Ου Φονεύσεις
Είδος: Ψυχολογικό Θρίλερ/ Μυστηρίου (?)
Μια ιστορία την οποία είχα αρχίσει αν γράφω και είχα δημοσιεύσει μέχρι και το 5ο κεφάλαιο, αλλά τη σταμάτησα γιατί δεν είχα έμπνευση να τη συνεχίσω. Το γεγονός ότι δεν είχε ανταπόκριση με βοήθησε να πάρω αυτή την απόφαση, έτσι αποφάσισα να αναιρέσω τη δημοσίευση της και να ανεβάσω εδώ την περίληψη της κάποια αποσπάσματα. Γενικά σε αυτό και στα άλλα δύο κεφάλαια, θα ανεβάσω ιστορίες τις οποίες είχα δημοσιεύσει μέχρι ένα σημείο, αλλά τις κατέβασα και αποφάσισα να τις συγκεντρώσω όλες εδώ, μαζί με τις ιδέες μου που δεν έχουν γραφτεί ακόμα.
Περίληψη:
Εκδίκηση. Μια λέξη άγνωστη για τον Χρόνη, μέχρι τη στιγμή που εκείνοι έκαναν κακό στο πιο αθώο και γλυκό πλάσμα που είχε γνωρίσει ποτέ του: τη Λίνα. Την έσπασαν, τη διέλυσαν. Οπότε την κοιτούσε στα μάτια, ήταν σαν να έβλεπε τον εαυτό του σε σπασμένο καθρέφτη και κάθε φορά θυμόταν πως τα όνειρα που έκαναν μαζί είχαν μετατραπεί σε εφιάλτες.
Λένε πως δεν πειράζει αν παραβείς τις εννέα από τις δέκα εντολές. Λένε πως υπάρχει συγχώρεση αν μετανιώσεις πραγματικά και πως ακόμα και τότε μπορείς να πας στον Παράδεισο. Υπάρχει όμως μια εντολή, την οποία αν πάραβεις δεν υπάρχει γυρισμός, γιατί πρώτα από όλα ο ίδιος σου ο εαυτός σε έχει ρίξει ήδη στην Κόλαση.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η ιστορία περιέχει βία σε όλες τις μορφές (συμπεριλαμβανομένου του βιασμού), σεξ, ακατάλληλη φρασεολογία. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη!!
Έμπνευση για την ιστορία αποτέλεσαν αφενός η σειρά "Δέκατη Εντολή" και αφετέρου μια άλλη μου ιστορία με τίτλο "Κρυμμένα Μυστικά", με την οποία σίγουρα το "Ου Φονεύσεις" θα έχει πολλά κοινά στοιχεία (συμμορίες, φόνοι και βιασμοί). Με τη διαφορά ότι το "Ου Φονεύσεις" θα είναι για πιο γερά στομάχια!! Μη λέτε μετά ότι δεν σας προειδοποίησα...!
Αν θεωρείτε ότι αντέχετε, μπορείτε παρακάτω να διαβάσετε τα δύο πρώτα κεφάλαια για να πάρετε μια γεύση:
Μέρος 1
Κεφάλαιο 1 (1/6/2000)
Η νέα πόλη
Η Λίνα είχε κολλήσει σχεδόν το πρόσωπο της στο τζάμι καθώς το αυτοκίνητο πλησίαζε στο Λαύριο. Χάζευε τα πρώτα, φωτισμένα σπίτια έξω απ' τα οποία περνούσαν, τη θάλασσα στα αριστερά τους και απέναντι τη Μακρόνησο που φαινόταν να ξεπροβάλλει σκοτεινή κάπου ανάμεσα στο νυχτερινό ουρανό και τη μαύρη θάλασσα.
"Τώρα θα μπούμε στο κέντρο της πόλης. " είπε ο Χρόνης καθώς περνούσαν το παλιό τείχος, όπου κάποτε υπήρχαν πύλες.
Η Μακρόνησος δεν φαινόταν από εκεί. Μια μεγάλη ευθεία απλωνόταν μπροστά τους. Δεξιά κι αριστερά οι φοίνικες τους καλώς όριζαν. Έφταναν στην πλατεία.
"Πως σου φαίνεται, μωρό μου;" ρώτησε ο Χρόνης τη γυναίκα του.
"Καλά είναι..." μουρμούρισε εκείνη.
"Καλά; Απλώς καλα; Τέλεια είναι!" Αναφώνησε ο Χρόνης. Είχαν σχεδόν μπει στην πλατεία.
"Είναι μια πόλη γεμάτη ζωή, γεμάτη ευκαιρίες και συγχρόνως ήσυχη και γαλήνια. Εδώ σίγουρα είναι το τέλειο μέρος για να γεννηθεί το παιδί μας. Δεν μας ξέρει κανένας, δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν... Θα ξεχάσουμε και το παρελθόν μας."
"Εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω τόσο εύκολα, Χρόνη. " είπε η Λίνα, διακόπτοντας τον ενθουσιασμό του άντρα της.
Ο Χρόνης σώπασε. Περνούσαν την πλατεία τώρα.
Χρειάζεται χρόνο. Σκέφτηκε. Δεν μπορεί να ξεχάσει απ' τη μια στιγμή στην άλλη. Θα της δώσω όσο χρόνο χρειαστεί, λοιπόν. Το παιδί μας θα γεννηθεί σε έξι μήνες. Θα έχει συνέλθει μέχρι τότε. Η πλατεία ήταν ολοφωτιστη και έσφιζε από ζωντάνια. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν στα πεζοδρόμια η έτρωγαν στα εξωτερικά τραπέζια των διαφόρων μαγαζιών. Ήταν καλοκαίρι, εποχή που γινόταν χαμός στο Λαύριο.
Αυτή ήταν η ώρα που έβγαιναν οι περισσότεροι να φάνε η επέστρεφαν απ' τις παραλίες κι έκαναν βόλτες στους δρόμους. Το διαμέρισμα τους βρισκόταν σχετικά μακριά από όλα αυτά, σε μια ήσυχη γειτονιά σε ένα λόφο. Η γειτονιά εκείνη ανεπίσημα ονομαζόταν Ευαγγελίστρια, από μια εκκλησία με το ίδιο όνομα που ήταν χτισμένη λίγο πιο κάτω απ' τα σπίτια, στη μέση ενός φαρδιού δρόμου. Ήταν μια απ' τις λίγες γειτονιές στις οποίες υπήρχαν πολυκατοικίες, χτισμένες με το Αθηναϊκό στυλ, η μια κολλητά στην άλλη.
Τα περισσότερα διαμερίσματα είχαν εκπληκτική πανοραμική θέα, μα οι Παπαδόπουλοι, ο Χρόνης και η Λίνα δηλαδή, προτίμησαν μια πιο απομονωμένη πολυκατοικία, χωρίς θέα, πίσω απ' όλες τις άλλες. Επρόκειτο για μια σύγχρονη κατασκευή, με τεράστια διαμερίσματα και πισίνα στην κοινή βεράντα του δεύτερου ορόφου. Όμως το διαμέρισμα του Χρόνη και της Λίνας δεν ήταν σαν τα άλλα.
Πολύ μικρότερο, καθόλου πολυτελές, βρισκόταν στην πιο απομονωμένη γωνία του πέμπτου ορόφου. Παλιότερα ήταν η αποθήκη του ορόφου, έτσι εξηγούνταν το μικρό του μέγεθος και η χαμηλή τιμή του.
Πάρκαραν. Ο Χρόνης πήρε και τις δύο βαλίτσες απ' το πορτ-μπαγκάζ. Ήταν βαριές, αλλά είχε αρκετή σωματική δύναμη. Μπήκαν στον προθάλαμο και έπειτα στο ασανσέρ. Αφού έφτασαν αμίλητοι στον πέμπτο όροφο, διέσχισαν μέχρι πέρα τον εξωτερικό διάδρομο- μπαλκόνι και μπήκαν στο νέο τους σπίτι.
Τα έπιπλα τους είχαν τοποθετηθεί ήδη εκεί: το παλιό ψυγείο, η φθηνή κουζίνα, το κρεβάτι που έτριζε, η συρταριερα της γιαγιάς της Λίνας... Όλα έμοιαζαν αταίριαστα και στριμωχτά μέσα στο σχετικά πρόσφατα ανακαινισμένο διαμέρισμα. Τα μόνα καινούργια έπιπλα που είχαν αγοράσει ήταν ένα οβάλ σκουρόχρωμο τραπέζι και τέσσερις καρέκλες. Αυτά τοποθετήθηκαν γωνιακά. Δεν χωρούσαν πουθενά αλλού.
Υπήρχε επίσης ένας μπλε καναπές από τους προηγούμενους ενοικιαστές και στον τοίχο μια μικρή τηλεόραση στερεωμένη. Μόνο ένας τοίχος χωρίς πόρτα χώριζε την κουζίνα- τραπεζαρία από το χώρο του κρεβατιού, όπου βρισκόταν και ο καναπές με την τηλεόραση. Γωνιακά απ' το κρεβάτι βρισκόταν το μπάνιο, μέσα στο οποίο ήταν στρυμωγμένη η ντουζιέρα με το νιπτήρα και τη λεκάνη.
"Να δω που θα χωρέσει η κούνια." Μουρμούρισε η Λίνα.
"Εδώ." Απάντησε ο Χρόνης κι έδειξε έναν κενο χώρο μπροστά από το μεγάλο παράθυρο.
"Καλά." Είπε η Λίνα και άνοιξε το βαλίτσα της. "Εγώ θα ξαπλώσω κατευθείαν. Είμαι πολύ κουρασμένη."
Ο Χρόνης την κοιτούσε καθώς άλλαζε. Έβγαλε τη μπλούζα της, το τζιν της, το σουτιέν, πάντα κοιμόταν χωρίς αυτό... και φόρεσε το νυχτικό της. Τόσο όμορφη... και συγχρόνως τόσο δυστυχισμένη. Οπότε την κοιτούσε στα μάτια ο Χρόνης, ήταν σαν να έβλεπε τον εαυτό του σε σπασμένο καθρέφτη και κάθε φορά θυμόταν τα όνειρα που έκαναν μαζί κι είχαν μετατραπεί σε εφιάλτες. Εκείνος ήταν σκληρός και μπορούσε εύκολα να ξεπεράσει όσα έγιναν.
Για αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα όμως, δεν υπήρχε γυρισμός, αυτό το παραδεχόταν. Υπήρχε όμως μια μικρή διέξοδος, ένα μικρό παραθυράκι ελπίδας κι ευτυχίας. Το παιδί τους. Ξάπλωσε. Παλιότερα θα τον κοιτούσε με αγάπη και θα του ελεγε:
"Γλυκέ μου, δεν θα ξαπλώσεις κι εσύ μαζί μου; Έλα." Τώρα όμως δεν του το ζήτησε. Έπρεπε να το κάνει μόνος του. Γδύθηκε, έμεινε μόνο με το μποξερακι και χώθηκε κάτω απ' τα σκεπάσματα.
Η Λίνα γύρισε απ' την άλλη και το φως του φεγγαριού έλουσε τα ξανθά μαλλιά της. Πόσο την ήθελε... Την ποθούσε πολύ εκείνη τη νύχτα. Την αγκάλιασε και κόλλησε πάνω της. Τίποτα εκείνη. Ούτε ανταποκρίθηκε, ούτε του είπε να την αφήσει όμως. Ο Χρόνης τη γύρισε ανάσκελα και τη φίλησε. Έπειτα σιγά- σιγά της έκανε έρωτα, χωρίς να καταλάβει αν ένιωσε τίποτα η ίδια.
Ξύπνησε απ' το φως του ήλιου που έμπαινε απ' το παράθυρο.
Κοίταξε τριγύρω. Η Λίνα είχε σηκωθεί και τακτοποιούσε τα ρούχα από τις βαλίτσες στη συρταριερα.
"Καλημέρα." Της είπε.
"Καλημέρα." Του είπε η Λίνα και χαμογέλασε αχνά. "Δεν έφτιαξα πρωινό. Δεν υπήρχε τίποτα στο ψυγείο."
"Λογικό είναι." Είπε ο Χρόνης καθώς σηκωνόταν. "Μόλις χθες ήρθαμε. Είμαστε βλάκες. Έπρεπε να είχαμε φέρει τρόφιμα μαζί μας."
"Που να το σκεφτούμε με τόσα που έχουμε στο κεφάλι μας..." σχολίασε η Λίνα.
"Ντύσου." Της είπε. " Θα πάμε κάπου έξω, να πιούμε καφέ και να φάμε κάτι."
Ντύθηκαν κι έφυγαν. Πήγαν σ' ένα μικρό εστιατόριο φαστ- φουντ στην πλατεία. Τους σέρβιραν καφέ μαζί με τις τηγανιτές τους, οι οποίες ήταν υπέροχες. Πρώτη φορά έβλεπε τη Λίνα να τρώει με τόση όρεξη.
"Το απόγευμα με περιμένουν στο γυμναστήριο για δουλειά. Όλα κανονισμένα. " είπε ο Χρόνης κάποια στιγμή.
"Ωραία."
"Θα είσαι εντάξει μόνη σου;"
"Ναι. Ναι, φυσικά. Είμαστε ασφαλείς εδώ, έτσι δεν είναι; Έτσι δεν έλεγες συνέχεια;"
"Ακόμα το λέω και ακόμα το πιστεύω. Το Λαύριο είναι απομακρυσμένη πόλη και δεν πρόκειται να μας βρουν εδώ."
"Αν δεν ξαναμπλεξεις πάλι με τα ίδια σκατα." Του πέταξε η Λίνα.
Συνέχεια το έκανε αυτό. Πάντα κατηγορούσε αυτόν για ότι έγινε. Και όσο κι αν εκνευρίζοταν ο Χρόνης, δεν μπορούσε να της πει τίποτα, γιατί είχε δίκιο.
"Μπορούμε να μην ξαναμιλήσουμε για το παρελθόν και ειδικά σε δημόσιο χώρο;" τη ρώτησε.
"Εσύ ξεκίνησες αυτή τη συζήτηση. "
"Όχι, εσύ την ξεκίνησες, που με ρώτησες για χιλιοστή φορά, αν είμαστε ασφαλείς εδώ. Είμαστε, γαμωτο!" Φώναξε άθελά του και τα λιγοστά άτομα που βρίσκονταν στο εστιατόριο γύρισαν και τους κοίταξαν λοξά.
Ο Χρόνης συνέχισε χαμηλόφωνα:
"Άκου, αν δεν αισθάνεσαι ασφάλεια, ακόμα και σε αυτό το διαμερισματακι στην άκρη της πόλης, τότε να προσλάβω κανέναν μπράβο να μένει μαζί μας μόνιμα."
"Δεν θα χωράει. "
"Τότε, να μαζέψουμε λεφτά να μετακομίσουμε σε μεγαλύτερο σπίτι."
"Δεν πρόκειται να μαζευτούν. Είναι πολλά τα έξοδα ήδη."
"Θα μας βοηθήσει ο αδελφός μου."
"Δεν τον χρειαζόμαστε. Κι εκείνος έφταιγε που μπλέξαμε."
"Μα ο Θάνος μας έσωσε!"
Πάλι τους κοίταξε όλο το μαγαζί.
"Σταμάτα να κατηγορείς και αυτόν. Ήταν ο σωτήρας μας." Συνέχισε ο Χρόνης.
"Ναι, αλλά... το κακό είχε ήδη γίνει." Είπε η Λίνα και δάκρυσε.
"Λίνα... Λίνα." Προσπάθησε να την καθησύχασει. "Ηρέμησε σε παρακαλώ. Πρέπει να ηρεμήσεις. Θα προτιμούσες να είσαι νεκρή τώρα; Η να χάναμε το παιδί μας;" Εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
"Ε λοιπόν, προσπάθησε να ηρεμήσεις και να σκεφτείς το μέλλον μας και το παιδί μας. Είμαστε σε μια νέα πόλη, όπου κάνεις δεν μπορεί να βρει τα ίχνη μας ακόμα και αν ψάξει."
Αυτά τα έλεγε ψιθυριστά και πολύ κοντά στο πρόσωπο της για να μην τον ακούσουν.
"Δεν είναι μόνο ο φόβος και η ανασφάλεια." Είπε η Λίνα. "Είναι και...όλα αυτά τα πράγματα που τα θυμάμαι και...έρχονται στο μυαλό μου συνέχεια..."
"Σε καταλαβαίνω." Την παρηγορήσε ο Χρόνης και της έπιασε το χέρι. "Θα τα φροντίσω όλα εγώ. Εσύ θέλω μόνο να ηρεμήσεις για χάρη του παιδιού μας και να κάνεις υπομονή μέχρι να γεννήσεις. Αυτό θα είναι η αρχή μιας νέας ζωής και θα σε κάνει να ξεχάσεις. Και ύστερα θα σου βρω μια δουλίτσα, για να έχεις κάτι να απασχολείσαι. Ε, μωρό μου; Συμφωνείς;" Και της σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλα της.
"Ναι." Του απάντησε.
Ο Χρόνης τότε έγειρε μπροστά και τη φίλησε.
Όλα θα αλλάξουν. Σκέφτηκε. Δεν θα αφήσω κανένα από αυτά τα καθίκια να τη βλάψουν ξανά. Θα δώσω και τη ζωή μου αν χρειαστεί.
************************************
Κεφάλαιο 2
Μυστική Δουλειά
Όταν ο Χρόνης γνώρισε τη Λίνα, κατάλαβε με την πρώτη ότι αυτό ήταν το λιμάνι στο οποίο θα έδενε για πάντα το πλοίο του. Γιατί ήταν μόλις είκοσι χρόνων κι όμως είχε καταφέρει ήδη να αποκτήσει αρκετές εμπειρίες στον ερωτικό τομέα, αν και δεν έφτανε με τίποτα τον αδελφό του τον Θάνο!
Η Λίνα ήταν δεκαοκτώ κι έμοιαζε με ξανθό άγγελο. Όμορφη, ευγενική, συνδύαζε την εξυπνάδα με την αίσθηση του χιούμορ. Γνωρίστηκαν στο Allou Fun Park του Ρέντη, όπου έμενε τότε ο Χρόνης και ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Ωστόσο, όταν παντρεύτηκαν, παρά την απέραντη αγάπη που έτρεφαν ο ένας για τον άλλον, η Λίνα είχε αρχίσει να υποπτεύεται πως ο άντρας της, της κρατούσε μυστικά. Κι επειδή άρχισε να έχει αμφιβολίες, ο Χρόνης αναγκαστικά της τα είπε όλα σχετικά με τη μυστική δουλειά που έκανε: αυτός και ο Θάνος ήταν μέλη μιας συμμορίας ληστών, οι οποίοι έκαναν διαρρήξεις και ληστείες χωρίς όμως να βλάπτουν τους πολίτες.
Υπήρχε όμως και μια εχθρική συμμορία, η οποία έκανε και φόνους επιπλέον. Ο Χρόνης της ορκίστηκε πως από λάθος του είχε μπλέξει και τώρα πια ήταν αδύνατον να βγει από αυτόν το λάκκο, παρόλο που ο αδελφός του ήταν ένα αξιόλογο μέλος. Ο Θάνος διαβεβαίωνε συνεχώς τον μικρότερο αδελφό του ότι όλα ήταν υπό έλεγχο και ότι είχε φροντίσει τα πάντα ώστε η Λίνα να είναι ασφαλής.
Δεν ήξερε ούτε ο ίδιος πόσο λάθος έκανε. Έτσι, μετά από ένα χρόνο γάμου και ενώ η Λίνα ήταν ήδη έγκυος, έγινε το μοιραίο. Ο Θάνος προσπάθησε να επανορθώσει, φυγαδεύοντας τους στο Λαύριο. Τους δώσε εντολή για το καλό τους να μην επικοινωνήσουν ξανά μαζί του εκτός κι αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Και τώρα η Λίνα, το κυρίως θύμα της υπόθεσης, πάλευε να ξαναζήσει απ' την αρχή και να μαζέψει τα κομμάτια της.
Ο Χρόνης κατά βάθος δεν πίστευε ότι στο Λαύριο θα ήταν ασφαλείς, για να ζήσουν σαν μια φυσιολογική οικογένεια. Το έλεγε αυτό απλά και μόνο για να την καθησύχαζει και να μην παρουσιαστούν πάλι επιπλοκές στην εγκυμοσύνη της. Δεν έπρεπε να αφήσει να ξανασυμβεί τίποτα. Γιατί έτσι δεν τους έλεγε και ο Θάνος στην Αθήνα; Ότι ήταν ασφαλείς; Έπρεπε να πάρει τα μέτρα του από τώρα.
Να βρει εκείνα τα τέρατα, να τους τιμωρήσει και να τους βγάλει απ' τη μέση πριν να είναι πολύ αργά. Φυσικά, αυτό δεν θα το μάθαινε η Λίνα, ούτε καν ο Θάνος. Μόνος του βρήκε συνεργούς στο Λαύριο και δημιούργησαν μια ομάδα συνομωσίας, μέσα στα πλαίσια μιας συμμορίας που υπήρχε στο Λαύριο. Έτσι, ήθελε δεν ήθελε, ο Χρήστος έμπλεξε πάλι με εγκληματικές ενέργειες. Έπρεπε να ξαναμπλεξει, για να τελειώνει επιτέλους μ' αυτό το μαρτύριο.
Έτσι, αντί να πηγαίνει στο γυμναστήριο ως γυμναστής όπως νόμιζε η Λίνα, πήγαινε στο κρησφύγετο της συμμορίας, ένα παλιό εγκαταλειμμένο κτήριο στην πέρα άκρη του λιμανιού, το οποίο παλιά ήταν εργοστάσιο. Δεν του άρεσε που της έλεγε ψέματα, ότι δήθεν δούλευε αργά επειδή το γυμναστήριο ήταν 24ωρο, η ότι έκανε υπερωρίες για να πάρει περισσότερα χρήματα... όμως έπρεπε για να την προστατεύσει.
Η ομάδα του αποτελούνταν από πέντε αξιόπιστους συνεργούς: τον Βαγγέλη Τασούλη, τον Βασίλη Ηλιόπουλο, το ζευγάρι Γιώργο και Μαρίνα Πάγκαλου και τον Τάσο Κλαύδιο, με τον οποίο ήταν συνεργοί και στον Πειραιά πριν τον μεταθέσουν εδώ. Αυτός άλλωστε ήταν που του βρήκε τη δουλειά στη συμμορία και τους άλλους τέσσερις συνεργούς.
Βράδιασε. Έφτασε έξω απ' το φαινομενικά ερειπωμένο κτήριο.
Πήγε στην πίσω αυλή, έβαλε το χέρι του στη μυστική υποδοχή και μια κρυφή πόρτα άνοιξε. Χαιρέτησε τον μπράβο και περπάτησε στο εσωτερικό του κτηρίου. Στην αίθουσα όπου συγκεντρώνοταν με την ομάδα του, είχαν φτάσει ήδη οι άλλοι και κάθονταν γύρω απ' το μεγάλο γκρι τραπέζι.
"Καλως τον." Είπε η Μαρίνα. "Εσένα περιμέναμε."
"Νωρίς ήρθατε όλοι." Τους είπε και κάθισε στη θέση του ανάμεσα στον Βασίλη και στον Τάσο.
Όλοι τους έδειχναν ανήσυχοι.
"Έχουμε νεα απ' τον Πειραιά. Σκοτεινά νέα." Είπε ο Βασίλης.
"Βρήκατε κανένα ίχνος σχετικά με αυτούς που ψάχνουμε;" ρώτησε ο Χρήστος.
"Ναι." Απάντησε ο Γιώργος. "Αν και δεν ξέρουμε ακόμα ποιους ψάχνουμε..."
"Θυμάμαι τις φάτσες τους. " Τον διέκοψε ο Χρήστος.
"Αυτοί ήταν απλώς τα όργανα, Χρήστο." Του εξήγησε η Μαρίνα.
"Το ξέρω. Όμως πρέπει να τιμωρηθούν όλοι τους."
"Δεν είναι έτσι. Πρέπει να βρούμε αυτόν που κρύβεται από πίσω τους και όταν τον εξουδετερώσουμε, οι άλλοι θα χάσουν την αυτοπεποίθηση τους και δεν θα συνεχίσουν χωρίς τον αρχηγό τους. Δεν θα υπάρχουν πια χωρίς αυτόν."
Ο Γιώργος πήρε το λόγο και συνέχισε:
"Ανακαλύψαμε λοιπόν ότι αυτός ο οποίος κρύβεται πίσω από όλα αυτά... σε βρήκε, Χρήστο. Ξέρει που βρίσκεσαι και είναι αποφασισμένος να τελειώσει αυτό που άρχισε."
"Τι; Μα...είναι αδύνατον. Πώς μπορεί να με βρήκε ακόμα κι εδώ;" αναρωτήθηκε σοκαρισμένος.
"Μόνο μια εξήγηση υπάρχει." Ανέλαβε να απαντήσει ο Βαγγέλης. "Βρίσκεται κάπου ανάμεσα μας. Μπορεί να είναι μέλος της συμμορίας η ακόμα και της ομάδας μας."
"Μπούρδες λες." Διαφώνησε ο Τάσος. "Για να πιστεύεις ότι είναι κάποιος από εμάς, πάει να πει ότι δεν μας εμπιστεύεσαι. Ποιος μπορεί να το έκανε; Εγώ; Εσύ μήπως;" κι έπειτα είπε απευθυνόμενος σε ολους: "Λέω να τον διώξουμε απ' την ομάδα. "
"Τάσο, για όνομα του Θεού!" Διαμαρτυρήθηκε η Μαρίνα.
"Τι μαλακίες λες τώρα;!" Φώναξε και ο Βαγγέλης.
"Ξεχνά το, δεν τον διώχνουμε. Μια ιδέα είπε μόνο. Μπορεί να είναι απ' τη συμμορία γενικότερα." Είπε ο Γιώργος κι έπειτα άρχισαν να τσακώνονται μαζί του, εκτός απ' τον Βασίλη και τον Χρόνη.
Ο Βασίλης έπιασε το κεφάλι του και είπε:
"Είναι μάταιο. Δεν θα βγάλουμε άκρη έτσι." Έπειτα, αφού είδε πως ο καυγάς συνεχιζόταν σηκώθηκε πάνω και φώναξε: "ΣΚΑΣΤΕ! Σταματήστε αυτή τη στιγμή!" Τα μάτια του ήταν λες και πετούσαν φωτιές. Όλοι σωπάσαν.
"Κρατήσου, Μπιλ." Είπε ο Χρόνης και τον έβαλε να καθίσει.
"Είμαστε ομάδα." Συνέχισε ήρεμα εκείνος. "Κανείς δεν θα φύγει χωρίς σοβαρό λόγο. Οποία και αν θα είναι η συνέχεια, ορκίστηκαμε να μείνουμε ως το τέλος στο πλευρό του Χρόνη. Όλοι μας. Γι' αυτό αφήστε τις κόντρες."
Ο Βαγγέλης αφού λοξοκοίταξε τον Τάσο συνέχισε:
"Καταρχάς, δεν εξηγήσαμε στον Χρόνη τι ακριβώς συνέβη."
"Ακούω." Είπε ο Χρόνης.
"Ο Θάνος με ειδοποίησε από τον Πειραιά ότι ήρθε αυτό το απειλητικό τηλεφώνημα." Είπε ο Τάσος. "Πες στον αδελφό σου να τα παρατήσει, έλεγε, αλλιώς θα γίνουν χειρότερα πράγματα απ' τα προηγούμενα." Ο Χρόνης έπιασε το κεφάλι του. "Δηλαδή, τώρα έμαθε και ο αδελφός σου ότι τώρα ξανακύλησες σε συμμορία." Συνέχισε ο Τάσος. "Αναγκάστηκα να του πω τα πάντα. Για τη συμμορία μας, για αυτήν εδώ την ομάδα, ακόμα και για το ότι έρχεσαι εδώ κρυφά απ' τη γυναίκα σου."
"Και τι είπε;" θέλησε να μάθει ο Χρόνης.
"Να τα παρατήσεις. Θα αναλάβει εκείνος κι εγώ ως φίλος σας θα κάνω ότι μπορώ."
"Χρόνη..." του είπε η Μαρίνα με ανήσυχο βλέμμα. "Πάρε τη γυναίκα σου και φύγετε από εδώ."
Ο Χρόνης όμως δεν ήθελε να ακούσει κανέναν, ούτε καν τον ίδιο του τον αδελφό. Και αν ήταν παγίδα; Αν ο εχθρός του όντως ήθελε να τον κάνει να παραιτηθεί για να ησυχάσει και ύστερα να τον πιάσει απροετοίμαστο;
"Όχι." Είπε και αμέσως ξέσπασε: "Όχι! Δεν τα παρατάω!" Φώναξε ενώ σηκωνόταν και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. "Δεν καταλαβαίνετε; Αν τα παρατήσω τώρα, εκείνο το σκουλήκι θα μας πιάσει στον ύπνο! Μπορεί να την πληρώσετε ακόμα κι εσείς!"
"Τότε πήγαινε τη Λίνα σε κάποιο ασφαλές μέρος." Τον συμβούλευσε η Μαρίνα. "Είμαστε σίγουροι ότι εκείνη θα είναι το πρώτο θύμα, αν χτύπησει. Πρέπει να την προστατεύσουμε. Ας την πάρουμε σπίτι μας. Τι λες, Γιώργο;"
"Δεν νομίζω να είναι καλή ιδέα. Παρότι υπάρχει αρκετή ασφάλεια στο σπίτι μας, ακόμα κι εκεί μπορεί να τη βρει. Και συγγνώμη που το λέω Χρόνη, αλλά φοβάμαι μην κινδυνεύσουν και τα παιδιά." Ο Γιώργος και η Μαρίνα είχαν δύο παιδιά, δέκα και έξι χρόνων. "Θα έβαζες σε κίνδυνο τα παιδιά μας;" Η Μαρίνα δεν απάντησε. Έσκυψε μόνο το κεφάλι.
"Έχουμε μπλέξει όλοι πάρα πολύ άσχημα." Είπε ο Τάσος.
"Όπως και να 'χει, ο Χρόνης είναι φίλος μας τώρα πια και πρέπει να προστατεύσουμε εκείνον, τη γυναίκα του και το παιδί τους που έρχεται." Είπε ο Βαγγέλης.
"Τότε, να απομακρύνουμε τουλάχιστον τη Λίνα μέχρι να τους αντιμετωπίσουμε. Ας την πάμε στην Ελένη." Πρότεινε ο Βασίλης.
"Ποια είναι η Ελένη;" απόρησε ο Χρόνης.
"Η Ελένη Σωτηρίου. Είναι μια βοτανολόγος με γνώσεις ιατρικής. Μένει στο πιο απομονωμένο σπίτι της πόλης και οι ειδικές γνώσεις της την έχουν κάνει μια απ' τις καλύτερες γιατρούς. Επίσης, έχω την τιμή να την έχω φίλη μου. Θα βοηθήσει και στη γέννηση του παιδιού σας."
"Πας καλά; Θα την πάμε στη μάγισσα;"! Αναφώνησε ο Βαγγέλης. Και άρχισαν πάλι όλοι να διαφωνούν μεταξύ τους.
"Αρκετά!" Φώναξε ο Χρόνης και σηκώθηκε. "Δεν πρόκειται να ξεσπιτώσω πάλι τη Λίνα! Όπου και αν πάμε, αυτοί θα μας δουν. Και δεν θέλω η γυναίκα μου να νιώθει ανασφάλεια τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης της. Θα ψάξουμε να βρούμε τα σκουλήκια, αλλά η Λίνα θα μείνει εκεί που είναι και δεν θα μάθει τίποτα από όλα αυτά."
Σιωπή επικράτησε μεταξύ των μελών της ομάδας. Έπειτα ο Βαγγέλης τον ρώτησε:
"Αυτή είναι η τελευταία σου κουβέντα;"
"Ναι." Απάντησε ο Χρόνης χωρίς να καθίσει.
"Εντάξει λοιπόν..." Ο Βαγγέλης σηκώθηκε. "Ακούσατε την απόφαση του. Και θυμάστε τι είχαμε υποσχεθεί; Να τον στηρίξουμε ως το τέλος. Γι' αυτό προτείνω, μάγκες, να αφήσουμε προς το παρόν τη Λίνα στο σπίτι της, να συνεχίσουμε τις έρευνες μας και να στείλουμε μπράβους να φυλάνε από μακριά το σπίτι."
"Θα το αναλάβω εγώ αυτό." Είπε ο Τάσος.
"Τέλεια. Σηκωθείτε τώρα, έχουμε δουλειές. " είπε ο επικεφαλής της ομάδας Βαγγέλης.
Όλοι συμφώνησαν και τους μήνες που ακολούθησαν, έψαχναν όπου και όπως μπορούσαν για να ανακαλύψουν τον εχθρό του Χρόνη. Η Λίνα δεν έμαθε τίποτα και άρχισε να συνέρχεται, αν και ο Χρόνης σπάνια την άφηνε μόνη της. Ο Τάσος έβαλε μπράβους να φυλάνε από μακριά το σπίτι. Τουλάχιστον η Λίνα δεν ζούσε πλέον μέσα στο φόβο. Η κούνια που παρήγγειλαν ήρθε και άρχισαν οι ετοιμασίες για τον ερχομό του μωρού, το οποίο έμαθαν πως ήταν αγόρι.
Θα χαρώ πολύ να μου πείτε τη γνώμη σας για την αρχή της ιστορίας και σας κίνησε το ενδιαφέρον για να διαβάσετε τη συνέχεια
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top