Κεφάλαιο 13: Ραντεβού στο Παλάτι
ΠΡΟΣΟΧΗ!! Το παρόν κεφάλαιο περιέχει αναφορές σε κακοποιητικές συμπεριφορές, σεξουαλική βία, σεξ ανηλίκου και πορνεία. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη και ελπίζω να είστε πάνω από 18 (για τους ghost readers μιλάω αφού για τους φανερούς γνωρίζω πάνω- κάτω τις ηλικίες σας).
(Δεν περίμενα να βάλω τόσο σύντομα τέτοιου είδους προειδοποίηση, αλλά μην ανησυχείτε, δεν είναι κάτι σοβαρό που να γίνεται τώρα στην ιστορία, απλά κάποια γεγονότα του παρελθόντος που θα δούμε)
*****************
Όταν ο Γιάννης με την Έλενα επέστρεψαν στο σημείο όπου βρισκόταν η υπόλοιπη παρέα, δεν κατάφεραν να αποφύγουν τα γεμάτα νόημα βλέμματα τους.
«Δεν θέλω υπονοούμενα και πονηρά σχόλια... Δήμο, σε βλέπω που ετοιμάζεσαι.» είπε ο Γιάννης, βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο τους κοιτούσε ο φίλος του.
«Όταν εσείς αφήνατε υπονοούμενα για εμάς όμως ήταν καλά, ε;» είπε αγκαλιάζοντας τη Γιώτα και παριστάνοντας τον ενοχλημένο.
«Αλήθεια, εσείς τελικά είστε μαζί;» ρώτησε ο Γιάννης για να στρέψει τη συζήτηση οπουδήποτε αλλού. Ο Δήμος απομακρύνθηκε από την αγκαλιά της Γιώτας και αυτή τη φορά, φαινόταν πως ήρθε εκείνος σε αμηχανία:
«Ε... Δεν ξέρω... Εσύ τι λες, Γιώτα; Είμαστε;» Η κοπέλα κοίταξε ντροπαλά πρώτα εκείνον, έπειτα το βλέμμα της μετακινήθηκε στους υπόλοιπους.
«Ας πούμε ότι είμαστε.» είπε χαμογελώντας και του Δήμου του ξέφυγε κάτι σαν επιφώνημα ανακούφισης.
«Δεν είναι ο Δήμος και η Γιώτα όμως το θέμα μας...» πετάχτηκε η Άσπα. «Οκ, τώρα δεν θα σας φέρουμε σε δύσκολη θέση, όμως ειδικά εσύ γλυκούλα δεν μας ξεφεύγεις αργότερα... Όλα θα μας τα πεις.» απευθύνθηκε στην Έλενα αυτή τη φορά, πλησιάζοντας την και βάζοντας ένα χέρι γύρω από τους ώμους της.
Η Έλενα γέλασε ντροπαλά και ένευσε. Ήταν χαρούμενη και είχε κιόλας ξεχαστεί από όσα συνέβησαν τις προάλλες, παρόλο που υπήρχε και ένα άλλο αγκάθι μέσα της. Κοίταξε την Ιφιγένεια, που επίσης χαιρόταν για εκείνη και έβαλε στην άκρη τη ζήλεια της.
Η καρδιά της Ιφιγένειας πάντα θα ανήκει στον Ιάσονα. Επανέλαβε μέσα της τα λόγια του Γιάννη και καθησυχάστηκε. Φυσικά και δεν έφταιγε εκείνη, σίγουρα το φιλί μεταξύ τους θα συνέβη σε μια στιγμή αδυναμίας. Ο Γιάννης ήταν ειλικρινής μαζί της και αυτό το εκτιμούσε, και ήλπιζε να έδινε κάποια μέρα την καρδιά του στην ίδια. Όμως τώρα προείχε η ασφάλεια του και χρειαζόταν τη στήριξη όλων, και εκτός αυτού ούτε η ίδια είχε ξεπεράσει τελείως τον Πάνο και αυτό που της έκανε. Όσο για τη φιλία της με την Ιφιγένεια, θα έδινε μία δεύτερη ευκαιρία.
Όταν αργότερα επέστρεψε σπίτι της, έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό της το φιλί τους και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, ένιωθε ένα απίστευτο συναίσθημα που τη ζέσταινε και το μόνο που ήθελε ήταν να επαναληφθεί αφήνοντας στην άκρη όλα τα άλλα. Ο Πάνος ήταν το πρώτο αγόρι που φίλησε, και τα φιλιά του σίγουρα δεν την έκαναν να νιώθει έτσι. Ούτε όταν έκαναν έρωτα δεν ένιωθε τόσο δυνατά συναισθήματα, αντιθέτως της φαινόταν λες και ο Πάνος ήταν ένας άλλος εκείνη την ώρα και πως ούτε η ίδια ήταν ο εαυτός της. Είχαν ζήσει τόσες στιγμές, και τώρα ο Γιάννης την έκανε να νιώσει όσα δεν ένιωσε τόσον καιρό με εκείνον.
Όταν έκαναν πρώτη φορά σεξ, δεν ήταν αυτό που ονειρευόταν, δεν ένιωσε τα συναισθήματα που περιγράφονταν σε τόσα ρομαντικά μυθιστορήματα. Μόνο πόνο ένιωσε την ώρα που έμπαινε μέσα της, κι όμως όσο και αν τον παρακαλούσε να σταματήσει εκείνος συνέχισε, ικανοποιώντας μόνο τις δικές του ορμές. Και όταν ο πόνος επιτέλους υποχώρησε, δεν ένιωσε ούτε την ηδονή, ούτε την κορύφωση για την οποία είχε διαβάσει και ακούσει τόσα πολλά. Αργότερα ο Πάνος της ζήτησε συγνώμη, από ότι της εξήγησε δεν μπορούσε να συγκρατηθεί, κάτι απολύτως φυσιολογικό στους άνδρες. Η Έλενα απογοητεύτηκε, ώστε όλοι οι άνδρες έτσι ήταν; Μετατρέπονταν σε αγρίμια στο κρεβάτι; Όμως ο Πάνος της έφερε κρουασάν και χυμό για να την κάνει να νιώσει καλύτερα, και τότε ένιωσε κάτι το οποίο μπέρδεψε με αγάπη.
Μετά από μερικές ακόμα ερωτικές επαφές τους τον καιρό που ακολούθησε, δεν ένιωθε πλέον πόνο, όμως και πάλι η ηδονή που ένιωθε ήταν πολύ μικρή. Ο Πάνος συνήθως βιαζόταν τόσο να μπει μέσα της, που δεν αφιέρωνε αρκετό χρόνο στα προκαταρκτικά ή τα παρέλειπε εντελώς. Παρόλα αυτά, η Έλενα κατάφερε να έρθει κάποιες φορές σε οργασμό, όμως δεν ήταν τόσο έντονος όσο το φανταζόταν, έτσι άρχισε να πιστεύει ότι εκείνη είχε το πρόβλημα. Άραγε πώς θα ήταν με τον Γιάννη; Ντρεπόταν που το σκεφτόταν αυτό και το φανταζόταν από τώρα, τη στιγμή που είχαν δώσει μόνο ένα φιλί. Από την άλλη φοβόταν όμως μην απογοητευτεί όταν και αν ερχόταν η στιγμή.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο, σε κάποιο διάλειμμα την πλησίασαν μόνο τα κορίτσια της παρέας με «επικεφαλής» την Άσπα φυσικά και την πήραν κάπου απόμερα.
«Δεν θέλαμε να σε φέρουμε σε δύσκολη θέση μπροστά στα αγόρια, όμως σε εμάς θα μας πεις τα πάντα.» τόνισε η Άσπα. «Για πες, τι έγινε χθες με τον Γιάννη; Έγινε το θαύμα;»
«Ποιο θαύμα, τι λέτε;» έκανε την ανήξερη η Έλενα βάζοντας αμήχανα μια ξανθιά τούφα πίσω από το αυτί της.
«Μην την φέρνεις κι άλλο σε αμηχανία, Άσπα... Μπορεί να μη θέλει να μας πει ακόμα...» είπε η Ιφιγένεια.
«Απλώς μιλούσαμε.» είπε τελικά η Έλενα. «Τον ευχαρίστησα που με υπερασπίστηκε έτσι, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, με ρώτησε πώς είμαι... Αυτά. Και μετά φιληθήκαμε.» Αυτό ακούστηκε τόσο ξαφνικό στα τρία κορίτσια, που για λίγα δευτερόλεπτα έμειναν άφωνες. Στη συνέχεια η Άσπα τσίριξε από χαρά και πανηγύρισε χοροπηδώντας.
«Επιτέλους!» φώναξε.
«Σσστ! Θα μας ακούσει όλο το σχολείο!» την επέπληξε η Γιώτα.
Και η χαρά της Ιφιγένειας ήταν απερίγραπτη όμως.
«Χαίρομαι τόσο πολύ για εσάς...» της είπε χαϊδεύοντας το μπράτσο της. «Και για πες, σκέφτεστε να το συνεχίσετε;»
«Είπαμε να το πάμε σιγά- σιγά, δεδομένου και των όσων συνέβησαν... Χρειαζόμαστε και οι δυο χρόνο και σίγουρα όχι βιαστικές κινήσεις. Προς το παρόν όμως, είμαι χαρούμενη και μπορεί να είναι νωρίς, όμως ήδη νιώθω ότι αρχίζω να ξεπερνάω τον Πάνο και αυτό που μου έκαναν με τη Ρεβέκκα.»
«Μπράβο, κορίτσι μου. Πολύ χαίρομαι.» της είπε η Άσπα, πιο ήρεμη αυτή τη φορά. «Είναι μια καλή αρχή αυτό.»
Η Ιφιγένεια αναρωτιόταν αν έπρεπε να μιλήσει στην Έλενα σχετικά με το λάθος που είχε γίνει με τον Γιάννη ή όχι. Από τη μια ήθελε να είναι ειλικρινής μαζί της, από την άλλη όμως την έβλεπε τόσο χαρούμενη, που δεν ήθελε να πληγωθεί πάλι. Όχι, αν ήθελε ο Γιάννης ας της το έλεγε από μόνος του, δεν επρόκειτο να τον εκθέσει έτσι στην Έλενα, και ας ένιωθε ένοχη όσο τους μιλούσε εκείνη για το φιλί τους λίγο αργότερα, το πόσο ωραία φιλούσε και πόσο όμορφα την έκανε να νιώθει η αγκαλιά του.
Όσο για τον Γιάννη, είχε και εκείνος ανάμεικτα συναισθήματα. Ένιωσε κάτι δυνατό με την Έλενα τη στιγμή που τη φίλησε, κάτι το οποίο και από πριν υπήρχε και τώρα δυνάμωσε, όμως από την άλλη δεν είχε ξεπεράσει τελείως την Ιφιγένεια. Τουλάχιστον της είπε την αλήθεια, και από εκεί και πέρα θα ήταν στην κρίση της αν θα παρέμενε στο πλάι του και θα δοκίμαζαν ή αν τελικά έφευγε. Έτσι και αλλιώς όμως, σύντομα ο ίδιος θα αναχωρούσε είτε για τη Χώρα των Μάγων, είτε για το Βασίλειο των Ξωτικών, θα έπρεπε να την αποχωριστεί για αρκετό καιρό και μετά ποιος ξέρει ποια θα ήταν η συνέχεια και πότε θα βρίσκονταν ξανά. Όμως θα ζούσε αυτές τις μέρες κοντά της, έστω και με αυτά τα μικρά «ραντεβού», αν μπορούσε να τα ονομάσει έτσι, στο Παλάτι, χωρίς να σκέφτεται το αύριο.
{...}
Όσο εκνευριστικό και αν του φαινόταν στην αρχή το γεγονός της καθυστέρησης του συμβουλίου εξαιτίας των Ξωτικών, άλλο τόσο δεν ήθελε να περάσουν οι μέρες και να αποχωριστεί την Έλενα. Γιατί αυτές τις ημέρες τις έζησε μαζί της σαν να ήταν μέσα σε ένα όνειρο το οποίο δεν ήθελε να τελειώσει. Όλοι στην παρέα ήξεραν πλέον πως οι δυο τους βάδιζαν προς σχέση και ας μην το παραδέχονταν ακόμα. Κάθε φορά που έβλεπαν ταινία στο δωμάτιο του, οι δυο τους ήταν αγκαλιά, ενώ όταν έπαιζαν επιτραπέζια δεν έλειπαν τα πειράγματα, τα γέλια μεταξύ τους αλλά και τα γεμάτα έρωτα βλέμματα, ακόμα και ένας χαζός θα το παρατηρούσε αυτό σύμφωνα με τον Δήμο. Και πολλές φορές, όταν έβγαιναν στους κήπους, απομακρύνονταν από την υπόλοιπη παρέα, γεγονός το οποίο φυσικά δεν δυσαρεστούσε τους υπόλοιπους.
Στις βόλτες τους στους κήπους, εκτός από τα παθιασμένα φιλιά που συνέχισαν να ανταλλάσσουν, έμαθαν πάρα πολλά ο ένας για τον άλλον, πράγματα που δεν ήξεραν γιατί ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν σε πιο προσωπικό επίπεδο. Ο Γιάννης σε μια έξαρση εξομολόγησης, την εμπιστεύθηκε και της είπε τα πάντα σχετικά με την ψυχολογική και σωματική κακοποίηση απ' τον πατέρα του από όταν ήταν μικρός, για την απώλεια του αδελφού του και για την αδιαφορία της μητέρας του η οποία δεν είχε άλλη επιλογή... Η Έλενα δάκρυσε ακούγοντας πόσο δύσκολα είχε περάσει, το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να τον αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, που όλα τα σπασμένα κομμάτια του να κολλήσουν ξανά. Και το έκανε και ήθελε να ελπίζει πως όντως εκείνα τα κομμάτια είχαν αρχίσει να κολλάνε.
«Ο δικός μου πατέρας ήταν ακριβώς το αντίθετο.» είπε ύστερα, ανοίγοντας και εκείνη την καρδιά της. «Το ίδιο και η μητέρα μου. Αδιαφορούσαν πάντα για εμένα, νοιάζονταν μόνο για τις καριέρες τους. Ο πατέρας μου έλειπε πολλές ώρες και έκανε πολλά ταξίδια για συνέδρια, ενώ τη μητέρα μου τη θυμάμαι πολλές φορές κολλημένη στον υπολογιστή, να δουλεύει μέχρι και στο σπίτι. Και ακόμα έτσι είναι, μέχρι και κατά τη διάρκεια του πολέμου που είχαμε πάει στον Βορρά, πιο πολύ τους ένοιαζε μη χάσουν τις δουλειές τους παρά η ειρήνη της χώρας και οι άνθρωποι που σκοτώθηκαν στον Νότο.»
«Είναι ειρωνεία.» παραδέχτηκε πικρόχολα ο Γιάννης. «Εσύ επιζητούσες πάντα την προσοχή τους, ενώ εγώ το μόνο που ευχόμουν ήταν ο πατέρας μου να με άφηνε στην ησυχία μου.»
Η μέρα του συμβουλίου ωστόσο ορίστηκε και όταν η Βασίλισσα του το ανακοίνωσε, ένιωσε από τη μια ανακούφιση που επιτέλους θα αποφασιζόταν το μέλλον του, από την άλλη μια θλίψη που το όνειρο τους θα τελείωνε. Ήλπιζε όμως να μην ήταν για πάντα, και ήταν αποφασισμένος πριν φύγει να της ζητήσει να είναι κανονικά μαζί, να συνεχιστεί αυτό που είχαν. Την παραμονή του συμβουλίου, οι υπόλοιποι της παρέας δεν πήγαν στο Παλάτι. Άφησαν μόνη την Έλενα να πάει, για να περάσουν λίγο περισσότερο χρόνο οι δυο τους.
Ο Γιάννης αποφάσισε να ετοιμάσει ένα πικνίκ μπροστά από το παγκάκι εκείνο στο οποίο είχαν δώσει το πρώτο τους φιλί. Έτσι, ζήτησε από τη Μύρνα, που είχε βάρδια εκείνη την ημέρα στο Παλάτι, να τον βοηθήσει, και εκείνη του ετοίμασε διάφορα σνακ, του έδωσε κουβέρτες και ένα τραπεζομάντηλο καθώς και μισό μπουκάλι κρασί που είχε περισσέψει από την κουζίνα, από αυτό με το οποίο μαγείρευαν κάποιες συνταγές. Μόλις είδε το κρασί, θυμήθηκε αμέσως εκείνο το βράδυ με την Ιφιγένεια, όμως έδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη. Απόψε μόνο η Έλενα είχε σημασία, και όσο λάθος επιλογή και αν θεωρούσε το κρασί, σε κανένα λάθος δεν θα τον οδηγούσε αυτή τη φορά γιατί όλα έμοιαζαν σωστά όταν ήταν μαζί της.
Ο Γιάννης είχε πει στην Έλενα να τον περιμένει στο δωμάτιο του και σε είκοσι λεπτά να τον συναντήσει στην είσοδο των κήπων, έτσι όταν (αργά και βασανιστικά) πέρασε η ώρα και εκείνη εμφανίστηκε, την οδήγησε στο αγαπημένο τους σημείο και της έδειξε την «έκπληξη» που είχε ετοιμάσει. Εκείνη έμεινε άφωνη. Καθώς λόγω της εποχής βράδιαζε νωρίς, είχε σχεδόν σκοτεινιάσει, και ο Γιάννης είχε ανάψει μέχρι και κεράκια δίπλα στο στρωμένο στο γρασίδι τραπεζομάντηλο, το οποίο είχε στρώσει επίσης πάνω από μια κουβέρτα για να μην πειράξει την Έλενα η υγρασία του εδάφους.
«Πώς σου φαίνεται;» τη ρώτησε χαμογελώντας.
«Είναι όλα τόσο όμορφα... Μόνος σου τα ετοίμασες;»
«Είχα και λίγη βοήθεια από την κυρία Μύρνα, η οποία μου μάζεψε τα πράγματα, όμως τα περισσότερα ναι, μόνος μου. Αφού δεν μπορώ να σε βγάλω για ρομαντικό δείπνο, αποφάσισα να το κάνω εδώ με ό,τι είχα. Δεν είναι και γκουρμέ βέβαια, αλλά ελπίζω να σε αφήσει ικανοποιημένη και να μου αφήσεις και καμιά καλή κριτική.» της είπε λιγάκι αστειευόμενος, κάνοντας την να γελάσει.
«Είναι πολύ καλύτερο και από εστιατόριο πέντε αστέρων.» του είπε.
«Ευχαριστώ, ωραία μου δεσποινίς... Λοιπόν, να καθίσουμε;» της είπε δείχνοντας της το «τραπέζι» τους, κάνοντας την να γελάσει πάλι με το δήθεν επίσημο ύφος του.
Κάθισαν και αφού σέρβιρε κρασί και στους δύο στα ποτήρια που επίσης είχε φέρει, έπειτα έβγαλε τα κλαμπ σάντουιτς και τη σαλάτα και ξεκίνησαν να τρώνε, πότε χαζεύοντας τη θέα μπροστά τους και πότε κοιτάζοντας τρυφερά ο ένας τον άλλον. Σύντομα νύχτωσε και το σκηνικό στα πόδια τους άλλαξε σε εκατοντάδες φώτα που άναβαν εδώ και εκεί στα σπίτια και τα κτήρια της Πόλης του Νότου, ενώ τα λιγοστά σύννεφα στον ουρανό άφηναν να φανούν κάποια αστέρια. Παρόλη την ομορφιά του τοπίου όμως, η θερμοκρασία μειώθηκε κι άλλο και η Έλενα άρχισε να κρυώνει, παρόλο που φορούσε μπουφάν και μάλλινο πουλόβερ από μέσα. Ο Γιάννης τους σκέπασε με μια κουβέρτα και την αγκάλιασε μέσα από αυτήν, έτσι το σώμα του ως πιο ζεστό τώρα που είχε τη Δύναμη της Φωτιάς, την κρατούσε ζεστή. Έμειναν έτσι εξακολουθώντας να θαυμάζουν τη θέα.
«Τι θα κάνουμε το καλοκαίρι; Αν είσαι και τότε τόσο ζεστός νομίζω πως θα έχω πρόβλημα.» αστειεύτηκε.
Ο Γιάννης γέλασε και αναθάρρησε μέσα του.
Ώστε θέλει όντως να είμαστε μαζί μέχρι το καλοκαίρι. Και εγώ το θέλω, και ακόμα πιο μετά, όμως δεν γνωρίζω ακόμα πότε θα τελειώσει η εκπαίδευση μου.
«Αύριο είναι το συμβούλιο.» διέκοψε έπειτα τις σκέψεις του η Έλενα, υπενθυμίζοντας του ξανά το καθήκον.
«Ναι...» της είπε.
«Ανησυχείς για την απόφαση; Μετά από ότι έγινε με τον Ιάσονα και όλα αυτά...»
«Φυσικά και ανησυχώ, όμως έχω εμπιστοσύνη στη Βασίλισσα και στον Άρχοντα Παύλο των Μάγων. Είμαι σίγουρος πως δεν θα αφήσουν τα Ξωτικά να με καταδικάσουν. Πάντως, σε όποια χώρα κι αν αποφασιστεί να πάω, εγώ θα σε σκέφτομαι και θα παίρνω δύναμη για την εκπαίδευση.»
Η σκέψη του ότι θα χωρίζονταν μελαγχόλησε ξανά την Έλενα, έπειτα το βλέμμα της έπεσε στο μπουκάλι κρασί, από το οποίο είχαν πιει μόλις ένα ποτήρι ο καθένας.
«Δεν ήπιαμε σχεδόν καθόλου όμως.» είπε και το πήρε στα χέρια της. Ήπιε με το στόμα μια μεγάλη γουλιά και όταν είδε τον Γιάννη να την κοιτάζει έκπληκτος, τα μάγουλα της φλογίστηκαν αμέσως.
Ο Γιάννης θυμήθηκε ξανά εκείνο το βράδυ με την Ιφιγένεια, μόνο που τώρα ένιωθε πιο σίγουρος, πιο ασφαλής και κυρίως πως δεν έκανε κάτι λάθος. Πήρε και εκείνος το μπουκάλι και ήπιε με τον ίδιο τρόπο, και ύστερα από λίγο το αλκοόλ τους έκανε να αρχίσουν έναν ακόμα γύρο εξομολογήσεων. Η Έλενα του μίλησε σχετικά με την τοξική σχέση της τόσο με τον Πάνο, όσο και με τη Ρεβέκκα, χωρίς να ντρέπεται ή να φοβάται ότι θα την κρίνει. Τόσο πολύ τον εμπιστευόταν, και ας ξέφυγε η εξομολόγηση σε πιο σκοτεινά μονοπάτια στη συνέχεια.
«Η Ρεβέκκα μου έλεγε συνεχώς πως θα ήμουν ένα τίποτα αν δεν με έβαζε εκείνη στην παρέα τους. Ότι ήμουν ένα ασχημόπαπο το οποίο μετέτρεψε σε κύκνο και ότι χρωστούσα τη σχέση μου με τον Πάνο σε εκείνη. Πού να ήξερα ότι οι δυο τους έπαιζαν μαζί μου τόσον καιρό πίσω από την πλάτη μου...»
Ο Γιάννης ήθελε να τη σταματήσει, δεν ήθελε να θυμάται εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ούτε να τη βλέπει να πονάει άντεχε. Όμως την άφησε, γνωρίζοντας πως είχε ανάγκη να διώξει εκείνο το βάρος από μέσα της.
«Και ο Πάνος...» Σε αυτό το σημείο γέλασε πικρά. «Ο Πάνος δεν με σεβόταν καθόλου, μου έδειχνε πως ήμουν τυχερή που γύρισε να κοιτάξει κάποια σαν εμένα. Με καταπίεζε και ήθελε να κάνω πάντα εκείνο που ήθελε εκείνος, ενώ ζήλευε και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να νοιαζόμουν για εσένα. Δεν με άφηνε να σε πλησιάσω, ούτε εσένα ούτε κανέναν από την παλιά μας παρέα, ούτε στο νοσοκομείο δεν με άφησε να έρθω να σας δω όταν τραυματιστήκατε στη μάχη με εκείνο το Σκοτεινό Ξωτικό στο Μεγάλο Ξέφωτο. Ακόμα και στο σεξ... Μέχρι και εκεί με καταπίεζε. Βιάστηκε πολύ την πρώτη φορά, με πόνεσε, και τις επόμενες φορές δεν νοιαζόταν ποτέ να με ικανοποιήσει. Μια φορά...» Δίστασε σε αυτό το σημείο, δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να το μάθει αυτό.
Όμως τώρα που ξεκίνησε δεν μπορούσε να σταματήσει.
«Μια φορά, μου πρότεινε να το κάνουμε από πίσω... εγώ δίστασα στην αρχή, φοβόμουν. Όμως εκείνος ήταν πολύ επίμονος και υποσχέθηκε πως θα μου αρέσει. Με τα πολλά δέχτηκα, μετάνιωσα όμως αμέσως μόλις μπήκε μέσα μου, και όσο κι αν τον παρακαλούσα να σταματήσει εκείνος συνέχιζε.»
«Αυτό είναι βιασμός, έστω και αν στην αρχή έδωσες τη συγκατάθεση σου. Το κάθαρμα...» Ο Γιάννης έσφιξε τις γροθιές του από θυμό και για λίγο ένιωσε τη φωτιά να απειλεί να βγει από αυτές, όμως συγκρατήθηκε για χάρη της Έλενας.
«Υπήρχαν βέβαια και καλές στιγμές ανάμεσα μας και εγώ από αυτές τις στιγμές κρατιόμουν και παρέμενα μαζί του. Όταν τελείωσε ο πόλεμος και επέστρεψα μαζί με τους γονείς μου στον Νότο, συναντηθήκαμε μετά από καιρό και τότε ήταν που του μπήκε η ιδέα με τα βίντεο. Μου ορκίστηκε πως δεν θα τα έδειχνε σε κανέναν, και θα το κάναμε μόνο για να δώσουμε περισσότερο πάθος στη σχέση μας. Και εγώ η χαζή τον πίστεψα, και παραδέχομαι πως μου άρεσε όταν τραβούσε βίντεο και βλέπαμε μετά τις πράξεις μας. Πού να το περιμένω πως όλο αυτό ήταν σχέδιο το οποίο ξεκίνησε η Ρεβέκκα με την οποία με απατούσε...» κατέληξε και βάλθηκε αμέσως να σκουπίσει τα δάκρυα της. «Συγνώμη... Χίλια συγνώμη... Δεν ξέρω τι με έπιασε... Δεν έπρεπε να στα πω αυτά... Ούτε στα κορίτσια τα έχω πει, η Ιφιγένεια μόνο ξέρει κάποια πράγματα όμως όχι με τόσες λεπτομέρειες... Ντρέπομαι για όλα.»
«Έι.» Ο Γιάννης έπιασε το πρόσωπο της ανάμεσα στις χούφτες του και την κοίταξε στα μάτια. «Για τίποτα δεν πρέπει να ντρέπεσαι. Αυτό το σκουλήκι και η άλλη η οχιά θα έπρεπε να ντρέπονται. Καλά έκανες και μου τα είπες, είναι πολύ σημαντικό να ξέρω τι πέρασες, γιατί τώρα θα σε προσέξω ακόμα περισσότερο. Και όταν έρθει εκείνη η στιγμή που εμείς οι δύο... ξέρεις... δεν θα βιαστώ καθόλου ούτε θα σε πονέσω, ούτε θα σε βάλω να κάνεις κάτι που δεν θέλεις. Πάνε αυτά, τέλειωσαν. Είσαι μαζί μου τώρα, ακούς;» και τη φίλησε με πάθος για αρκετή ώρα, απαλύνοντας τον πόνο της σαν να τον έπαιρνε ως διά μαγείας μακριά.
Λίγη ώρα μετά, που η Έλενα είχε ηρεμήσει αρκετά στην αγκαλιά του, αποφάσισε και εκείνος να εκτεθεί μπροστά της:
«Εμένα η πρώτη μου φορά... ήταν σε ένα από εκείνα τα σπίτια με τα κόκκινα φανάρια στις κακόφημες γειτονιές του Νότου, ξέρεις. Όταν έγινα δεκατριών, ο πατέρας μου με πήγε σε ένα τέτοιο, λέγοντας μου ότι οι γυναίκες εκεί θα με έκαναν άντρα. Πίστευε ότι εκείνες οι γυναίκες ήταν αμαρτωλές και βρώμικες και με ξόρκιζε να μην ερωτευθώ ποτέ μία από αυτές, ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο προορίζονταν ήταν η ικανοποίηση μας. Εγώ απορούσα, εάν το να πηγαίνουν με άντρες για τα λεφτά τις κάνει βρώμικες και αμαρτωλές, τότε το ίδιο δεν είμαστε και εμείς που πηγαίνουμε μαζί τους; Ποτέ όμως δεν τόλμησα να εκφράσω εκείνη τη σκέψη στον πατέρα μου.» Έκανε μια παύση.
«Και; Πώς σου φάνηκε;» τόλμησε να ρωτήσει η Έλενα.
«Περίεργο. Στην αρχή φοβόμουν, δεν ήθελα να το κάνω... Στην πορεία κατέληξε να μου αρέσει, όμως μόνο εκείνη τη στιγμή που γινόταν αυτό. Όταν τελείωνε, ένιωθα και πάλι άδειος, μόνο σωματικά ικανοποιημένος. Συνέχισε να με πηγαίνει εκεί μέχρι τα δεκαεφτά μου, πέρυσι δηλαδή, λίγο καιρό πριν εμφανιστεί στο σχολείο μας η Ιφιγένεια και γίνουν όλα τα υπόλοιπα. Ντρεπόμουν και εξακολουθούσα να το θεωρώ κάτι κακό, και δεν το είχα εκμυστηρευτεί ούτε στους φίλους μου, τους το έκρυψα κι αυτό όπως πολλά άλλα τα οποία αφορούσαν τον πατέρα μου... Με την εξομολόγηση σου όμως, με έκανες να θέλω να στο εκμυστηρευτώ, να μη νομίζεις πως μόνο εσύ έχεις κάνει λάθη. Όμως τα λάθη είναι ανθρώπινα, πολλές φορές μάλιστα δεν φταίμε εμείς οι ίδιοι για αυτά μα κυρίως μαθαίνουμε από αυτά.»
«Συμφωνώ απόλυτα και... Σε ευχαριστώ που με εμπιστεύθηκες και μου το είπες.» του είπε η Έλενα και χαμογέλασε.
Ο Γιάννης τη φίλησε και χάθηκαν πάλι για λίγο στο δικό τους κόσμο, ώσπου διέκοψε πάλι ξαφνικά.
«Τι ώρα είναι; Αφήσαμε τα κινητά μας στο κυρίως κτίσμα του παλατιού. Όσο και αν θέλω να μείνεις κι άλλο μαζί μου, πρέπει κάποια στιγμή να γυρίσεις στο σπίτι σου πριν πάει πολύ αργά η ώρα.» της είπε.
«Ναι, έχεις δίκιο. Και εσύ χρειάζεσαι ξεκούραση πριν το αυριανό συμβούλιο.» συμφώνησε η Έλενα. Με βαριά καρδιά σηκώθηκαν κι οι δύο, μάζεψαν τα πράγματα μέσα στο καλάθι του πικνίκ και ο Γιάννης της είπε να τα αφήσουν εκεί και πως θα επέστρεφε αργότερα ο ίδιος να τα πάρει μέσα. Επέστρεψαν στο παλάτι με τα χέρια τους ενωμένα, πήγαν στο δωμάτιο του και εκεί συνειδητοποίησαν πως η ώρα είχε πάει σχεδόν εννέα το βράδυ. Η Έλενα στάθηκε για λίγο εκεί αμήχανα. Κοίταξε το κρεβάτι του και έκανε σκέψη πώς θα ήταν οι δυο τους εκεί... Όμως ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν και ένα σκίρτημα χαμηλά, λίγο πιο κάτω απ' την κοιλιά της και έδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη. Ήταν πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο.
Ο Γιάννης της έδωσε το κινητό και την τσάντα της, και ευχήθηκε μέσα της να μην είχε προσέξει το αναψοκοκκίνισμα της και καταλάβαινε τι σκεφτόταν... Πού να ήξερε ότι και εκείνος το ίδιο σκεφτόταν, όμως δεν έκανε καμία κίνηση γιατί φοβόταν και ο ίδιος μήπως ήταν νωρίς για να προχωρήσουν...
«Λοιπόν, πάμε;» τη ρώτησε και εκείνη τινάχτηκε σχεδόν σαν να ξύπνησε από λήθαργο.
«Τι; Πού;» ρώτησε σαν χαμένη.
«Σε λίγο σχολάει η κυρία Μύρνα. Θα έρθει ο Άκης να την πάρει με το αυτοκίνητο και θα σε πετάξουν και εσένα σπίτι, να μη γυρνάς μες στα σκοτάδια... Σου είπα πως τα είχα όλα κανονισμένα.» και της έκλεισε το μάτι, κάνοντας να λιώσει ακόμα περισσότερο.
«Α... Ναι... Σε ευχαριστώ που τα κανόνισες.» είπε επιστρέφοντας στο ντροπαλό εαυτό της που τόσο άρεσε στον Γιάννη...
Όταν έφυγε η Έλενα μαζί με τον Άκη και τη Μύρνα, ο Γιάννης επέστρεψε στο δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι του χαρούμενος. Μέχρι και η αγωνία του για το αυριανό συμβούλιο που θα καθόριζε το κοντινό του μέλλον ήταν πολύ μικρή όσο θυμόταν το όμορφο ραντεβού τους, τα φιλιά τους κι όσο έφερνε την εικόνα της στο μυαλό του. Παραδέχτηκε στον εαυτό του ότι την είχε ερωτευθεί, ήταν όμως διαφορετικός έρωτας από εκείνον για την Ιφιγένεια γιατί τώρα δεν συνοδευόταν από πόνο. Λυπόταν για όσα πέρασε η Έλενα, χωρίς όμως να λυπάται την ίδια. Ήθελε να την κάνει ευτυχισμένη και όταν μάθαινε να ελέγχει τη φωτιά του, αυτός θα ήταν πλέον ο σκοπός του.
**********************
Ένα ενδιάμεσο κεφάλαιο θα έλεγα, ένα ρομαντικό ραντεβού το οποίο οδήγησε σε εξομολογήσεις όχι και τόσο ευχάριστες, οι οποίες όμως έφεραν το ζευγάρι μας πιο κοντά και δέθηκαν ακόμα περισσότερο σε συναισθηματικό επίπεδο... Έτσι ελπίζω να το βλέπετε και εσείς. Το κρασί έλυσε τη γλώσσα ειδικά της ντροπαλής και κλειστής μέχρι πρότινος Έλενας, κάνοντας τη να παραδεχτεί και να αποκαλύψει ορισμένες σοκαριστικές κακοποιητικές συμπεριφορές του πρώην της... Ζητώ συγνώμη αν αισθανθήκατε άβολα διαβάζοντας εκείνες τις γραμμές. Θεωρείτε πως έπραξαν σωστά που εξομολογήθηκαν ο ένας στον άλλον αυτές τις αλήθειες, η ότι ορισμένα πράγματα καλό είναι να κρύβονται σε μια σχέση ειδικά στην αρχή της;
Ελπίζω να πέρασα και κάποιο μήνυμα σε εσάς εκεί έξω. Να μην αφήνετε ποτέ κανέναν να κάνει ό,τι θέλει στο σώμα σας!! Έχετε το δικαίωμα να πείτε όχι, ακόμα και αν προηγουμένως έχετε πει ναι, έχει την υποχρέωση να σταματήσει αν δεν θέλετε να συνεχίσει!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top