Kεφάλαιο 1

Η Μεγάλη Ανατροπή

ΠΟΛΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ότι τη μοίρα τους την φτιάχνουν αυτοί, οι ίδιοι. Και ότι ισχύει αυτό για όλους χωρίς εξαίρεση...

Τι ακριβώς έκανα εγώ για να γίνει κάτι τέτοιο;...

Ένα δυνατό φρενάρισμα έσκισε τον αέρα...

Τα φρένα τεντώθηκαν και το αμάξι έχασε τον έλεγχο...

Ένα αμάξι μπήκε σε λάθος λωρίδα στο δρόμο και έτρεχε κατευθείαν πάνω τους...

Είχε χάσει ο οδηγός τον έλεγχο του αμαξιού και καθώς ήταν τέρμα πατημένα ο συμπλέκτης και το φρένο, τα λάστιχα γλιστρούσαν πάνω στο δρόμο ο οποίος είχε μια λεπτή στρώση πάγου από το κρύο εκείνες τις μέρες...

Δεν είχε φορέσει αλυσίδες στις ρόδες...

Ο μπαμπάς μου μόλις τον είχε δει να τρέχει στο δικό τους ρεύμα έστριψε γρήγορα το τιμόνι για να βγει από την πορεία του αμαξιού που τους πλησίαζε γρήγορα...

Τους χτύπησε από τα πλάγια.

Η πόρτα της μαμάς μου είχε τσαλακωθεί εντελώς. Η λαμαρίνα είχε διαλυθεί... και ο μπαμπάς μου είχε χτυπήσει το κεφάλι του στο τζάμι του αυτοκινήτου.

Και μετά ησυχία...

Έμειναν εκεί...

Ακίνητοι και οι δυο τους με ένα λεπτό ρυάκι αίμα να τρέχει από το στόμα του μπαμπά και από τη μύτη της μαμάς...

Ένα άγριο ουρλιαχτό πόνου με ξύπνησε... το δικό μου ουρλιαχτό. Μέσα στους βίαιους λυγμούς μου προσπαθούσα να αρχίσω πάλι να αναπνέω κανονικά.

Άρχισα μέσα από τα κλάματά μου να ζητάω τη μαμά μου.

Περίμενα να έρθει, να ανοίξει την πόρτα.

Να τρέξει προς εμένα, να μ' αγκαλιάσει σφιχτά και να μου πει ότι ήταν ένας φρικτός εφιάλτης μόνο. Και περίμενα ακόμα να δω από πίσω της τον μπαμπά να πλησιάζει για να με παρηγορήσει και εκείνος...

Αλλά δεν ήρθανε, και ούτε πρόκειται να έρθουν ποτέ ξανά.

Αυτός ο εφιάλτης, ήταν αυτός που έβλεπα κάθε βράδυ εδώ και τρεις μήνες.

Δεν ξέρω αν έγινε έτσι ακριβώς. Δυστυχώς δεν ήμουν εκεί. Στο όνειρό μου (ή μάλλον στον εφιάλτη μου) έτσι τα έβλεπα πάντως.

Και ήταν ολοζώντανα κάθε φορά. Και πάντα σκιζόταν η καρδιά μου το ίδιο. Γιατί να μην είχα πάει και εγώ μαζί τους;

Πώς μου ήρθε εκείνη τη μέρα να μείνω σπίτι;

Γιατί δε με ανάγκασαν να πάω μαζί τους;

Τι έχω κάνει για να αξίζω εγώ να ζω και εκείνοι όχι;

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, άνοιξα τα φώτα πριν μπω στο μπάνιο.

Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη του μπάνιου με μισόκλειστα μάτια.

«Είμαι χάλια» μουρμούρισα, αλλά ειλικρινά δε με ένοιαζε καθόλου.

Τα μάτια μου ήταν πρησμένα και κόκκινα. Κάτω από τα μάτια μου υπήρχαν μαύροι κύκλοι, από τους διαταραγμένους μου ύπνους τους τελευταίους μήνες. Τα πράσινα μου, μεγάλα μάτια γυάλιζαν μόνιμα από τότε. Πάντα ήταν έτοιμα να κλάψουν. Tο βασανισμένο από τον πόνο πρόσωπό μου πρόδιδε από χιλιόμετρα ότι είχα πάθει κάτι φρικτό.

Tο μόνο φρικτό που είχα πάθει ήταν ότι ζούσα ακόμα σε βάρος τους.

Τα λεπτά μου κοκκινωπά χείλη είχαν μείνει αγέλαστα από τότε.

Όταν εκείνοι έμεναν μαζί μου μουρμούριζα και γκρίνιαζα με τις απαγορεύσεις τους όταν μου έλεγαν:

«Αυτή δεν είναι ώρα για να γυρνάς σπίτι στην ηλικία σου».

Όταν προσπαθούσα να τους πείσω να με αφήσουν ένα Σάββατο ως τις 1 έξω ... τo ίδιο έλεγαν και για χιλιάδες πράγματα που διψούσα να κάνω και δε μ' άφηναν. Πάντα το ίδιο: «είσαι πολύ μικρή για να κάνεις κάτι τέτοιο». Δεν ήμουν όμως τόσο μικρή για να περάσω τα όρια του πόνου.

Τώρα, που μπορούσα να κάνω ό,τι θέλω, όπως θέλω... αχχχ ... μακάρι να ήταν εδώ να μου το απαγόρευαν.

Λαχταρούσα τόσο πολύ να κάνω ό,τι δεν μ' άφηναν, όμως τώρα που μπορώ είναι σχεδόν το μόνο βασανιστικό πράγμα, εκτός από το ότι «έφυγαν».

Δεκαεπτά χρονών... τυπικά όμως... ένιωθα σαν εκατό.

ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥΣ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ όλα έδειχναν ότι με κορόιδευαν.

Όλοι εκείνοι οι ξένοι, που ήταν παρόντες και δεν τους ήξερα... οι άνθρωποι που άκουγα σε συζητήσεις να μιλούν για τους γονείς μου, το πόσο υπέροχοι άνθρωποι ήταν. Όλα ήταν ένα φρικτό ψέμα. Όλοι με κορόιδευαν ότι πονούσαν και ότι τους ένοιαζε.

Ακόμα περισσότερο με κορόιδευε ο καιρός. Μέσα στο χειμώνα και στην κακοκαιρία ήταν η μόνη μέρα που ήταν σαν άνοιξη. Ο ήλιος έλαμπε... η ατμόσφαιρα ήταν ανάλαφρη και υπέροχη και ακουγόντουσαν μικροί ήχοι προς τα δέντρα σε εκείνο το νεκροταφείο που γινόταν κηδεία. Οι μικροί ήχοι πρόδιδαν ότι υπήρχαν μικρά ζωάκια που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα δέντρα.

Με ποιο δικαίωμα!

Με ποιο δικαίωμα μια τέτοια μέρα τολμάει να βγει ήλιος!...

Είναι δυνατόν να νιώθω τόσο πόνο και να μην σκίζεται η γη κάτω από τα πόδια μου να με καταπιεί; Πώς ήταν όλα τόσο ηλιόλουστα όταν πουθενά δεν υπήρχε ήλιος μέσα μου;

Όντως με κορόιδευε ο καιρός.

Την κηδεία τους την είχε αναλάβει η θεία μου η Άννα. Η αδελφή της μητέρας μου. Ήταν εκεί, πεσμένη στα γόνατα, να θρηνεί για τον χαμό της αδελφής της και του άντρα της. Δυο άντρες από την κηδεία έτρεξαν αμέσως και την σήκωσαν από κάτω, μόλις εκείνη έπεσε σχεδόν λιπόθυμη. Την συγκρατούσαν ο ένας δεξιά και ο άλλος αριστερά και τους κύκλωσε κόσμος για να την ρωτήσουν πολλές φωνές μαζί αν έπρεπε να την πάνε στο νοσοκομείο. Εκείνη είπε ότι ήταν καλά και παρακάλεσε να συνεχιστεί η κηδεία.

Η θεία ήθελε να μείνω μαζί της, αλλά δεν το έβρισκα καθόλου καλή ιδέα. Πόσο καλό θα μου έκανε το να μείνω σε ένα σπίτι με μια γυναίκα μόνη της που θα κλαίει όλη μέρα για τους γονείς μου; Χρειαζόμουν συμπαράσταση. Δεν μπορούσα εγώ να παρηγορώ.

Μέσα από τον κόσμο ξεπρόβαλε και άρχισε να με πλησιάζει μια κοπέλα. Γύρω στα 24 με κοντά μαλλιά και μαύρο μακρύ ως τα γόνατα φουστάνι.

«Λυπάμαι πολύ...» μου είπε βγάζοντας ταυτόχρονα τα μαύρα της γυαλιά.

Τα καστανά της μάτια με περιεργάστηκαν με ένα ευγενικό ενδιαφέρον, γιατί είχε πολύ καιρό να με δει. Αλλά την αναγνώρισα.

Ήταν η Μάρθα, η δεύτερη ξαδέλφη μου από τη μεριά του μπαμπά...

«Μάρθα...» είπα βραχνά, μόλις την αναγνώρισα «ευχαριστώ που είσαι εδώ. Ξέρω ότι οι γονείς μας αν και πρώτα ξαδέλφια, ποτέ δεν τα πήγαιναν αρκετά καλά».

«Βέρα» μου απάντησε εκείνη «τώρα με φωνάζουν όλοι Βέρα. Κανείς δε με γνωρίζει πια σαν Μάρθα».

«Α...» έκανα εγώ χωρίς να με νοιάζει καθόλου γι' αυτήν τη λεπτομέρεια «το άλλαξες...»

«Ναι» είπε.

Αναστέναξε και κοίταξε προς τον κόσμο. Δεν μπορούσα να τους πλησιάσω πιο πολύ εκείνους. Ο τρόπος που με κοιτούσαν σαν να με λυπούνται ήταν σαν μπηγμένο μαχαίρι μέσα μου.

Δεν ήθελα να μου πουν πόσο λυπούνται γι' αυτό που έγινε.

Δεν ήθελα να με κοιτάξουν καν.

Μέσα στο πλήθος αναγνώρισα τους γονείς της Βέρας. Γύρισε το βλέμμα της εκεί που κοιτούσα εγώ και έριξε μια ματιά. Ήταν όρθιοι, πιασμένοι αγκαζέ με συγκρατημένα δάκρυα στα μάτια.

«Μακάρι να είχαν προλάβει να συμφιλιωθούν» είπε αδέξια προσπαθώντας να με παρηγορήσει. Χαμογέλασε άκεφα όταν κατάλαβε ότι ήταν εντελώς λάθος αυτό που είχε πει.

Μάλλον έπρεπε να πει «μακάρι να μην γινόταν ποτέ αυτό που έγινε...». Αλλά δε με πείραξε. Ήταν πολύ καλύτερη παρέα τώρα από εκείνους που με κοιτούσαν από μακριά με λύπηση, περιμένοντας από λεπτό σε λεπτό να σωριαστώ κάτω ουρλιάζοντας. Κανείς δεν καταλάβαινε πόσο βουβός ήθελα να μείνει ο πόνος μου.

Αλλά η Βέρα έμενε εκεί, δίπλα μου, να μ' αφήνει να κλάψω ήσυχα και αθόρυβα χωρίς να μου πει κενά και ανώφελα λόγια παρηγοριάς.

Η ησυχία που μοιραστήκαμε ήταν πολύτιμη.

«Τι θα κάνεις τώρα;» είπε μόλις τα δάκρυά μου άρχισαν σιγά-σιγά να μειώνονται. Την κοίταξα για λίγο, δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε.

«Θέλω να πω, πού θα μείνεις τώρα;» εξήγησε μόλις έπιασε το βλέμμα μου. Ανασήκωσα τους ώμους. Είτε έμενα σε ένα παγκάκι, είτε σε ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων, για μένα ήταν το ίδιο.

«Η θεία μου η Άννα θέλει να μείνω μαζί της» είπα σχεδόν ψιθυριστά. Ίσα που είχε ακουστεί η φωνή μου. Η Βέρα με το βλέμμα της έψαξε μέσα στον κόσμο και την βρήκε να κλαίει σπαράζοντας ανάμεσα σε δύο άντρες που την συγκρατούσαν.

«Είσαι σίγουρη πως θες να πας εκεί;» με ρώτησε.

«Δεν έχω πού να πάω» της είπα.

Καταλάβαινα πολύ καλά τι εννοούσε. Η θεία Άννα δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή που είχα για την ψυχική μου υγεία. Αλλά ήταν η μόνη επιλογή.

Η κηδεία τελείωσε και άρχισε ο κόσμος σιγά - σιγά να φεύγει ρίχνοντας καμιά ματιά σε μένα.

Μόλις έφυγαν όλοι πλησίασα κοντά στους τάφους για πρώτη φορά. Τους κοίταξα και τους δύο δίπλα - δίπλα. «Ιωάννης Παπαδόπουλος» έλεγε ο ένας «ετών 42». «Μαρία Παπαδοπούλου» έγραφε ο διπλανός τάφος. «ετών 38». Και τις ημερομηνίες που γεννήθηκαν και πέθαναν.

«Τόσο νέοι» μουρμούρισε από δίπλα μου η Βέρα και πήρα μια βαθιά ανάσα λίγο ξαφνιασμένη. Είχα ξεχάσει ότι ήταν πίσω μου. Ναι, ήταν πολύ νέοι. Είχαν πολύ ζωή ακόμα μπροστά τους.

Χαμογέλασα καθώς θυμόμουν πως τους πίεζα να μου κάνουν ένα αδελφάκι. Εκείνοι γελούσαν και έλεγαν ότι έχω αρχίσει να μεγαλώνω και σε λίγα χρόνια θα πρέπει να παντρευτώ και να κάνω εγώ μωρό για να τους κάνω παππούδες...

«Κοίτα» μου είπε η Βέρα, «σαν ξαδέλφη σου ποτέ όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω κάνει κάτι για σένα, για να σε βοηθήσω. Τώρα ίσως ήρθε η ώρα».

«Τι βοήθεια μπορείς να μου προσφέρεις;» τη ρώτησα.

Δεν είχα όμως στην πραγματικότητα καμιά περιέργεια. Γιατί πραγματικά πίστευα ότι η κατάσταση δε χρειαζόταν βοήθεια. Απλά την ησυχία μου χρειαζόμουν, την οποία δε θα την έβρισκα σίγουρα στο σπίτι της θείας Άννας.

«Τι θα έλεγες αν σου πρότεινα να έρθεις για λίγες μέρες να μείνεις μαζί μου;»

Την κοίταξα σκεφτική.

Δε μου είχε φανεί πολύ άσχημη ιδέα, αλλά κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Δεν είναι καλή ιδέα» της είπα. «Θα ενοχλούσα τους γονείς σου, να βλέπουν συνέχεια τα καταθλιπτικά μου μούτρα;»

Χαμογέλασε.

«Αυτό είναι το ευχάριστο» είπε, «ότι δε θα σε βλέπουν. Μένω μόνη βλέπεις, εδώ και χρόνια».

Την κοίταξα λίγο σκεφτική. Η ιδέα μου φαινόταν ελκυστική τότε. Σ' ένα σπίτι. Μόνο με μια κοπέλα, λίγα χρόνια μεγαλύτερή μου. Χωρίς κανέναν άλλον... μόνη μου, να μπορώ να λιώνω στον πόνο όσο καιρό χρειαζόταν ακόμα για να συνέλθω.

Σαν να διάβαζε τη σκέψη μου, μου είπε: «Θα είσαι αρκετές ώρες μόνη. Ξέρεις, δουλεύω πολύ. Θα λείπω ώρες από το σπίτι».

Ό, τι ακριβώς χρειαζόμουν. Ήμουν τόσο άσχημα, που τον μόνο ζωντανό οργανισμό που ανεχόμουν ήμουν εγώ. Και αυτό πολύ ήταν.

«Εντάξει» είπα. «Αλλά όχι ακόμα».

Με κοίταξε με περιέργεια.

«Και γιατί όχι;». Κοίταξα τη θεία Άννα που φαινόταν από μακριά να συζητά. Φαινόταν ακόμα χάλια.

«Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της τώρα» είπα στη Βέρα. «Η θεία ποτέ δεν παντρεύτηκε. Δεν έκανε παιδιά. Θα μείνω λίγο μαζί της και μετά θα έρθω σε σένα».

«Δίκιο έχεις» μου είπε καθώς την παρατηρούσε από μακριά. «Και πόσο καιρό θα μείνεις μαζί της;»

«Ακριβώς όσο μπορώ να μείνω πριν με τρελάνει» είπα και χαμογέλασα αδύναμα.

Η θεία Άννα, όταν της το είπα, αντέδρασε κάπως περίεργα.

Μου έλεγε ότι η Βέρα ήταν το μαύρο πρόβατο της οικογένειας.

«Τι το κακό έχει;» είχα ρωτήσει. «Μια χαρά κοπέλα είναι».

«Πρέπει να ακούσεις τι λένε γι' αυτήν στη γειτονιά» μουρμούρισε εκείνη με κακία.

«Δενασχολούμαι με κουτσομπολιά» της είχα πει

αδιάφορα, και φυσικά δεν ήθελα να μάθω τι έλεγαν γι' αυτήν. Δεν ήταν και δύσκολο να καταλάβω.

Tι θα μπορούσαν να λένε για μια κοπέλα 24 χρονών που μένει μόνη της;

Έμεινα με τη θεία 2-3 φρικτές βδομάδες, με την γκρίνια της και την κατάθλιψή της. Είχα που είχα τη δική μου. Και προσπαθούσε να με πείσει να μην πάω στη Βέρα. Αλλά η τακτική της ήταν εντελώς λάθος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top