Κεφάλαιο 30
Κεφάλαιο 30
Λένε πως μέσα στις πρώτες παρουσίες που αναδύθηκαν από τον Φωτεινό Πυρήνα ανήκε κι η ιερή Σελήνη, ή 'Σελντίνια', όπως την ονόμαζαν οι Νεράιδες. Κάποιοι την αποκαλούσαν 'Αστράρχη', άλλοι 'λίκνο της νύχτας' κι άλλοι 'κυρία της σεληνιακής ψυχής' και 'Νυχτοδεσπότιδα'. Ήταν και λιγοστοί ρομαντικοί που την έλεγαν 'η λευκή ψυχή των ερωτευμένων'. Κι όμως, η ίδια ακουγόταν πως στον έρωτα υπήρξε άτυχη, μιας κι ο Πατέρας Ήλιος Ερέντορ, τον οποίο αγάπησε, επέλεξε την Μητέρα Γη Ματέρρεα. Η Σελντίνια έπαιρνε το φως της από τον Ερέντορ και τον υπηρετούσε πιστά, μα σαν τόλμησε να τον πλησιάσει παραπάνω απ' όσο έπρεπε, η θερμότητά του την έκαψε και την άφησε μισή. Αυτή ήταν η τιμωρία της κι η εξήγηση για την ύπαρξη του μισοφέγγαρου.
Υπήρχε βέβαια και η άλλη εκδοχή, ότι ο Ερέντορ αγαπούσε κι αυτός την Σελντίνια, ωστόσο όταν ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να μείνει κοντά της, επειδή η θερμότητά του θα την έκαιγε, την έστειλε μακριά για να την προφυλάξει. Χωρίς να το μάθει κανείς ποτέ, ο Φωτεινός Πυρύνας έκανε μία μυστική συμφωνία πως ο Ήλιος και η Σελήνη δεν θα ανταμώνανε ποτέ ξανά, γιατί το σμίξιμό τους θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις και στους ίδιους, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Έτσι έμειναν καταδικασμένοι, ο ένας να διαφεντεύει την ημέρα κι ο άλλος τη νύχτα και να ακολουθούν αιώνια ο ένας το μονοπάτι του άλλου, χωρίς να καταφέρουν ποτέ να ανταμωθούν.
Ίσως, όπως υποστήριζαν μερικοί τολμηροί μαντευτές, αυτός να ήταν ο λόγος που η Θεά του Φεγγαριού ήθελε οι ιέρειές της να παραμένουν αείποτε παρθένες. Για να μοιράζεται μαζί τους τη θλίψη της. Αλλά τούτη έγινε πλέον μια πολύπλευρη και πολύ μπερδεμένη ιστορία, που κάθε θρησκεία της Μυθυφηλίου την έβλεπε αλλιώς και δεν είχε νόημα να προσπαθήσει κανείς να βγάλει άκρη...
🌙
Η Λούθια έβλεπε την νεαρή μαθητευόμενή της να μελετάει με ζήλο και να προοδεύει κάθε μέρα. Αυτό την χαροποιούσε, μα ταυτόχρονα δεν μπορούσε να αγνοήσει και κάποια ανησυχητικά σημάδια που παρατηρούσε όλο και πιο συχνά στην 'θετή της κόρη'. «Είσαι μόνο δεκαπέντε χρονών...», της είπε εκείνο το πρωί γλυκά κι ήρεμα, με ένα ίχνος συστολής. «Χρειάζεται να ωριμάσεις κι άλλο για να πάρεις μια τόσο σημαντική απόφαση για τη ζωή σου».
«Είμαι ώριμη», απάντησε το κορίτσι σηκώνοντας το κεφάλι από το βιβλίο που μελετούσε και κάνοντας πίσω τα βυσσινί μαλλιά της. «Πολύ πιο ώριμη απ' τις περισσότερες εκπαιδευόμενες που έρχονται εδώ», δήλωσε με σιγουριά. «Είχα την εντύπωση ότι χαίρεσαι για μένα, Μητέρα. Εσύ μ' έβαλες σ' αυτό το δρόμο. Εσύ δεν ήθελες να γίνω ιέρεια; Ε, λοιπόν, ορίστε! Θα το κάνω και θα το κάνω με τον σωστό τρόπο, όπως γινότανε παλιά...»
«Ναι, το ήθελα...», μουρμούρισε η Λούθια, βλέποντας για πρώτη φορά ότι ασυναίσθητα την ώθησε σε τούτη την επιλογή, χωρίς να της αφήσει μεγάλα περιθώρια για κάτι άλλο. Η πίεση που άσκησε είχε γυρίσει εναντίον της, βγάζοντας αποτελέσματα αντίθετα και πολύ χειρότερα από αυτά που αποσκοπούσε. «...αλλά ποιος ο λόγος να βιάζεσαι τόσο;»
«Μα δεν θέλω να κάνω κάτι άλλο, αυτό γεννήθηκα να γίνω. Κι έτσι θα μπορώ να είμαι ψηλότερα από τις άλλες Νεράιδες, θα αναγνωριστεί η αξία μου. Γιατί να το καθυστερήσω;»
«Δεράντια, η Λούθια απλώς λέει-»
«Εσύ να μην ανακατεύεσαι στη συζήτησή μας», έκανε η έφηβη, αφαιρώντας τον λόγο από την μεγαλύτερη Νεράιδα.
«Δεράντια, σε παρακαλώ, μην γίνεσαι αγενής με την Έδιββυ», προσπάθησε να τη συμμορφώσει η Αρχιέρεια, αλλά οι ενοχές που συνόδευαν την παραπάνω συνειδητοποίηση δεν της επέτρεψαν να δείξει την πυγμή που θα έπρεπε. Η Δεράντια έμεινε να την κοιτάζει, ενώ η Έδιββυ δεν είπε τίποτα. «Να σε βοηθήσει θέλει, όπως κι εγώ. Και σου ξαναλέω ότι μια τόσο σοβαρή απόφαση πρέπει να παίρνεται στη σωστή ηλικία και για τον σωστό λόγο, όχι επειδή απλά μας ενθουσιάζει και θέλουμε να εδραιώσουμε την παρουσία μας στην κοινωνία. Πολλοί παλιοί νόμοι είναι σωστοί, ναι, μα κάποιοι άλλοι πρέπει να ανανεώνονται. Υπάρχει λόγος που ανέβηκε το ηλικιακό όριο...»
«Όπως υπάρχει λόγος που εσύ άλλαξες τον νόμο για τις πόρνες;», πέταξε το κορίτσι και οι δύο ιέρειες πάγωσαν. «Γιατί με κοιτάζετε κι οι δύο έτσι;», έκανε κοιτάζοντάς τες κατάματα με απορία.
Η Αρχιέρεια, συνοφρυωμένη, γύρισε στην συνάδελφό της. «Έδιββυ, σε παρακαλώ, μας αφήνεις μόνες;»
Η άλλη έγνεψε με κατανόηση και βγήκε ήσυχα από το δωμάτιο. Η Δεράντια έμεινε μόνη με την μητρική της φιγούρα και σχεδόν ανησύχησε όταν κοίταξε το πρόσωπό της. «Δεν είναι σωστό, κορίτσι μου, να χρησιμοποιείς τέτοιες βαριές κι απρεπείς εκφράσεις, πόσο μάλλον να σκέφτεσαι για τους άλλους με τόσο μίσος», την άκουσε να της λέει με παράπονο. «Εγώ δεν σε δίδαξα έτσι...»
«Αδυνατώ να καταλάβω γιατί πήρες μία απόφαση σαν αυτήν, Μητέρα», παραδέχθηκε το κορίτσι και σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Γιατί να καταργήσεις τη θανατική ποινή για τις ιέρειες που πατούν τον όρκο τους; Πώς αλλιώς να τις χαρακτηρίσω; Όποια χάνει την αγνότητά της πρέπει να υφίσταται τις συνέπειες!»
«Η αγνότητα της ψυχής είναι η πιο σημαντική, Δεράντια», αντιμίλησε η Λούθια παραμένοντας όμως ήρεμη και συγκαταβατική απέναντι στα σκληρά λόγια που άκουγε και μάλιστα από ένα τόσο νέο άτομο. «Τι να το κάνεις αν κάποια είναι αγνή στο σώμα, αλλά η ψυχή της κι οι λογισμοί της είναι μαύροι; Νομίζεις ότι θα καταφέρει έτσι να εξυψώσει το πνεύμα της; Αντιθέτως, έτσι θα πέσει πολύ χαμηλότερα, γιατί θα είναι υποκρίτρια και επιφανειακή».
«Μα εδώ δεν μιλάμε για κοινές Νεράιδες, αλλά για ιέρειες. Αν κάποια δεν έδειχνε εγκράτεια κι έκανε κάτι τόσο χυδαίο, ο μόνος τρόπος για να εξαγνιστούμε εμείς οι υπόλοιπες θα ήταν να την σκοτώσουμε, όπως κάνουν κι οι μέλισσες με τις...» Η φράση της Δεράντιας έμεινε μισή, όταν η Λούθια της γύρισε την πλάτη κι έμεινε να κοιτάζει προς τα έξω.
«Στα χρόνια μου είδα κάποιες ιέρειες να εκτελούνται...», μουρμούρισε η Νεράιδα με τα ανοιχτά γαλάζια μαλλιά, η φωνή της να βγάζει κάτι ξένο από τη γλύκα που την χαρακτήριζε. «Σε διαβεβαιώ, δεν υπήρχε τίποτε εξαγνιστικό σε τούτη την πράξη. Τίποτε σωτήριο, ή θεοφώτιστο... Δολοφονίες ήτανε, κορίτσι μου. Εν ψυχρώ δολοφονίες χωρίς το παραμικρό περιθώριο για μεταμέλεια και συγχώρεση», κατέληξε και η Δεράντια την είδε να τρέμει, προτού της αφηγηθεί κάτι που την είχε στοιχειώσει:
«Κάποτε ήρθε στον ναό μία κοπέλα για εκπαίδευση. Ήταν πολύ καλή στα μαθήματα, γεμάτη όρεξη κι αγάπη γι' αυτό που έκανε. Ανυπομονούσε να γίνει ιέρεια κι εμείς ανυπομονούσαμε να γίνει αδελφή μας. Λίγες μέρες πριν την μύησή της... μαθεύτηκε ότι είχε κοιμηθεί με κάποιον... καταλαβαίνεις πώς το εννοώ. Η πληροφορία επαληθεύτηκε», έκανε μια παύση και με την άκρη του ματιού της μπορούσε να δει την Δεράντια να παίρνει μια θυμωμένη έκφραση, δίχως να περιμένει να ακούσει την συνέχεια. «Όλοι την κατηγόρησαν, την είπαν 'άτιμη' και την οδήγησαν στο περιθώριο», συνέχισε προτιμώντας να μην ξανακοιτάξει προς το μέρος της, τόσο για να μην βλέπει την έκφρασή της, όσο και για να μην προσέξει η νεότερη Νεράιδα τα δικά της επερχόμενα δάκρυα. «Η ίδια φώναζε κλαίγοντας ότι δεν το ήθελε, ότι δεν έφταιγε και μας παρακαλούσε να της δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία, μα η Φεγγαροφώτιστή μου, καλή της ώρα, την έδιωξε χωρίς να την ακούσει διόλου... Η κοπέλα δεν άντεξε... έδωσε τέλος στη ζωή της...» Η φωνή της έσπασε στην τελευταία φράση και χρειάστηκε να πάρει πολλές βαθιές ανάσες για να συγκρατήσει τα αναφιλητά που απαιτούσαν να το τελειώσει εκεί. Όφειλε, όμως, να φτάσει στον επίλογο της ιστορίας. «Πέρασε ένας μήνας και τότε εμφανίστηκε κάποιος. Ήταν ο Νεράιδος που λέγαν πως ήταν ο εραστής της. Οι τύψεις, φαίνεται, τον είχαν πνίξει. Ομολόγησε πως ό,τι έγινε, έγινε παρά τη θέλησή της...»
«Άντρες...», μουρμούρισε η Δεράντια φρίττοντας με την σιχαμερή πληροφορία που μόλις έμαθε. «Απ' τους πολέμους μέχρι όλα τα δεινά του κόσμου αυτοί είναι υπεύθυνοι! Μακάρι να τους εξαφάνιζε η Θεά μια για πάντα...», συμπλήρωσε, μα η Λούθια δεν έδειξε να ακούει.
«Ένα νέο και καλό κορίτσι διαλύθηκε από μια τόσο άνανδρη κι επαίσχυντη πράξη κι εμείς... αντί να την αγκαλιάσουμε και να της συμπαρασταθούμε, της δώσαμε μια να πάει στον πάτο. Όταν το έμαθα, ντράπηκα τόσο πολύ», κατέληξε η Λούθια και γύρισε στην Δεράντια με μάτια δακρυσμένα, χωρίς να κοιτάει κατ' ευθείαν αυτήν. «Δεν έχω νιώσει πιο απαίσια σε ολόκληρη τη ζωή μου. Αυτό που κι εγώ, με την αμέλεια και την αδιαφορία μου, επέτρεψα να συμβεί, το μετάνιωσα... και θα το μετανιώνω μέχρι την ημέρα που θα πεθάνω...» Εξαντλημένη ψυχικά, σωριάστηκε σε μία καρέκλα και μόνο έπειτα από λίγες στιγμές κοίταξε την μαθητευόμενη κατάματα. «Τώρα καταλαβαίνεις γιατί άλλαξα τον νόμο;», ρώτησε. «Τίποτα δεν είναι μαύρο ή άσπρο και σχεδόν ποτέ τα πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται. Δεν είμαστε εμείς άξιες να κρίνουμε κανέναν, Δεράντια, ούτε να αποφασίζουμε αν είναι καθαρός ή όχι. Δεν είναι δική μας αρμοδιότητα. Η δική μας αρμοδιότητα είναι μονάχα να υποδεικνύουμε τον σωστό δρόμο, όπως κάνει και το Φεγγάρι τις νύχτες. Θέλει μεγάλη πίστη, εγκράτεια και ταπείνωση για να υποδεικνύεις τον σωστό δρόμο... κι ακόμα μεγαλύτερη για να τον διαβαίνεις η ίδια και να παραμένεις σε αυτόν... γι' αυτό σε παρακαλώ να περιμένεις πριν πάρεις την απόφασή σου».
«Μάλιστα, Μητέρα», μονολόγησε απλά το κορίτσι κι επέστρεψε στα διαβάσματά του, χωρίς άλλες κουβέντες. Η Λούθια είδε πως τα λόγια της τα άκουσε όλα με προσοχή, αλλά δεν έδειξε να συγκινείται διόλου από αυτά. Τότε κατάλαβε πως η Δεράντια, αργότερα 'Λιουντέμνια', είχε πολύ στενό οπτικό πεδίό και κράταγε μέσα της σκληρότητα κι απολυτότητα. Κι αυτό η Λούθια καταλάβαινε πως ήταν η άμυνά της απέναντι στον φόβο της για τον έξω κόσμο κι είχε κι η ίδια ευθύνη στην εμφύσηση τούτου του φόβου. Προσπάθησε με πολλούς τρόπους να τον ξεριζώσει από μέσα της, μα όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο δύσκολο ήταν να την φτάσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελπίζει και να προσεύχεται τα αστέρια να της δείξουν την αλήθεια...
🌙
Η Έδιββυ δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της την σκέψη πως κάτι άσχημο θα συνέβαινε. Είχε προσπαθήσει να προειδοποιήσει τη Λιδσένια πολλές φορές, μα το μόνο που εισέπραττε ως απάντηση ήταν ο θυμός και τα πικρά της λόγια. Η νεαρή επέμενε -χωρίς φυσικά να γίνεται καθόλου πειστική- ότι δεν συνέβαινε τίποτα από όσα η ιέρεια υπονοούσε. Αντιδρούσε μάλιστα με έναν τρόπο που καθιστούσε σαφές ότι μια τέτοια υπόνοια την προσέβαλε, μα η Έδιββυ ήξερε, ένιωθε. Έπειτα από τόσα χρόνια που ήταν ιέρεια, μπορούσε να καταλάβει ποια από τα κορίτσια θέλανε στ' αλήθεια να ακολουθήσουν τούτο το μονοπάτι και ποια το κάνανε με άλλα κίνητρα, όπως για παράδειγμα το κύρος και την υψηλή θέση που θα τους προσέφερε στην κοινωνία κι άλλους, διόλου πνευματικά ορθούς λόγους. Για την Λιδσένια είχε καταλάβει από την αρχή ότι δεν έκανε γι' αυτό το καθήκον. Ήταν ένα κορίτσι με φλόγα στην καρδιά, μια φλόγα που η Λιουντέμνια παρίστανε πως μπορούσε να δαμάσει, μα η αλήθεια ήταν διαφορετική. Ήξερε πως ήταν ασυγχώρητο να κάνει αυτόν τον λογισμό, μα η Έδιββυ πίστευε πως η επιλογή της Φεγγαροφώτιστης ήταν λάθος, παρ' όλη την σοφία και την φώτιση που διέθετε. Σαν ξύπνησε πρώτη το πρωί, πήγε στο δωμάτιο και είδε το κρεβάτι της Λιδσένιας άδειο, πανικός μεγάλος την κατέλαβε και άρχισε να την ψάχνει. Δυστυχώς η κίνησή της έγινε αντιληπτή από την Λιουντέμνια κι ορκισμένη καθώς ήταν να λέει πάντα την αλήθεια στην ανώτερή της, η Έδιββυ ομολόγησε με το ζόρι ότι η Λιδσένια έλειπε και μάλιστα υποπτευόταν με ποιον θα μπορούσε να είναι.
Ένα σκοτάδι ανόμοιο με οτιδήποτε είχε δει ποτέ στη ζωή της η ηλικιωμένη ιέρεια διεκδίκησε σπιθαμή προς σπιθαμή το πρόσωπο της Λιουντέμνιας και έψαξε την μαθητευόμενή της με μεγάλη αγωνία. Και την βρήκε. Την βρήκε στην αγκαλιά ενός άπιστου, να την έχει προδώσει με τον πιο χυδαίο τρόπο. Όταν η κοπέλα ξύπνησε και την αντίκρισε μπροστά της, ο τρόμος που ένιωσε δεν είχε προηγούμενο. Το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο και προσπάθησε μάταια να καλυφθεί. Η οργή της Λιουντέμνιας ήταν τέτοια που την χαστούκισε, κάνοντας το μάγουλό της να ματώσει και της έριξε κατάρες που όμοιες δεν είχαν ακουστεί κι ούτε ακούστηκαν ποτέ ξανά κοντά ή μέσα σε ναό. Ο Ράοφεν προσπάθησε να υπερασπιστεί το κορίτσι, μα τα λόγια του μονάχα αύξησαν την οργή της Λιουντέμνιας, που ξεχείλιζε σαν ηφαιστειακό μάγμα. Ο δυναμισμός του, όσα πίστευε και της τα είπε κατάμουτρα δεν κατάφεραν να τον βοηθήσουν και σε λίγο η Αρχιέρεια ήταν έτοιμη να συντρίψει και τους δύο με την μαγεία του σκήπτρου της. Η Έδιββυ έκανε ό,τι μπορούσε για να την εμποδίσει. «Ώστε υπερασπίζεσαι αυτό το βδέλυγμα!; Τα ήξερες όλα από την αρχή και άφησες να μου συμβεί αυτό το ρεζιλίκι. Χάσου!», της φώναξε, διώχνοντάς την από ιέρεια.
Η Λιδσένια δεν μπορούσε να συνέλθει από το κλάμα, γνωρίζοντας ότι ακόμα κι αν την εξόρισε η Αρχιέρεια, ακόμα κι αν δεν μπόρεσε να την εκτελέσει, όπως θα γινόταν τα παλιά τα χρόνια, θα κουβαλούσε για πάντα το στίγμα της ατίμωσης και δεν θα υπήρχε πουθενά καταφύγιο γι' αυτήν. Ο έρωτάς της για τον Ράοφεν είχε επισκιαστεί από τον τρόμο. Εκείνος της έπιασε το χέρι και την πήρε μακριά από το μέρος όπου ήταν η φυλακή της για δύο χρόνια, λέγοντας στην Λιουντέμνια πως έκανε λάθος και πως η Λιδσένια θα ήταν καλύτερα χωρίς αυτήν. Η κοπέλα τον ακολούθησε συγκλονισμένη, ξέροντας πως μόνο αυτός, ο συνένοχός της, δεν θα την έκρινε. Για τους γονείς της, όπως και για όλο το υπόλοιπο βασίλειο, θα ήταν κατάπτυστη από ώρα σε ώρα που θα μαθαινόταν το σκάνδαλο. Οι δυο τους έφυγαν από το Νοβέλιαν την ίδια μέρα κι έκτοτε κανείς δεν τους ξαναείδε στο Νεραϊδοβασίλειο.
🌙
Έχοντας περάσει τη νύχτα στο δάσος, η Ραβάννα κι ο Σίον αφουγκράστηκαν τις δυνατές φωνές και την φασαρία από μακριά κι αναρωτήθηκαν τρομαγμένοι τι να είχε συμβεί. Η Ραβάννα ετοιμάστηκε να επιστρέψει πρώτη στον ναό, όταν άκουσε την Λάμεννυ να την φωνάζει από τα δέντρα. «Ραβάννα! Ραβάννα! Για όνομα της Θεάς, πού ήσουν;», κατάφερε να ρωτήσει λαχανιασμένη.
«Τι συμβαίνει, Λάμεννυ;», απόρησε η πρασινομαλλούσα, βλέποντας την ασυνήθιστη ταραχή της. Η ιέρεια με τα σομόν μαλλιά την σόκαρε με την απάντησή της:
«Η Λιουντέμνια... έδιωξε την Έδιββυ».
«Τι πράγμα; Γιατί;»
🌙
«Δεν είναι σωστό να φύγει».
«Δεν έφταιξε σε τίποτα».
«Σας παρακαλώ, μην την διώχνετε», ήταν μερικές μόνο από τις παρακλήσεις που δέχθηκεε η Αρχιέρεια από τις κατώτερές της. Φυσικά δεν θα άκουγε καμία.
Στένεψε τα μάτια, πήρε μια εξοργισμένη ανάσα και με κόπο συγκράτησε τον θυμό της. «Μας ατίμασε!», φώναξε με δυνατή και καθαρή φωνή, που μόνο σκοπό είχε να σιγήσει τις τρεμάμενες και ικετευτικές δικές τους. «Κάλυψε αυτή την καταραμένη κι επέτρεψε να γελοιοποιηθεί το όνομά μας, το όνομα της Θεάς μας! Δεν έχει καμία θέση ανάμεσά μας πια!»
Η Ραβάννα, που άκουγε εδώ κι ώρα τις αδύναμες προσπάθειες των αδελφών της, δεν άντεξε να κρατήσει το στόμα της κλειστό. «Η Έδιββυ είναι εδώ πολλά χρόνια», είπε σταθερά. 'Περισσότερα από σένα', ήθελε να προσθέσει, βέβαιη ότι κατά βάθος η Λιουντέμνια γνώριζε πόσο καλύτερή της ήταν η Έδιββυ. Πόσο ήταν πράα και συμπονετική, εκεί όπου αυτή ήταν άκαρδη κι ανελέητη. Γνώριζε κατά βάθος πως η Έδιββυ θα έπρεπε να είναι Αρχιέρεια κι όχι η ίδια. Η σημερινή αποτυχία, αποτέλεσμα της εγωπαθούς σιγουριάς και της υπερβολικής καταπίεσής της, ήταν η τρανότερη απόδειξη. «Δεν έχει δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα σε καμία από εμάς», συνέχισε, προσπαθώντας να διατηρήσει όχι τον φοβο της, αλλά τα νεύρα της. «Και ούτε ευθύνη φέρει για ό,τι έγινε με την Λιδσένια. Θα είναι μεγάλη αδικία να φύγει».
Ήξερε πως ακόμα και η αναφορά της στην πρώην εκπαιδευόμενη με το όνομά της κι όχι με κάποιο κοσμητικό επίθετο, θα θύμωνε την Λιουντέμνια ακόμα παραπάνω. Και πράγματι αυτό έκανε. «Εσύ, φίδι, μη μιλάς!», της φώναξε εξαγριωμένη. «Για άλλη μια φορά μου πας κόντρα, ξεχνάς όμως ότι εγώ είμαι η Αρχιέρειά σου!»
«Η συμπεριφορά σας δεν είναι συμπεριφορά Αρχιέρειας!», της φώναξε και η Ραβάννα. «Η Λούθια δεν θα ήθελε ποτέ κάτι τέτοιο!»
«Η Λούθια δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας! Και καλά θα κάνεις να το δεχθείς επιτέλους!» Τα σκληρά της λόγια την έκαναν να σπάσει. Χωρίς να νοιαστεί καθόλου για το τι θα σκεφτούν οι άλλες, η Ραβάννα έστρεψε το κεφάλι της αλλού κι έφυγε από την αίθουσα.
🌙
Έτρεξε χωρίς να κοιτάξει πίσω και μόνο όταν τα μάτια της είχαν θολώσει από τις έντονες συσπάσεις που της προκάλεσε ο θυμός, σταμάτησε. Ο Σίον, που είχε μάθει τα νέα, την είδε από μακριά κι έσπευσε να πάει κοντά της. Μόλις τα μάτια της καθάρισαν, η Ραβάννα έπεσε στην αγκαλιά του. Ο Σίον δεν είπε λέξη, απλά έμεινε εκεί να την κρατά και να της χαϊδεύει με στοργή τα μαλλιά. Δεν ρώτησε τι είχε, μέσα του δεν χρειαζόταν να μάθει. «Μόνο εσύ είσαι για μένα», μουρμούρισε κάποια στιγμή η Νεράιδα, χωρίς να κουνηθεί. «Μόνο εσύ, μόνο εσύ», συνέχισε απαρηγόρητη.
«Πάντα θα είμαι εδώ για σένα», της ψιθύρισε με ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της.
«Νιώθω πως δεν υπάρχει πια τίποτα για μένα σ' αυτό το μέρος, Σίον», του είπε λίγα λεπτά μετά. «Όλα είναι τόσο άδεια, τόσο διαστρεβλωμένα...», τα λόγια της τον έκαναν να φέρει στον νου του κάτι που εδώ και καιρό σκεφτόταν, μα δεν τόλμαγε να πει. Την επιθυμία του να την πάρει και να φύγουν για πάντα. Βλέποντάς την τόσο δυστυχισμένη, τούτη η σκέψη έφτασε στα χείλη του, μα δεν κατάφερε να ειπωθεί. Έπρεπε πρώτα να κάνει κάτι άλλο...
🌙
Ο Σίον δεν προσευχόταν συχνά, όμως εκείνο το απόβραδο τόλμησε. Με μεγάλη συστολή πέρασε στην κεντρική αίθουσα και γονάτισε ευλαβικά μπροστά από το άγαλμα. «Θεά μου, Σελντίνια...», ψέλλισε με φόβο. «Γνωρίζω πως εσύ μου έσωσες τη ζωή και μ' άφησες να έρθω ως εδώ. Δεν θα επιθυμούσα ποτέ μου να σε προδώσω, μα ήρθα να σε παρακαλέσω για την κόρη σου, την Ιέρεια Ραβάννα. Σου ζητώ να την απελευθερώσεις από το χρίσμα της και να ευλογήσεις την αγάπη μας...», σταμάτησε για λίγο. «Λένε πως κι εσύ κάποτε αγάπησες τον Ήλιο, μα δεν μπορούσατε να είστε μαζί. Μπορείς να νιώσεις τον καημό μας. Σε ικετεύω, ρίξε μας ένα σημάδι ότι αυτό είναι το σωστό...»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top