Παγωμένο πρόσωπο




Σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο, για ανεφοδιασμό και όσο περίμενε στην ουρά άνοιξε το κινητό της μετά από μέρες. Προσπέρασε γρήγορα μηνύματα γραπτά και ηχητικά. Έπρεπε να κλείσει εισιτήριο. Την μεσημεριανή πτήση Θες/νίκη-Λονδίνο δεν την προλάβαινε με τίποτα. Η επόμενη ήταν στις δέκα το βράδυ. «Σκατά» μονολόγησε, αλλά δεν θα γυρνούσε πίσω τώρα. Ήθελε να φύγει λες και ήταν κυνηγημένη. Δεν άντεχε ούτε λεπτό στο άδειο σπίτι της. Γέλασε θλιμμένα με τις σκέψεις που έκανε. Ποτέ η μοναξιά, δεν αποτελούσε πρόβλημα, μα με την εμφάνιση του ταχυδρόμου... όλη η ζωή της γύρισε τούμπα μέσα σε λίγες ώρες. Γλυκός... μπελάς... σκέφτηκε.

Μέσα σε δύο ώρες ευχάριστου ταξιδιού έφτασε στη Θεσσαλονίκη, μα είχε πολλές ώρες ακόμη μέχρι την αναχώρησή της. Οπότε αποφάσισε να τις περάσει μέσα στην πόλη. Παράτησε τη μηχανή της στο Πασαλιμάνι και κίνησε με τα πόδια, βαδίζοντας πολύ αργά κατά μήκος του λιμανιού.

Εδώ δεν θα την αναγνώριζε κανείς, σκέφτηκε και κατέβασε το κεφάλι της. Δεν ήταν απαραίτητο να περπατά με το κεφάλι ψηλά.

Ο Ραφαήλ στεκόταν στην κορυφή ατενίζοντας το άπειρο. Ο αέρας φυσούσε παγωμένος. Η θερμοκρασία εκεί πάνω στον Όλυμπο, πάντα ήταν χαμηλή. Μερικά σύννεφα έκρυβαν τη γη από κάτω.

Το κάστρο από εδώ φαινόταν σαν μια κουκίδα, παρατήρησε. Αδυνατούσε να καταλάβει γιατί το μυαλό του, τον οδηγούσε πάντα σε εκείνη. Κάθισε ανακούρκουδα κάτω στο ανώμαλο έδαφος, και βυθίστηκε στις σκέψεις του.

Αρχικά ξεκίνησε να σκέφτεται την πηγή της αλλαγής. Δεν ήταν η ώρα της μάχης και έπρεπε να συγκρατήσει την δαιμονική του υπόσταση, διότι θα οδηγούσε κυριολεκτικά στην καταστροφή. Δεν έπρεπε να βλάψει κανέναν πόσο μάλλον εκείνην.

Εκείνη. Να τη πάλι στο μυαλό του. Δεν είναι καν άγγελος.. ή είναι. Γιατί παρασύρθηκα τόσο εύκολα στο κρεβάτι της; τα φτερά του κουνήθηκαν, χωρίς να τα προστάζει. «Τι;» μουρμούρισε, απάντηση όμως δεν θα έπαιρνε. Ο σκοπός ήταν να εστιάσει την προσοχή του κάπου, έκτος από τους δαίμονες και τον πόλεμό τους.

Από μακρά είδε ένα συμπαγές σύννεφο να κινείται πιο γρήγορα από το άλλα. Το κεφάλι του αδερφού του άρχισε να προβάλει μέσα από αυτό, έπειτα ολόκληρο το σώμα και τα φτερά του. Το σύννεφο τώρα κινούνταν από κάτω του και αυτός το καθοδηγούσε με τις παλάμες του το έλεγχε. Ήταν μια ασπίδα που τον προστάτευε από τα ανθρώπινα μάτια κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Σε λίγα δευτερόλεπτα ο Κάι με έναν γδούπο βρέθηκε μπροστά στον αδερφό του. Του έτεινε το χέρι του, το οποίο ο άλλος άρπαξε και σηκώθηκε πάνω. «Λοιπόν, έχουμε καμία βελτίωση;» ρώτησε εκείνος.

Ο Ραφαήλ αναστέναξε εστιάζοντας με τα μαύρα μάτια του σε ένα ανύπαρκτο σημείο κάπου στο άπειρο.

«Μάλιστα» συνέχισε ο Κάι. «Έφυγε...» είπε ξανά.

«Ποιος;» αναρωτήθηκε ο Ραφαήλ. «Η Ιθούριελ»

«Που πήγε; Εγώ της είπα να μείνει» έλεγε ταραγμένος ξαφνικά.

Ο Κάι γέλασε. «Πας καλά; Τι κι άμα της είπες να μείνει. Περίμενες να σε ακούσει» γέλασε πάλι. «Πήγε στο Λονδίνο... γιατί σε νοιάζει;» πέταξε ο Κάι, για να δει τι θα πιάσει.

«Όχι δεν με νοιάζει» απάντησε ο άλλος ψυχρά.

«Αυτό είπα και εγώ» αντιγύρισε με ένα πονηρό χαμόγελο ο αδερφός του, γνωρίζοντας πως υπάρχει ήδη κάποια βελτίωση και ο σπόρος που έριξε θα αποδώσει καρπούς σύντομα.

«Καλά λοιπόν, αυτό ήρθα να σου πω αδερφέ. Με περιμένουν οι δουλειές μου. Υποτίθεται θα με βοηθούσες κι' όλας» είπε με ένα παράπονο. Σε δευτερόλεπτα είχε παρασύρει ένα σύννεφο κοντά του και με ένα τίναγμα των φτερών του εξαφανίστηκε.

Οι βασανιστικές σκέψεις του Ραφαήλ επιδείνωσαν την κατάστασή του μέχρι το βράδυ και αυτό ήταν καλό.

Άρχισε να συνδυάζει αναμνήσεις και αισθήματα που έκαναν επιδρομή στο μυαλό του, από τη στιγμή που ο αδερφός του, του είπε πως εκείνη έφυγε. Στην αρχή νευρίασε που δεν τον είχε ακούσει, μα αργότερα η απομάκρυνσή της δημιουργούσε ένα καινό μέσα στο στήθος του.

Ο ήλιος έδυε και τα μάτια του Ραφαήλ έπαιζαν σε κάθε βλεφαρισμό, μια μαύρα, μια πράσινα.

Αποφάσισε πριν ακόμη ανακτήσει την κυριαρχία του. Πρέπει να πάω κοντά της... σκέφτηκε κι ας ήταν τα μάτια του μαύρα εκείνη τη στιγμή.

Άνοιξε τα τεράστια φτερά του και η ώθηση που έδωσε στα πόδια του, δημιούργησε μια μικρή κατολίσθηση.

Κάπου εκεί στους πρόποδες του Ολύμπου ο Κάι τον είδε κι ας ήταν πολύ μακριά, χαμογέλασε πανηγυρικά.

Πετούσε πολύ ψηλά, με αποτέλεσμα η πτήση του μέχρι το αεροδρόμιο να διαρκέσει μερικά λεπτά.

Μάζεψε αστραπιαία τα φτερά του και κίνησε για τις αναχωρήσεις, δίχως να νοιάζεται για το χρώμα των ματιών του που άλλαζε συνεχώς.

«Γαμώτο» μονολόγησε καθώς παρατήρησε, ότι το αεροπλάνο που πετούσε για το Λονδίνο είχε απογειωθεί πριν δύο λεπτά. «Δεν πειράζει» μονολόγησε πάλι και έτρεξε σαν τρελός προς την έξοδο.

Σταμάτησε μόνο όταν κανείς άνθρωπος δεν ήταν κοντά του. Άνοιξε τα φτερά του και έδωσε πάλι ώθηση στα πόδια του. Στο ίδιο σημείο σημειώθηκε ένας μικρός κρατήρας.

Η Ιθούριελ είχε κουραστεί από το περπάτημα και τα πόδια της παραπονιόντουσαν από τον πόνο. Ακούμπησε το κεφάλι της στο παράθυρο του αεροπλάνου και ατένιζε το πυκνό πλέον σκοτάδι. Ταράχτηκε μόλις είδε μια σκιά, μα ηρέμισε αμέσως γιατί εκείνη εξαφανίστηκε. «Θα μου φάνηκε» είπε χαμηλόφωνα και έκλεισε τα μάτια της.

Σε όλο το ταξίδι της κοιμόταν ανήσυχα. Το αεροπλάνο είχε προσγειωθεί και όλοι οι επιβάτες το είχαν εγκαταλείψει.

«Συγνώμη... δεσποινίς... ήμαστε στο έδαφος, φτάσαμε» της έλεγε η αεροσυνοδός. Η Ιθούριελ σηκώθηκε και με βαριά βήματα προχώρησε προς την έξοδο.

Κατέβηκε τα σκαλοπάτια νυσταγμένη και πλέον βάδιζε στον αχανή χώρο στάθμευσης των πτερωτών οχημάτων.

Δύο παγωμένα χέρια τυλίχθηκαν γύρω από τη μέση της και ένα ακόμη πιο παγωμένο πρόσωπο ακούμπησε από πίσω το μάγουλό της. «Είχε κρύο εκεί πάνω» άκουσε τη φωνή του και το κορμί της ολόκληρο έτρεμε από συγκίνηση.

«Ραφαήλ» είπε ξεψυχισμένα και τα γόνατά της λύγισαν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top