~Η Βασίλισσα~
Από την Δυναστεία των Ρόβεναρ, των κραταιών στρατηγών και Κατακτητών, που θεμελίωσαν τα Βασίλεια όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, ξεχωρίζει αδιαμφισβήτητα ο Βέρνιαν, που βασίλεψε για τριάντα χρόνια δικαιότερα και πιο ειρηνικά από κάθε άλλον της Δυναστείας του. Για αυτό κι άλλωστε μετά τον θάνατό του από φυσικά αίτια έστησαν μια επίτιμη προτομή του σε κάθε πόλη της Επικράτειας, για να τον θυμούνται οι γέροντες και να τον γνωρίζουν οι νέοι.
Μονάχα ένα δεν κατόρθωσε ο Βέρνιαν· να παντρευτεί τη γυναίκα που λάτρευε. Κι έφτασε στα εξήντα του χρόνια με μόνο δυο νόμιμα παιδιά κι αυτά θηλυκά και με ένα μόνο νόθο, αρσενικό, από τη γυναίκα που αγάπησε όσο τίποτα στην πλάση. Την πρωτότοκη κόρη του την έλεγαν Αμαρυλλίδα κι ήταν αρρενωπή, με τραχυά χαρακτηριστικά, ανδρική όψη, τόσο εμφανή, που αν δε φορούσε φορέματα θα την περνούσαν για άνδρα. Σαν συνειδητοποίησε η Πριγκίπισσα ότι ήταν η επικρατέστερη διάδοχος του θρόνου, ξεκίνησε μαθήματα ξιφομαχίας, τοξοβολίας και στρατηγικής. Έγινε εξαιρετική στρατηγός, δεινή πολεμίστρια και ξεπερνούσε όλους τους δασκάλους της. Ο πατέρας της καμάρωνε, αν και δεν το έδειχνε.
Τη χρονιά που πέθανε ο δίκαιος Βέρνιαν, το έτος 130, η Αμαρυλλίς έκλεισε τα είκοσι ένα. Κράτησε δυο μήνες το πένθος του πατέρα της κι ύστερα ετοιμάστηκε να παντρευτεί. Ποτέ της δεν το αποζήτησε, ούτε χρειαζόταν την ανδρική προστασία, όμως ήταν ανάγκη να αποκτήσει παιδιά και μάλιστα το συντομότερο δυνατό. Προτίμησε τον Μπέρισταν Γουέλερ, τρίτο και στερνό γιο του Άρχοντα Γκόυλ, του πρώτου Γουέλερ που κυβέρνησε την ευλογημένη γη του Σαντόρουμ. Από εκείνο τον καιρό, οι σχέσεις μεταξύ του Στέμματος και της οικογένειας Γουέλερ έγιναν στενές και ξέχειλες από εμπιστοσύνη.
Η Αμαρυλλίς στέφθηκε Βασίλισσα των Δώδεκα Βασιλείων με απόλυτο δικαίωμα κι ετοιμάστηκε να επιδείξει και να αποδείξει την αξία της. Η μητέρα της, η Ελίς, ήταν η μοναχοκόρη του Άρχοντα της Σκοτεινής Πεδιάδας του Θερ, του τεράστιου κράτους στην Ανατολή, πέρα από τη Θάλασσα. Η βασίλισσα επιθυμούσε αυτή τη γη να την κατακτήσει ως νόμιμη διάδοχος του θρόνου της. Τότε, έμεινε έγκυος κι αναγκάστηκε να καθυστερήσει την Εκστρατεία, της οποίας επέμενε να ηγηθεί. Μετά από τρεις μήνες, απέβαλε και χωρίς να δείξει ίχνος αδυναμίας ή λύπης, διέταξε την έναρξη της Εκστρατείας.
Ώσπου να φτάσουν στα παράλια του Θερ χρειάστηκε άλλος ένας μήνας, αρκετός για να μείνει ξανά έγκυος η βασίλισσα. Εξοργισμένη από τον απαίσιο συγχρονισμό των γεγονότων της ζωής της, επέτρεψε στον άνδρα της να ηγηθεί του στρατού, τουλάχιστον μέχρι να σταθεροποιούνταν η κατάστασή της. Πέρασαν οι μήνες, ο πόλεμος δεν έμελλε να τελειώσει κι η βασίλισσα γέννησε με κίνδυνο της ζωής της ένα υγιέστατο κορίτσι, το οποίο ονόμασε Ελίς προς τιμήν της μητέρας της. Μέρες μετά τη γέννα, ζώστηκε την πανοπλία και όρμησε στη μάχη και σαν είδε ο στρατός τη λεχώνα βασίλισσα έφιππη και ετοιμοπόλεμη, αναθάρρησε και σημείωσε σημαντικές νίκες επί των αξιότατων στρατιωτών του Θερ.
Χρειάστηκε άλλος ένας χρόνος συνεχών συμπλοκών, νικών και ηττών, ώστε να κατορθώσει η βασίλισσα να κατακτήσει την πρωτεύουσα του Θερ, την πανίσχυρη πόλη Καμπίς. Μόλις το έμβλημα των Ρόβεναρ κυμάτιζε στις επάλξεις της, η Αμαρυλλίς ένιωθε σαν την σπουδαιότερη γυναίκα του κόσμου. Είχε κατορθώσει μεγαλειώδη πράγματα μέσα σε ενάμισι έτος βασιλείας· είχε κατακτήσει ένα γειτονικό κι αντίπαλο δέος, επεκτείνοντας τη δύναμη των Δώδεκα Βασιλείων και στην άλλη πλευρά της Θάλασσας. Έξι μήνες μετά τον θρίαμβο, έφερε στον κόσμο ένα αγόρι που ονόμασε Βέρνιαν από τον πατέρα της.
Η επιστροφή της στη Ρέισαν ήταν η λαμπρότερη στιγμή της βασιλείας της. Είχε αφήσει πίσω στο Θερ τους πιο έμπιστους της συμβούλους να κρατούν την τάξη και να κυβερνούν εκ μέρους της. Η υποδοχή της ήταν θεαματική· ροδοπέταλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα, ζητωκραυγές και αλαλαγμοί την εξυμνούσαν, μουσικές ακούγονταν και μαζί διθύραμβοι για την ένδοξη οικογένειά της, ενώ ευχές έφταναν συνεχώς στα αυτιά της για μακροημέρευση κι αιώνια ευτυχία.
Είχε κατορθώσει πάρα πολλά μέσα δε δυο χρόνια· κυβερνούσε αρμονικά τα Βασίλεια, είχε κατακτήσει μια καίρια Επικράτεια στην Ανατολή κι είχε ήδη γεννήσει έναν γιο. Ωστόσο, τα σύννεφα στην υπέροχη πορεία της δεν άργησαν να φανούν.
Σαν έφτασε στη Ρέισαν κι επέστρεψε στα καθήκοντά της πλήρως, πληροφορήθηκε τον θάνατο του Αρχηγού της Βασιλικής Φρουράς, τον οποίο θρήνησε όπως του άρμοζε και τον αντικατέστησε αμέσως. Τον αντικαταστάτη του τον έλεγαν Γιόθαμ Πέλροουζ, γιος δερματέμπορου, απόλυτα αφοσιωμένος στο Στέμμα και στη Βασίλισσά του. Τόσο αφοσιωμένος, που τη λάτρευε περισσότερο από οτιδήποτε και πολύ σύντομα φούντωσαν οι φήμες περί ερωτικών σχέσεων μεταξύ τους. Οι φήμες εξελίχθηκαν σε βεβαιότητες όταν η Βασίλισσα έστειλε τον σύζυγό της στο Θερ, ως Αντιβασιλέα στο όνομά της, κι έμεινε μόνη στο παλάτι και στην κρεβατοκάμαρα. Ήταν ξανά έγκυος όταν έφυγε ο άνδρας της κι έφερε στον κόσμο άλλον έναν γιο, που βάφτισε Μπέρισταν, από τον πατέρα του και νόμιμο σύζυγό της. Ο φλογερός έρωτας της με τον ιππότη με τα βιολετιά, ακαταμάχητα μάτια απασχολούσε μόνο τους κακεντρεχείς της Αυλής. Ο λαός δεν ενδιαφέρονταν για την ερωτική ζωή της Βασίλισσας, παρά μόνο τη λάτρευε, γιατί τους διοικούσε με το δίκιο του πατέρα της.
Τρία χρόνια μετά τη Στέψη της, όλα πήγαιναν καλά κι η ζωή κυλούσε αρμονικά. Αυτό, φυσικά έμελλε να αλλάξει ριζικά. Η αυτόνομη και κραταιή της διοίκηση, όπως και ο δυναμικός της χαρακτήρας, δεν άρεσαν καθόλου στους συντηρητικούς και προκατειλημμένους Αυλικούς της. Κι έτσι, μυστικά κι υποχθόνια ξεκίνησαν να αναζητούν τον αντικαταστάτη της και δεν ήταν δύσκολο να τον βρουν· διότι υπήρχε ο νόθος γιος του εκλιπόντος πατέρα της, ένα πανήψηλο και ξανθό παλικάρι ονόματι Ρόντιαν. Αυτόν διάλεξαν για να ανατρέψει τη βασιλεία της Αμαρυλλίδας. Με μερικές δωροδοκίες και χάρες, έπεισαν το Ιερατείο να ανακηρύξει τον Ρόντιαν νόμιμο γιο του νεκρού Βέρνιαν και αμέσως φρόντισαν να μαθευτεί σε όλη την Επικράτεια. Αμέσως μετά, ξέσπασε Επανάσταση ενάντια της Βασίλισσας για την αποκατάσταση του αρσενικού διαδόχου.
Η Αμαρυλλίδα κλείστηκε με όλο της τον στρατό στο παλάτι κι αμέσως φυγάδευσε τα τρία της παιδιά στο Θερ, όπου θα τα περίμενε ο πατέρας τους, για να τα κρατήσει ασφαλή. Δεν ηρέμησε παρά μόνο όταν έλαβε γράμμα από τον Μπέρισταν ότι τα παιδιά ήταν ασφαλή κοντά του. Τότε, άφησε την οργή της να ξεσπάσει για την προδοσία των αυλικών της, τους ανακήρυξε προδότες και διέταξε να τους σκοτώσουν μόλις τους έβλεπαν.
Ο στρατός του ετεροθαλούς αδελφού της πολιόρκησε τη Ρέισαν για έναν ολόκληρο χρόνο και μετά υποχώρησε, γιατί ακόμα δεν είχε γονατίσει ούτε η Αμαρυλλίς ούτε οι στρατιώτες της. Η μάχη μεταφέρθηκε στις μεγάλες πεδιάδες της Γάνδης και της Κατέρια, όπου η Αρχόντισσα της Κατέρια Θιάνη στάθηκε υπέρ της Βασίλισσας και ο Άρχοντας της Γάνδης Όλντεν υπέρ του Ρόντιαν. Άλλος ένας χρόνος συμπλοκών περιήλθε, ώσπου σκοτώθηκε ο Σερ Γιόθαμ Πέλροουζ. Η Αμαρυλλίδα αφιονίστηκε από την απώλεια και τον θυμό της, ώστε έκανε ένα στρατηγικό λάθος κι αντιμετώπισε μια τεράστια ήττα, χάνοντας τον μισό της στρατό και πολλούς από τους πιστούς της Άρχοντες. Κατανοώντας ότι δε μπορούσε πλέον να νικήσει, παραιτήθηκε από το βασιλικό της δικαίωμα και παρέδωσε το Στέμμα στον Ρόντιαν, με ηθικό και υπερηφάνεια τσακισμένα. Έφυγε λαθραία από τα Βασίλεια, όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει, μαζί με την χρυσή και αιματοβαμμένη μπέρτα του αγαπημένου της Γιόθαμ. Ήταν είκοσι έξι χρονών, βασίλισσα μόλις για μια πενταετία κι είχε χάσει τα πάντα.
Μόλις έφτασε στο Θερ, έφυγε αμέσως μαζί μα τον άνδρα και τα παιδιά της και πήγαν σε ένα ακόμα μακρύτερο βασίλειο, το βασίλειο της Ανατολής, όπου τότε κυβερνούσε ο Τύραννος Κρίσπιν Ζολάρις, ένας άνδρας άξεστος αλλά υπερασπιστής του δικαίου. Τους φιλοξένησε, ορκίστηκε να τους προστατέψει και τους έδωσε νέες ταυτότητες, ονόματα και ζωές. Εκεί η Αμαρυλλίδα πέρασε την υπόλοιπη ζωή της, στην αφάνεια και στην ξενιτιά, με κατάθλιψη και απογοήτευση για μια Αυτοκρατορία που είχε χάσει. Μέσα σε τρία χρόνια, έχασε την πρωτότοκη κόρη και τον μικρό της γιο από πνευμονία και ποτέ της δεν έβγαλε τα μαύρα, πένθιμα ρούχα. Της έμεινε μόνο ο Βέρνιαν, ο οποίος τώρα λεγόταν Γιούνορ κι είχε το επίθετο Γουάιατ. Η Αμαρυλλίδα πέθανε το έτος 148 σε ηλικία σαράντα χρονών και δεν πρόλαβε να δει τον γιο της με το νέο του όνομα να στέφεται Βασιλιάς των Δώδεκα Βασιλείων το 159, ξεκινώντας μια νέα Δυναστεία, τη Δυναστεία των Γουάιατ. Μέσα από τον πορφυρό, τελετουργικό μανδύα, ο νεαρός Γιούνορ φορούσε την αιματοβαμμένη μπέρτα του Γιόθαμ Πέλροουζ.
"Αξιοσημείωτες κόρες βασιλέων και Αρχόντων που άφησαν το στίγμα τους στην Ιστορία"
Φιόντιρ Βόλς, ιερέα στο ναό της θεάς Ευαδώρα
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο καιρός κύλησε σαν το νερό και πριν καν το καταλάβουν, έμεναν μερικές μέρες μέχρι τη γαμήλια τελετή της Βασίλισσας με τον διάδοχο της Γάνδης. Μπορεί η Βίνας να πετούσε στα σύννεφα από ευτυχία και να έλαμπε ολόκληρη, όπως άλλωστε και το παλάτι τώρα που όλοι οι υπηρέτες είχαν βαλθεί να το καθαρίσουν, ωστόσο δεν ίσχυε το ίδιο και για τον παππού της, τον Μπράιτον Καστέλ. Ο γέροντας Πρωθυπουργός είχε βρει από τη χαλαρότητα της εγγονής του την τέλεια ευκαιρία να αναλάβει τα ηνία του κράτους για όσο περισσότερο μπορούσε. Κάθε πρωί στην αναφορά του για τα τρέχοντα ζητήματα του Στέμματος της έκρυβε τα σημαντικότερα, ώστε να ασχολείται μόνο εκείνος με αυτά κι η ίδια δεν είχε καμία πρόθεση να ασχοληθεί περαιτέρω με τίποτα παρά με τις ετοιμασίες του γάμου της.
Τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας, πέντε ημέρες πριν την πολυαναμενόμενη τελετή, ο Πρωθυπουργός κάλεσε στο γραφείο του τον Βασιλικό Γραμματέα, έναν ήπιο και δειλό άνθρωπο, που ενδιαφέρονταν μόνο για την ασφάλειά του και για εκείνη θα μπορούσε να θυσιάσει αξιοπρέπεια, δίκιο κι ελευθερία.
"Ο Άλφεν Κέλπαρ έχει εξελιχθεί σε πληγή για τη Βασιλική Φρουρά," του είπε έναντι χαιρετισμού μόλις τον είδε μπροστά του.
"Νόμιζα ότι ήταν ο Σερ Λύσαντερ που σας είχε αναστατώσει," θυμήθηκε ο Μπίρναρντ Κρόμγουελ.
"Δεν είναι παρά ένας στρατιώτης," τόνισε ο Μπράιτον Καστέλ με μια κίνηση του χεριού του. "Ο Άλφεν Κέλπαρ είναι ο Αρχηγός της Βασιλικής Φρουράς, έχει επιρροή όχι μόνο στη Φρουρά, μα και στον στρατό· είναι ήρωας πολέμου, μην το ξεχνάς αυτό. Και τον τελευταίο καιρό με αψηφά· μόνο που δε με έχει εκβιάσει για να μη διώξω τον Λύσαντερ. Και γνωρίζεις θαρρώ τι συμβαίνει όταν ο στρατός ξεκινά να αψηφά το Στέμμα."
Ο Κρόμγουελ ένευσε καταφατικά.
"Πρέπει να φύγει από τη μέση ο Άλφεν Κέλπαρ. Θα συντάξω αμέσως την απόλυσή του," αποφάσισε ο Πρωθυπουργός.
"Και πώς σκοπεύετε να πείσετε τη Μεγαλειότητά της να την υπογράψει;"
"Χθες της έδωσα μια διαταγή για αύξηση των φόρων και την υπέγραψε με κλειστά μάτια. Εάν ο γάμος την έκανε τόσο ελαφρόμυαλη, σκέψου τι θα της κάνει η εγκυμοσύνη," αποκρίθηκε ο Μπράιτον Καστέλ, ενώ καθόταν στο γραφείο του και ξεκινούσε να γράφει τη διαταγή για τον Κέλπαρ.
"Καλώς," μουρμούρισε ο Γραμματέας.
"Την άλλη ανοιχτή πληγή την επούλωσες ή ακόμα αιμορραγεί;" Ρώτησε αυστηρά ο Καστέλ.
"Εννοείτε την Κόμησσα Μερσιάνα;"
"Σήμερα έχεις μεγάλη διαύγεια. Εύγε," τον ειρωνεύτηκε ο Πρωθυπουργός. "Φρόντισε να πεθάνει. Στείλε μερικούς από το Τάγμα της Σκιάς να κάψουν τη Ρέβαν συθέμελα και να φροντίσουν η Μερσιάνα να πεθάνει. Ας ξεμπερδεύουμε από αυτή μια και καλή."
"Όπως επιθυμείτε," είπε δουλοπρεπώς ο Γραμματέας κι ετοιμάστηκε να φύγει.
"Υπάρχει και κάτι άλλο που θα ήθελα να διευθετήσουμε," τον σταμάτησε με τα λόγια του ο Καστέλ.
"Τι κύριε;"
"Οι κατάσκοποι μου έμαθαν ότι η μικρή Φοίβη ιππεύει με τους δυο συνοδούς ιππότες της προς τον Βορρά. Είναι πολύ ορμητική και ίσως προκαλέσει αναταραχές. Πληροφορήθηκα ότι ο ένας από τους ιππότες της, ο Άντριου του Νορθάμπελαντ, έμεινε στο κάστρο του πατέρα του, επειδή κάποιος είναι άρρωστος, δε θυμάμαι και δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να κανονίσεις να μη δει το φως της επόμενης ημέρας. Ο θάνατος του θα κοστίσει στη μικρή και θα της ανακόψει την πορεία αρκετά ώστε να μη μας ενοχλήσει στο προσεχές μέλλον."
"Θα γίνει όπως διατάξατε, Άρχοντά μου," τον διαβεβαίωσε ο Γραμματέας.
"Πήγαινε τώρα και φρόντισε να εκτελεστούν όλες μου οι επιθυμίες μέχρι τη Δύση του Ηλίου."
"Μάλιστα."
Ο Κρόμγουελ υποκλίθηκε και έφυγε από το γραφείο του, με βήμα γοργό και βιαστικό. Ο Πρωθυπουργός σηκώθηκε από την καρέκλα του και σφράγισε τη διαταγή απόλυσης του Σερ Άλφεν Κέλπαρ. Χωρίς να χάσει χρόνο, πήγε σχεδόν τρέχοντας ως την κρεβατοκάμαρα της εγγονής του, όπου τη βρήκε τρισευτυχισμένη να δοκιμάζει το νυφικό της και της ζήτησε να υπογράψει. Εκείνη υπάκουσε χωρίς καν να αναρωτηθεί τι υπέγραφε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Νυμέρια τράβηξε το σπαθί της από τη θήκη και πήρε την ορθή στάση του πολεμιστή.
"Σχεδόν ένας μήνας έχει περάσει από τότε που έστειλα την πρόταση γάμου στο Δάμπονις και δεν έχω λάβει καμία απολύτως απάντηση," είπε με την ενόχληση να διαφαίνεται σε κάθε της φθόγγο.
"Θα είναι ανόητος ο Άρχοντας Φίλιξ να αρνηθεί έστω και να συζητήσει μαζί σου για τον γάμο με τον μοναχογιό του," υποστήριξε η Βιβιάνα, η μεγαλύτερη και πιο αγαπημένη της εξαδέλφη, κραδαίνοντας το δικό της ξίφος.
"Δε με ενδιαφέρει η απάντηση του Άρχοντα Φίλιξ, παρά του Ντάνιελ. Αν αυτός με αρνηθεί, τότε ο πατέρας του δεν πρόκειται να τον πείσει για το αντίθετο."
Η Βιβιάνα την άφησε να κάνει την πρώτη κίνηση, που απέκρουσε με ευκολία και μεγάλωσε την απόσταση μεταξύ τους.
"Δε μένει λοιπόν παρά να μάθουμε αν ο περιζήτητος εργένης που τόσες νύφες έχει απορρίψει, επιθυμεί εσένα για γυναίκα του," αποκρίθηκε με μια άτακτη ματιά στα σκούρα της μάτια.
Η Νυμέρια επιτέθηκε ξανά, κινούμενη σαν αντιλόπη και την αιφνιδίασε. Η Βιβιάνα αντεπιτέθηκε λίγο πριν το ξίφος αγγίξει το μπράτσο της και οπισθοχώρησε σβέλτα.
"Με έχει ήδη γνωρίσει," τόνισε η Πριγκίπισσα. "Πιστεύεις ότι δεν τον εντυπωσίασα;"
Η Βιβιάνα κοίταξε στιγμιαία τον ουρανό, κουνώντας το κεφάλι αποδοκιμαστικά.
"Θα εντυπωσίαζες και τυφλό, κουφό γέροντα. Εκτός κι αν ο Ντάνιελ είναι σε χειρότερη κατάσταση."
Άθελα της η Νυμέρια γέλασε με το ευφυολόγημα της ξαδέλφης της.
Συνέχισαν την ξιφομαχία τους σιωπηλά, μια που της αποσπούσε και τις δυο από όλα τους τα προβλήματα και τις έγνοιες. Κάποια στιγμή, χωρίς καμία τους να γνωρίζει πόση ώρα προπονούνταν, τις πλησίασε η Ζένια, η μικρότερη κόρη του Άρχοντα Εδουάρδου του Κόντορ, με τα δυο μάτια που πετούσαν φωτιές.
"Νυμέρια, Βιβιάνα, με συγχωρείτε που διακόπτω, αλλά κατέφθασε ένα πολύ σημαντικό γράμμα που αφορά όλους μας. Τουλάχιστον έτσι το έθεσε ο πατέρας," τους είπε η νεαρή και τους ένευσε να την ακολουθήσουν.
Οι δυο γυναίκες θηκάρωσαν αμέσως τα σπαθιά τους και έτρεξαν ξοπίσω της, αδημονώντας για τα νέα του Άρχοντα Εδουάρδου.
Στη μεγάλη σάλα του Γαλάζιου Παλατιού, όπου πάντοτε ο Άρχοντας Δρυάς έκανε τις σημαντικότερες ανακοινώσεις, έφτασαν οι τρεις τους, για να αντικρίσουν προς μεγάλη τους έκπληξη τον Τοποτηρητή του Κόντορ με τον πιο απίθανο σύντροφο, τον Ντάνιελ Κένταρ.
Μόλις τα γαλάζια μάτια του συνάντησαν τα σμαραγδένια της Νυμέρια, ένιωσε ότι η καρδιά της θα έσπαζε από την προσμονή και την αγωνία.
"Τι κάνεις εδώ, Ντάνιελ Κένταρ;" Κατόρθωσε να ρωτήσει με όσο πιο συγκρατημένη φωνή μπορούσε.
"Θαρρώ ότι είσαι η μόνη που δε θα έπρεπε να απορεί, Νυμέρια Πορφυρογόνου," αποκρίθηκε ο μοναχογιός του Φίλιξ Κένταρ και την πλησίασε για να της φιλήσει το χέρι ιπποτικά. Το ίδιο έκανε και στις ξαδέλφες της, που ήταν και οι τέσσερις παρούσες, ενώ προτίμησε χειραψία με τους τέσσερις ξαδέλφους της. Ο Ρετ, ο διάδοχος του Κόντορ και πιο πολύ αδελφός παρά ξάδελφος της, δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του και χαμογελούσε πλατιά σαν μικρό παιδί.
"Τι σημαίνει αυτό;" Ζήτησε να μάθει η Νυμέρια.
"Σημαίνει ότι ήρθα να σου γνωστοποιήσω την απάντησή μου σχετικά με την άκρως ενδιαφέρουσα πρόταση που μου έστειλες πριν σχεδόν έναν μήνα," απάντησε ο Ντάνιελ, που διασκέδαζε να βλέπει την αγωνία στα μάτια της.
"Τι αποφάσισες λοιπόν;"
"Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλη απάντηση πέραν της θετικής," της αποκάλυψε με ένα μισο χαμόγελο ο διάδοχος του Δάμπονις. "Είναι τιμή μου, όπως και του πατέρα μου, να παντρευτώ όχι μόνο μια Αρχόντισσα του παντοδύναμου Κόντορ, αλλά και ένα μέλος της Βασιλικής Οικογένειας, που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διεκδικήσει το δικαίωμά της στον θρόνο."
Η Νυμέρια ένιωσε μια απροσδόκητη ορμή να χοροπηδήσει από ευτυχία, όπως όταν ήταν μικρή. Θέλησε να τον αγκαλιάσει, για να του δείξει πόσο αδιανόητα χαρούμενη την έκανε η απόφασή του. Είχε θαμπωθεί από την εμφάνιση και τους τρόπους του από την πρώτη στιγμή που τον είδε, μα κυρίως είχε μαγευτεί από την ετοιμολογία του και τη γνώση του πάνω σε οποιοδήποτε θέμα. Θα ήταν ανόητη να μην τον είχε ερωτευτεί.
Παρόλα αυτά, κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να συγκεντρώσει όλο της τον ενθουσιασμό σε ένα απλό χαμόγελο ευχαρίστησης.
"Χαίρομαι που πήρες αυτή την απόφαση, Ντάνιελ," ήταν η μόνη της απόκριση.
"Σας συγχαίρω, παιδιά μου, για τον αρραβώνα σας και εύχομαι να είστε πάντα ευτυχισμένοι και μονιασμένοι," ακούστηκε ο θείος της από τα αριστερά της, που έσπευσε να κάνει άλλη μια χειραψία με τον Ντάνιελ και να την αγκαλιάσει στοργικά. Έσπευσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του κι όλα του τα παιδιά, που αγκάλιαζαν και φιλούσαν τη Νυμέρια, εκφράζοντας τη χαρά που εκείνη κρατούσε ακόμα κρυμμένη.
"Σε ευχαριστούμε, Άρχοντα Εδουάρδε, κι εσένα και τα παιδιά σου," είπε εγκάρδια ο μέλλων σύζυγος της, προτού στραφεί σε εκείνη. "Νυμέρια, ο πατέρας μου επιθυμεί να ταξιδέψουμε ως το Δάμπονις και να συζητήσουμε τη διαδικασία του γάμου επίσημα."
"Ας είναι," συμφώνησε η Νυμέρια και μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι κρατούσε τα χέρια του, χωρίς να σκοπεύει να τα αφήσει σύντομα.
"Πριν φύγετε, Ντάνιελ, θα μου επιτρέψεις να ετοιμάσω ένα δείπνο προς τιμήν του ευτυχούς γεγονότος," προέτρεψε ο Άρχοντας Εδουάρδος.
"Φυσικά, Άρχοντά μου," ένευσε καταφατικά ο διάδοχος του Κόντορ και η Νυμέρια κατάλαβε ότι δε θα κουραζόταν ποτέ να βλέπει το υπέροχο χαμόγελό του να φωτίζει ο πρόσωπό του και τα χαριτωμένα λακάκια που δημιουργούνταν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Οι ημέρες περνούσαν βασανιστικά για τη Βίνας. Από την ώρα που ο Πέρσιβαλ είχε δεχτεί την πρότασή της, την είχε κατακλύσει η ανυπομονησία για την ημέρα του γάμου τους. Τώρα είχαν απομείνει μονάχα πέντε ημέρες και η αγωνία της κορυφώνονταν. Ήθελε τα πάντα να είναι τέλεια, για αυτό είχε αναλάβει προσωπικά όλες τις ετοιμασίες και τις επέβλεπε η ίδια, επεμβαίνοντας σε οτιδήποτε θεωρούσε ανεπαρκές. Επιθυμούσε να εντυπωσιάσει όλους τους καλεσμένους και κυρίως τον Πέρσιβαλ, ώστε να συζητείται ο γάμος τους για μήνες. Αν ήταν δυνατόν φιλοδοξούσε να συζητείται ο γάμος τους και να τον αποσιωπούσαν μόνο τα νέα της πρώτης της εγκυμοσύνης. Προσευχόταν για αυτή την έκβαση.
Είχε ξυπνήσει από την αυγή και, ανατριχιάζοντας από τη δροσιά του Σεπτέμβρη, είχε ζητήσει να της παρουσιάσουν το νυφικό της. Πέντε μοδίστρες το είχαν αναλάβει, οι καλύτερες στα Βασίλεια, χωρίς περιορισμό κόστους ή φαντασίας.
Της έφεραν ένα πραγματικό έργο τέχνης· ένα πανέμορφο φόρεμα, ραμμένο με χρυσή κλωστή και στολισμένο με τον θυρεό των Πορφυρογόνων και με κάθε λογής λουλούδι, όλα ανάγλυφα κεντημένα στο ωραιότερο μετάξι, που είχαν αγοράσει από τα μεταξουργεία της Ανάβια, της πρωτεύουσας του μακρινού Βασιλείου της Ανατολής.
Μόλις το φόρεσε η Βίνας, για να το δοκιμάσει, μαγεύτηκε από την αίσθηση του πάνω της. Έμοιαζε σαν χάδι, σαν μητρικό φιλί στο δέρμα της, αν και δε θυμόταν την τελευταία φορά που τη φίλησε η μητέρα της. Τα μανίκια του έφταναν ως τους αγκώνες της και στολίζονταν από κύκνους, τα σύμβολα της θεάς του Έρωτα Αμάρα. Στη μέση της έδενε μια ολόχρυση ζώνη που έφερε τον δικέφαλο λέοντα, το έμβλημα του Οίκου των Λαυρεντιδών, του Οίκου του συζύγου της. Έκλεισε τα μάτια της και φαντάστηκε τον εαυτό της σε αυτό το αριστουργηματικό εργόχειρο να αγκαλιάζει τον Πέρσιβαλ, που τις τελευταίες εβδομάδες είχε μονοπωλήσει τους λογισμούς της. Ανεπαίσθητα, αναστέναξε βαθιά, προκαλώντας χαμόγελα μεταξύ των υπηρετριών γύρω της. Κάποια άλλη εποχή θα τις είχε επιπλήξει για την ανάρμοστη συμπεριφορά τους, τώρα όμως τις αγνόησε, απορροφημένη από τη γλυκιά της φαντασίωση.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Νταϊάνα η Ατρόμητη ήταν βέβαιη ότι αργά ή γρήγορα ο Μπράιτον Καστέλ θα προκαλούσε αναταραχή στη Βασιλική Φρουρά που εκείνη ηγούνταν. Φυσικά, ποτέ της δεν περίμενε ότι ο γεροξεκούτης θα έφτανε στο σημείο να απολύσει τον συναρχηγό της Σερ Άλφεν Κέλπαρ, έναν τίμιο και δίκαιο άνθρωπο, που είχε κερδίσει των σεβασμό όλων στο Παλάτι. Μόλις ο Γραμματέας Κρόμγουελ της παρέδωσε τη διαταγή με την υπογραφή της Βασίλισσας, η κοπέλα εξοργίστηκε με την αυθάδεια του Πρωθυπουργού, ευχόμενη να μην είχε πεθάνει τόσο νωρίς ο Βασιλιάς Δάντης. Χωρίς χρονοτριβές, κράτησε σφιχτά την περγαμηνή στο χέρι της και έτρεξε ως το δωμάτιο του Άλφεν Κέλπαρ. Χτύπησε την πόρτα δυο φορές και στην τρίτη της άνοιξε.
"Τι θέλεις;" Τη ρώτησε εκείνος απότομα, αντί χαιρετισμού.
"Ο Καστέλ πέρασε στην επίθεση," του είπε και του έδωσε την περγαμηνή, παρατηρώντας τη διαστολή στις κόγχες του, καθώς διάβασε τη Βασιλική διαταγή.
"Το κάθαρμα!" Τον άκουσε για πρώτη φορά να βλαστημά και να χτυπά οργισμένος τη γροθιά του στον τοίχο.
"Τουλάχιστον θα μείνει ο Λύσαντερ," τόνισε η Νταϊάνα. "Ξέρουμε κι οι δυο ότι έχει ανάγκη τα χρήματα από τον μισθό του στρατιώτη."
"Εννοείς ότι εγώ μπορώ να ζήσω και χωρίς χρήματα; Τι θα τρώω, ακρίδες;" Την ειρωνεύτηκε ο Άλφεν.
"Εννοώ ότι έχεις φήμη," εξήγησε ψύχραιμα η μόνη γυναίκα της Βασιλικής Φρουράς. "Σίγουρα θα βρεις κάτι να κάνεις, χωρίς να σε σημαδεύει η απόλυση από τον Μπράιτον Καστέλ. Ο Λύσαντερ δεν είναι εθνικός ήρωας."
"Ξέρεις ότι δε με νοιάζει η απόλυση, παρά η υποτίμησή μου από αυτόν τον αχάριστο! Εγώ με το τάγμα μου κερδίσαμε τη μάχη με τη Βασίλισσα Μιαζέτη στη Θάναγκαρτ κι έπειτα αν δεν ήμουν εγώ να σώσω τον Βασιλιά Δάντη από τη μανία της Βασίλισσας Εγουίβερ στις Αρχαίες Γαίες, θα είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν!"
Η Νταϊάνα τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με ένα λυπημένο βλέμμα, φουντώνοντας τον θυμό του.
"Αν με λυπάσαι, φύγε από μπροστά μου," της είπε, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του. "Δεν έχω ανάγκη τον οίκτο σου."
"Είναι η πρώτη φορά που σε ακούω να παινεύεις τον εαυτό σου και να αναγνωρίζεις την αξία σου," εξέφρασε την παρατήρησή της η Νταϊάνα, με μια ήρεμη φωνή. "Πρέπει να νιώθεις απόλυτη ξεφτίλα από όλο αυτό."
"Δε θέλω να ξαναδώ κανέναν τους," συνέχισε να φωνάζει ο Άλφεν και μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι βρίσκονταν στο κατώφλι της πόρτας του κι ότι κατά πάσα πιθανότητα το μισό Παλάτι είχε ακούσει τις φωνές του. "Έλα μέσα," της είπε και την τράβηξε από το μπράτσο, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της για ασφάλεια.
"Τι θα κάνεις τώρα;" Αναρωτήθηκε η Νταϊάνα, ατάραχη από το γεγονός ότι την είχε εγκλωβίσει στο δωμάτιό του. "Θεωρώ ότι σε αυτή τη φάση δεν μπορείς να αντιταχθείς στον Πρωθυπουργό, που εμφανώς έχει τον πλήρη έλεγχο του κράτους."
"Θα φύγω," απάντησε ο Άλφεν Κέλπαρ. "Θα πάω όσο πιο μακρυά γίνεται και δε θα επιστρέψω μέχρι να πεθάνει ο γέρος."
"Δε θα συμβεί σύντομα αυτό· ο κακός σκύλος δεν πεθάνει."
"Μπορούν πάντοτε να υπάρξουν εξαιρέσεις," επισήμανε ο πρώην συναρχηγός της και τους προκάλεσε γέλιο.
"Έπρεπε να σε απολύσουν για να καταφέρουμε να συνυπάρξουμε χωρίς αλληλοπροσβολές," συμπέρανε η Νταϊάνα σκουπίζοντας ένα δάκρυ από τα καταγάλανα μάτια της.
"Έτσι φαίνεται," συμφώνησε ο Άλφεν.
"Πάντως, όταν ηρεμήσουν τα πράγματα, θα συναντήσω τη Βασίλισσα και θα της μιλήσω για την αδικία που συνέβη εναντίον σου. Είμαι σίγουρη ότι η ίδια δε γνωρίζει τίποτα."
"Σε ευχαριστώ πολύ," της είπε ειλικρινά ο ξανθός ιππότης. "Δεν ξέρω αν τελικά το αξίζω."
"Όσο κι αν με αποτρέπει η υπερηφάνειά μου, τα κατορθώματά σου μιλούν από μόνα τους," παραδέχτηκε η ξανθιά ιππότης. "Βέβαια, δεν ξέρω αν θα προλάβω να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Ο Καστέλ θα φροντίσει να κόψει κάθε κεφάλι που θα αντιστέκεται στο καθεστώς του. Αργά ή γρήγορα θα έρθει κι η δική μου σειρά."
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η πολυπόθητη ημέρα είχε επιτέλους φτάσει, η ημέρα της ένωσηςτις ισχυρότερης οικογένειας στα Βασίλεια με την πλουσιότερη. Ένας γάμος που όμοιος του δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Πρώτη φορά μέσα σε σχεδόν πεντακόσια χρόνια ένα μέλος της Βασιλικής Οικογένειας παντρευόταν Λαυρεντίδη και η Βίνας είχε προσωπικά φροντίσει να μείνει σε όλους αξέχαστη αυτή η φορά.
Οι υπηρέτριες τη βοήθησαν να φορέσει το αριστουργηματικό της νυφικό και της έδεσαν τον πορφυρό μανδύα των Πορφυρογόνων στους ώμους, ενώ εναπόθεσαν το βαρύ Στέμμα στο κεφάλι της. Αδιαμφισβήτητα επρόκειτο για πρόκληση· καλούνταν να αντιμετωπίσει την παραζάλη της τελετής, τη ζέστη, τη δύναμη της συγκίνησης και το βάρος του Στέμματος στο κεφάλι της, για να αποφύγει τον εξευτελισμό. Επιβάλλονταν να βρίσκεται σε όλη τη βασιλική της περιβολή καθόλη τη διάρκεια της τελετής· το μόνο παρήγορο ήταν ότι στη γαμήλια δεξίωση είχε το δικαίωμα να ξεφορτωθεί μερικά κοσμήματα.
Εξεπλάγη όταν είδε τον επιβλητικό Άρχοντα της Γάνδης Φερδινάνδο να χτυπά την πόρτα της και να οδηγείται μπροστά της. Ο Άρχοντας με τα διαπεραστικά, φιδίσια μάτια είχε φτάσει στη Ρέισαν πριν μια εβδομάδα και τον είχε επίσημα συναντήσει για δείπνο, όμως μετά από αυτό δεν την αναζήτησε ξανά. Της προσέφερε μια βαθιά υπόκλιση κι εκείνη μια μικρότερη, ως ένδειξη σεβασμού.
"Τι σας φέρνει εδώ, Άρχοντά μου; Τι μπορώ να κάνω για εσάς;"
"Παιδί μου, είσαι έτοιμη για να συναντήσεις τον γιο μου και μέλλοντα σύζυγό σου; Ο Πέρσιβαλ σε περιμένει στο Αββαείο."
"Σε λίγο, Άρχοντα μου."
"Θα μου κάνεις την τιμή να δεχτείς τη συνοδεία μου, μια που ο πατέρας σου δε ζει για να σε συνοδεύσει ο ίδιος;"
Η Βίνας δέχτηκε, φανερά συγκινημένη από την ωραία κίνηση του πεθερού της. Κι έτσι, λίγη ώρα μετά, μέσα στο απόλυτο μεγαλείο, η Βασίλισσα οδηγήθηκε στο Αββαείο της Ρέισαν, κρατώντας το μπράτσο του Άρχοντα Φερδινάνδου. Μόλις αντίκρισε τον Πέρσιβαλ ντυμένο στα χρυσά με άλικες λεπτομέρειες, επικεντρώθηκε εξολοκλήρου πάνω του.
Η τέλεση δεν της άφησε παρά μια θολούρα στη μνήμη. Κοιτούσε τα μάτια του, κρατούσε τα χέρια του, κάποια στιγμή χρειάστηκε να απαγγείλει τους όρκους αγάπης και αφοσίωσης που είχε αποστηθίσει από τότε που τον γνώρισε και στο τέλος φιλήθηκαν, για να σφραγίσουν την ένωση. Ήταν το πρώτο φιλί τους και το πρώτο της Βίνας· τυπικό, σύντομο, που την άφησε να ανυπομονεί για πολλά περισσότερα.
Στη δεξίωση που ακολούθησε, η Βίνας είχε διατάξει τα ωραιότερα κι ακριβότερα φαγητά, για να εντυπωσιάσει τους καλεσμένους της. Το κρασί έρρεε άφθονο σε δώδεκα διαφορετικές ποικιλίες, ενώ τα τέσσερα επιδόρπια και τα εξωτικά φρούτα που σέρβιραν στο τέλος άφησαν τους πάντες άφωνους. Η Βίνας, απόλυτα ευχαριστημένη, πήγε αυτοπροσώπως ως την κουζίνα και συνεχάρη τον Αρχιμάγειρα και όλους τους μάγειρες ξεχωριστά για την εξαίσια δουλειά τους.
Είχαν κάνει πολλές προπόσεις κατά τη διάρκεια του φαγητού, για υγεία, ευτυχία, μακροζωία, ευημερία, πολλά και άξια παιδιά, σε σημείο που η Βίνας είχε καταλήξει να πίνει σταγόνες κρασιού κάθε φορά που έφερνε το ποτήρι στα χείλη της. Εκείνη τη βραδιά δεν ήθελε να είναι μεθυσμένη. Το ίδιο είχε συμβουλέψει και τον Πέρσιβαλ, ο οποίος υπάκουσε, κατανοώντας τις προθέσεις της.
Μόλις η ώρα σήμανε μεσάνυχτα, οι Άρχοντες Μπράιτον και Φερδινάνδος προέτρεψαν τους νεόνυμφους να αποσυρθούν στην κρεβατοκάμαρά τους. Η Βίνας δε χρειάστηκε περισσότερο· καληνύχτισε όλους τους καλεσμένους με όση ευγένεια μπορούσε να βρει μέσα στη βιασύνη της, και έφυγαν σχεδόν τρέχοντας με τον Πέρσιβαλ, έχοντας τα χέρια τους σφιχτά κρατημένα.
Μόλις μπήκαν στο δωμάτιο, τους περίμενε ο Αρχιερέας Φρόιντεν που τους είχε παντρέψει, ο οποίος ευλόγησε το κρεβάτι τους και τους ίδιους για άλλη μια φορά και έφυγε μόνο με μια αρκετά ηχηρή προτροπή της Βίνας.
Έμειναν επιτέλους μόνοι. Ο Πέρσιβαλ κλείδωσε την πόρτα. Η Βίνας ένιωσε ένα περίεργο άγχος να την κατακλύζει. Ήθελε να κοιμηθεί μαζί του, το ονειρευόταν χρόνια, πώς τώρα ανησυχούσε;
"Γιατί τρέμεις;" Απόρησε ο σύζυγος της, παρατηρώντας το χέρι της που σπαρταρούσε. Το πήρε στα δικά του, για να τη γαληνέψει.
"Αυτό που θα κάνεις θα το κάνεις από υποχρέωση ή από επιθυμία;" Ήταν ξεκάθαρη μαζί του η Βασίλισσα.
"Γιολάνδη-"
"Βίνας είναι το όνομά μου," τον διέκοψε με απόλυτη ανασφάλεια.
"Βίνας, εγώ-"
"Είμαι ερωτευμένη μαζί σου," του αποκάλυψε η κοπέλα, αποφασισμένη να γνωρίζει όλη την αλήθεια. "Ήμουν ερωτευμένη από την πρώτη στιγμή που σε είδα· είμασταν παιδιά. Κι έπειτα σε ξαναείδα στα δέκατα τέταρτα γενέθλια μου. Μόνο μια φορά μου μίλησες, για μα μου ευχηθείς, κι έπειτα ούτε καν μα κοίταξες. Έκλαιγα όλο το βράδυ για αυτό. Πίστευα ότι δεν ήμουν αρκετή για σένα, ότι δε σου ειχα αρέσει κι ότι ποτέ δε θα σε είχα κοντά μου. Όταν, όμως, έγινα Βασίλισσα κι απέκτησα το δικαίωμα να επιλέξω τον σύζυγό μου, το όνομά σου βγήκε από τα χείλη μου αβίαστα κι ανεμπόδιστα. Ακόμα και τώρα, που είμαστε παντρεμένοι νομίζω ότι ζω ένα όνειρο. Παρόλα αυτά, αν αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι εδώ από υποχρέωση, μπορείς να φύγεις, απέναντι μου δεν είσαι δέσμιος."
Η απάντηση του Πέρσιβαλ στην εξομολόγησή ήταν να κλείσει την απόσταση μεταξύ τους αστραπιαία, φέρνοντας τα χείλη τους σε ένα φιλί εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενο. Ήταν γεμάτο πάθος, ένταση, επιθυμία και λαγνεία. Η Βίνας δεν ήθελε να τελειώσει αυτή η ερωτική τους επαφή, όμως έπρεπε, γιατί χρειάζονταν αέρα.
"Θα θύμωνες αν σου έλεγα ότι εκείνη τη βραδιά ντρεπόμουν να σε κοιτάξω, επειδή φοβόμουν το βλέμμα σου;" Αναρωτήθηκε με ακανόνιστες ανάσες ο άνδρας της, έχοντας και τα δυο του χέρια στο πρόσωπό της. "Ήσουν υπέροχη, μια πανέμορφη και τέλεια Πριγκίπισσα. Οι οικογένειες μας μισούσαν η μια την άλλη τότε." Πήρε μια βαθιά αναπνοή προτού συνεχίσει. "Σκίρτησα ολόκληρος μόλις ο πατέρας μου μου διάβασε την πρόταση γάμου σου. Δεν πίστευα ότι η τελειότητά σου είχε επιλέξει εμένα από όλους. Είμαι κι εγώ ερωτευμένος μαζί σου."
"Πώς ξέρω ότι δε μου λες ψέματα;" Ζήτησε να μάθει η Βίνας, που αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της ευτυχίας που την είχε κατακλύσει.
"Θα σου το αποδείξω," υποσχέθηκε ο διάδοχος της Γάνδης και τη φίλησε ξανά, ενώ τη σήκωσε με τα χέρια του και τους οδήγησε στο κρεβάτι τους.
Εκεί, ολοκληρώθηκε η ένωσή τους αρκετές φορές και το παθιασμένο ζευγάρι ένιωσε να πετά σε έναν ουρανό ευφορίας, σκορπίζοντας ουράνια τόξα, καβάλα σε μονόκερους λευκούς ή δράκους κατακόκκινους, περιδιαβαίνοντας σε δρόμους ηδονής, τέρψης και αγνού έρωτα. Μόλις εξουθενώθηκαν, τους πήρε ο ύπνος αγκαλιασμένους, κολυμβητές στη θάλασσα της ευτυχίας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μετά από έναν ολόκληρο μήνα ιππασίας και ταξιδιού με μόνο μια στάση την ημέρα, η Φοίβη και ο Σερ Έκτωρ έφτασαν στον Βορρά. Και πέρα από την αγωνία για να γνωρίσει το σπίτι της μητέρας της η νεαρή ανησυχούσε και για τον Έυρικ.
"Είπε ότι θα έρθει να μας βρει στο Γουίντεργουολ. Είναι άψογος πολεμιστής. Αν μπορεί και σκοτώνει λύκους, τι να φοβηθεί από τους ανθρώπους;"
"Υποθέτω μόνο ο χρόνος θα δείξει αν κρατήσει την υπόσχεσή του," ήταν η μόνη απάντηση του Σερ Έκτωρ.
Κοντά στο μεσημέρι, κάτω από τον γκρίζο από τα σύννεφα ουρανό, οι δυο τους έφτασαν στην τεράστια πόλη του Γουίντεργουολ.
"Φοίβη, είναι τιμή μου να σου παρουσιάσω το Γουίντεργουολ, την αρχαιότερη πόλη στα Βασίλεια," της είπε υπερήφανα ο ιππότης.
Εκείνη έμεινε να κοιτάξει τα τείχη που ορθώνονταν επιβλητικά με δέος, αναλογιζόμενη ότι η ζωή της επρόκειτο να αλλάξει ριζικά.
"Ας προχωρήσουμε, μη χασομεράμε άλλο," τον προέτρεψε και μαζί οδήγησαν τα άλογα και την άμαξα στις γιγάντιες πύλες. Όλοι οι δρόμοι έβγαζαν στον Οίκο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ξέρω ότι είχα υποσχεθεί περισσότερα σε αυτό το κεφάλαιο. Όμως, τα κράτησα εσκεμμένα για το επόμενο, όπου θα δούμε:
·Τα σχέδια της βασίλισσας Ραέλ για τη Ροζλύν
·Τη διαμονή της Υβέτ στο σπίτι του Άρχοντα Πλαττ
·Μια εμφάνιση-έκπληξη
·Τη συνάντηση της Φοίβης με τον Άρχοντα Ριχάρδο και τους γιους του, με τα πράγματα να παίρνουν μια τροπή που θα σας καθηλώσει.
Ωραία και κλισέ τα είπα...
Καλό Πάσχα σας εύχομαι ολόψυχα, να είστε καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top