Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 17
Ο Ντάζεϊλτον έδειχνε να μαθαίνει γρήγορα, τον δρόμο του όμως εμπόδισε μία κακή εξέλιξη, όταν οι υπόλοιπες ιέρειες γύρισαν νωρίτερα απ' όσο είχανε πει. Μια ξαφνική λιποθυμία της Λιδσένιας ανάγκασε την τελετή της μύησής της να αναβληθεί και η επιστροφή τους από τις Σεληνιακές Λίμνες ήταν βιαστική. Η Λιουντέμνια ήταν ήδη κακοδιάθετη, κάτι που μονάχα γιγαντώθηκε όταν είδε τον μικρό πρίγκιπα να τριγυρνάει στον ναό.
«Τι δουλειά έχει εδώ αυτό το μικρό αγόρι;», απαίτησε να μάθει από την Ραβάννα κι ο Ντάζεϊλτον σχεδόν κρύφτηκε πίσω από την θεία του.
«Είναι ο ανιψιός μου. Φεγγαροφώτιστη, ο γιος της Βασίλισσας Τιτάνιας», της είπε ήρεμα, αλλά η άλλη έμοιαζε να θυμώνει περισσότερο με την ηρεμία της.
«Γνωρίζω ποιος είναι», είπε ψυχρά. «Άλλο σε ρώτησα. Τι δουλειά έχει εδώ».
«Ξέρετε, δεν αισθανόταν καλά και-»
«Και τι το πέρασες εδώ, Ραβάννα; Θεραπευτήριο ή μήπως ορφανοτροφείο;», ρώτησε αυστηρά η Λιουντέμνια και το παιδί έμοιαζε έτοιμο να κλάψει. Η Ραβάννα έσκυψε δίπλα του και τον έκλεισε στην αγκαλιά της για να τον καθησυχάσει, ενώ παράλληλα προσπάθησε να εξηγήσει. Μα η Αρχιέρεια δεν άκουγε τίποτα. Συνέχισε να την επιπλήττει, αμφισβητώντας την συναίσθηση του σε πόσο ιερό μέρος βρισκόταν κι αποκαλώντας την ανόητη. Και η Ραβάννα άκουσε μία προς μία όλες τις προσβολές και τα πικρά λόγια, χωρίς να πει ούτε λέξη. Δεν μπορούσε, δεν έπρεπε να της πει τον πραγματικό λόγο που κράτησε τον Ντάζεϊλτον εκεί. Αν μη τι άλλο, η Λιουντέμνια θα έβαζε φρουρούς να τους πετάξουν και τους δύο έξω απ' το βασίλειο, χωρίς να υπολογίσει τίποτα και κανέναν, έτσι και μάθαινε. Η Έδιββυ, ως μεγαλύτερη, πήγε να την υπερασπιστεί, μα η Λιουντέμνια της αφαίρεσε μεμιάς τον λόγο.
«Ζητώ συγγνώμη, δεν θα επαναληφθεί», είπε στο τέλος η Ραβάννα με το κεφάλι της σκυμμένο σε ένδειξη ταπείνωσης, ενώ η φωνή της δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας αχνός ψίθυρος.
🌙
Όταν είχε πια νυχτώσει, ένας καλοκαιρινός άνεμος φύσαγε, φέρνοντας μαζί του τα παγωμένα απομεινάρια του Χειμώνα και της κρύας Άνοιξης που πέρασε. Ή μπορεί ο Χειμώνας να μην είχε φύγει καθόλου. Τουλάχιστον, αυτό αισθανόταν καθώς καθόταν μόνη στο μικρό κιόσκι στο βάθος του κήπου. Μέλη της Βασιλικής Φρουράς είχαν έρθει να πάρουν τον Ντάζεϊλτον πριν από ώρες, μα εκείνη ένιωθε ακόμα το παγωμένο χεράκι του να σπαρταράει μέσα στο δικό της και τα καυτά του δάκρυα να της βρέχουν τον χιτώνα. Η καρδιά της σφιγγόταν όλο και περισσότερο από τη στιγμή που η Αρχιέρεια μίλησε όπως μίλησε. Κάτι της έλεγε πως δεν έφταιγε μόνο η άδικη επίθεση της Λιουντέμνιας προς το παιδί, άλλωστε τους είχε συνηθίσει όλους σε αυτά τα αλλοπρόσαλλα. Βαθιά μέσα της, το άδικο για την επίθεση και προς την ίδια, την έπνιγε σε σημείο που θαρρούσε δεν μπορούσε να ανασάνει σχεδόν καθόλου. Μα ήταν στ' αλήθεια τόσο περήφανη; Τόσο υπερφίαλη που δεν μπορούσε να δεχθεί το μάλωμα; Τούτες οι μαύρες σκέψεις συνέχισαν να την κατατρώνε και θα συνέχιζαν ακόμη βαθύτερα, αν δεν ερχόταν εκείνος.
Παρά τους βαθείς της συλλογισμούς και την προσπάθειά του να έρθει αθόρυβα για να μην την τρομάξει, η Ραβάννα σήκωσε αμέσως το κεφάλι της όταν ο Σίον μπήκε κι αυτός στο κιόσκι. Μία έκφραση λύπης που δεν άντεχε να βλέπει στο πρόσωπό του ήταν πάλι εκεί, όταν τον κοίταξε. Η ίδια έκφραση που είχε όταν της μίλησε για τον χαμό της οικογένειάς του. Της σκιζόταν η καρδιά να τον βλέπει έτσι και η γνώση ότι αυτή τη φορά η πηγή του πόνου του ήταν η δική της θέα, την έκανε να νιώσει ακόμη πιο άσχημα.
«Άκουσα τι συνέβη», της είπε με φωνή ζεστή, κατευναστική. «Λυπάμαι πολύ. Η Φεγγαροφώτιστη δεν θα έπρεπε να σας μιλήσει έτσι. Αν ήξερε...», η φράση του έσβησε όταν διαπίστωσε πως η αντίδραση της Αρχιέρειας θα ήταν πολύ, πολύ χειρότερη αν ήξερε. Μέσα στον σεβασμό και την υποχρέωση που της είχε, όλα όσα είχε δει κι όλα όσα είχε ακούσει από τα χείλη της τα τελευταία χρόνια, είτε στα κηρύγματά της, είτε σε αυτόν προσωπικά, τον έκαναν να χτίσει για εκείνη μεγάλη πίκρα. Δεν θα μπορούσε τάχα να δείχνει περισσότερη κατανόηση και ευσπλαχνία; Στο κάτω-κάτω, αυτό ορκίστηκε να κάνει. Άφησε τη σκέψη του στο πλάι κι έστρεψε την προσοχή του και πάλι στην ιέρεια μπροστά του.
«Ίσως...», ψέλλισε η Ραβάννα με φωνή που και πάλι έμοιαζε με ψίθυρο, όπως όταν η Λιουντέμνια την μάλωνε. «Ίσως να είχε δίκιο. Παραέχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Ίσως να τα αξίζω όλα αυτά. Αλλά μονάχα εγώ. Εκείνος είναι μόνο ένα παιδί...»
Ο Σίον δεν ήθελε να την ακούει να μιλά έτσι για τον εαυτό της. Πολύ διακριτικά, την πλησίασε. «Σας στοίχισε πολύ», είπε και ήταν περισσότερο κατάφαση παρά ερώτηση, μα η απάντηση ήρθε μετά από λίγες στιγμές σιωπής.
«Ναι», έκανε η Ραβάννα και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ' τα μάτια της δίχως να το πάρει είδηση. Η φωνή της είχε πια σπάσει, όπως και η ψύχραιμη, δυνατή εικόνα της επαναστάτριας που τόσον καιρό είχε αποδεχθεί και κατάφερνε να διατηρήσει.
Ο Σίον γονάτισε μπροστά της σε μια προσπάθεια να καταφέρει να αντικρύσει και πάλι τα μάτια της, τα οποία η Νεράιδα χαμήλωσε από ντροπή. «Η Φεγγαροφώτιστη έχει άδικο. Δεν φταίτε εσείς γι' αυτό...», προσπάθησε να την παρηγορήσει.
«Φταίω όμως για άλλα...», κατάφερε να του πει και τράβηξε το χέρι του για να καθίσει κοντά της. Σε αυτή την κουβέντα ήθελε να είναι ίσοι, όχι ο Σίον να είναι υποδεέστερός της, όπως όριζε ο νόμος. «Έχω κάνει πολλά λάθη, Σίον. Πάνω που νομίζω ότι τα έχω ξεπεράσει, γυρνάνε πίσω. Κανονικά... θα έπρεπε να μπορώ να τα υπομείνω όλα χωρίς να διαμαρτυρηθώ ούτε στο ελάχιστο, όμως φαίνεται έχω τόση αλαζονεία μέσα μου που δεν μπορώ...»
«Δεν ξέρω και πολλά από αυτά», παραδέχθηκε εκείνος με ένα ίχνος αμηχανίας, μα πάντα πρόθυμος να την κάνει να νιώσει καλύτερα. «...όμως ξέρω σίγουρα πως έχετε μέσα σας μεγάλη καλοσύνη κι αυτοθυσία. Δεν πρέπει να κατηγορείτε τον εαυτό σας», συνέχισε κι εκείνη τον κοίταξε. «Δεν σας αξίζει να κατακρίνετε τόσο σκληρά τον εαυτό σας. Μην το κάνετε, σας παρακαλώ...»
«Σίον, με βλέπεις σαν κάτι πολύ καλύτερο από αυτό που είμαι. Δεν πρέπει να το κάνεις αυτ-»
«Ξέρω τι βλέπω και δεν απέχει από την πραγματικότητα», την διέκοψε σαν μικρό παιδί που παλεύει να αποδείξει το δίκιο του απέναντι στους μεγάλους που δεν μπορούν να το καταλάβουν. «Η Φεγγαροφώτιστη έχει αδικήσει κι εμένα. Πάντα μου υπενθύμιζε τα λάθη μου, για να μπορεί να με ελέγχει κι εγώ το δεχόμουν, γιατί πίστευα πως αυτό άξιζε σε κάποιον σαν εμένα. Έχω νιώσει τον ίδιο πόνο, μπορώ να σας καταλάβω. Θυμάστε τι σας είχα πει εκείνη την νύχτα κοντά στον φράχτη;» Εκείνη έγνεψε, «Μπορείτε να με εμπιστευτείτε, είμαι εδώ για να μου πείτε ό,τι σας βασανίζει, ό,τι σας πονάει. Και δεν εννοώ αυτά που θα λέγατε στους άλλους, εννοώ τα άλλα, αυτά που φοβάστε. Είμαι εδώ για να μην φοβάστε...»
Η αθωότητα και η στοργή που έβγαζε τόσο η φωνή όσο και τα λόγια του ήταν που τελικά την έκαναν να ξεσπάσει σε γοερό κλάμα. Κλάμα για όσα της είπε, για το πόσο καλός ήταν και για το πόσο ανάξιά του ήταν τελικά εκείνη. «Σ' ευχαριστώ», μουρμούρισε κι αυτός έμεινε εκεί, χωρίς να την διακόψει. Το χέρι του δεν είχε αφήσει το δικό της. Η Ραβάννα συνέχισε να ξεσπά με ολοένα και περισσότερα δάκρυα κι εκείνος ήθελε τόσο πολύ να την αγκαλιάσει. Παύοντας τελικά, προσπάθησε να του μιλήσει. «Δεν ξέρεις πόσα κρατάω μέσα μου και για πόσον καιρό. Πόσες φορές αναγκάστηκα να ψιθυρίσω, ενώ από μέσα μου ήθελα να ουρλιάξω», είπε αφήνοντας τον εαυτό της να εκφραστεί τόσο ελεύθερα μετά από χρόνια, μετά τον θάνατο της Λούθιας. «Αυτή η σιωπή, Σίον... με τσακίζει και πίστευα ότι μπορώ να την αντέξω... αλλά δεν μπόρεσα», κατέληξε, έτοιμη να κλάψει περισσότερο. Ξάφνου, ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στο αριστερό της μάγουλο και είδε τον Νεράιδο να την κοιτά με αγάπη και να της σκουπίζει τα δάκρυα. Τα μάτια του ήταν φωτισμένα από το Φεγγάρι. Δεν ήθελε να βρίσκεται πουθενά αλλού. Φόβος, πίκρα, θλίψη, ενοχές χάθηκαν σαν βότσαλα στην επιφάνεια μιας γαλάζιας λίμνης. Είδε τα χείλη του να τρέμουν και μπορούσε σχεδόν να νιώσει τον χτύπο της καρδιάς του.
«Μπορώ να σας φιλήσω;», κατάφερε να ρωτήσει ο Είλουντιρ με φωνή που με το ζόρι ακούστηκε και τόνο σχεδόν ικετευτικό. Δίχως να ξέρει το γιατί, έχοντας όμως την ξαφνική ανάγκη να τον νιώσει πιο κοντά της, η Ραβάννα κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι κι εκείνος την πλησίασε αργά, ευλαβικά. Έκλεισε τα μάτια της και σε μια στιγμή τα χείλη του βρέθηκαν πάνω στα μισάνοιχτα δικά της, μια κίνηση που όμως δεν την τρόμαξε, ούτε την έκανε να φύγει. Δεν ήταν παρά ένα τρυφερό άγγιγμα, ένα απαλό χάδι κι όμως εκείνη τη στιγμή την έκανε να μαγευτεί. Μπορούσε να νιώσει τα χείλη του να τρέμουν ακόμα και την αναπνοή του να κόβεται. Εκείνος πάλι ένιωσε τα δικά της χείλη να μην κινούνται όπως τα δικά του, μα έμειναν εκεί, πιο απαλά και δροσερά απ' όσο είχε τολμήσει να φανταστεί. Το χέρι του ακούμπησε το πρόσωπο της και τα στιλπνά μαλλιά της με μια τέτοια γλυκύτητα, λες κι άγγιζε το πρώτο άνθος ενός σπάνιου λουλουδιού, που θα διαλυόταν, αν τυχόν δεν πρόσεχε. Και συνέχισε να την φιλά κι εκείνη έμεινε εκεί, αφέθηκε με τα μάτια κλειστά, απολαμβάνοντας τούτη την στιγμή. Μα σύντομα θυμήθηκε ποια ήταν κι έστρεψε το κεφάλι της αλλού.
«Δεν μπορώ», ψέλλισε.
«Συγγνώμη», ψέλλισε σχεδόν ταυτόχρονα εκείνος, κάνοντας ακριβώς την ίδια κίνηση. «Συγχωρήστε με, δεν ξέρω τι μ' έπιασε», μουρμούρισε κατακόκκινος από ντροπή και οι δυο τους έμειναν αμίλητοι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top