Κεφάλαιο 23ο.


Ο δρόμος του γυρισμού για το σπίτι ήταν γολγοθάς για τη Χαρά. Κάθε σπιθαμή του δρόμου έμοιαζε με απάτητη βουνοκορφή. Μπήκε φουριόζα μέσα στο σπίτι και οι θείοι της την κοιτούσαν με φοβερή περιέργεια στα μάτια. Ο Λάμπρος κατέβασε ένα καραφάκι τσίπουρο μοναχός του και ο Βαγγέλης ασχολούνταν με τα υδραυλικά του σπιτιού ώσπου η Χαρά τους φώναξε στο σαλόνι για να μιλήσουν. Η σιωπή της εξόργιζε τους δύο άνδρες ακόμα περισσότερο και όσο εκείνη δεν μιλούσε τόσο οι άλλοι έβαζαν τα χειρότερα με το νου τους.

" Ανιψιά θα μας πεις τι συμβαίνει επαέ ή θα μας κουζουλάνεις εντελώς; " είπε ο θείος Λάμπρος ενώ η Χαρά συνέχιζε να πηγαινοέρχεται στο σαλόνι πέρα δώθε.

" Ε! Παλουκώσου χριστιανή μου να συνεννοηθούμε! " φωνάζει ο Βαγγέλης τραβώντας την από το χέρι για να καθίσει στη πολυθρόνα.

" Ακούστε...Μετά τον Παύλο και τον Στρατή είστε η μοναδική οικογένεια που μου απέμεινε. Και εδώ που τα λέμε, εφόσον ο Παύλος είναι απών, είστε οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να με βοηθήσουν. "

" Το ξέρουμε ρε αγάπη μου αλλά θα μιλήσεις επιτέλους; " επιμένει ο Βαγγέλης.

" Ναι...Λοιπόν...Με πήραν τηλέφωνο κάποιοι, δεν ξέρω ποιοι, και μου είπαν πως αν δεν πάρω τον Στρατή και φύγουμε από τη Κρήτη, θα του κάνουν κακό. " είπε. Αρχίζει και ρουφάει πίσω τα δάκρυά της που είχαν ποτίσει το βαμβακερό φόρεμά της. Τα χέρια της έτρεμαν και τα πόδια της τα ένιωθε σχεδόν παράλυτα.

" Κάτσε! Κάτσε Χαρούλα γιατί θα με κουζουλάνεις! Τι εννοείς ότι σου είπαν να φύγετε από δω; Για ποιον λόγο; " ρώτησε ο Βαγγέλης.

" Σου είπα. Απλά μου είπε ότι πρέπει να πάω εκεί και να τον πάρω να φύγουμε αλλιώς θα του κάνουν κακό αν δεν βρω έναν τρόπο να τον μεταφέρω έξω από την Κρήτη. " λέει. Ο Λάμπρος σηκώνεται από τον καναπέ και κάθεται δίπλα της.

" Τον λόγο στον είπε; "

" Όχι. Μου είπε ότι θα πάρει ξανά αύριο για να δει τι αποφάσισα. Αυτό θυμάμαι μόνο. " λέει ξανά.

" Ωραία. Παίρνουμε τον Στρατή από εκεί και φεύγετε. Μέχρι να γίνει Η καταγγελία στην αστυνομία θα μπορέσετε να φύγετε εύκολα. " αποφασίζει ο Λάμπρος. Τότε η Χαρά σηκώνεται απρόοπτα από τον καναπέ.

" Δεν γίνεται. Δεν μπορούμε να φύγουμε. Ούτε εγώ, ούτε αυτός. " απαντά και ο Βαγγέλης με τον Λάμπρο μένουν κάγκελο.

" Τι; Γιατί; " αναρωτιέται ο Βαγγέλης.

" Καταρχάς ο Στρατής έχει τη σχολή του και κατά δεύτερον με τον Παύλο δεν γίνεται...Εννοώ ότι δεν μπορώ να πάω στη Θεσσαλονίκη άνετη και να το παίξω χωρισμένη ζωντοχήρα. Από την άλλη ο Στρατής έχει μια σχέση εδώ. Δε μπορεί να φύγει...Εξάλλου για να βρει εκείνη τη κοπέλα ξεκίνησε και βρέθηκε στα χέρια απαγωγέων. " είπε με μια ανάσα.

" Αυτό το τελευταίο; Πότε εφυγε; Τι έγινε βασικά; " ρωτάει ο Βαγγέλης. Η Χαρά χαμήλωσε το βλέμμα της και κοίταξε τη πόρτα που ξαφνικά άνοιξε. Μπήκε μέσα η Ζέτα με ένα παράξενο ύφος. Η Χαρά τότε ματαίωσε αυτό που ήθελε πραγματικά να πει.

" Έλεγα ότι έψαχνε να βρει μια φίλη του που είχε εξαφανιστεί ξαφνικά και με αυτά και με αυτά δεν ξέρω τι γινόταν. " είπε. Η Ζέτα τότε, αφού άναψε ένα τσιγάρο και πέταξε τη στάχτη έξω από το παράθυρο, εξέφρασε την άποψη της μπροστά σε όλους.

" Θα πάω εγώ να τον βρω. Εσείς μη μπλεχτείτε. Θα το κάνω εγώ. " απάντησε. Τότε όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Αυτή ήταν η λύση άραγε;

FLASHBACK

Εκείνο το σπίτι ήταν τόσο κακοδιατηρημένο που όπου και να ακουμπούσες το χέρι σου θα έβγαζες σκόνη. Οι γωνίες ήταν γεμάτες υγρασία και μούχλα ενώ τα έπιπλα παλιά και φθαρμένα. Πώς ζούσε εδώ πέρα μια γυναίκα τόσων χρόνων και ένας σχεδόν ενήλικας; Αυτό το σπίτι ήταν μια άθλια καλύβα που όσο καθόσουν μέσα, τόσο αρρώσταινε η ψυχή σου. Όχι απαραίτητα από τον χώρο αλλά και από τους ανθρώπους.

Ο Στρατής όταν έφτασε σε εκείνο το άθλιο σπίτι χτύπησε τη πόρτα με μεγάλη μανία και επιθετικότητα. Ακούστηκαν φωνές από μέσα. Ο Στρατής χτυπούσε ακόμα πιο δυνατά μέχρι που άνοιξε μια μικρή χαραμάδα. Εκείνη η γριά γυναίκα ήταν.

" Σαβίνα! Σαβίνα τι σου κάνανε! " φώναζε.

" Φύγε από δω. Φύγε σου λέω. " έλεγε η ηλικιωμένη γυναίκα ψιθυρίζοντας. Ο Στρατής επέμενε.

" Θέλω τη Σαβίνα. Σαβίναα! Άνοιξε μου! " συνέχιζε. Άκουγε φωνές ξανά, βρισιές από μέσα και χτυπήματα.

" Γαμώτο! Άνοιξε μου γιατί θα σπάσω τη πόρτα! Άνοιξε μου! Σαβινααα! "

" Φύγε σου λέω. Θα βρεις το μπελά σου! Φύγε! " έλεγε η Λέα προσπαθώντας να τον μεταπείσει αλλά εκείνος ήταν κάθετος. Χτυπούσε τη πόρτα για να μπει όσο η Λέα ήθελε να τον διώξει.

" Δε πάω πουθενά αν δεν δω την Σαβίνα! Θέλω να μπω! Άνοιξε μου γαμώτο! " λέει ξανά. Η Λέα τότε εξαφανίζεται από τη πόρτα αλλά ακούγονται ομιλίες από πίσω ενώ οι φωνές μετατράπηκαν σε απλά κλάματα.

" Τι γίνεται εδώ; Ο! Ο αγαπητός μου φίλος! Καλώς τον Στρατή! Βρε Λέα! Γιατί δεν μου είπες ότι είναι ο καλός μου ο φίλος εδώ!; " ρώτησε ειρωνικά ο Χρόνης. Ο Στρατής είχε κοκκινίσει από τον εκνευρισμό του. Ήταν έτοιμος να σπάσει τη πόρτα.

" Θέλω να δω τη Σαβίνα. Άνοιξε μου και κόψε τις μαγκιές. Τι της έχεις κάνει ρε καθίκι; "

" Καταρχάς μίλα όμορφα, μίλα σωστά. Και κατά δεύτερον φίλε μου η Σαβίνα πλέον, ως καλή κοπέλα έφυγε από το σπιτάκι σου επειδή γύρισε πίσω η γκόμενά σου και τώρα πια δυστυχώς για σένα και ευτυχώς για μένα είναι στην ιδιοκτησία μου. " λέει. Ώστε για αυτό η Σαβίνα εξαφανίστηκε. Έπρεπε να το καταλάβει. Από ζήλεια όμως; Η Σαβίνα ήταν άτομο που δεν το έβαζε τόσο εύκολα κάτω. Τι έπαθε ξαφνικά;

" Τι ιδιοκτησία σου ρε; Αυτοκίνητο είναι για να είναι στην ιδιοκτησία σου; Έλα άσε τις χαζομάρες τώρα και άφησε την ελεύθερη. " απαντάει ο Στρατής.

" Νομίζεις ότι παίζω παιχνιδάκια; Αγόρι μου ξεκουμπήσου και άσε με ήσυχο. Η Σαβίνα μου ανήκει πλέον. Εφόσον επέλεξε να γυρίσει σε μένα είναι δική μου. "

" Αποκλείεται η Σαβίνα να γύρισε σε σένα. Δεν υπάρχει περίπτωση να διάλεξε να γυρίσει σε έναν άνθρωπο που μόνο δεν την σκότωσε. " είπε.

" Κι' όμως συμβαίνουν και αυτά. Λοιπόν φύγε μη πάρω ανάποδες. Άντε. " απαντά και πάει να κλείσει τη πόρτα αλλά ο Στρατής επιμένει ξανά και ξανά.

" Όχι δε πάω πουθενά. "

" Στρατή φύγε! " ακούγεται η φωνή της Σαβίνας από μέσα.

" Σκάσε σου είπα! " φωνάζει ο Χρόνης και αυτόματα πετάει προς το μέρος της ένα άσχετο διακοσμητικό που βρήκε δίπλα του. Ακούστηκε η κραυγή της Σαβίνας τότε.

" Ρε! Πας καλά!; " φωνάζει ο Στρατής μπαίνοντας μέσα εξοργισμένος. Πάει να τον χτυπήσει αλλά ο Χρόνης του κρατάει τους καρπούς με δύναμη.

" Ωραία. Αφού το θες έτσι, έτσι θα γίνει. Μπορείς να κάτσεις εδώ. Αλλά υπό έναν όρο. "

" Δεκτός. " λέει χωρίς δεύτερη σκέψη.

" Θα υποστείς ό,τι και η Σαβίνα. Θα νιώσεις τον υπέρτατο πόνο και θα δεις πως δεν αστειεύομαι. Σύμφωνοι; " ρωτάει και απλώνει το χέρι του. Ο Στρατής ανταποδίδει.

Και τότε ξεκινάει η μάχη. Ο Στρατής μόλις μπει μέσα στο άχρωμο δωμάτιο αντικρίζει μια σκηνή βομβαρδισμένου τοπίου. Χάμω υπήρχαν διάφορα αντικείμενα σπασμένα, ρούχα σκισμένα, γάζες, αίματα, φαγητά πεταμένα, έπιπλα πεσμένα. Ήταν σχεδόν σκηνή πολέμου. Διαμάχης. Κάπου εκεί, σε μια γωνιά χωμένη ήταν και η Σαβίνα. Καθισμένη σε μια παλιά ξύλινη καρέκλα και δεμένη χειροπόδαρα. Γεμάτη μελανιές, μώλωπες, γρατζουνιές σαν να πάλεψε με κάποιον. Τα ρούχα της ήταν σκισμένα και τα μαλλιά της ανάκατα. Κάθε σπιθαμή του κορμιού της έτρεμε αλλά πλέον από συνήθεια και όχι από φόβο.

" Τι θα τον κάνουμε αυτόν; " ρώτησε η Λέα τον Χρόνη χαμηλόφωνα.

" Εσύ τον θες εδώ μέσα. Εσύ θα μου πεις. " λέει ο Χρόνης.

" Έλα λίγο μέσα. " απαντά.

" Εε ψιτ. Εμείς πάμε μέσα για λίγο. Μη νομίζεις ότι αν κάνεις απόπειρα να φύγεις δεν θα σε καταλάβω. Φρόνιμα. " τους λέει. Ο Χρόνης και η Λέα πηγαίνουν σε ένα άλλο δωμάτιο που έχει μόνο ένα απαρχαιωμένο στρώμα. Στέκονται στη κορνίζα της πόρτας για να έχουν καλή οπτική επαφή με το υποτιθέμενο σαλόνι.

" Στο λέω θα τον σαπίσω στο ξύλο. "

" Χρόνη δεν θα σε ενοχλήσει. Θα τον έχω υπό την επιτήρησή μου. "

" Δεν θέλω να τον έχεις υπό την επιτήρησή σου. Να τον ξεφορτωθώ θέλω για να κάνω τις δουλειές μου με τη Σαβίνα όπως θέλω εγώ. Δεν θα με εμποδίσει ένα κοπρόσκυλο. " είπε ο Χρόνης.

" Ωραία. Προκειμένου να τον διώξουμε θα πάρουμε τηλέφωνο τους δικούς του για να τον πάρουν από δω. " λέει.

" Απαγωγή και έτσι; "

" Ναι. Για να σε βοηθήσω θα κάνω ακόμα και αυτό. " είπε.

" Σύμφωνοι. Αλλά στο λέω. Αν με εμποδίσει σε κάτι, από μένα θα το βρει. " απαντά εκείνος. Η Λέα συμφωνεί με ένα νεύμα και τότε ο Χρόνης πληκτρολογεί στο κινητό του έναν αριθμό. Τότε μια γυναίκα το σηκώνει και ο Χρόνης αρχίζει ασυναίσθητα να λέει διάφορα για τον Στρατή. Κλείνει το τηλέφωνο και το μόνο που ακούγεται είναι ψίθυροι από το σαλόνι. Η Λέα πάει να μιλήσει αλλά ο Χρόνης της κλείνει το στόμα.

" Σςς! Άκου. " της λέει. Τότε η Λέα κρυφοκοιτάζει το σαλόνι και βλέπει τον Στρατή να προσπαθεί να ελευθερώσει τη Σαβίνα. Ο Χρόνης προσεχτικά πηγαίνει και κάτω από το στρώμα βγάζει ένα όπλο. Σαν να μην συνέβη τίποτα απολύτως, πηγαίνει με αργά βήματα προς το σαλόνι και ενώ ο Στρατής είναι έτοιμος να το σκάσει μαζί με τη Σαβίνα, ο Χρόνης εστιάζει το χέρι του στο πόδι του Στρατή και τον πυροβολεί με μια απερίγραπτη άνεση.

" Α! Είσαι τρελός!! " του λέει ο Στρατής πεσμένος στο έδαφος. Η Σαβίνα κοιτάζει τον Χρόνη με ένα ύφος απέχθειας και μίσους. Τότε αρπάζει τη Σαβίνα από το χέρι και την βάζει ξανά να καθίσει στη καρέκλα όσο εκείνη δείχνει αντίσταση. Ο Στρατής είναι ακόμα πεσμένος και ενώ σφαδάζει στο πόνο, η Λέα ετοιμάζει και τη δική του μοναδική καρέκλα για να τον φιμώσουν εκεί, όπως και την Σαβίνα. Εφόσον ο Στρατής δεν μπορεί να κουνηθεί, είναι πιο εύκολο να τον δέσουν. Η Λέα, όσο ο Χρόνης τον δένει, ετοιμάζει να του επουλώσει την πληγή.

" Σου είπα πως δεν έπρεπε να κάνεις καμία τέτοια κίνηση. Αλλά εσύ τον χαβα σου. "

" Ναι συγγνώμη που προσπάθησα να ξεφύγω. Δεν θα ξαναγίνει. "

" Πουλάς και ειρωνείες; Όταν δεις πως θα υποφέρεις, τότε να δούμε ποιος θα πουλάει ειρωνείες. " είπε και του έσφιξε ακόμα περισσότερο το σκοινί.

" Με πυροβόλησες! " είπε

" Η σφαίρα πέρασε ξυστά. Μπορεί να είμαι αυτός που είμαι αλλά καλό σημάδι δεν έχω. Για αυτό βάζω άλλους. Άντε Κάνε δουλειά σου τώρα. " του απάντησε.

Εν τω μεταξύ στο πατρικό της Χαράς υπήρχε ένας πανικός. Όλοι λέγανε διάφορα αλλά πουθενά δεν καταλήγανε. Η Χαρά είχε χάσει πασα ιδέα για το αν θα ξαναδεί το παιδί της και όσο το έκρυψε από τον Παύλο τόσο χειρότερα ήταν.

" Δεν γίνεται να αφήσουμε εσένα μικρό κορίτσι να πας εκεί. Ποιος ξέρει πόσοι δολοφόνοι ή απαγωγείς θα βρίσκονται εκεί. " λέει ο Λάμπρος απευθυνόμενος στη Ζέτα η οποία το είχε πάρει απόφαση πως θα πάει να "σώσει" τον Στρατή.

" Καταρχάς δεν ξέρουμε που είναι και πως έγινε όλο το σκηνικό. Πρέπει να περιμένουμε μέχρι αύριο για να δούμε τι θα πουν. " αναφωνεί ο Βαγγέλης.

" Και τι; Εγώ θα κάθομαι με σταυρωμένα χέρια μέχρι αύριο όσο το παιδί μου θα βρίσκεται εκεί; " αντιδρά η Χαρά. Τότε βλέπει πως έχει ένα σωρό μηνύματα από τον Ζήση. Δεν τα απαντά. Μονάχα τα βλέπει. Προτιμά αυτή τη στιγμή να μιλήσει με την οικογένειά της.

" Δεν είπαμε αυτό βρε Χαρά. Απλά πρέπει να οργανωθούμε. Θέλει σκέψη για να πετύχει το όποιο σχέδιο. " απαντά ο Βαγγέλης. Η Χαρά απελπίζεται ακόμα πιο πολύ μέχρι που ακούει ένα χτύπημα στη πόρτα.

Αυτό που αντικρίζει όμως θα φέρει μεγάλο σαματά

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Γεια σας! Ναι ναι ξέρω χάθηκα αλλά επέστρεψα με ένα γενναιόδωρο κεφάλαιο.

Το επόμενο να ξέρετε θα είναι συγκλονιστικό!

Ποιος άραγε χτύπησε τη πόρτα του σπιτιού Φραγγελάκη;

Θα γλιτώσει τελικά το νεαρό ζεύγος;

Τι θα κάνει ο Χρόνης στη Σαβίνα και στον Στρατή;

Επίσης υπενθυμίζω ότι η συγκεκριμένη ιστορία λήγει στο 30ο κεφάλαιο.

Μη ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να μου πείτε την γνώμη σας στα σχόλια!

Σμουτςςς😘😘😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top