' αυτόν θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου. Πού ξέρεις; Μπορεί τόσα χρόνια που θα είμαστε παντρεμένοι να τον αγαπήσω στο μέλλον."
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο ο Αχμέτ. Κοίταξε τις δύο αδελφές και είπε στην Ειρήνη:
"Ώστε έτσι πιστεύεις για μένα, ε;" Η Κάτια ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και άναψε το λαμπατέρ στο κομοδίνο. Πήγε να πεθάνει στα γέλια όταν είδε ότι ο Αχμέτ φορούσε πιτζάμες με ψαράκια και ιππόκαμπους! Όμως η αδελφή της είχε νευριάσει.
"Πώς μπαίνεις έτσι στο δωμάτιο μου; Πόρτες δεν χτυπάτε στο Αλ Ζαχάρα; Και γιατί κρυφάκουγες;"
"Γιατί, έχεις μυστικά από εμένα;" τη ρώτησε εκείνος.
"Φυσικά και έχω μυστικά από εσένα." απάντησε και σηκώθηκε όρθια. "Άκου να δεις, φίλε. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: δεν θέλω να σε παντρευτώ. Το κάνω μόνο και μόνο για να βοηθήσω την οικογένεια μου και να μη στενοχωρήσω τους γονείς μου. Αρκετά βάσανα περάσαμε. Αλλά δεν παντρευόμαστε ακόμα, οπότε προς το παρόν άσε με να ζήσω την ελευθερία μου, και εσύ και όλοι σας."
Ο Αχμέτ έσκυψε το κεφάλι και η Ειρήνη ένιωσε κάτι σαν οίκτο.
"Εντάξει." της είπε τελικά και την ξανακοίταξε στα μάτια. "Ζήσε την ελευθερία σου. Όμως να τηρήσεις τον όρο που βάλαμε. Ξέρεις ποιον."
"Ναι, κατάλαβα." απάντησε η Ειρήνη, ενώ σκεφτόταν ήδη πώς θα του έλεγε ότι δεν ήταν παρθένα, όταν θα ερχόταν η ώρα.
"Καλή σου νύχτα λοιπόν. Καληνύχτα, Κάτια."
"Επίσης." του απάντησε η Κάτια. Εκείνος γύρισε και βγήκε απ' το δωμάτιο.
"Άκου θράσος." είπε η Ειρήνη στην αδελφή της. "Είχε κάτσει έξω απ' την πόρτα και κρυφάκουγε, το ζώο."
Ξάπλωσε στο κρεβάτι της.
"Για πες, εσύ τι έγινε με τον Μπίλι Μπιλμπάο;" άλλαξε θέμα. "Σας είδα που ήσασταν μαζί σε όλο το πάρτι." Η Κάτια άθελα της κοκκίνισε.
"Ε... Είναι πολύ καλός, δεν μπορώ να πω. Και φάνηκε πραγματικά να του αρέσω. Όμως ζει στη Βραζιλία και δεν νομίζω να τον ξαναδώ ποτέ."
"Μην το λες, μην ξεχνάς ότι η μητέρα του με τη μητέρα του Αχμέτ είναι αδελφές, οπότε μπορεί να ξανάρθουν στην Ελλάδα. Και σίγουρα θα είναι του χρόνου στο γάμο μου."
"Μέχρι τότε, εγώ μπορεί να είμαι με άλλον αδελφούλα." είπε η Κάτια, που ακόμα και τώρα σκεφτόταν τον Στέφανο. Όμως η Ειρήνη δεν τον ανέφερε και μετά από λίγο, την πήρε ο ύπνος.
Η Κάτια δεν μπορούσε με τίποτα να κοιμηθεί. Απ' τη μια σκεφτόταν τον Μπίλι, το πόσο καλός και ευγενικός ήταν μαζί της και από την άλλη τον "αιώνιο" έρωτα της, τον Στέφανο. Άραγε στ' αλήθεια ζήλεψε που τους είδε μαζί ή ήταν ιδέα της; Θα ασχολούταν όμως ένας δεκαοχτάχρονος με μια δεκατριάχρονη και έναν δεκαπεντάχρονο; Αφού μέχρι χθες τη θεωρούσε παιδί. Ή μήπως τώρα ξαφνικά άλλαξε γνώμη; Αυτά σκεφτόταν και δεν έλεγε να κλείσει μάτι. Κάποια στιγμή, ένιωσε πως η κύστη της είχε γεμίσει και πως έπρεπε επειγόντως να πάει στην τουαλέτα. Σηκώθηκε, άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και πέρασε ακροπατώντας απ' το σαλόνι για να μην ξυπνήσει τους γονείς του Αχμέτ που κοιμούνταν.
Έπλενε τα χέρια της, όταν ξαφνικά είδε απ' τον καθρέφτη του μπάνιου την πόρτα πίσω της να ανοίγει. Πρόλαβε να δει έντρομη τον Μοχάμεντ, πριν προλάβει να αντιδράσει όμως εκείνος την άρπαξε και την κόλλησε στον τοίχο σφίγγοντας με το χέρι του το στόμα της. Έκανε να μιλήσει, μα δεν έβγαινε η φωνή της.
Τι γίνεται; Θεέ μου, τι θα μου κάνει; Βοήθεια! είπε από μέσα της.
"Έτσι και φωνάξεις, θα βρουν το πτώμα σου εδώ μέσα το πρωί, και θα το κάνω να φαίνεται σαν αυτοκτονία." την απείλησε ο παλιάνθρωπος και τα μάτια του πετούσαν φωτιές. Η Κάτια έβαλε τα κλάματα βουβά καθώς το ελεύθερο χέρι του κινούνταν κάτω απ' το νυχτικό της...
Μα γιατί δεν ξυπνάει κανένας να με σώσει;! σκέφτηκε απελπισμένη. Ξαφνικά όμως, ο Μοχάμεντ σταμάτησε απότομα, πνίγοντας ένα γέλιο, αλλά δεν άφησε το άλλο χέρι του με το οποίο την κρατούσε φιμωμένη στον τοίχο.
"Άδικος κόπος. Δεν με ανάβεις καν." της είπε. "Είσαι παιδάκι ακόμα, ούτε στήθος δεν έχεις. Άντε, τη γλίτωσες." Την κοίταξε για λίγο κοροϊδευτικά, έπειτα την κόλλησε ακόμα περισσότερο στον τοίχο και ψιθύρισε στο αυτί της άγρια: "Έτσι και μιλήσεις σε κανέναν για αυτό, η οικογένεια σου θα πεθάνουν όλοι ένας ένας και τελευταία εσύ. Είδες τη χαντζάρα μου, έτσι...; Δεν αστειεύομαι." Η καρδιά της Κάτιας κόντευε να σπάσει από το φόβο της. "Έγινα κατανοητός, κοριτσάκι;" Η Κάτια έγνεψε με γουρλωμένα τα μάτια. "Πήγαινε για ύπνο τώρα." Και επιτέλους την άφησε. Η Κάτια βγήκε τρέχοντας, πήγε στο δωμάτιο και κλείδωσε. Η Ειρήνη δεν ξύπνησε.
Πήγε τρέμοντας ως το κρεβάτι της και ξάπλωσε. Ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει τι πήγε να γίνει, τι πήγε να της κάνει ο απαίσιος εκείνος άντρας που θα γινόταν πεθερός της αδελφής της. Και ύστερα την πρόσβαλλε και την απείλησε ότι θα τους σκοτώσει όλους αν μιλήσει...
Σε τι οικογένεια μπαίνεις, αδελφούλα; Που πας να μπλέξεις; Άραγε όλοι οι άντρες έτσι είναι, τόσο ζώα; Είπε μέσα της. Δεν θα εμπιστευόταν ποτέ κανέναν τους. Εκτός ίσως από έναν...
Την επόμενη μέρα, πριν φύγουν και πάλι οι Αμπντουλάχ, πήγαν μαζί με την Ειρήνη και τους γονείς της να δουν το σπίτι στο Σούνιο. Επρόκειτο για μία αρκετά μεγάλη και ευρύχωρη μονοκατοικία που βρισκόταν κοντά στη βίλα του Δία. Αυτή ήταν η ειρωνεία της τύχης. Θα ήταν τόσο κοντά και συγχρόνως τόσο χώρια... Το σπίτι είχε χτιστεί, έμενε τώρα να βαφτούν οι τοίχοι, να τοποθετηθούν πατώματα, ντουλάπια, τα υδραυλικά και τέλος να αγοραστούν τα έπιπλα και οι ηλεκτρικές συσκευές. Μπήκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο με ψηλό ταβάνι. Απ' ότι τους είπαν, αυτό θα γινόταν σαλόνι, κουζίνα και τραπεζαρία μαζί.
Μια πόρτα στο βάθος έβγαζε σε ένα χολ και σε άλλους τέσσερις μικρότερους χώρους, που θα γίνονταν τα τρία υπνοδωμάτια και το μπάνιο, το οποίο ήταν όσο ολόκληρο το σπίτι των Φωτίου μαζί!
"Πώς σας φαίνεται;" ρώτησε ο Μοχάμεντ τους μέλλοντες συζύγους. Είχαν περάσει πάλι στο μεγάλο δωμάτιο και οι φωνές τους αντηχούσαν στον άδειο χώρο.
"Είναι ένα απλό, όμορφο και σοβαρό σπίτι." Απάντησε ο Αχμέτ.
"Που να το δείτε και ολοκληρωμένο." είπε η μητέρα του.
"Εμένα μου φαίνεται υπερβολικό." είπε η Ειρήνη.
Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν.
"Θέλω να πω...τρεις κρεβατοκάμαρες; Μα σε τι θα μας χρειαστούν;" Η Σωτηρία τη σκούντησε γελώντας νευρικά.
"Μα θα κάνετε παιδιά, χρυσό μου." της είπε. "Δεν πρέπει να έχει το καθένα το χώρο του;"
"Ναι, όμως, τόσο μεγάλο σαλόνι...;"
"Δεν σου αρέσει, Ειρήνη;" τη ρώτησε ο πεθερός της. "Θα ζήσεις μια ζωή άνετη εδώ."
Έχουν δίκιο. σκέφτηκε η Ειρήνη. Δεν είναι κι άσχημο, αν σκεφτώ ότι θα περάσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου εδώ. Τουλάχιστον θα την περάσω άνετα.
"Τώρα είναι άδειο, γι' αυτό σου φαίνεται έτσι." είπε η Ελένη. "Όταν ολοκληρωθεί και μπουν τα έπιπλα θα δεις, θα σου αρέσει πάρα πολύ. Και δεν θα έχει και υπερβολική πολυτέλεια."
Εκείνη την ημέρα, η Ειρήνη κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πλέον να ξεφύγει από τη μοίρα της, γιατί την όριζαν πλέον άλλοι. Έτσι, άρχισε να προσαρμόζεται στην ιδέα ότι σύντομα η ζωή της θα άλλαζε...και ότι θα έχανε τα όνειρά της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top