~16
Γουελ, η φίλη σας η Ρία σκέφτηκε να αρχίσει να επεκτείνει την δραστηριότητα της στο wattpad, ΚΑΙ στο τικτοκ. Φοβερό;
Λολ, απλά αν έχεις τικτοκ μπορείς να με ακολουθήσεις γιατί σκέφτομαι να ανεβάζω πραγματάκια και εκεί. Τικτοκ ακάουντ: riri_zoits
Επίσης, ομγ. Κοντεύουμε τους 2.000 φόλλοουερς και η φίλη σας έχει τρελαθεί. Αν μου σκάσετε όλες από ένα 100αρι, άνετα φεύγω για Μπαχάμες αύριο.
Πέρα από την πλάκα, σας ευχαριστώ. Πολύ πολύ πολύ! Όλους♥
*δώστε βάση στους στίχους του τραγουδιού. Έχω ανατριχιάσει φουλ με το πόσο ταιριάζει σε όλη την φάση της Φαμπιάνας και τους Άλεξ*
Οκ πολλά είπα. Πάμε στο κεφ γιατί αν με αφήσετε θα μιλάω για ώρες.
~~~
<<Κρίμα να κάψεις τόσο ωραία στολή>>
Νιώθω την καρδιά μου να σταματάει για ένα δευτερόλεπτο. Ξεροκαταπίνω.
Προβλέπεται μεγάλο βράδυ σήμερα.
Χαμογελάω. Όσο πιο ψεύτικα μπορώ. Έχω εκπαιδευτεί πάρα πολύ καλά στο να κρατάω όλα μου τα συναισθήματα για τον εαυτό μου και μόνο.
Αφήνω μια μεγάλη ανάσα, που δεν ήξερα καν ότι κρατούσα από την στιγμή που άκουσα την φωνή του - την ηλίθια φωνή του αγκχ-, και γυρνάω με αργές κινήσεις.
Οκευ. Είναι ο Άλεξ.
Είναι ο Άλεξ.
Ναι. Είναι... αυτός.
Ο τέτοιος, λοιπόν.
Ο τέτοιος στέκεται μπροστά μου. Ντυμένος... Πινόκιο;
Προσπαθώ υπερβολικά πολύ να κρατήσω το γέλιο μου, αλλά αποτυγχάνω όταν τον βλέπω να χαμογελάει και να κοιτάζει τον εαυτό του.
<<Ήξερα ότι ήταν σαχλή ιδέα να ντυθώ Πινόκιο>> σχολιάζει και διορθώνει το κόκκινο παντελόνι που του είναι υπερβολικά κολλητό.
<<Την κατάλληλη στολή βρήκες, νομίζω>> του πετάω και σταυρώνω τα χέρια μου. Κουνάει το κεφάλι του καταφατικά και χαμογελάει και γαμώτο θέλω να τον πνίξω.
Πως τολμάει να στέκεται μπροστά μου με αυτή την ηλίθια στολή και να με κοιτάζει και να να... αγκχ πως τολμάει;
Απλώνει το χέρι του για να δείξει την δική μου στολή. <<Σου πηγαίνει, πάντως>> λέει ξανά και ξεροκαταπίνω.
Το καταφέρνει. Πάντα καταφέρνει να με κάνει να χάνω τον ειρμό των σκέψεων μου. Είναι ειδικός σε αυτό.
Διορθώνω το ηλίθιο φόρεμα, παρόλο που ξέρω ότι δεν έχει ανέβει καθόλου μιας και δεν έχω κουνηθεί. <<Ευχαριστώ>> απαντάω κοφτά και κοιτάζω το κινητό μου. Και έπειτα την είσοδο του σπιτιού. <<Με περιμένουν, θα τα πούμε μέσα>> θέλω αέρα. Θέλω να φύγω τώρα από εδώ, δεν μπορώ να αναπνεύσω όταν είναι κοντά μου.
Δεν προλαβαίνω να ξεφύγω και το χέρι του τυλίγεται γύρω από το μπράτσο μου.
<<Στάσου>> κοιτάζω ενοχλημένη το χέρι του και αμέσως το τραβάει μακριά. Το περνάει μέσα από τα κολλημένα με τζελ μαλλιά του, μάλλον έχοντας ξεχάσει ότι δεν μπορεί να κάνει αυτή την κίνηση τώρα που είναι κολλημένα σε αυτό το σαχλό χτένισμα.
<<Τι θες;>> ξεροκαταπίνω όταν τον ξανακοιτάζω στα μάτια του.
Γαμώτο. Σταμάτα να με κοιτάς έτσι.
Οκευ. Ουάου. Ακόμη επηρεάζομαι άσχημα όταν με κοιτάζει έτσι. Και; Τι με αυτό; Να το δώσω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης μήπως;
<<Για σένα ήρθα σήμερα εδώ>> μου λέει με αυτή την βαθιά φωνή που μου ξυπνάει τόσες αναμνήσεις. Γαμώτο, αυτές τις ηλίθιες αναμνήσεις τις έχω θάψει με το ηλίθιο σκατοόνομά μου.
<<Εγώ ήρθα για το πάρτι>> αντιλέγω και διορθώνω τα μαλλιά μου. <<Και έχω αργήσει. Με περιμένουν τα παιδιά>> ξαναγυρνάω προς την είσοδο και παρατηρώ ότι ο Τζέικομπ έχει βγει έξω και κοιτάζει τριγύρω μάλλον ψάχνοντάς με.
<<Άνα, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό>> πετάει και γυρνάω απότομα το κεφάλι μου.
<<Ορίστε;>>
<<Δεν μπορείς να βρίσκεις συνέχεια τρόπο και να ξεφεύγεις. Φέρσου ώριμα, επιτέλους, και αντιμετώπισε την γαμημένη κατάσταση!>> καταλαβαίνω ότι όλα αυτά του βγαίνουν αβίαστα και παρατηρώ ότι τα χέρια του τρέμουν έτσι όπως τα κουνάει στον αέρα προσπαθώντας να δείξει τον εκνευρισμό του.
Όχι. Δεν θα πέσω στην παγίδα του.
<<Λυπάμαι, αλλά δεν έχω καμία όρεξη να σε ακούσω Άλεξ>> λέω χαμογελαστή και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. Γυρνάει στο αυτοκίνητο και πετάγομαι μέχρι πάνω όταν ακούω το πόδι του να συγκρούεται με δύναμη στο τζιπ της Νάιλα. <<Τι κάνεις γαμώτο;>> φωνάζω και κάτι παιδιά γυρνούν για να μας κοιτάξουν. <<Σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν 5χρονο>>
<<Εγώ Άνα;>> ρωτάει ειρωνικά και με ξαναπλησιάζει. <<Εγώ συμπεριφέρομαι σαν γαμημένο 5χρονο; Ή εσύ;>> έτσι όπως με κοιτάζει, έτσι όπως το σώμα του σχεδόν ακουμπάει το δικό μου, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ πόσο μου έχει λείψει.
Μάλλον το βραβείο ανοιχτής παλάμης πρέπει να το πάρω εγώ.
<<Είναι δικαίωμά μου να μην θέλω να ακούσω όλες αυτές τις μαλακίες που έχεις ετοιμάσει να μου αραδιάσεις. Αλήθεια, Άλεξ, από εχθές που σε ενημέρωσε ο Κόλτον για το πάρτι, πόση ώρα προετοιμαζόσουν στον καθρέφτη λέγοντας άπειρα ψέματα για να με κάνεις να σε λυπηθώ;>> ρωτάω σταυρώνοντας τα χέρια μου και κοιτώντας τον ειρωνικά.
Είναι γελοίος με αυτή την στολή και με αυτή την τεράστια μύτη. Τελικά είχα δίκιο. Αυτή η στολή του ταιριάζει γάντι. Μακάρι να μεγάλωνε και η δική του μύτη όταν έλεγε ψέματα. Μέχρι τώρα θα είχε γίνει τεράστια με όλα αυτά που μου έχει πει.
Πιάνει ξανά το χέρι μου, πιο δυνατά αυτή την φορά, αλλά δεν με νοιάζει. <<Είσαι γαμημένη εγωίστρια>> λέει και γελάω. <<Μπορείς για ένα λεπτό να έρθεις στην θέση μου;>>
<<Δεν θέλω να έρθω στην θέση σου. Και δεν με νοιάζει, Άλεξ. Κατάλαβέ το επιτέλους>> του αντεπιτίθεμαι άγρια και τον πλησιάζω ακόμη περισσότερο.
Φαίνεται ότι προσπαθεί να καταλαγιάσει τα νεύρα του. <<Έχουν περάσει 3 χρόνια. 3 ηλίθια χρόνια, γαμώτο...>> δεν ξέρω αν το λέει σε εμένα ή στον εαυτό του.
<<Το ξέρω, βλάκα>> του φωνάζω. <<Ξέρεις τι πέρασα; Ξέρεις πόσο δύσκολο ήταν για μένα να έρθω εδώ, να προσπαθώ να σε ξεχάσω και να κλαίω κάθε μέρα μόνο και μόνο επειδή σε αγάπησα αλλά εσύ...>> απομακρύνομαι αφού πια το χέρι του είχε χαλαρώσει το κράτημά του, και κάνω μερικά βήματα μακριά. <<εσύ... εσύ τίποτα Άλεξ>> σηκώνω τα χέρια μου ψηλά.
<<Κλαις;>> ρωτάει μόνο και κοιτάζω αλλού.
<<Όχι πια>> απαντάω αμέσως και νιώθω ότι η δικιά μου μύτη πρέπει να μεγαλώσει για το ηλίθιο ψέμα που μόλις είπα.
Με ξαναπλησιάζει. Δεν κάνω καμία κίνηση να απομακρυνθώ. Τα χέρια του κρατούν το πρόσωπό μου, παρόλα αυτά αρνούμαι να τον κοιτάξω. <<Άνα>> λέει το όνομά μου. Γαμώτο, όχι. Δεν με λένε Άνα. Πότε στο διάολο θα το καταλάβει; <<Άνα, κοίταξέ με>> ψελλίζει και δεν μπορώ παρά να υπακούσω. Τα μάτια του λάμπουν κάτω από το λιγοστό φως και... Χριστέ μου, πόσο μου έλειψαν αυτά τα ηλίθια μπλε μάτια; <<Άνα, κλαις για εμένα;>> τα χείλη του είναι ελάχιστα μακριά από τα δικά μου και ζαλίζομαι.
Επίσης η τεράστια μύτη του ακουμπάει στο μάγουλό μου και με γαργαλάει.
<<Φα...μπιάνα>> καταφέρνω να ψελλίσω διορθώνοντάς τον, αλλά μου φαίνεται ότι δεν τον νοιάζει.
<<Μωρό μου, όχι...>> λέει και η ανάσα μου κόβεται.
Μωρό μου.
Με είπε έτσι. Με είπε μωρό μου.
Με... γαμώτο.
Όχι. Όχι. ΌΟΧΙ.
<<Άσε με>> καταφέρνω να πω και τον σπρώχνω από τα μπράτσα. Δεν κάνει καμία προσπάθεια να με σταματήσει. <<Μην με ξαναπείς έτσι. Ποτέ. Το κατάλαβες αυτό ή να στο συλλαβίσω;>>
<<Άνα...>>
<<Ξεκόλλα. Φαμπιάνα με λένε, πλέον. Η Άνα που ήξερες, δεν υπάρχει. Και καλά θα κάνεις να το καταλάβεις αυτό Άλεξ>> προσπαθώ να κρύψω τον σφυγμό μου που κάνει σαν τρελός όπως και την καρδιά μου που νιώθω ότι θα πεταχτεί έξω από την ηλίθια νοσοκομιακή ρόμπα. <<Δεν μπορείς να... όχι. Δεν σου επιτρέπω να έρχεσαι εδώ και να με αποκαλείς μωρό σου, γαμώτο. Δεν σου έδωσα το δικαίωμα να το κάνεις αυτό>> νιώθω μια παρουσία πίσω μου αλλά συνεχίζω να λέω όλα αυτά που πρέπει να του πω για να ηρεμήσω.
<<Δεν μπορείς να λες ότι μόνο εσύ με αγάπησες Άνα!>> προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. <<Δεν γίνεται να πιστεύεις ότι μετά από ό,τι ζήσαμε, η αγάπη σου ήταν μονόπλευρη. Πως μπορείς να πιστεύεις κάτι τέτοιο; Ούτε εγώ σου έδωσα γαμημένο δικαίωμα για να λες ότι δεν ένιωθα τίποτα!>>
<<ΑΝ ΕΝΙΩΘΕΣ ΚΑΤΙ ΑΛΕΞ ΘΑ ΕΡΧΟΣΟΥΝ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΕΔΩ>> τσιρίζω και νομίζω ότι έχουμε γίνει θέαμα, στα τουλάχιστον 5 άτομα που κάθονται και μας κοιτάζουν τρώγοντας ποπκορν. <<ΘΑ ΕΡΧΟΣΟΥΝ ΑΠΟ ΠΙΣΩ ΜΟΥ ΓΑΜΩΤΟ. ΔΕΝ ΘΑ ΜΕ ΑΦΗΝΕΣ. ΔΕΝ ΘΑ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕΣ ΤΟΣΑ ΗΛΙΘΙΑ ΨΕΜΑΤΑ>> η φωνή μου βγαίνει με το ζόρι και για κάποιον περίεργο λόγο δεν κλαίω.
Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. <<Πόσο λίγο με ξέρεις τελικά>> δηλώνει και ρολάρω τα μάτια μου.
<<Σοβαρά; Μήπως για εμένα αποφάσισες να έρθεις εδώ μετά από 3 χρόνια;>> ρωτάω σταυρώνοντας τα χέρια και τον κοιτάζω έντονα.
Δεν απαντάει. Προφανώς.
Γνέφω. <<Είδες; Μάλλον τελικά ούτε εσύ ξέρεις τον εαυτό σου>> σχολιάζω.
<<Όλα ήταν ένα ψέμα...>> σταματάει και με κοιτάζει διερευνητικά <<...Φαμπιάνα>>
Η καρδιά μου φτερουγίζει στο άκουσμα του ονόματός μου. Του κανονικού ονόματός μου από τα χείλη του.
Ελάχιστες φορές με αποκαλούσε έτσι στο παρελθόν. Και εκνευριζόμουν.
Μπορώ να το συνηθίσω όμως. Ακούγεται πολύ πιο ωραία από το στόμα του.
<<Το ξέρω Άλεξ. Δεν χρειάζ->>
<<Με την εγκυμοσύνη της Κρίστι. Όλα ήταν ψέματα>> ξαναλέει και το κινητό μου γλιστράει από τα χέρια. <<Δεν υπάρχει καμία εγκυμοσύνη, κανένα μωρό>> τα μάτια του συναντούν τα δικά μου.
<<Χέλλοου παιδάκιααα>> ακούω μια φωνή από πίσω μου. <<Μαλάκα Άλεξ η στολή του πειρατή με κάνει περισσότερο άντρα έτσι; ΑΡΡΡΓΚ>>
<<Όχι>> ψιθυρίζω και νιώθω το έδαφος από κάτω μου να κουνιέται. <<Όχι... όχι λες ψέματα. Λες πάλι ψέματα...>>
<<Γιατί να σου πω ψέματα Άνα; Αυτή είναι η αλήθεια. Αντιμετώπισέ την>> η φωνή του αντηχεί στα αφτιά μου.
<<Παιδιά;>> ο Κόλτον εμφανίζεται δίπλα μου. <<Φαμπιάνα, τι έγινε;>> μου λέει και με πιάνει από τους ώμους. <<Μαλάκα, τι της έκανες;>>
<<Άνα...>> έρχεται προς το μέρος μου.
Δεν μπορεί.
Δεν γίνεται να...
<<Αφήστε με!>> απομακρύνω τα χέρια του Κόλτον από πάνω μου και κάνω μερικά άτσαλα βήματα προς τα πίσω.
<<Άνα!>> ακούω ξανά την φωνή του αλλά σηκώνω το χέρι μου για να τον εμποδίσω να έρθει προς το μέρος μου. <<Κόλτον γαμώ άσε με>> φωνάζει στον φίλο του και γυρνάω πέφτοντας πάνω στο σώμα κάποιου.
Ο Τζέικομπ.
Ευτυχώς.
<<Φαμπιάνα τι συμβαίνει;>> κοιτάζει πίσω μου. <<Σε ενόχλησαν οι τυπάδες; Να πάω να τους πλακώσω;>> κάνει κίνηση αλλά τον σταματάω.
<<Πάμε μέσα>> ψιθυρίζω. <<Θέλω να πιώ. Πολύ>>
Τον τραβάω από το χέρι και διασχίζουμε την έπαυλη του σπιτιού χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. Η μουσική από μέσα ακούγεται όλο και πιο δυνατά όσο πλησιάζουμε.
<<Ποιοι ήταν αυτοί;>> ρωτάει ο φίλος μου. <<Αυτοί που νομίζω;>> γνέφω ανίκανη να απαντήσω. <<Γαμώτο, εννοείται πως ήταν αυτοί>>
Δεν θέλω να σκέφτομαι τίποτα.
Θέλω να αδειάσει το κεφάλι μου και να περάσω καλά.
Να αφήσω όλα τα ψέματα και τις ηλίθιες δικαιολογίες του. Γίνεται;
Ανεβαίνουμε μαζί τις σκάλες και ο Τζέικομπ με σταματάει ένα βήμα πριν μπούμε μέσα στο σπίτι. <<Είσαι καλά;>> μου φωνάζει μιας και η μουσική είναι τέρμα δυνατά.
<<Όχι>> παραδέχομαι και προσπαθώ να χαμογελάσω. Κοιτάζω διακριτικά προς την έπαυλη.
Πουθενά.
Ελπίζω να φύγουν. Να εξαφανιστούν.
Με πιάνει δυνατά ο φίλος μου από τους ώμους. <<Θα γίνεις τώρα καλά!>> ανεβοκατεβάζει τα φρύδια του και με τραβάει προς το εσωτερικό του σπιτιού.
~~~
Αχ πάρτι. Θέλω να πάω σε πάρτι. Κλαψ κλαψ.
Επίσης
ΤΗΝ ΕΙΠΕ ΜΩΡΟ ΤΟΥ ΕΤΣΙ; ΘΑ ΤΡΕΛΑΘΩΩΩ
Ανυπομονώ να γράψω την συνέχεια γτ μεταξύ μας χεχ δεν ξέρω τι θα γίνει χοχοχο
Τα λέμε σύντομα♥
Ριρι
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top