Φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ αγαπώ.

Άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει «Θεέ μου πόσο την αγαπώ» κι αμέσως έπειτα μια ιδέα θανάτου φανερώθηκε κοντά κοντά μ' αυτή τη φράση. Δυό πράγματα θα μπορούσαν να με σώσουν όπως είμαι τώρα. Να σ' έχω, είτε να κινδυνέψω τη ζωή μου. Δυστυχώς είμαι περιτριγυρισμένος από άπειρη ασφάλεια και το άλλο δε γίνεται, γιατί εγώ δε το θέλω να γίνει, όπως τουλάχιστον έχω πείσει τον εαυτό μου.

Γιώργος Σεφέρης (Αμφότερα- τίτλος και κείμενο- ειναι αποσπάσματα από τα γράμματα του ποιητή προς την γυναίκα του Μάρω, οταν ηταν στο εξωτερικό ως πρόξενος)

Ήταν έρωτας.
Πώς το ξέρω;
Πλάι του ήμουν αήττητη, ενώ απέναντι του κάθε μάχη ήταν χαμένη.
Ήταν έρωτας γιατί όταν διαβάζω την λέξη έρωτας σκέφτομαι εκείνον.
Γιατί δεν κάθομαι σε ένα συγκεκριμένο παγκάκι, και γιατί κάθε φορά που περνάω από το συγκεκριμένο μαγαζί μπορώ να δω τον εαυτό μου να τον περιμένει κάπου στο παρελθόν.

Ήταν έρωτας γιατί πέρασε ένας χρόνος και η καρδιά μου ακόμα χτυπούσε δυνατά.
Περάσαν δυο χρόνια και ακόμα έχανα χτύπους.
Ήταν έρωτας γιατί με έκανε να κοκκινίζω κι ας τον ήξερα τέσσερις γύρους από τον ήλιο.

Γιατί μόνο πλάι του έλαμπα έτσι, γιατί ένα μήνυμα του σαν μορφίνη ανακούφιζε εκείνο το απαίσιο βάρος που έχει φωλιάσει στο στήθος μου και δεν λέει να φύγει.
Όταν με φιλούσε ανέπνεα.
Όταν οδηγούσε και μου κρατούσε το χέρι έγερνα στην θέση μου και με έπιανε μια νύστα.
Τότε μόνο κοιμόμουν ήσυχη, όταν ήξερα ότι θα ξυπνήσω και θα είναι εκεί.

Ήταν έρωτας γιατί τον ξεχνούσα προσποιούμενη ότι δεν τον σκέφτομαι ενώ κάθε σκέψη μου κατέληγε σε εκείνον.
Στην άκρη κάθε λέξης μου ήταν το όνομα του.
Μα σαν άκουγα τυχαία από κάποιον γνωστό ή άγνωστο στον δρόμο εκείνη την λέξη (το όνομα του) που είχα αναφωνήσει, που είχα μουγγρίσει, που είχα ουρλιάξει, βογγήξει, κλάψει, σαν κατάρα να με κατέλυε πονούσε ξάφνου παντού.


Ήταν έρωτας γιατί πέρασαν εκατό χρόνια
και κάθε μέρα που του έλεγα ότι τον ξεπερνούσα, έφευγα μένοντας.

Ήταν έρωτας γιατί είναι ακόμη έρωτας.
Κεφάλαιο υπ αριθμόν αναμενόμενον: Η επιστροφή του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς.


«Ήταν η τελευταία φορά. Μην χαμογελάς σαν ηλίθια, μπορείς;» ο Βασίλης εκνευρισμένα πέρασε το κεφάλι μέσα από το άνοιγμα και φόρεσε την μπλούζα του, κι ύστερα το φούτερ.

Το διαμέρισμα της πρώην του τον είχε δει εκείνες τις μέρες πιο πολύ από ότι όταν ήταν μαζί. Έμεναν λίγα λεπτά μακριά, οπότε μετά την παράνομη βόλτα του, ζαλισμένος από το ποτό χτυπούσε το κουδούνι της, άλλες φορές χαμογελαστός, σαν να ήταν παιχνίδι το μεταξύ τους, άλλες έξαλλος, να της φωνάζει πως δεν έχει πουθενά να πάει, και άλλες θλιμμένος.

Εκείνες οι νύχτες ήταν οι χειρότερες.
Έγερνε προς το μέρος της και την έσφιγγε πάνω του. Σαν να έφευγε την επόμενη μέρα.
Μα σαν ξημέρωνε, κάθε πρωί ήταν για εκείνους ίδιο.
Τιμωρούσε τον εαυτό του που πάλι υπέκυψε στον εθισμό που τον σκότωνε, μέρα με την μέρα όλο και περισσότερο. Μα δεν μπορούσε να σταματήσει.

Η Ερμιόνη δεν ήξερε καν ότι είχε ένα μειδίαμα στα χείλη, βλακωδώς πίστευε ότι ο Βασίλης δεν θα ύψωνε τα τείχη του εγωισμού του για να προστατεύσει ο, τι απέμεινε από την απόρριψη της.
Πήρε τα πράγματα του και χωρίς να την κοιτάξει καν, βγήκε από το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές. Σύντομα η πόρτα που έκλεισε με κρότο της επιβεβαίωσε ότι ήταν πάλι μόνη.
Έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι.
«Τα λέμε το βράδυ.» μουρμούρισε στον εαυτό της και έκλεισε τα μάτια σφιχτά.


----------------------------------------------------------------------

Ο χρόνος όταν πονάς περνάει αργά και γρήγορα ταυτόχρονα. Ο Μάρτιος ήρθε και έφυγε με μια ανάσα, με πολλές συναντήσεις, βόλτες μυστικές, κρυφές, παράνομες και μη. Με μηνύματα και ψεύτικες δικαιολογίες, διπλές μάσκες.

   Η Κυβέλη προσπαθούσε να αγνοήσει την αίσθηση ότι ο Ορέστης ολοένα και απομακρυνόταν, όλο και πιο πολύ αργούσαν οι απαντήσεις του, όλο πιο άτονες γίνονταν, παράλληλα αισθανόταν την μέρα να μικραίνει επικίνδυνα απότομα, δεν έφταναν οι 24 ώρες, δεν αρκούσαν τα δέκα μηνύματα την μέρα, η μια κλήση το βράδυ, που τον άκουγε χάλια. Την σκότωνε. Με νύχια και με δόντια κρατιόταν να μην του πει να πάει εκεί.
Σιχτίριζε την ώρα και την στιγμή που τον άφησε να φύγει.

22 Μαρτίου 2021. 60.
  Οι μέρες περνούν και χάνονται. Όλα εδώ είναι διαφορετικά, ένα μέρος του εαυτού μου εύχεται να μπορούσα να νιώσω την πιθανή ευτυχία του να είσαι νέος και επιτυχημένος σε μια πόλη γεμάτη παλιούς γνωστούς και φίλους. Δεν νιώθω τίποτα.
Χθες την είδα στον ύπνο μου. Ήταν σαν εφιάλτης.
Ματωμένη, το κεφάλι της γεμάτο ξεραμένο αίμα, το βλέμμα της απόκοσμο. Με τρομάζει, είναι σαν βγαλμένη από θρίλερ.
Η Βίβιαν ισχυρίζεται ότι με έχει στοιχειώσει. Η Ιάσμη παλιά ήταν η πιο αθώα αγάπη που είχα καταφέρει ποτέ μου να νιώσω, πλέον είναι εκείνο το καταραμένο κομμάτι του εαυτού μου που μου ουρλιάζει το βράδυ για να μην βρω την γαλήνη.
Και εκείνη περιμένει.


Κολωνάκι. - 25 Μαρτίου.

Διάβαζε πυρετωδώς, είχαν πονέσει τα μάτια της και το μυαλό της έλιωνε σιγά σιγά από την κατάχρηση. Μα δεν την πείραζε, είχε άλλωστε καιρό να τριφτεί τόσο με το αντικείμενο της.
 Ο πατέρας της; Περήφανος που την έβλεπε να στέκεται και πάλι στο ύψος των περιστάσεων.
Η μητέρα της; Αγχωμένη την κοιτούσε και περίμενε να σπάσει, σαν ωρολογιακή βόμβα χτυπούσε και ανά πάσα στιγμή ερχόταν μια έκρηξη μεγάτονων.

 Μα η Κυβέλη δεν έσπαγε, όχι.
Στεκόταν βράχος απέναντι στον πόνο που καθρεφτιζόταν παντού μέσα στο δωμάτιο και υπέμενε την αίσθηση της εγκατάλειψης που πυράκτωνε το δέρμα της. Θα άντεχε, το χρωστούσε στον εαυτό της.

Την αίσθηση της σιγουριάς που προσπαθούσε να αποκτήσει ταλάνιζε η συμπεριφορά του Ορέστη, που υποτονικά και με μια υποκριτική καλή διάθεση μάταια άλλοτε ήθελε να την πείσει ότι ήταν καλά, κι άλλοτε δεν προσπαθούσε καν.
«Απορώ πως αντέχεις.» από την σκέψη της, που μπλεγμένη κατάφερνε όλως παραδόξως να αρχίζει και να τελειώνει σε εκείνον, την έβγαλε η φωνή της Ερμιόνης.

Η κολλητή της είχε δώσει το τελευταίο της μάθημα τον Φεβρουάριο, πριν πέντε μέρες, είχε περάσει με 8 το γενικό το διοικητικό, μετά από μόλις 4 προσπάθειες, και ήταν κάτι παραπάνω από ευτυχισμένη. Έπαιρνε πτυχίο!

  Μα φυσικά, πίσω από το χαμόγελο της, μια πικρά κοντοζύγωνε, η σκέψη της φυγής της στην Δανίας, θα σηματοδοτούσε και το τέλος της σχέσης της με τον Βασίλη.
Μπορεί να μην της μιλούσε καν, να την αγνοούσε παντελώς, να την υποβάθμιζε, να την έβριζε, μα τα βράδια την κρατούσε πανω του σφίχτα απο φόβο μην του φύγει.
Το κακομαθημένο παιδί που είχε ερωτευτει δεν μπορούσε να διαχειριστεί την αποφασή της.
Και κάθε φορά έλεγε στον εαυτό του το ίδιο.
Μια τελευταία φορά...για παντα.


7 Μαΐου

Στις 5 η ώρα το πρωί, στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, ανάμεσα σε οικογένεια και φίλους η Ερμιόνη έψαχνε τον Βασίλη. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι θα έρθει, ότι ακόμα και την έσχατη στιγμή θα της έδινε κάτι μικρό να πιαστει, να αντέξει.
Αλλά όχι, το πρώην αγόρι της το είχε καταστήσει σαφές.
«Την στιγμή που θα πατήσεις το πόδι σου στο αεροδρόμιο για Δανία εγώ και εσύ θα έχουμε τελειώσει»

  Τα πάντα μέσα της ούρλιαζαν να γυρίσει πίσω σε εκείνον, να παρατήσει το όνειρό της για αυτή την αναντικατάστατη ευκαιρία.
Ο Γιάννης την είδε να πιέζεται και σκούντηξε την Κυβέλη δίπλα του, κάνοντας της νόημα να αναλάβει δράση. Εκεινη την πλησίασε και πέρασε τα χέρια της γύρω της.
«Θα περάσεις απίστευτα, θα μαζέψεις εμπειρίες, θα είναι τέλεια, θα έρθουμε να σε επισκεφθούμε μετά το πτυχίο μου, θα μιλάμε κάθε μέρα!» την έπιασε από τους ώμους και την κοίταξε στα μάτια με νόημα.

«Κανε το σωστό για τον εαυτό σου.» ψιθύρισε.
Η Φαίη τις πλησίασε εξίσου συγκινημένη.
«Ομαδική αγκαλιά!» ανακοίνωσε και οι δυο κοπέλες της έκαναν χώρο. Οι τρεις φίλες σφιχταγκαλιάστηκαν γεμάτες συγκίνηση.
«Όλα θα πάνε καλά στο τέλος Ερμιόνη. Εμείς είμαστε εδώ.» ψιθύρισε η ξανθούλα.

Η μελαχρινή ήταν βουρκωμένη και ήξερε ότι την στιγμή που θα έκανε δυο βήματα μακριά από όλους θα λύγιζε. Μα όχι, το χρωστούσε στον εαυτό της να φύγει.
Ο άνθρωπος που αξίζει να είναι δίπλα σου ξέρει πότε να σε αφήνει να φεύγεις, θέλει το καλό σου, θέλει να σε δει να πετυχαίνεις, έστω και από μακριά.
Να αγαπάς όπως η Κυβέλη τον Ορέστη, της ειχε πει η Φαιη ενα πρωινο.

Η θεωρία του χάους αποδεικνύει την συμπαντική νομοτέλεια των αρχικών παραγόντων, σαν τις τρεις μοίρες, σαν το πεπρωμένο αυτούσιο, έστηναν τα πιόνια για μια παρτίδα σκάκι με τέλος άγνωστο.
Το παράλληλο σύμπαν είναι γνωστό. Μα είναι πάραλληλο;



8 Μαϊου- Πρώτο Σάββατο με ανοιχτή εστίαση.

Ο Βασίλης φαινόταν όλο το βράδυ καλά, δεν κατάλαβαν για πότε ήπιε 6 ποτά. Όλα φάνηκαν όταν η αδρεναλίνη του έπεσε απότομα την στιγμή που τράβηξε το χειρόφρενο για να παρκάρει, ήταν λιώμα. Μετά βίας στεκόταν όρθιος και μουρμούριζε ένα τραγούδι του Νοτη που η Κυβέλη ήταν σίγουρη ότι δεν είχε παίξει καθόλου εκείνο το βράδυ.

«Θες να έρθεις σε εμένα;» Τον ρώτησε όσο πιο ήπια μπορούσε. Ο ξανθός κολλητός της έγνεψε πεισματικά αρνητικά και έκανε να κλείσει πάλι την πόρτα του οδηγού.

Η κοπέλα αναθεμάτισε την ώρα και την στιγμή που αμέλησαν να ελέγξουν πως ήταν πριν φύγουν.
«Όλα γυρίζουν Κυβέλη.» Ψιθύρισε καθώς στηριζόταν πάνω της. Η κοπέλα πάσχιζε να ανοίξει την πόρτα με το ένα χέρι.
Ο σκύλος τινάχτηκε πάνω τους και αποζήτησε την τρυφερότητα που στερήθηκε για 2 ώρες.
«Όχι τώρα Λαίδη.» την αποπήρε η κοπέλα ξέροντας πολύ καλά ότι στο κρεβάτι της θα την αφήσει και εκείνο το βράδυ να κοιμηθεί.
Έγειρε προς τον καναπέ για να αφήσει τον Βασίλη, μα το βάρος του συνδυαστικά με την κακή της ισορροπία τους έριξαν αμφότερους στον καναπέ, τον έναν πάνω στον άλλον, μπλεγμένους.

Η οκνηρία του καθιστούσε αδύνατο να μετακινηθεί.
«Βασίλη! Θα με λιώσεις!» Γκρίνιαξε και προσπάθησε να πάρει ανάσα, ο ξανθός φίλος της ήταν από πάνω της, χιλιοστά μακριά τα πρόσωπα τους μεταξύ τους. Συνέθεταν μια άκρως παρεξηγήσιμη εικόνα.
Θα με φιλήσει;
Όλα φώναζαν στο μυαλό της να τον σταματήσει.

Ήταν λάθος. Ο Βασίλης είναι όμορφος. Αλλά είναι λάθος.
Και ο Ορέστης σαν μορφή ημιδιαφανή φαίνεται με την άκρη του ματιού της να την αγριοκοιτά.
Έτσι με προδίδεις;
Μα σαν να μην έχει κανείς τους δυνάμεις να γίνει ηθικός, απλά υποκύπτουν στον πειρασμό, περιμένοντας τον άλλον να κάνει κίνηση.

Για λίγο δεν κινείται κανένας. Μένουν σε απόσταση αναπνοής ο ένας από τον άλλον, δίχως να θέλουν να έρθουν πιο κοντά.
Μεθυσμένοι, πληγωμένοι, νέοι, μπροστά σε μεγάλο πειρασμό, μα δεν κουνούσαν ρούπι.

Σαν να το συνειδητοποίησε αυτό ο Βασίλης, πέρασε το χέρι του απαλά γύρω από την μέση της και έγειρε το κεφάλι του τεμπέλικα προς τα πίσω, διαλύοντας κάθε πιθανότητα για το παρολίγον φιλί τους. Σαν να τον ξύπνησε όμως.
Ξεφύσηξε εκνευρισμένος με την κατάσταση και χάιδεψε το δέρμα που είχε φανεί από την κατά λάθος ανασηκωμένη μπλούζα της φίλης του.
Την κοίταξε αυστηρά, σαν να την μάλωνε.
«Τι μαλάκες που είμαστε ρε Κυβελακι;» την ρώτησε με παράπονο να τρέμει στην φωνή του.

Ορίστε;
Της πήρε λίγη ώρα να καταλάβει.
«Είμαστε νέοι, ωραίοι, μορφωμένοι, στην καλύτερη πόλη, την πιο ωραία εποχή, θα μπορούσα να σε φιλήσω το ξέρεις; Θα μπορούσες να με φιλήσεις πίσω και να πηδηχτούμε και δεν θα το μάθαινε ποτέ κανείς.Και δεν θα χρωστούσαμε σε κανέναν εξηγήσεις.»

Εμβρόντητη μένει να τον κοιτά. Ήθελε να του πει οτι αυτό δεν ίσχυε για εκείνη, μα δεν ήξερε σε τι κατάσταση ήταν για να καταλάβει.
«Και ξέρεις τι είναι το χειρότερο; Η σκέψη που μας απαγορεύει να το κάνουμε, δεν είναι η φιλία μου με τον Ορέστη και η δική σου με την Ερμιόνη, αλλά ότι είμαστε ερωτευμένοι, εγώ με αυτή τη μαλακισμένη, κι εσύ με τον άλλον! Με δυο άτομα που βρίσκονται η μια στην άλλη άκρη της Ευρώπης και ο άλλος στην άλλη άκρη του κόσμου! Εγωιστικά! Κοίταξαν την πάρτη τους και δεν ρώτησαν κανέναν.» η μπερδεμένη, μεθυσμένη οργή του την έκανε να θέλει να γελάσει και να κλάψει ταυτόχρονα.

Δεν μπορούσε να απαντήσει κάτι, γιατί κατά βάθος είχε δίκιο, είχαν μείνει πίσω...και περίμεναν.
«Βασίλη...»
Σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε.Τα μελί φρύδια του είχαν σμίξει δημιουργώντας μια ρυτίδα. Ο Βασίλης ηταν πολύ όμορφος...
«Τι;»
«Κοιμήσου αγάπη μου.» του ψιθύρισε γλυκά και είδε το βλέμμα του να μαλακώνει.
«Μου λείπει ρε γαμώτο.» της απάντησε ρίχνοντας το κεφάλι πισω με παράπονο που έκανε την καρδιά της να ραγίσει.
Κι εμένα...


Και περασε καιρος...

22.5 : Μου λείπεις πολύ Ορέστη
Ορεστάκος :  Κι έμενα Κυβελη.

Δεν μπορουσε να τον νιωσει να του λειπει. Οσο παραλογο κι αν ακουγοταν δεν αισθανοταν τον Ορεστη στην αλλη ακρη του κοσμου να αισθανεται τιποτα.
Και η καρδιά της μάτωνε...

15 Ιουλίου

Έκλαψε όταν είδε τον τελευταίο της βαθμό, ένα στρογγυλό, ολοστρόγγυλο 10, σε ένα μάθημα πρώτου έτους που είχε τεμπελιάσει.
Θα μαζεύονταν όλοι στο διαμέρισμα της- της πλέον- και πριν βγούν για να ανοίξουν σαμπάνια. Ήταν η τελευταία στην παρέα που πήρε πτυχίο!  Θα έβγαιναν σε κλαμπ μετά. 
Όλα έμοιαζαν να επιστρέψουν στα φυσιολογικά τους. Μα κάποιοι έλειπαν...
Το κουδούνι στο διαμέρισμα στο Κολωνάκι χτύπησε λίγο πριν η παρέα καταφθάσει για την έξοδο της.
Στην είσοδο στεκόταν ένας κούριερ με μια αγκαλία λουλούδια και ένα πακέτο. Η καρδιά της βυθίστηκε στο στομάχι της. Το κινητό της δονήθηκε.
Ήθελε να κλαψει!

«Ορέστη μου;» απάντησε και δαγκώθηκε για να μην ακουστεί η φωνή της που ράγισε.
Το βαθύ του γέλιο έστειλε στην καρδιά της πεταλούδες σε σμήνος.
«Σου ήρθε το δώρο Κυβέλη;» η βαθιά, υπέροχη, μελωδική φωνή του την γέμισε ευτυχία που ξεπερνούσε κάθε προσδοκία.
Σαν να βγήκε από το σοκ, τρέμοντας έγνεψε θετικά, και ύστερα κατάλαβε πως δεν μπορεί να την δει.
«Ναι! Μισό λεπτό.» έδωσε μερικά κέρματα στον νεαρό στην είσοδο και πήρε το δέμα και το τεράστιο μπουκέτο με τα γιασεμιά και το μοβ ροζ περιτύλιγμα. Έκλεισε την πόρτα και σωριάστηκε ανυπόμονα στον καναπέ.

   Στερέωσε το κινητό της ανάμεσα στο μάγουλο και τον ώμο της. Το άρωμα από τα φρέσκα άνθη έδωσε ζωή στο διαμέρισμα.
«Υπέροχα λουλούδια.» ψιθύρισε καθώς με τα νύχια της έσκιζε το κουτί με λύσσα.
«Ήρεμα, δικό σου είναι.» τον άκουσε να σχολιάζει διασκεδασμένος, μια μελαγχολία ίσα που καλυπτόταν στην φωνή του.
Το εσωτερικό εμπεριείχε ένα κουτάκι και από κάτω ένα τυλιγμένο λεπτό κουτί. Άρπαξε το πρώτο. Tiffany's
Λες να μου κάνει πρόταση; Από το τηλέφωνο;

«Είσαι εκεί;» η φωνή του την έβγαλε από την θολούρα της.
«Εμ...ναι...ανοίγω το κόσμημα.» μουρμούρισε και άρπαξε κάπως άγαρμπα το γαλάζιο κουτί. Το άνοιξε και το βλέμμα της προσπάθησε να ρουφήξει κάθε λεπτομέρεια.
Ήταν ένα βραχιόλι. Κάπως γνώριμο και ταυτόχρονα άγνωστο. Αμέσως αναγνώρισε ένα κρεμαστό με μικρά διαμαντάκια, μια φωτιά και ένα βιολί. Πλέον είχε προστεθεί και ένας ζυγός, εκείνος της δικαιοσύνης.
Είναι ίδιο με το μενταγιον...

Και την έκαψε το μενταγιόν στον λαιμό. Πυράκτωσε το δέρμα της, σαν να της φώναξε ότι ήταν εκεί, να κρέμεται πάνω από την καρδιά της.
Τα έχασε.
«Ορεστη...» ξεκίνησε μα την ίδια στιγμή τελείωσε. Δεν είχε λόγια. Τα μάτια της είχαν θολώσει.

«Δεν γίνεται η Κυβέλη να μην έχει όλο το σετ...» κορόιδεψε για να ελαφρύνει το κλίμα, κι ας ήταν custom made.
«Υπάρχει σειρά;» προσπάθησε να ακουστεί φυσιολογική, κι ας αυλάκωναν ήδη καυτά δάκρυα το πρόσωπο της.
«Βεβαίως! Σου αρέσει;» την ρώτησε ανυπόμονα.
«Πάρα πολύ!» αναφώνησε και ασυναίσθητα εισέπνευσε, προδίδοντας την συγκίνηση της.
Τον άκουσε να ξεφυσάει. Ένα μετέωρο 'μου λείπεις' ανάμεσα τους τους σκότωνε αμφότερους.
«Άνοιξε και το άλλο.»

Μα φυσικά! Πώς το είχε ξεχάσει; Άφησε το κουτί στην άκρη, σκεπτόμενη ότι με το που έκλεινε το τηλέφωνο θα φορούσε το υπέροχο βραχιόλι.
Έσκισε το περιτύλιγμα και τα δάχτυλα της βρεθήκαν μπροστά σε μια ζελατίνη, και από κάτω μπεζ του σιταριού και γαλάζιο, του ουρανού.
'Η εποχή του θερισμού'
Εκεί τα έχασε. Κρατούσε το βινύλιο με τα δυο της χεριά και έκλαιγε όσο πιο σιωπηλά μπορούσε, νιώθοντας τον να ανασαίνει κοφτά από την άλλη γραμμή.
«Σε περίπτωση που βαρέθηκες το άλλο βινύλιο, σκέφτηκα ότι θα θες να το έχεις.»
Λες και δεν έφταναν 11 τραγούδια για να περιγράψουν το χάος ανάμεσα τους.
«Σε ευχαριστώ Ορεστάκο μου...» ψιθύρισε και σκούπισε άτσαλα τα μαύρα δάκρυα της.
«Με κανείς πολύ περήφανο Κυβέλη.»
Μου λείπεις Ορέστη...

------------------------------------------------

Ο Αύγουστος στην Αθήνα είναι πολύχρωμος, άδειος και γεμάτος πρωτόγνωρα συναισθήματα και εμπειρίες στην πιο μεγάλη άδεια πόλη της Ελλάδας. Γνωρίζεις τα μέρη που χρόνια ξέρεις από την αρχή, βγαίνεις στα μαγαζιά που αγαπάς και σαν να ναι η πρώτη φορά παρατηρείς.
Λεπτομέρειες, πολλές λεπτομέρειες.
Την κολόνα στο απέναντι στενό, την βοκαμβίλια που άνθισε στα Αναφιώτικα, τον κύριο που παίζει ακορντεόν,

  Στις 9 Αυγούστου και ώρα 9 το βράδυ, μέσα σε μια ατελείωτη κουφόβραση που λίγο έσπαγε ένα αεράκι, το κουδούνι χτύπησε, την ώρα που η Κυβέλη έψαχνε τα κοσμήματα της. Σε μίση ώρα έπρεπε να είναι στο Αιγάλεω, και θα αργούσε.
Μα δεν περίμενε κανέναν.
Η κυρία Ρίτσα και η Ευδοκία έλειπαν σε ταξίδι αναψυχής για πέντε μέρες και η γειτονιά είχε ερημώσει. Δεν ήταν χαζή για να ανοίξει έτσι την πόρτα, μακάρι όμως να ήταν, για να γλιτώσει τον εαυτό της από αυτό το φρικτό δίλημμα.

  Στην άλλη πλευρά βρισκόταν ο Σπύρος Δελής, ντυμένος με κουστούμι, σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Την έλουσε κρύος ίδρωτας, σαν να μην πέρασε μια μέρα, και ξάφνου ένιωσε απροστάτευτη και εκτεθειμένη, ένιωσε την ανάγκη να πάρει τηλέφωνο τους φίλους της, τον Ορέστη, τον μπαμπά της.

Αντί αυτού, ανοιξε την πόρτα απότομα.
«Γιατί είσαι εδώ;» τον ρωτά επιθετικά, προσπαθώντας να μην φανεί τρομαγμένη.
Ο Σπύρος δεν ενοχλήθηκε από τον απότομο τόνο της. Έκανε τρια βήματα και ακάλεστος μπήκε στο σπίτι, αγνοώντας τον σκύλο που του γρύλιζε.

«Είμαι εδώ να σου πω συγχαρητήρια από κοντά, πτυχίο με 7, 5 δεν είναι και λίγο!» ανίχνευσε το ψέμα στην φωνή του, την κοιτούσε με ένα βλέμμα που προσπαθούσε να την αποπλάνηση μα παράλληλα παρακλητικά ήθελε να την κάνει να του υποταχθεί, σαν να μην μπορούσε να το κάνει πλέον μόνος του.
«Είσαι εδώ γιατί κάτι θες Σπύρο, πες μου τι είναι και φύγε.» ο κοφτός της τόνος αιφνιδίασε και την ίδια.

   Τα χαρακτηριστικά του ισχυρού άντρα απέναντι της τσαλακώθηκαν σε έναν μορφασμό, δεν είχε συνηθίσει την Κυβέλη του έτσι.
«Περάσαν 7 μήνες, και το αγόρι σου ακόμα να φανεί. Αν θες την γνώμη μου, κι ούτε πρόκειται.» τα σκληρά του λογία συνοδευτήκαν από ένα χαμόγελο που την έκανε να ανατριχιάσει με το πόσο ειλικρινές ήταν.
   Προσευχόταν μέρα νύχτα να διαλύεται ο Ορέστης και να χτίζεται εκ νέου η αυτοκρατορία του παρελθόντος που είχε φυλακισμένη την Κυβέλη.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και πειθανάγκασε τον εαυτό της να παραμείνει ψύχραιμη.
«Ήρθες μέχρι εδώ να μου πεις την γνώμη σου;» η απάθεια στο βλέμμα της δεν τον πτόησε, κάθισε στον καναπέ και έγειρε αναπαυτικά πίσω, θυμίζοντας της ότι εκείνο το σπίτι το ήξερε πριν από την ίδια.

   Για λίγο έπεσε σιωπή. Η Κυβελη τον παρατήρησε που κοιτούσε γύρω γύρω, το έξυπνο βλέμμα του χαμηλωμένο, σαν κάτι να έψαχνε.
«Τι θες από εμένα Σπύρο;»
Την κοίταξε στα ματιά. Το σκούρο του ύφος την τσάκισε. Δεν ήταν ειρωνικό, εκδικητικό, κακό. Ο άντρας απέναντι της με μια ανάσα την πήγε πίσω 2 χρόνια, όταν με δυο μόνο μάτια της χάριζε όλη την αγάπη και επιβεβαίωση του κόσμου.
Εκείνη ήθελε...
Η κοπέλα γέλασε νευρικά
Σηκώθηκε όρθιος απέναντι της. Και πιο πολύ σαν μονομάχοι στάθηκαν παρά ως πρώην εραστές, θα μονομαχούσαν για την τελευταία αυτή κουβέντα, ποιος θα την πει, ποιος θα κερδίσει, ποιος θα μείνει με τις λιγότερες πληγές.

«Δεν το πιστεύω ότι έχεις το θράσος να μου ζητάς κάτι τέτοιο.» μισόγελάει, της φαίνεται όντως αστείο, γελοίο βασικά.
«Δεν σου ζητάω τίποτα.» Ο Σπύρος γίνεται αμυντικός, πράγμα σπάνιο.
Αυτό της πρόδωσε το πόσο ευάλωτος ήταν όντως.
«Κι όμως. Μου ζητάς μια ευκαιρία.» Επέμεινε η κοπέλα πεισματικά.
Για λίγο έμοιαζε αφοσιωμένος να επιμείνει στο ψέμα του, πνιγμένος, μα σαν αποδέχτηκε κάτι στο μυαλό του όλα λύθηκαν.
«Ναι.»

«Μετά απ όσα μου έκανες...» άφησε την πρόταση να πλανάται στον αέρα.
«Εσύ πρώτη από όλους έμαθες φέτος ότι η αγάπη συχνά μοιάζει με μίσος.»
Κούνησε το κεφάλι της δύσπιστα.
«Παρομοιάζεις τον εαυτό σου με μια σχιζοφρενή;»
«Η Ιασμη ήταν εγωίστρια γιατί ήταν εγωίστρια, και έπειτα ήταν και σχιζοφρενής. Αυτά δεν συγχέονται μεταξύ τους.»

Βρήκε μια ησυχία στον τρόπο που ο Δελής έσβηνε τις φωτιές στο μυαλό της και αποδομούσε τις περιπλοκές σκέψεις της.
Όλα τα έκανε να μοιάζουν πιο απλά, πολύ πιο εύκολα.
Της έλειπε αυτό με τον Ορέστη.

«Ξέρεις ότι σε αγαπώ αρρωστημένα, εγωιστικά, είμαι αδιανόητα απαιτητικός, ιδιοτελής, εκδικητικός, αλλά σε αγαπώ όσο και όπως καμία άλλη.»
Η δήλωση του, σπάνια και αχρείαστη πλέον, την έκανε να αναριγήσει.
«Και τι μου ζητάς Σπύρο;»
«Να τελειώσει όλο αυτό όπως άρχισε.»
«Το τέλος δεν μοιάζει με την αρχή.»
Ήταν η σειρά του να γελάσει.
«Δεσποινίς Πολίτη η αφέλεια σας είναι ανακουφιστική μερικές φορές. Το τέλος είναι η αρχή» την διόρθωσε.
«Ο Ορέστης άφησε την κοπέλα του με την υπόσχεση να επιστρέψει και έφυγε στο εξωτερικό. Εσύ είσαι μέσα σε ένα ξένο σπίτι, κι εγώ σε αγαπώ ακόμα. Ακριβώς όπως πέρυσι.»

Προσπάθησε να μην φανεί η ταραχή της.
«Ο Ορέστης θα γυρίσει.»
«Έτσι θα γίνει ναι. Να σου πω ένα παράδοξο;»
Η απότομη αλλαγή την τρόμαξε, όχι ήθελε να φωνάξει με το ύφος του δεν της άφηνε άλλη επιλογή.
«Ξέρω τον Ορέστη καλύτερα από εσένα.» Ομολόγησε με θράσος. Η Κυβέλη καυχασε.
«Έχω δει την Ιασμη να κάνει παρέα με την Νεφέλη όσο εκείνος έλειπε, τον πρώτο καιρό έμενε σπίτι του, το ξέρεις;»
Όχι, αυτό δεν το ήξερε.
«Και το καλοκαίρι, λίγο πριν γυρίσει, ήρθε σπίτι η Τατιάνα, εξομολογήθηκε τον έρωτα της για τον Ορέστη στην μάνα του και ζήτησε βοήθεια.» Γελούσε όσο της εξιστορούσε.

«Βλέπεις το μοτίβο εδώ;» Την ρωτά το προφανές.
«Βλέπεις ότι όταν έφευγε δεν γυρνούσε ίδιος;»
Η καρδιά της έπεσε στο στομάχι της.
Δεν έχει σημασία ειπε στον εαυτό της. Αυτή η φορά δεν είναι σαν τις άλλες. Εγώ δεν είμαι σαν τις προηγούμενες.

Ανδρώθηκε όσο μπορούσε και έψαξε μέσα της το χαμένο κουράγιο.
«Και πως σε αφορά η σχέση μου με τον Ορέστη; Ακόμα και αν χωρίσουμε τι;»
Σιωπή. Ο Σπύρος χαμογέλασε μειλίχια.
«Όχι!» Τον πρόλαβε, μα η φωνή της βγήκε πιο πολύ παρακλητικά από ότι επιτακτική. Όπως ο Οδυσσέας παρακάλεσε τις σειρήνες να μην τον ξεμυαλίσουν.
«Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο Κυβέλη.» της θύμισε το δώρο του και η κοπέλα αναρίγησε.

«Όλοι εκεί γυρνούν στο τέλος. Σε αυτό τον καταραμένο έρωτα. Ο Ορέστης σου το έκανε, νοητά, αλλά επέστρεψε για πάντα σε εκείνον τον εαυτό, εσύ;»
Ήταν αρκετά σίγουρη ότι η καρδιά της ακουγόταν σε ολόκληρο το διαμέρισμα. Το κεφάλι της ήταν έτοιμο να σπάσει από το σφυρί που χτυπούσε ανελέητα.

«Μόνο εσένα βλέπω να επιστρέφεις.»
«Όταν έφυγε την πρώτη φορά, επέστρεψε και η Ιάσμη ήταν σε ψυχιατρείο, τότε δεν ήταν που έκανε σεξ με την κολλητή του την Τατιάνα;» την ρωτά και η κοπέλα ξεροκαταπίνει.
«Φεύγοντας άφησε δυο να τον περιμένουν. Και όταν γύρισε ποια γνώρισε;» εκεί χαμογέλασε πικρά, ενθυμούμενος τότε που την έχασε μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες.
«Γνώρισε εσένα! Και άφησε και την μια και την άλλη, τα κατάφερες πολύ καλά ομολογώ.» την επαίνεσε με τρόπο που την έκανε να ανατριχιάσει.
«Αλλά η Ιάσμη δεν είχε πει την τελευταία της κουβέντα, αναμενόμενο αν με ρωτάς, ήταν πάντα πολύ ανταγωνιστική ως προς την θέση της στην ζωή του Ορέστη.»
Έμεινε για λίγο σιωπηλή, μα αντί να αναλογιστεί όσα της είπε προσπάθησε να εντοπίσει τον λόγο.
Γιατί μου τα λέει όλα αυτά;

Μα το μυαλο της φωτιστηκε αποτομα, σαν η αληθεια να ηταν μπροστα της ωρα τωρα.
«Πρέπει να πονάει.» άξαφνα σχολίασε.
Το κλίμα άλλαξε ευθέως και το βλέμμα του σκοτείνιασε. Η Κυβέλη με τρεις λέξεις απέκτησε την δύναμη.
«Τι;» η ερώτηση του βγήκε χωρίς πνοή.
Είχε χλωμιάσει, οι ώμοι του έγειραν μπροστά.
Πόσο εύκολα τον αποδομούσε!
«Να αγαπάς κάποιον δίχως ανταπόκριση.»
Στον τρόπο που τόσο αβίαστα του επιτέθηκε ο Σπύρος βρήκε πάτημα.
«Θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό, τόσο καιρό πλάι στον Ορέστη.» προσπάθησε να αγνοήσει την σουβλιά στο στήθος.

Χαμογέλασε. Στην πραγματικότητα την διασκέδαζε το πόσο λίγο εν τέλει την πονούσε αυτό που της είπε.
«Δεν το έχω νιώσει ποτέ αληθινά, ούτε πλάι σου ούτε πλάι στον Ορέστη, αβεβαιότητα; Σίγουρα! Αλλά έδινα τόσα και στάθηκα αρκετά τυχερή ώστε ποσοτικά να τα πάρω όλα πίσω, βεβαία θα μου πεις η ποιότητα μετράει, αλλά από την άλλη, ποιος είσαι εσύ να μιλήσεις για ποιοτική αγάπη;»
«Και τώρα να σαι...πίσω σε έμενα...» χαμογελάει κάπως, και συνάμα συνειδητοποιεί ότι το πρόσωπο της έχει φωτιστεί με μια ελευθερία που την κάνει αυτάρεσκη.
Ώστε έτσι έμοιαζε μπροστά του δυο χρόνια πριν; Τόσο απελπισμένη όσο αυτός; Ικετεύοντας για μια στάλα αγάπης;

«Τελικά κύριε Δελη ξέρετε τι συνειδητοποιώ;»
Στέκεται απέναντι της. Δεν την τρομάζει η ψηλή κορμοστασιά του, που γέρνει προς το μέρος της και την σκεπάζει. Τον κοιτάζει στα ματιά θαρραλέα. Το σκούρο, βαθύ, αβυσσαλέο του ύφος, που μέσα του έψαχνε πάντα κάτι. Αγάπη; Πάθος; Συγχώρεση; Πλέον δεν έψαχνε τίποτα.
«Ότι την πατήσατε μαζί μου.» γελάει κάπως κοροϊδευτικά, βλέποντας τον να σφίγγει τα δόντια.
Την πλησιάζει κι άλλο, τα κορμιά τους σχεδόν ακουμπούν μεταξύ τους.

«Δεν φοβάσαι Κυβέλη;» η ερώτηση του κουβαλάει ειλικρινή απορία, μα πως δεν τον φοβόταν;
«Εσένα;» καύχασε.
«Ναι, όπως φοβήθηκες τότε, στο σπίτι του Ορέστη.» της θυμίζει και μειδιάζει σκεπτόμενος το υποταγμένο της βλέμμα.
Η Κυβέλη γέρνει το κεφάλι της προς τα αριστερά και δαγκώνει το εσωτερικό από το κάτω χείλος της. Τα σκούρα μάτια της μαυρίζουν και ανοίγουν στο φως.
Οι φακίδες της σαν πιτσιλιές του θυμίζουν ότι είναι γεμάτη μικρές τελειότητες που βάφτισε ατέλειες.

Προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να του εξηγήσει ότι αντίκρισε τον θάνατο έκτοτε, πως δεν φοβάται τίποτα πια. Σκέφτεται τις λέξεις με τις οποίες μπορεί να τον κάνει να καταλάβει ότι τον κοιτά και νιώθει ένα απέραντο, απόλυτο, άγευστο, άοσμο τίποτα.
«Ο μεγαλύτερος μου φόβος είναι να μην αγαπηθώ λάθος από το άτομο που θα αγαπήσω πιο πολύ. Ο φόβος μου έγινε πραγματικότητα. Έπειτα, φοβήθηκα πως θα εκτεθώ, και εκτέθηκα. Φοβήθηκα πως όσοι αγαπώ θα βιώσουν τον απόλυτο πόνο και δεν θα μπορώ να τους βοηθήσω, και το ένιωθα. Φοβόμουν πως μια μέρα θα χάσω τον έρωτα της ζωής μου και κόντεψα να τον χάσω. Φοβήθηκα μήπως μείνω μόνη και έμεινα. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι φοβάμαι εσένα; Τι άλλο μπορείς να μου κάνεις που να μην το έχεις κάνει ήδη; Σπύρο τα κατάφερες. Έχει τερματίσει το παιχνίδι.»

 Μορφασε στις λέξεις της.
«Δεν τελείωσε, γιατί δεν είναι παιχνίδι Κυβέλη, δεν παίζω ποτέ.»

«Είμαι δική σου.» τον διακόπτει, με μια -απρόσμενη- δήλωση. Ο άντρας πισωπατά παραξενεμένος. Η φωνή της είναι σταθερή και ακούγεται σε κάθε γωνιά του σπιτιού.
«Σε αγάπησα όσο εμμονικά και επίμονα δεν έχω αγαπήσει κανέναν άλλον, ένα κομμάτι μου σου άνηκε, εκείνο της φοιτήτριας, εκείνο της υποτακτικής, της ερωμένης, της γυναίκας, όλα εκείνα ήταν δικά σου, και κοίτα να δεις! Ένα ένα μόνος σου τα έκαψες, κι ύστερα με εκδικήθηκες για τον τρόπο που επέλεξα να σώσω όσα διέλυσες. Σε λάτρεψα, ακούς Σπύρο;»

  Γελάει, κάθε λέξη που λέει είναι τόσο βάρια και έντονη μα η καρδιά χτυπάει σταθερά, ούτε χτύπο πάνω ούτε χτύπο κάτω. Και εκείνος παίρνει τους παραπάνω σφυγμούς και τρέμει ολόκληρος σαν να έχει χυθεί η καρδιά του σε όλο του το σώμα, δεν αντέχει να την κοιτά να τον κιτα πίσω ανεκαφραστη. Ψάχνει μέσα της την πλευρά που τον αγαπούσε.
Μα που ήταν;
Πως θα την έφερνε πίσω;
Θα κάνω τα πάντα.
Θα έκανε όντως τα πάντα.
«Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο Κυβέλη.» ψιθύρισε, ανήμπορος να βρει επιχείρημα. Της έριχνε ένα κεφάλι κι όμως ένιωθε μικρός μπροστά της.
Η Κυβέλη χλεύασε.
«Η αγάπη μας στον παράδεισο θα πάει, γιατί πέθανε. Εγώ κι εσύ όμως είμαστε ζωντανοί, καταδικασμένοι να ζήσουμε με τις επιλογές μας.»

Δεν μιλάει για λίγο.
Ξεροκαταπινει και ο λαιμός του συσπάται. Χαλαρώνει λίγο την γραβάτα του, σαν να ζεσταίνεται ξάφνου. Κάνει ένα βήμα προς το μέρος της, παίρνει βαθιά ανάσα και αποφασίζει να είναι θαρραλέος.
Μια τελευταία φορά, μια τελευταία ευκαιρία.
Όταν κάτι χαλάει σε μια σχέση το φτιάχνεις, δεν πετάς ολόκληρη την σχέση στα σκουπίδια, σωστά;

Φτάνει κοντά της και εκείνη δεν κάνει ούτε βήμα πίσω.
Κι αν σε φιλήσω εδώ και τώρα;
Κι αν περάσω το χέρι μου γύρω από τον λαιμό σου και πνίξω όπως ο Οθελλος την αγαπημένη του;
Γιατί αν δεν σε έχω εγώ δεν θα σε έχει κανείς.

Τον κοίταξε βλοσηρά «Είσαι ήδη στην κόλαση Σπύρο, το ξέρεις;»
Δαγκώνεται. Γνέφει θετικά.
«Το ξέρω.» η παραδοχή του την ξαφνιάζει, μα δεν σταματάει.
«Είσαι αδύναμος. Πάντα πίστευα πως στην σχέση μας εσύ ήσουν ο δυνατός, αλλά δεν είσαι. Δεν μπορούσες να με αντέξεις, δεν φταις εσύ, απλά δεν είσαι φτιαγμένος για μεγάλους έρωτες.» χαμογελάει πικρά σκεπτόμενη.

«Δεν μπόρεσες ούτε να με αγαπήσεις ούτε να με μισήσεις μέχρι τέλους. Αν έκανες το πρώτο, θα ήμουν δική σου για πάντα, αν ήσουν άξιος να κανείς το δεύτερο θα σκότωνες και τους δυο μας. Ή μαζί ή καθόλου; Θυμάσαι;»
Με κάθε της λέξη το μαχαίρι βυθίζεται κι άλλο στην πληγή.
«Μα δεν ήσουν αρκετά δυνατός. Όπως και τώρα, που ούτε με φιλάς, ούτε με πνίγεις γιατί τίποτα από τα δυο δεν μπορείς να αντέξεις μέχρι τέλους.»

Ο Σπύρος μένει εμβρόντητος, πάντα αγαπούσε το μυαλό της, μα ποτέ δεν τον είχε ξεγυμνώσει έτσι. Το μυαλό που εκείνος που εκπαίδευσε..
«Θες να σε σκοτώσω Κυβέλη;» την ρωτάει απλά, σαν να της μιλάει για κάτι εύκολο και καθημερινό.

Του χαμογελάει.
«Το να αλλάζετε θέμα παλιά ήταν το δυνατό σας σημείο κύριε Δελη, τι συνέβη;»
Ο καθηγητής μείδιασε πικρά.
«Η μαθήτρια ξεπέρασε τον δάσκαλο υποθέτω.» παραδέχτηκε.

Κάνει ένα βήμα προς το μέρος του. Στο οσφρητικό της πεδίο έρχεται το άρωμα του. Βαθύ, γλυκό και βαρύ, όπως το είχε αγαπήσει.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φτάνει. Το κουδούνι της πόρτας θα χτυπούσε σε έντεκα λεπτά ακριβώς.
Τον είδε να χάνει μια ανάσα όταν έφτασε στο ύψος τον χειλιών του. Τον κάρφωσε με το βλέμμα της πριν σκύψει προς το μέρος του.
Στο διαμέρισμα ακούγονται μόνο οι ανάσες τους και η καρδιά του χτυπά αρυθμα και γρήγορα. Την νιώθει να βγαίνει από το πουκάμισο του και να ακουμπά στο στήθος της.
Τα χείλη της ακούμπησαν τα δικά του, είχε τον απόλυτο έλεγχο. Ένα σύντομο, βαθύ και γεμάτο γνώριμες γεύσεις φιλί.
Άφησε ανάμεσα στα χείλη τους την τελευταία πνοή της σχέσης τους.

Απομακρύνθηκε και τον είδε να διαλύεται μπροστά της, να καίγεται ζωντανός.
Ήταν το φιλί του Ιούδα, μα άλλος θα 'κρεμιοταν από το δέντρο'.

«Καλή συνέχεια κύριε Δελη.»



Ήταν έρωτας γιατί τον κοίταξα στα μάτια μετά από χρόνια και καθετί τρυφερό είχα μέσα μου για εκείνον σπάραξε.
Ήταν έρωτας γιατί βρεθήκαμε και ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Παράλληλα μέσα μου περάσαν χίλια χρόνια.

Ήταν έρωτας γιατί δεν έχω ξανανιώσει ποτέ έτσι για κανέναν, και με κανέναν.
Γιατί εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα στις 11 και ξύπνησα στις 7.
Γιατί όλος μου ο οργανισμός ρυθμίστηκε από την αρχή να με αγαπά όπως παλιά.

Ήταν έρωτας γιατί τα πράγματα έγιναν όπως παλιά ακριβώς.
Ήρθε η ανασφάλεια, και ήρθε και η αίσθηση ότι είμαι λίγη.
Ήρθαν τα αργοπορημένα μηνύματα μαζί με αλλά πολλά.
Γιατί ο άνθρωπος δεν αλλάζει, εκείνος δεν άλλαξε, ούτε εγώ.
Αυτός ρυθμισμένος να έρχεται και να φεύγει, κι εγώ ρυθμισμένη να περιμένω.

Τον κοίταξα στα μάτια και έγλυψε λίγο παγωτό από τα χείλη μου.
«Μεγαλώσαμε μαζί, ωριμάσαμε.» απεφάνθη.
Και το βράδυ άκουγα το 'εγώ μεγάλωνα για σένα' μέχρι το πρωί, με δάκρυα στα μάτια.
Είναι το τραγούδι που λυγίζει τα γόνατα μου.
Και του το ψιθυρίζω όταν γέρνω πάνω του και κοιτώ την θέα της Αθήνας.

'Και περάσαν οι ζωές μας δεν βρεθήκαμε ποτέ μας και εσύ έρχεσαι και φεύγεις όταν θες. '
Με αγκάλιασε σφιχτά σαν να μην χόρταινε.
«Τώρα είμαι εδώ. Θα τα ζήσουμε όλα»

Ήταν έρωτας γιατί αφέθηκα στα φιλιά του ξέροντας ότι θα φύγει πάλι.
Ότι θα με αφήσει με τα υποκατάστατα των αναμνήσεων που μου άξιζαν.
Και την θέση σου την περνούνε σκιές.
Ήταν έρωτας γιατί μιλήσαμε για όσους και όσες ήρθαν μετά από τον χωρισμό μας και νιώσαμε ντροπή που συμβιβαστήκαμε στις σκιές.

Ήμουν ερωτευμένη γιατί δεν τον κατηγόρησα ότι εγώ αναγκάστηκα ενώ εκείνος απλά το επέλεξε.
Μ'αγαπανε με φροντίζουν... κάπου κάπου σε θυμίζουν.
«Ψάχνω σε όλες εσένα Μαγδάκι. Να με κοιτάνε όπως εσύ, να με ενθουσιάζουν σαν να τις ξέρω μόνο ένα μήνα και να με ξέρουν σαν να με γνωρίζουν χρόνια. Καμία, μόνο εσύ.»

Ήταν έρωτας γιατί ένας λυγμός ανέβηκε στον λαιμό μου και κάηκε το δέρμα μου που άφησα άλλους να το αγγίξουν.
Κι έτσι ζω μόνο για σένα. Ψιθύρισα γράφοντας αυτές τις λέξεις.
Περιμένοντας εσένα...

Και σαν είδα τα σκούρα, κλείστηκα στον εαυτό μου και δεν είπα λέξη σε κανέναν.
Βγήκα από το σώμα μου και μας είδα να προχωράμε πλάι πλάι, να μιλάμε και να γελάμε.
Είδα το πρόσωπο μου, τα μάτια μου κοιτούσαν άλλου.

Και κάπως έτσι έληξε, σαν ένα όνειρο το ξημέρωμα, με τις πρώτες ακτίνες του ηλίου, αν ως ήλιο σκεφτούμε την πραγματικότητα.

Ήταν έρωτας γιατί είναι ερωτάς.
Απλά όχι μεταξύ εμένα και εκείνου,
Αλλά ανάμεσα σε εκείνη που ήμουν και σε αυτόν που εύχομαι να ήταν.







Ciao Bellas!!!

Παει καιρος και μου λειψατε οικτρα! Ελπιζω να ειναι αμοιβαιο.

Η ζωη κινειται με γρηγορους ρυθμους. Σχολη, διαβασμα, δουλεια, φιλοι (ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΣΤΙΑΣΗ ΜΕ ΜΟΥΣΙΚΗ!!) , και πολλα ακομα. Αλλα το βιβλιο θα τελειωσει με γρηγορους ρυθμους γιατι ειμαι ερωτευμενη με τα τελη, και το ξερετε καλα αυτο!

Πως ειστε;

Καλη αρχη στα παιδια που δινουν. Τα εχω πει απειρες φορες, ειμαι εδω αν με χρειαστειτε!

Hταν ενα κεφαλαιο μεταβατικο. Το επομενο προχωραει κι αλλο χρονικα.

Ειδαμε φυσικα την παρεα μας, την δυσκολη σχεση του Βασιλη με την Ερμιονη.

Εγω τον Βασιλη τον αγαπω πολυ να ξερετε...

Ειδαμε τον Ορεστακο να βασανιζεται αλλα να ειναι οπως παντα ενας κυριος!! 
Ειδαμε την εποχη του θερισμου. Αχ Μποφιλιου σε αγαπω...

Ειδαμε το τελος του Σπυρου...θα τον ξαναδουμε αλλα αυτο ηταν το τελος του με την Κυβελη. Πως σας φανηκε; Στην αρχη του βιβλιου το περιμενατε ετσι;


Στελνω φιλι γλυκο.

Το καλοκαιρι αναμενεται καυτο και γεματο εξελιξεις.


Σας αγαπω πολυ και στελνω φιλι γλυκο.


xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top