ΕΊΚΟΣΙ
Song: Arsonist's Lullabye - Hozier
"Χα. Καλό. Όχι αστείο, αλλά δεν είσαι αστείος, οπότε πόντοι για την προσπάθεια. Παραλίγο να με τρομάξεις όντως" είπε η Άριελ μετά από μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής και προσποιήθηκε ένα γέλιο, που βγήκε άσχημο, τραχύ από τον λαιμό της.
"Άριελ, δεν λέω ψέματα" επέμεινε με αυστηρή φωνή ο Ραφ και δεν σταμάτησε να την κοιτάει στα μάτια.
"Τιμωρημένη ψυχή; Δεν σκεφτήκατε ότι μπορεί να εννοεί κάποιον Έκπτωτο;" ρώτησε και ο τόνος στην φωνή της από ειρωνικός άρχισε να γίνεται θυμωμένος.
"Αυτό πίστεψαν αρχικά και τα Σεραφείμ. Ψάχνανε τον τελευταίο αιώνα κάθε Έκπτωτο που μπορούσαν να βρούνε, μα κανείς δεν φαινόταν να ταιριάζει στην περιγραφή, ή να δίνει κάποια λύση. Και εξάλλου δεν είναι τιμωρημένοι άγγελοι, οι Έκπτωτοι, Άριελ. Είναι απλά εκείνοι που δεν πρόλαβαν να αποφασίσουν. Η Πτώση ήταν η μοίρα τους, όχι η τιμωρία τους. Εσύ είσαι η μόνη τιμωρημένη άγγελος. Όλοι οι άλλοι είτε μετανόησαν είτε-"
"Πέθαναν" συμπλήρωσε την πρότασή του απότομα και ψυχρά.
Ο Ραφ κατένευσε αργά, κοιτώντας την προσεκτικά. Μία ωρολογιακή βόμβα βρισκόταν μπροστά του έτοιμη να εκραγεί.
"Και τι γίνεται να δεν θέλω να διαλέξω μεριά;" ρώτησε και το βλέμμα της έμεινε να πλανάται στο μάρμαρο του πατώματος -πάνω του έμοιαζε να σχηματίζεται η συντέλεια που θα προέκυπτε από αυτήν την απόφαση.
"Άριελ δεν μπορείς να μην πάρεις μέρος σε αυτό! Αντιλαμβάνεσαι τι διακυβεύεται;" τώρα ο Ραφ μιλούσε εκνευρισμένος.
"Και για αυτό δεν θα διαλέξω. Τα προβλήματα στον Παράδεισο δεν με αφορούν πλέον. Σιχάθηκα τους καβγάδες τους. Ήμασταν μία χαρά με την Συνθήκη"
Η φωτιά ανάμεσά τους άναβε. Ο Λούσιφερ θα ήταν πολύ ικανοποιημένος. Η οργή, το δεξί του χέρι, μπλεκόταν πολλές φορές ανάμεσα στους δύο -πλέον, κάποτε- αγαπημένους του Πατέρα του.
"Μία χαρά; Άριελ δεν έχεις ιδέα τι έχει συμβεί τους τελευταίους αιώνες!" αναφώνησε ο Ραφ και το χέρι του τινάχτηκε στον αέρα με δύναμη.
Μία φλέβα πετάχτηκε στον λαιμό του από την ένταση και τον εκνευρισμό και τα σκούρα μάτια του ζωντάνεψαν.
"Ναι γιατί είμαι θνητή!" του ούρλιαξε πίσω και μία απότομη σιωπή κάλυψε το δωμάτιο σαν βαριά κουβέρτα.
"Το ξέχασες μήπως; Δεν είμαι άγγελος πια. Δεν έχω σχέση με τον Παράδεισο"
Μην κλάψεις. Μην κλάψεις. Μην κλάψεις.
"Ο Πατέρας σε χρειάζεται δεν μπορείς απλά να τον αγνοήσεις!"
"Εννοείς όπως έκανε εκείνος, όταν τον χρειαζόμουν εγώ;"
Σιωπή ξανά. Ο λαιμός της Άριελ έκαιγε. Μην κλάψεις.
"Με ξέχασε Ραφ. Μου πήρε τα πάντα, τα πάντα και με πέταξε στην γη σαν να μην ήμουν τίποτα. Δεν απαντούσε στις προσευχές μου, του ζήτησα μόνο τα φτερά μου -μέσα σε όλη εκείνη την κόλαση, του ζήτησα απλά τα φτερά μου- και ούτε αυτά δεν ήθελε να μου δώσει. Και τώρα περιμένει ότι απλά θα θυσιαστώ πάλι για εκείνον; Χωρίς δεύτερη σκέψη; Πόσες φορές θα κάνουμε την ίδια συζήτηση;" ψιθυροφώναξε πιο κοντά στο πρόσωπό τους και τον παρακολούθησε να σαστίζει.
"Ο Λούσιφερ είναι μέσα σου. Είσαι εγωίστρια" συμπέρανε με πόνο στην φωνή του -την ίδια στιγμή κάθε άγγελος στον Παράδεισο ανατρίχιασε.
"Δεν είμαι εγωίστρια. Είμαι αξιοπρεπής" είπε η Άριελ σηκώνοντας ασυνείδητα πιο ψηλά το κεφάλι της.
Καρδιά λιονταριού.
"Το ίδιο δεν είναι; Μην βαφτίζεις τον εγωισμό αυτοσεβασμό" την διόρθωσε, μα δεν έκανε καθόλου καλύτερη την θέση του.
"Το ίδιο ισχύει και για εσένα. Μην βαφτίζεις τον αυτοσεβασμό μου εγωισμό. Μην μιλάς για πράγματα που δεν καταλαβαίνεις" αντιγύρισε η Άριελ με κοκκινισμένα μάγουλα.
"Άριελ προσπαθώ να σε καταλάβω, αλήθεια προσπαθώ, αλλά δεν γίνεται απλά να μας παρατήσεις. Ο Πατέρας σε έχει ανάγκη, η οικογένεια σου σε έχει ανάγκη!"
"Έχουν πάψει να είναι η οικογένειά μου εδώ και πέντε αιώνες"
Κι άλλες ψυχρές κουβέντες κι άλλα σκληρά λόγια. Μην κλάψεις.
"Αυτό ισχύει και για εμένα τότε" συμπέρανε ο Ραφ και ο κόμπος στον λαιμό της Άριελ ανέβηκε πιο ψηλά.
"Ξέρεις ότι δεν είσαι το ίδιο με τους άλλους" ψιθύρισε πληγωμένα, η φωνή της σπασμένη.
"Η Αρέλα; Ο Αζαλάια; Πώς διαφέρουν εκείνοι από εμένα;" την ρώτησε και ο τόνος του δεν έπεσε στιγμή.
"Δεν θυμάμαι τα πρόσωπά τους πια" είπε η Άριελ και το πρώτο δάκρυ κύλησε ακούσια στο μάγουλό της.
Η φράση της έκανε τον Ραφ να κρατήσει την ανάσα του. Εκείνη μόνο την στιγμή μπόρεσε να την καταλάβει. Δεν έλειψε ποτέ περισσότερο από μερικές μέρες από τον Παράδεισο. Ήταν αρχάγγελος. Όσοι δεν τον άκουγαν, τον σέβονταν. Την Αρέλα την είχε δει πριν από μερικές ώρες. Τον Αζαλάια τον χαιρέτησε την στιγμή πριν φύγει για τον Λουκ. Η κρυστάλλινη φωνή της πρώτης και το δροσερό γέλιο του τελευταίου ήταν ακόμα φρέσκα στα αυτιά του.
Το βλέμμα του έπεσε πίσω στην αδερφή του. Τα δάκρυα που κυλούσαν κατά μήκος του σαγονιού της, που πότιζαν τις βλεφαρίδες της και έκαιγαν τις φακίδες της, τον έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι ήταν η μόνη οικογένεια που της είχε απομείνει. Η Άριελ δεν έλεγε ψέματα -όχι σε εκείνον. Και ήξερε ότι ο Πατέρας επίτηδες αγνοούσε τις προσευχές της και ήξερε ότι, όσες φορές και αν είχε παρακαλέσει η Αρέλα, ποτέ δεν της δόθηκε η άδεια να κατέβει στην γη. Η Άριελ ήταν μόνη. Και στεκόταν μπροστά της, ζητώντας της να σώσει όσους την καταδικάσανε σε αυτήν την μοναξιά. Ζητώντας της να σώσει την δική του οικογένεια, όχι την δική της.
"Άριελ... Εγώ δεν..." η φωνή του δεν έφτανε ούτε στα δικά του αυτιά.
Ένιωθε συντετριμμένος. Δεν ήταν φύλακας άγγελος, παρά για λίγες ελάχιστες δεκαετίες, στις αρχές της ύπαρξής του. Δεν θυμόταν τους ανθρώπινους πόνους. Μα εκείνη η στιγμή ήταν όσο πιο κοντά έφτασε μέχρι τότε σε αυτούς.
"Τζίντζερ, με τα παιδιά αναρωτιόμασταν, αν-" ο Νίκολας σταμάτησε να μιλάει την στιγμή που είδε την σκηνή που διέκοψε.
Το ενοχλημένο ύφος του εξαφανίστηκε. Ο εκνευρισμός που ένιωθε από το πρωί -ο ίδιος που έκανε την Άλεξ να τον πιέσει να πάει εκείνος στην Άριελ- εξαφανίστηκε μπροστά στην εικόνα της. Έμοιαζε κενή, σπασμένη σαν κούκλα. Ο θυμός του κύλησε μαζί τα τελευταία δάκρυά της και εξαφανίστηκε στο λευκό σεντόνι.
"Ραφ! Για το όνομα ψηλέ, σου είπαμε να το πάρεις με το μαλακό!" αναφώνησε γελώντας, σε μία προσπάθεια να ελαφρύνει το κλίμα και για κάποιον λόγο, άγνωστο και στην ίδια, η Άριελ γέλασε πνιγμένα.
Σαν μικρό παιδί, σκούπισε τα δάκρυά της στα μανίκια της. Κατέβασε το κεφάλι της ντροπιασμένη που την έβλεπε -πάλι- σε αυτήν την αισχρή κατάσταση. Πόσες φορές την είχε δει έτσι; Κάθε φορά που έκλαιγε σε αυτό το σχολείο, ο Νίκολας εμφανιζόταν πάντα από κάποια γωνία, από τις σκιές. Και, κάθε φορά, έκανε τον πόνο λίγο λιγότερο, την νεοαποκτηθείσα πληγή λιγότερο βαθιά.
"Έχεις χρόνο. Το περιστατικό θα τους κρατήσει απασχολημένους αρκετά. Την απάντηση, όμως, δεν θα την δώσεις σε εμένα" της ανακοίνωσε ο Ραφ και, αγνοώντας το μπερδεμένο συνοφρύωμα του Νίκολας, η Άριελ έστρεψε αλλού το κεφάλι της κατανεύοντας.
"Τα λέμε στο μεσημεριανό" είπε ο Ραφ χαμογελώντας στον Νίκολας και ο τελευταίος τον χαιρέτησε πίσω με ένα νεύμα του χεριού του.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Ο Νίκολας της έδωσε τον χρόνο που νόμιζε ότι χρειαζόταν για να ανασυνταχθεί. Πλησίασε λίγο περισσότερο το κρεβάτι πριν μιλήσει.
"Γνωρίσαμε τους δικούς σου" προσπάθησε να ανοίξει συζήτηση.
Καμία απάντηση. Η Άριελ δάγκωσε το μάγουλό της προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα δεύτερο κύμα κλάματος. Όχι άλλο. Όχι μπροστά του.
"Χέυ" αναφώνησε απαλά ο Νίκολας βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του και έκανε ένα ακόμα βήμα προς το μέρος της Άριελ. "Μαλώσατε;"
Δεν σε αφορά. Αυτό έπρεπε να απαντήσει. Αυτό έπρεπε να θέλει να απαντήσει. Όμως εκείνη την στιγμή είχε ανάγκη να ξεφορτωθεί ένα κομμάτι του πόνου της και, για κάποιον λόγο, της φάνηκε το πιο κατάλληλο άτομο.
Με μία κίνηση τύλιξε τα χέρια της γύρω από την μέση του και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, μουσκεύοντας και τσαλακώνοντας το πουκάμισό του. Έσφιξε στις χούφτες της το πίσω μέρος του σακακιού του. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Για μία στιγμή ένιωσε να την τσούζει η σκέψη ότι όλο το προηγούμενο βράδυ ήταν διαγραμμένο από το μυαλό του. Το άρωμά του της θύμισε την ώρα που πέρασε πάνω από το μπράτσο του. Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι.
Ο Νίκολας έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να επεξεργάζεται σαστισμένος την σκηνή. Τι στο καλό; Δεν την ήξερε καλά. Ήταν σχεδόν πάντα ψυχρή, κι αν όχι ψυχρή, απόμακρη, περήφανη. Ήταν εκεί περίπου μία εβδομάδα και ήξερε για εκείνη λιγότερα από όσα ήξερε όταν έφτασε. Αλλά εκείνη την στιγμή δεν είχε σημασία. Οι μπούκλες του έπεσαν μπροστά στα μάτια του, καθώς έσκυβε να την αγκαλιάσει πίσω.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου να μιλώ για σένα και για μένα.
Την κράτησε όσο πια σταθερά μπορούσε. Οι μικρές του αδερφές του έλεγαν ότι η αγκαλιά του ήταν το πιο ασφαλές μέρος του κόσμου. Οι ίδιοι δεν τον συνειδητοποίησαν, αλλά οι χτύποι των καρδιών τους συγχρονίστηκαν.
"Δεν θα έπρεπε να κλαις. Τόσο όμορφα μάτια δεν πρέπει να είναι ποτέ δακρυσμένα" ψιθύρισε ήρεμα στο αυτί της, μέσα από τον χείμαρρο των κόκκινων μαλλιών της.
Μέσα από τους λυγμούς της η Άριελ αναρίγησε. Κάπου το είχε ξανακούσει αυτό.
"Δεν χρειάζεται να μου πεις τι έγινε. Απλά, να ξέρεις ότι, αν ποτέ θελήσεις να μιλήσεις σε κάποιον, θα μαι εκεί. Κι όταν δεν θα θέλεις να μιλήσεις, πάλι εκεί θα μαι. Καταλαβαίνω περισσότερα από όσο δείχνω" της είπε και, εντελώς ασυναίσθητα, τον έσφιξε λίγο περισσότερο.
Και ήταν εκείνη η στιγμή. Ω, ναι, ήταν σίγουρα εκείνη η στιγμή που γλίστρησε και δεν υπήρχε επιστροφή. Δεν το το είχε καταλάβει, αλλά η αγκαλιά αυτή ήταν το σπίρτο, η αρχή μίας φωτιάς. Και ούτως ή άλλως, μπροστά σε μία τέτοια πυρκαγιά, το δάσος πρόθυμα δέχεται την καταστροφή.
[...]
"Μην κλαις, μικρή. Όχι για μένα. Τόσο όμορφα μάτια δεν πρέπει να είναι ποτέ δακρυσμένα" ψιθύρισε και χάιδεψε το μάγουλό της.
Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Όλα ήταν τόσο όμορφα και φωτεινά, με τα λουλούδια και τον καθαρό αέρα -ένα ανοιξιάτικο πρωινό που θύμιζε Παράδεισο. Κανείς δεν θα έπρεπε να πεθαίνει μία τόσο όμορφη μέρα.
"Μα πεθαίνεις, κάποιος πρέπει να κλάψει" απάντησε με πνιγμένη φωνή.
Μία κόκκινη τούφα ξέφυγε από το λευκό καπέλο της και το χέρι του βιάστηκε να την βάλει πίσω από το αυτί της. Τίποτα δεν έπρεπε να κρύβει το πρόσωπό της. Ήθελε να το αποτυπώσει όσο καλύτερα μπορούσε.
"Πρέπει να έχω κάτι να δείξω στον Άγιο Πέτρο, μικρή. Με αυτά που έχω κάνει, η εικόνα ενός αγγέλου είναι η μόνη μου ελπίδα να μπω στον Παράδεισο" της είχε πει κάποτε και εκείνη γέλασε, γιατί δεν θα μπορούσε να καταλάβει την ειρωνεία.
"Όχι, μικρή μου, δεν πρέπει. Τουλάχιστον όχι εσύ. Αν ο Άγιος Πέτρος δει στις αναμνήσεις μου την πιο όμορφη νοσοκόμα του ιατρείου να κλαίει εξαιτίας μου, θα με στείλει στον φίλο με τα κέρατα χωρίς δεύτερη σκέψη. Το θες αυτό για τον καημένο τον στρατιώτη σου; Εννοώ έχω τραγουδήσει απαίσια μερικά τραγούδια, αλλά δεν μου αξίζει τέτοια μοίρα" είπε γελώντας, κι εκείνη κατάπιε έναν λυγμό, καθώς κουνούσε αρνητικά το κεφάλι της.
Η προφορά του τόνιζε όμορφα κάθε λέξη του, της θύμιζε το καλοκαίρι που είχε περάσει με την οικογένειά της, πριν τον πόλεμο, στην Νότια Καρολάινα. Τα ξανθά του μαλλιά, πεισματικά ίσια από την ημέρα που τον γνώρισε, έπεφταν στο πλάι του προσώπου του και τα γένια λίγων ημερών τον έκαναν να φαίνεται μεγαλύτερος από όσο ήταν. Μα ήταν μόλις είκοσι τρία.
Μόλις είκοσι τρία. Και ήδη μετρούσε αντίστροφα τις τελευταίες ανάσες του. Αυτό ήταν ο πόλεμος.
Ένας άγριος βήχας έκοψε το χαμόγελό του και την ανάσα της. Δεν του το είχε πει ακόμα.
Λεβάιθαν. Κατάπιε τις λέξεις. Δεν μπορείς. Θα τον προδώσεις. Αποχαιρέτησε τον και φύγε. Αυτό ξέρεις να κάνεις καλύτερα.
Ο βήχας σταμάτησε και το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του. Ήταν τόσο όμορφο και φωτεινό που σχεδόν εξαφάνιζε την χλομάδα και τις σταγόνες αίματος που το στόλιζαν. Η Άριελ έσπευσε να σκουπίσει το αίμα και τον ιδρώτα του, περνώντας μαλακά το μαντίλι της από πάνω τους.
"Νόα εγώ..." δαγκώθηκε πριν συνεχίσει.
Δεν μίλησε. Ποτέ δεν μιλούσε. Νόα, Έντι, Φρανς, εγώ -και πάντα εκεί σταματούσε.
Δειλή.
"Ξέρω, μικρή, ξέρω. Κι εγώ" της είπε και για μία τελευταία φορά, έσκυψε να τον αγκαλιάσει.
Ήξερε. Φυσικά και ήξερε. Φαινόταν να την ξέρει καλύτερα από ότι η ίδια τον εαυτό της, από την πρώτη μέρα που εμφανίστηκε σε εκείνο το κρεβάτι. Συνέχεια με τα ανόητα αστεία του, τα σχόλια του, την υπερβολικά μεγάλη αγάπη του για την μουσική και το μπέρμπον. Την έκανε να χαμογελάει, έστω και απρόθυμα, σε μία εποχή που τα χαμόγελα ήταν σχεδόν παράνομα.
"Να χαμογελάς, μικρή, σου πάει" αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να ειπωθεί το "Σ' αγαπώ" μεταξύ τους και θα έπρεπε και οι δύο να αρκεστούν σε αυτό.
"Να δώσεις στον Άγιο Πέτρο τα φιλιά μου" του ψιθύρισε, προκαλώντας για μία τελευταία φορά το χαμόγελό του.
Δεν το είδε ποτέ της. Κράτα το, είπε στον εαυτό της. Να θυμάσαι τον ήχο του, το πόσο φωτεινό ήταν. Κράτα τον ζωντανό. Να τον θυμάσαι.
"Πώς να δώσω κάτι που δεν πήρα;" την ρώτησε -ο τόνος του ήταν για πρώτη φορά πληγωμένος, παραπονεμένος- με την τελευταία του πνοή και η Άριελ δεν θα ξεχνούσε ποτέ την στιγμή που το στήθος του κατέβηκε και δεν ξανακουνήθηκε.
Την απελπισία εκείνης της στιγμής. Πού είσαι τώρα Πατέρα; Δώσ' του την θέση μου εκεί πάνω! Δεν αγάπησες αρκετά αυτόν τον θνητό, ώστε να του δώσεις μία ευκαιρία. Αγάπα τον τώρα αρκετά, κράτα τον κοντά σου. Δεν του άξιζε να πεθάνει.
Έμεινε πάνω του να κλαίει για ώρες. Τα δάκρυά της έμοιαζαν να μην στερεύουν. Έβρεχαν την μπλούζα του και τα μερικά στρώματα γάζας κάτω από αυτήν. Έπρεπε να είχε αγγίζει το δέρμα του για κάτι περισσότερο από την αλλαγή γάζας.
Σηκώθηκε από πάνω του, όταν ήταν βράδυ πια. Τα χέρια της χάιδεψαν τα βλέφαρά του κλείνοντας τα μάτια του. Μην ξεχάσεις το χρώμα τους. Του χρωστάς τουλάχιστον αυτό. Να θυμάσαι πώς έλαμπαν, να θυμάσαι πώς σε κοιτούσαν.
Ο Νόα. Ο νέος Νόα, με την παιδική ψυχή και το χαμόγελο που ζήλευαν μέχρι και οι αρχάγγελοι. Η μόνη πηγή φωτός σε εκείνο το μικρό ιατρείο που μύριζε θάνατο και δυστυχία. Εκείνος που κατατάχτηκε για να υπερασπιστεί την οικογένεια του ("Ο μικρός μου αδερφός πρέπει να χει ένα πρότυπο, μικρή. Λοιπόν, αν μείνω σπίτι πίνοντας όλη μέρα με τον γέρο μου, τι μάθημα ζωής λες να πάρει;"), που άρπαξε ένα ανόητο κρύωμα στο πεδίο και τώρα το πτώμα του κρύωνε σε ένα κρεβάτι σε μία άκρη του πουθενά. Μα ήταν καλός, είχε την πιο καλοσυνάτη καρδιά που είχε γνωρίσει ποτέ η Άριελ. Την έκανε χαρούμενη.
Ένας δυνατός λυγμός την τράνταξε ολόκληρη.
Δεν του το είπα, έπρεπε να του το είχα πει. Έπρεπε να ξέρει, του άξιζε να ξέρει. Έπρεπε να του κρατήσω το χέρι λίγο περισσότερο. Έπρεπε να τον είχα φιλήσει. Και ο Λεβάιθαν;
Αυτός ήταν πάντα η σκέψη που διέκοπτε κάθε άλλη. Όσο κι αν αγαπούσε τον Νόα, τον αγαπούσε όντως περισσότερο από τον δαίμονα της; Είχε καταδικάσει τον εαυτό της να συγκρίνει κάθε αγάπη της με εκείνον και να την απορρίπτει ως ανάξια, πολύ μικρή, τίποτα μπροστά σε εκείνη.
Το πρόβλημα ήταν ένα: Δεν θυμόταν πια πώς και πόσο αγαπούσε τον Λεβάιθαν. Και πώς συγκρίνεις ένα συναίσθημα που νιώθεις έντονα εκείνη την στιγμή, με ένα που έχεις να νιώσεις αιώνες;
Ιδού, κυρίες και κύριοι: Η κατάρα ενός μεγάλου τραγικού έρωτα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top