Κεφάλαιο 6°

~Πες μου ένα παραμύθι ... Ένα παραμύθι για πρίγκιπες και εγώ θα ξεχάσω πως δεν υπάρχουν... Δώσε μου ένα όνειρο να ελπίζω και ύστερα θα κοιμηθώ... Μόνο πες μου ένα παραμύθι σε παρακαλώ...~

"Θέλω να πάρεις αναπνοή..." ζήτησε και γυρίζοντας τη στο πλάι, τη ξάπλωσε έπειτα μπρούμυτα. Ήταν από τις λίγες φορές που αντί να κελαηδεί το πουλί, κελαηδούσε εκείνη. Μόνο που το τραγούδι της θύμιζε εκείνο το μοιρολόι που έσερνε η Λεϊλα στο καράβι...
Η Αναστασία έπιασε έναν λυπημένο σκοπό και μουρμουριζοντας με τρεμάμενη φωνή, έπιασε το πρώτο γυάλινο ποτηράκι. Έκλαιγε μα πλέον η Λεϊλα ήταν γυρισμένη και δεν την έβλεπε. Με το ζόρι άντεξε όση ώρα την έπλενε κάτω από τη βρύση.

"Ο ήλιος δύει, το τελευταίο πουλί πετά, χάνεται στον ορίζοντα και εγώ χάνω τα μάτια σου ...
Που είσαι αγάπη μου γλυκειά να δεις, να δεις πως η ζωή δεν είναι παραμύθι...
Πρίγκιπες και αστέρια δε κατάφερα να σου φέρω μα φέρνω τη ψυχούλα μου κι εσύ την απαρνιεσαι...
Κοίτα με αγάπη μου, δώσε μου λίγη σημασία και έπειτα διώξε με...
Ίσως εσύ δε με αγαπάς μα η ελπίδα μ'αγαπαει..."

Αναθεμα αν το βασταγε η καρδιά αυτό που έκανε... Προσπαθούσε με το τραγούδι να διώξει κάπως το πόνο μα το κορμί της ήταν τόσο πληγωμένο. Ίσως πιο πολύ από κάθε άλλη φορά...
Και αυτοί; Αυτοί αντί να της δώσουν ένα κρεβάτι να γιατρευτεί, την ανάγκασαν να πλυθει για να είναι έτοιμη για εκείνους... Ένα τελευταίο...
Τελευταίο του αποχαιρετισμού είπαν. Δύο ώρες την άκουγε όλο το σπίτι να ουρλιάζει εκείνο το απόγευμα...

"Καημένη μου, Λεϊλα... Θα έδινε τη ζωή μου να πάρω τη θέση σου απόψε..." Η Αναστασία ολοένα και ένιωθε τα μάτια της να χάνουν το φως και να θολώνουν πιο πολύ ενώ ο κόμπος στο λαιμό άρχισε να τη πνίγει. Αντί να τα βάλουν με τον οδηγό τελικά του έδωσαν και μπράβο... Μάλιστα έκαναν και γιορτή... Θεώρησαν πως τα λεφτά που θα πάρουν θα ήταν πάμπολλα αφού τις θέλησε σείχης...
Κι όμως ούτε λίγο δε τη λυπήθηκαν...
Ούτε αυτοί, ούτε η μάνα τους.
Η γυναίκα αυτή ήταν φίδι. Με το πατέρα νεκρό έκανε τα παιδιά της τα μεγαλύτερα σιχαματα. Δε σεβάστηκε ποτέ της τίποτα γιατί πολύ απλά κέρδισε το σεβασμό σαν σκότωσε τον άντρα της. Τα παιδιά ήταν μικρά... Μείναν δίχως κανένα και εκείνη εκμεταλλευόμενη τη κατάσταση τα γύρισε όλα προς όφελος της.
Ποτέ της δεν λυπήθηκε καμία... Ούτε εκείνες που είχαν παιδιά στα σπλάχνα...
Εκείνη τους έβαλε την ιδέα και οι γιοί της το καταχαρηκαν.

"Σώπασε κοριτσάκι μου... Σώπασε ..." Η Λεϊλα άρχισε να κλαίει ραγιζοντας εντελώς την Αναστασία και ίσως ήταν από τις σπάνιες φορές που κάποιος άκουγε έστω και τη φωνουλα της να βγαίνει με αυτό το τρόπο. "Σώπασε ψυχούλα μου ... Σώπασε..." Επανέλαβε αφήνοντας δεκάδες δάκρυα να πέσουν πάνω στη σακατεμενη της πλάτη και βάζοντας φωτιά το βαμβάκι πάνω στο πιρούνι, το έβαλε γρήγορα στο ποτηράκι και έπειτα στη πλάτη της.
"Αυτό θα πάρει κάπως το πόνο..."
Τέτοια χυδαιότητα δεν είχε ξαναδεί κανείς... Λέξεις δεν υπήρχαν να περιγράψουν όσα έβλεπαν τα μάτια της Αναστασίας καθώς της έκανε βεντούζες και παρατηρούσε το κορμί της.
Βουρδουλιες... Μελανιές... Αίματα...
Αναρωτήθηκε πώς γίνεται μετά από όλα αυτά να αναπνέει ακόμα. Είχε τόση δύναμη μέσα της από τότε που τη γνώρισε μα να που έσπασε... Σαν μια πορσελάνινη κούκλα από εκείνες που είχε παιδάκι στη Ρωσία. Έτσι εμοιαζε... Μόνο που τα κομμάτια ήταν τόσα πολλά που δεν μπορούσαν να ενωθούν ξανά.

Έβαλε δέκα βαζακια στη πλάτη της και παίρνοντας ένα καθαρό λευκό πανί, το βούτηξε στο ζεστό νερό και άρχισε να καθαρίζει ότι έβλεπε.

"ΤΙ ΔΙΆΟΛΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΚΟΜΑ; ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ;!" αξαφνα άνοιξε η πόρτα της αποθήκης και ο Αμίρ μπήκε μέσα.
"ΘΕΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ Η ΕΠΟΜΕΝΗ; ΣΕ ΠΈΝΤΕ ΛΕΠΤΆ ΑΝΕΒΑ ΝΑ ΣΤΡΏΣΕΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙ! ΑΚΟΥΣΕΣ; ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΑΩ ΠΡΙΝ ΈΡΘΟΥΝ ΟΙ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ!"

Βλέμμα δεν έριξε καταβαθος στην Λεϊλά. Τόσο μισάνθρωπος ήταν.

"Στρώνω αμέσως..." του απάντησε και εκείνος έφυγε αγριεμενος.

"Θυμάσαι τι σου είπα κοριτσάκι μου μια μέρα για τη θάλασσα;" αποκρίθηκε γλυκά προς τη Λεϊλα η οποία είχε κλείσει τα μάτια και μετά βίας έπαιρνε ανάσα. "Είναι όμορφη ... Άγρια ... Βαθιά ... Ανεξερεύνητη... Ποτέ δε ξέρεις τι θα σου φέρει στο διάβα..." η Αναστασία έβαλε το χέρι στη τσέπη της και έβγαλε ένα σακουλάκι. Το κοίταξε καλά καλά και έπειτα έσκυψε πάνω από την Λεϊλα και τη φίλησε στο κεφάλι.
"Στο είπα..." της ψιθύρισε κλαίγοντας "Στο είπα πως δεν θα αντέξω άλλο... Πάω κοριτσακι μου... Αν δε γυρίσω, σαγαπαω..."

Η Αναστασία σηκώθηκε. Έβγαλε τις βεντούζες, σκέπασε το γυμνό της κορμί και ύψωσε το κεφάλι της. Φόρεσε την μαύρη της αμπάγια και κράτησε σφιχτά το σακουλάκι.
Περπάτησε ως τη πόρτα και βγαίνοντας στη κουζίνα, πήγε κατευθείαν στη κατσαρόλα.
"Αν κάτι έμαθα από την καημένη τη μάνα μου όσο ήμουν μαζί της, ήταν να μην αφήνω δουλειές στη μέση ... Ακόμα και αργά..." είπε και αδειάζοντας όλη τη λευκή σκόνη μέσα στο καζάνι , άρχισε να το ανακατεύει κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Ένα αμάξι είχε έρθει μα ούτε που έδωσε σημασία. Το βλέμμα της είχε αλλάξει. Η ψυχή της είχε παγώσει. Τα ουρλιαχτά της Λεϊλα σαν δαίμονες κραυγαζαν στο κεφάλι της και όλα άρχισαν να γίνονται μπερδεμένα. Εικόνες με τη μάνα της να της χαϊδεύει τα μαλλιά ξεπρόβαλαν μπρος τα μάτια της. Την είχε ψάξει άραγε; Πονούσε ακόμα όπως και εκείνη; Πίστευε ίσως πως πέθανε;
"Μια ροζ κουβερτουλα.... Για τη μικρή μου τη πριγκίπισσα..." τραγούδησε σιγανα καθώς ανακάτευε "Η μανούλα είναι εδώ, και θα αρχίσει το σκοπό, το κοριτσάκι να γελάσει και κανείς να μη το πιάσει...." εκεί που ανακάτευε έπεσε στα γόνατα της και βάζοντας τα χέρια στο στόμα για να μην την ακούσει κανείς, άρχισε να κλαίει με όλη της τη δύναμη ζητώντας στα βουβά τη μάνα.. Εκείνο το γλυκό χάδι στα μαλλιά και το φιλί της. Την αγκαλιά που κάποτε θεωρούσε δεδομένη μα τώρα δεν ήταν...
"Μάνα..." Η λέξη και μόνο θρυψαλλιαζε όλη της την ύπαρξη. "Γιατί με γεννησες ρε μάνα..." κατέληξε να λέει με τρεμάμενα χείλη  βγάζοντας μικρές σιγανες κραυγές θλίψης "Μου λείπεις μαμά... Πονάω..." 
Η Αναστασία είχε σπάσει εντελώς.
Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει μέρες τώρα μα ποτέ δε πίστευε πως θα έφταναν σε τέτοιο σημείο. Πως γίνεται όμως να πιστεύεις πως εκείνοι οι άνθρωποι ένιωθαν έστω και λίγο;
Και τα τρία αδέρφια χορτασαν το κορμάκι της... Θέλησαν να κλέψουν είπαν όση ομορφιά της είχε απομείνει πριν φύγει...
Ποιος έχασε όμως την ομορφιά σε εκείνη τη κόλαση για να την έχει η Λεϊλα; Ένα πρόσωπο είναι ένα πρόσωπο και εκείνοι φρόντισαν να το κρατήσουν καθαρό.

"ΦΑΓΗΤΟ!" η μάνα ακούστηκε αυτή τη φορά βγάζοντας την Αναστασία από το παραλήρημα. Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο , καθάρισε τα δάκρυα της και σηκώθηκε. Κοίταξε το καζάνι και έπειτα τα πιάτα πλάι της.
Κανείς δε θα έφευγε ζωντανός από εκείνο το τραπέζι...
Κανείς....

*******

😔😔😔

(Ξέρω είναι μικρούλι μα αύριο δουλεύω πρωί. Να είστε καλά!)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top