Η Μοίρα Τους
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: περιέχει αναφορές σε χρήση βίας, σε αίμα και στην πορνεία.
Στην εικόνα βλέπετε κάτι ιδιαίτερα φωτιστικά που είχα στο δωμάτιό μου σε ένα ξενοδοχείο, τα οποία με ενέπνευσαν για τους φωτισμένους πέτρινους κύκλους που αναφέρω στην κεντρική αίθουσα του Ναού της Σελήνης.
Η Μοίρα Τους
Η Σενίτ δεν κατάφερε να κοιμηθεί μέχρι μισή ώρα μετά τις πέντε τα χαράματα. Όταν, με το μυαλό της εξαντλημένο από τις σκέψεις της ημέρας, αποφάσισε επιτέλους να ξαπλώσει στο κρεβάτι που της είχαν παραχωρήσει, το μαύρο χρώμα του ουρανού είχε αρχίσει να ξεβάφει και να δίνει πολύ απρόθυμα τη θέση του στο βασιλικό μπλε. Με τα βλέφαρά της κιόλας μισόκλειστα, αφέθηκε σ' έναν βαθύ, αλλά διόλου ξεκούραστο ύπνο, όπου τα όνειρα ήταν τόσο έντονα που την έκαναν να τραντάζεται κάθε λίγο, με την αίσθηση ότι είχε μεταφερθεί σ' άλλο μέρος κι ότι ολόκληρος ο κόσμος είχε παραμορφωθεί εξαιτίας της όσο κοιμόταν. Περίεργη αίσθηση, σκέφτηκε σ' ένα απ' τα πολλά άβολα ξυπνήματα, που την έκαναν να πετάγεται με μάτια γουρλωμένα και να κοιτάζει γύρω της, να δει αν όλα ήταν στη θέση τους. Όταν αποφάσισε να ξυπνήσει οριστικά, λίγο μετά τις δέκα και μισή το πρωί, η αίσθηση αυτή αιτιολογήθηκε: η οικογένεια των Νεράιδων που φιλοξενούσαν αυτήν και τους γονείς της, είχε στον τοίχο ένα στρογγυλό ημερολόγιο με σκαλισμένες τις φάσεις της σελήνης. Ο πατέρας της οικογένειας, Νεράιδος προληπτικός και παλαιών αρχών, αφού παρατήρησε με προσοχή το ημερολόγιο, έβγαλε από ένα μπαούλο κάτι κρεμαστά με πολύχρωμα πούπουλα και γυαλιστερές πέτρες, που αμέσως τράβηξαν την προσοχή της έφηβης, αφού θύμιζαν λιγάκι τους κρυστάλλους της Δασκάλας Ρασίνας.
«Ονειροπαγίδες για τη Νύχτα των Ασημένιων Δακρύων που έρχεται απόψε», της εξήγησε όταν τον ρώτησε τι ήταν και στη συνέχεια της είπε πως όταν ερχόταν εκείνη η συγκεκριμένη και σπάνια νύχτα, που τύχαινε να έρχεται απόψε, τα όνειρα γινόντουσαν υπερβολικά αληθοφανή και δυνατά, σε σημείο να μπορούν να επηρεάζουν άσχημα την ψυχολογία και τους λογισμούς των ανθρώπων. Κατά την άποψή του, οι ονειροπαγίδες, τις οποίες θα κρεμούσε πάνω από όλα τα κρεβάτια του σπιτιού, θα προστάτευαν τους δικούς του. Η Σενίτ τότε έβγαλε το συμπέρασμα πως, εκτός όλων όσων έμαθε χθες, ο ερχομός τούτης της νύχτας ήταν που της έφερε τόσο ανήσυχο ύπνο. Αλλά δεν κάθισε να το αναλύσει παραπάνω, ούτε να το συζητήσει με κανέναν. Αφού έφαγε γρήγορα-γρήγορα το πρωινό της, σηκώθηκε κι έφυγε, λέγοντας ένα επίσης γρήγορο ψέμα στους γονείς της, για να μην την κουράσουν με χρονοβόρες ερωτήσεις και λεπτομέρειες για την αποχώρησή τους από το Νοβέλιαν σήμερα το απόγευμα. Είχε μεγάλη αγωνία για τη φίλη της, της οποίας η σκοτεινή ιστορία και το κλαμένο πρόσωπο δεν έφυγαν από το νου της ούτε για λίγο κι αποτελούσαν τους υπεύθυνους του ξενυχτιού της. Ανυπομονούσε να τη συναντήσει και να μάθει πώς πήγε η συζήτηση με τη θεία της. Ήλπιζε πως ο Όμπερον θα έπαιρνε ένα καλό μάθημα για την άτιμη συμπεριφορά του και πως η Ύβενλυθ δεν θα εμφανιζόταν ποτέ ξανά μπροστά της τόσο δυστυχισμένη.
---
Η ελπίδα της εξανεμίστηκε, όταν την είδε να πετάει προς το μέρος της, έξω από το Μαύρο Άλσος, όπου είχαν δώσει ραντεβού για τις έντεκα. Τα μάτια της ήταν πιο πρησμένα και πιο κόκκινα απ' όσο πριν από κάποιες ώρες, το ύφος της έβγαζε τόση δυστυχία, που η Σενίτ δεν είχε συναντήσει ποτέ σε κανένα πλάσμα και το σώμα της έτρεμε, φανερώνοντας ότι αυτή ούτε κοιμήθηκε, ούτε έφαγε. Τρόμαξε στο θέαμα και ρώτησε πολλές φορές τι συνέβη, αλλά το άλλο κορίτσι δεν μίλησε αμέσως. Το μόνο που βγήκε από το στόμα της ήταν μια παράκληση να πάνε κάπου μακριά. Έτσι και κάνανε. Η δωδεκάτη μεσημβρινή τις βρήκε μέσα σε μια μικρή σπηλιά στο κέντρο της πόλης, που όμως ήταν καλά κρυμμένη από αδιάκριτα μάτια κι αυτιά, χάρη στις κληματσίδες που κάλυπταν σαν μπερντέδες το χείλος της. Η Σενίτ άκουγε με ολοένα και πιο αηδιασμένη έκφραση τη βραχνιασμένη φωνή της Ύβενλυθ να της εξιστορεί τα γεγονότα της νύχτας: πώς η θεία της, αντί να την ακούσει και να τη βοηθήσει , τη χαστούκισε και της έδωσε να καταλάβει ότι ήταν υποχρεωμένη να κάνει τα χατίρια του γιού της, για να βρίσκονται σε αρμονία οι δυο τους. Πώς οι ενωμένες ονειρικές δυνάμεις των δύο νέων μπορούσαν μαζί να επηρεάσουν όλους τους κατοίκους του Νεραϊδοβασιλείου με εφιάλτες και πώς αυτός ήταν τελικά ο σατανικός στόχος της Ελίντρας. Όσο αφηγούταν, φαινόταν πως η κοπέλα με τα πράσινα μαλλιά ήθελε να κλάψει, αλλά δεν μπορούσε. Της είχαν στερέψει τα δάκρυα και μια κρύα απάθεια έβγαινε σε όλη της τη στάση. «Δεν ξέρω τι να κάνω», είπε στο τέλος στην Άνθρωπο. «Ζω έναν εφιάλτη».
«Έναν εφιάλτη που η θεία σου θέλει ν' απλώσει σε όλους. Αυτή η γυναίκα τα έχει χαμένα», μπόρεσε να αναφωνήσει η Σενίτ, σαστισμένη όσο ποτέ πριν. «Είναι εντελώς παρανοϊκή, Ύβενλυθ! Κι είναι επικίνδυνο να βρίσκεστε κοντά της κι εσύ κι ο πατέρας σου. Πρέπει να τον πάρεις και να φύγετε απ' εκείνο το σπίτι».
«Πώς; Με τι αφορμή; Δεν έχω καμιά...», απάντησε η άλλη δυστυχισμένη. «Με απείλησε ότι θα του πει ότι εγώ προκάλεσα τον Όμπερον. Αν το κάνει... δεν θα μπορέσω να τον ξανακοιτάξω στα μάτια».
«Βλακείες! Ο πατέρας σου σε ξέρει από τότε που γεννήθηκες. Ξέρει τι παιδί μεγάλωσε. Εσένα θα πιστέψει, όχι εκείνη!», επέμεινε η Σενίτ, αλλά τα λόγια της έμοιαζαν να μην ακουμπάνε το άλλο κορίτσι, που έδειχνε πράγματι σαν να ζούσε μέσα σε έναν εφιάλτη, ξέχωρο από την πραγματικότητα.
«Κι αν προσπαθήσει να του κάνει κακό; Τρέμω, Σενίτ».
«Καταλαβαίνω, κορίτσι μου», έκανε η Άνθρωπος και κράτησε σφιχτά το χέρι της. «Είναι πολύ ύπουλη. Εδώ μου λες, σκότωσε τον ίδιο της τον άντρα. Κι ο Όμπερον καλό κουμάσι είναι, που πάει με τα νερά της».
«Δεν νομίζω να ξέρει για τον πατέρα του. Όσο αμείλικτη κι αν είναι, δεν θα του έλεγε κάτι τόσο σκληρό. Θα τον διέλυε».
«Έτσι θέλω κι εγώ να ελπίζω, ότι δεν ξέρει κι αν ήξερε θα την έκανε πέρα, αντί να μείνει κοντά της από φόβο. Την έχω ικανή να τον απειλήσει μέχρι και με θάνατο για να τον κρατήσει με το μέρος της, είναι για δέσιμο η τύπισσα... Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν δικαιολογείται που την υπακούει τυφλά. Εσύ οφείλεις να αντισταθείς. Αν πραγματοποιήσει όλα όσα σου είπε, αν εκμεταλλευτεί τη μαγεία του Όμπερον και τη δική σου και σας βάλει να κάνετε Ονειρομάγια σε όλες τις Νεράιδες, η κατάσταση θα ξεφύγει από τον έλεγχο. Θα χαλάσει η ισορροπία». Έμεινε στη σιωπή κάμποσο, ώσπου μια από τις πυγολαμπίδες, που είχαν τη φωλιά τους μέσα στη σπηλιά, ήρθε και κάθισε στον αντίχειρά της. Για τη Σενίτ εκείνη η στιγμή ήταν σημαντική. Ήταν λες και η πυγολαμπίδα την καλούσε να αναλάβει δράση, να αναλάβει το έργο που προοριζόταν για εκείνη και που μέχρι τώρα δεν είχε δει εις βάθος πόσο σημαντικό ήτανε. «Θα την πολεμήσω, Ύβενλυθ», δήλωσε καθώς στάθηκε όρθια. Η Νεράιδα την κοίταξε με πρόθεση να καταλάβει πού θα κατέληγε. «Θα πολεμήσω ενάντια στην Ελίντρα, αν είναι απαραίτητο. Τώρα που ξέρω ποια είναι και τι θέλει να κάνει, δεν θα την αφήσω να βυθίσει τον κόσμο στους εφιάλτες, σου δίνω το λόγο μου».
«Μη λες μεγάλες κουβέντες», προσπάθησε η Ύβενλυθ να της κόψει τη φόρα. «Δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί της. Είναι η ισχυρότερη Ονειροπλέχτρα».
«Κι εγώ είμαι Κρυστέλ», της πέταξε η άλλη κοφτά. «Η μαγεία που θα πάρω έρχεται κατευθείαν από τον Φωτεινό Πυρήνα. Είμαι πολύ πιο ισχυρή από εκείνη! Κι εσύ είσαι πολύ πιο ισχυρή από εκείνη», της τόνισε και γύρισε να την κοιτάξει. «Ύβενλυθ, δεν είσαι σαν τη θεία σου, ούτε σαν αυτόν. Είσαι δυνατή. Κι εσένα σε βρήκαν τραγωδίες, μα δεν σου φταίει όλος ο κόσμος, ούτε θες να κάνεις αντίποινα για να πάρεις το αίμα σου πίσω. Η Ελίντρα το ξέρει ότι είσαι καλύτερή της, γι' αυτό προσπάθησε να σου τρίξει τα δόντια και να σε κάνει να νιώσεις ανήμπορη».
Η Ύβενλυθ δεν ήξερε πώς να απαντήσει σε όλα τα παραπάνω. Η άλλη κοπέλα προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο, μα δεν έζησε όσα έζησε: δεν είδε το μίσος και την απληστία στα μάτια της άλλοτε αγαπημένης της θείας, ούτε ένιωσε το κτητικό άγγιγμα του άλλοτε αγαπημένου της ξαδέλφου. Ακόμη κι αν υπήρχε μια στάλα αλήθειας μέσα σε αυτόν τον κουβά με τα χρώματα του ουράνιου τόξου που η Σενίτ ήθελε να της σερβίρει, δεδομένων τον συνθηκών ήταν ανίκανη να την εντοπίσει, πόσο μάλλον να πιστέψει σ' αυτήν κιόλας. «Δεν είμαι δυνατή», μουρμούρισε. «Δεν είμαι η καλή Ονειροπλέχτρα που νόμιζα ότι ήμουν: εκείνη που θα φώτιζε τις ψυχές των πάντων με τη μαγεία της. Ένα πιόνι είμαι. Εδώ κι έξι χρόνια ένα πιόνι... Να δεις που το 'ξερε για τις δυνάμεις μου και μόνο γι' αυτό πήρε εμένα και τον πατέρα στο σπίτι της. Τόση εκμετάλλευση, τόσο ψέμα... δε θέλω άλλο να ζω μέσα στο ψέμα...»
Η Σενίτ κάθισε ξανά κοντά της και την κοίταξε, αυτή τη φορά με μια σκιά στο βλέμμα. «Κι εγώ δεν θέλω να έρθει κάποτε η μέρα που θ' αναγκαστώ να σε δω σαν εχθρό μου». Η Νεράιδα την κοίταξε με σοκ. «Δες το μέλλον που μας περιμένει, όταν εγώ πάρω τους δικούς μου Μαγικούς Κρυστάλλους κι εσύ θα πάρεις τη θέση της θείας σου. Αν ακολουθήσεις τις εντολές της, έτσι θα καταλήξουμε. Εγώ, ως Κρυστέλ, θα πολεμήσω για να σώσω τις Νεράιδες κι εσύ κι ο Όμπερον θα είστε οι αντίπαλοί μου. Και καλά, γι' αυτόν ούτε που με νοιάζει, αλλά για σένα με νοιάζει και δεν έχω χειρότερο απ' το να χάσω τη μόνη αληθινή φίλη που έχω για τις παλαβομάρες μιας αλλοπαρμένης μάγισσας!» Η Ύβενλυθ αναστέναξε κι η Σενίτ κατάλαβε, από την πλάτη της που καμπούριασε παραπάνω, ότι την είχε φορτώσει με ακόμα περισσότερες αγχωτικές σκέψεις απ' όσες ήδη κουβαλούσε. Ήταν φανερό πως είχε υπερβεί τα όριά της. «Έι, άκου», της έκανε πιο γλυκά. «Ελάτε να μείνετε μαζί μας στον Κόσμο των Ανθρώπων! Εκεί θα είστε ασφαλείς!»
«Πουθενά δεν θα είμαστε ασφαλείς», ξεφύσησε μ' έναν ελάχιστο εκνευρισμό στη φωνή της. «Άσε που δεν μπορούμε με τίποτα να κάνουμε μια τέτοια κίνηση. Τι δικαιολογία θα πω στον πατέρα μου; Οι γονείς σου πώς θα το δεχτούν χωρίς ερωτήσεις; Και πώς θα ζήσουμε σε ξένο Τόπο; Πολλοί απ' τους δικούς σας αντιπαθούν τα μαγικά πλάσματα, δεν θα ενσωματωθούμε στην κοινωνία σας». Η κατσουφιασμένη φάτσα της Σενίτ έδειχνε να κατσουφιάζει στο τετράγωνο με κάθε ερώτηση της φίλης της. Πράγματι, όσα είπε ήταν όντως έτσι κι η κοπέλα θύμωσε αφόρητα τόσο με τη στάση των γονιών της και την έλλειψη αυτονομίας που είχε μαζί τους, ενώ εκείνη όφειλε 'να τους σέβεται γιατί ήταν γονείς και ξέρανε', όσο και για τη στενοκεφαλιά του λαού της. Πώς θα βοηθούσε τώρα την καημένη την Ύβενλυθ; «Δεν είναι απλά τα πράγματα», την άκουσε να λέει κι απογοητευμένη που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, κάθισε στο έδαφος, μπροστά από την Νεράιδα, με την πλάτη γυρισμένη σε αυτήν, σαν μικρό παιδί που δεν του έδωσαν αυτό που ήθελε. Μετά από λίγο ένιωσε δάχτυλα στο κεφάλι της. «Σενίτ, πότε θα ωριμάσεις;», της είπε η Ύβενλυθ τη φράση που της έλεγε πάντοτε, ενώ χάιδευε παρηγορητικά τα μαλλιά της. Ήταν η μόνη φορά που αυτή η συνήθως παιχνιδιάρικη ερώτηση έβγαζε τόση πίκρα, τόση σκοτεινή θυμηδία.
Η Σενίτ αναστέναξε. «Μάλλον όχι τώρα στα κοντά. Αν και μη νομίζεις, έχω αρχίσει να το μαθαίνω ταχύρρυθμα τούτο το μάθημα από χθες το βράδυ», αποπειράθηκε να αστειευτεί, αλλά το πρόσωπο της Ύβενλυθ παρέμενε ανέκφραστο.
---
Με βαριά καρδιά, η Σενίτ αποχαιρέτησε την Ύβενλυθ έπειτα από λίγες ώρες. Της υποσχέθηκε ότι θα κρατούσαν επαφή μέσω αλληλογραφίας και πως θα ερχόταν στο Νεραϊδοβασίλειο ανά πάσα στιγμή, αν χρειαζόταν τη βοήθεια και τη στήριξή της, έστω κρυφά από τη μητέρα, τον πατέρα και τη Δασκάλα-Κρυστέλ της. Αλλά και πάλι ο αποχαιρετισμός δεν ήταν εύκολος για την πρασινομαλλούσα. Η Σενίτ ήταν θαρραλέα και καλοσυνάτη, η μόνη φωνή λογικής μέσα στην παράνοια που ζούσε, η μόνη που την έκανε να πιστεύει πως είχε έναν βράχο να στηριχτεί. Τώρα ο βράχος χάθηκε κι αυτή μόνη, περιτριγυρισμένη από συγγενείς που στο νου της φάνταζαν πιότερο τέρατα παρά άνθρωποι, δεν είχε πού να πιαστεί. Αφού έμεινε να κοιτά την άμαξα των γονιών της Σενίτ ν' απομακρύνεται, ώσπου χάθηκε ανάμεσα στα πορτοκαλόχρυσα δέντρα, βάλθηκε να τριγυρνάει στους δρόμους της πόλης, χωρίς προορισμό. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, μα ένας δυνατός και κρύος αέρας την έκανε να τουρτουρίζει. Δεν είχε σκεφτεί να φορέσει κάτι πιο ζεστό το πρωί και τώρα που 'χε μπει για τα καλά το απόγευμα, η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά. Μα δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει στο σπίτι για να πάρει πανωφόρι. Προτιμούσε δέκα φορές να μείνει έξω και να κρυώνει, παρά να πέσει πρόσωπο με πρόσωπο με την Ελίντρα, τον Όμπερον ή στη χειρότερη των περιπτώσεων και τους δύο μαζί. Τα βήματά της παραήταν βαριά· αν και δεν είχε όρεξη, η πείνα ήταν εμφανής στο στομάχι της που γουργούριζε και σύντομα κατάλαβε ότι δεν τουρτούριζε μόνο από την ψύχρα, αλλά κι από την έλλειψη ύπνου, που σε συνδυασμό με τον χορό, το ποτό και τη στενοχώρια, την έκαναν να νιώθει σαν άρρωστη. Αγνόησε με υποτίμηση το σώμα της, που πάλι ήθελε να της επιβάλει τι να κάνει και προχώρησε κι άλλο.
Όλα τα μέρη από τα οποία πέρασε, μέρη που της άρεσαν και την έκαναν χαρούμενη και μόνο που τα έβλεπε, σήμερα της προκάλεσαν δυστυχία, καθώς η ευχάριστη όψη τους εξατμίστηκε όλη μέσα στην απελπισία που βίωνε. Κουρασμένη όσο ποτέ στη ζωή της, κατέληξε στην άκρη της πόλης, σκεπτόμενη ότι δεν είχε πουθενά να κρυφτεί, όταν ξαφνικά... ένας λεπτός, μακρινός ήχος αντιλάλησε κι έμεινε να πλανιέται στον αέρα για αρκετά δευτερόλεπτα. Τον αναγνώρισε: ήταν ο ήχος του Φεγγαροσήμαντρου*, που ανακοίνωνε την έναρξη της Ανατολής του Φεγγαριού, μιας τελετής που κάνανε οι Κόρες της Σελήνης καθημερινά στον Ναό της Σελήνης, ακριβώς την ώρα που ο Ήλιος έπεφτε, καλώντας τη Μεγάλη Σελντίνια ν' ανεβάσει το Φεγγάρι στον ουρανό. Θυμόταν καλά τούτο το γλυκό άκουσμα: το είχε αφουγκραστεί άπειρες φορές όταν επισκεπτόταν τον ναό με τη μητέρα της. Συχνά είχαν παρακολουθήσει κιόλας την τελετή κι η μικρή τότε Ύβενλυθ έβρισκε φαντασμαγορικό το θέαμα των ιερειών να στέκονται γύρω από εκείνη την αστραφτερή πηγή και να ψάλλουν όλες μαζί βγάζοντας ασημένιο φως από τα ανοιχτά τους χέρια.
Με την ανάμνηση τούτη να καθοδηγεί τα μουδιασμένα της φτερά, κατευθύνθηκε προς το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα, που 'χε το σχήμα του μισοφέγγαρου κι ήταν καμωμένο από ολόλευκο μάρμαρο που άστραφτε ελαφρά στο λυκόφως. Καθεμία από τις πτέρυγές του, οχτώ, όσες κι οι Φάσεις της Σελήνης, έφερε στην κορυφή της ένα μισοφέγγαρο από κρύσταλλο κι ασήμι, που γυάλιζε τραβώντας την προσοχή κάθε Νεράιδας από μακριά. Ο μεγάλος και περιποιημένος κήπος, σπαρμένος με διάφορα ασημόφυλλα δέντρα, λευκούς κρίνους και πληθώρα σπάνιων κι ευωδιαστών ανθών, περιέβαλε τον ναό, κάνοντάς τον ακόμη πιο εντυπωσιακό, όπως η βραδινή ομίχλη το Φεγγάρι. Παρά τη λαχτάρα της να δει το οικείο τελετουργικό, η κοπέλα απέφυγε την πίσω αυλή όπου βρισκόταν η πηγή και περνώντας σαν αστραπή από την στρογγυλή αψίδα της εισόδου, που ευτυχώς έτυχε να μην φυλάγεται από τους Ράναντιρ, προχώρησε ίσια μέσα στο κτήριο και γλίστρησε στην μεσαία πτέρυγα, που συμβόλιζε την Πανσέληνο κι αποτελούσε και τον κεντρικό λατρευτικό χώρο. Σαν βρέθηκε μέσα, η μυρωδιά του γιασεμιού έφτασε στα ρουθούνια της κι ο ήχος του τρεχούμενου νερού από τις μικρότερες πηγές, που ήταν χτισμένες έτσι ώστε ν' αντανακλούν το φεγγαρόφωτο, έφτασε στα αυτιά της. Αναστέναξε ευχάριστα χωρίς να θέλει. Ήταν τόσο καθησυχαστικός τούτος ο χώρος, με την μυστικιστική ατμόσφαιρα και τη μαγευτική ησυχία. Προτίμησε να μείνει εκεί ολομόναχη και κάθισε σ' ένα απ' τα σκαλιστά καθίσματα των πίσω σειρών. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να παρακολουθήσει ξανά την Ανατολή του Φεγγαριού, αλλά δίσταζε.
Όλα αυτά τα χρόνια αφότου η μητέρα της πήγε στα αστέρια, η Ύβενλυθ δεν είχε πατήσει στον Ναό της Σελήνης παρά μόνο ελάχιστες φορές. Στην αρχή ο χώρος της την έφερνε στη θύμηση και με την απώλεια φρέσκια ακόμα, απέφευγε να πηγαίνει για να μην παρασυρθεί και κλάψει. Δεν ήθελε κανείς να τη βλέπει να κλαίει. Προτιμούσε να πιστεύουν ότι αδιαφορούσε. Μόνο στον Όμπερον είχε δείξει πόσο την πονούσε και τώρα μόρφαζε με το ότι αυτός είχε χρησιμοποιήσει τη γνώση γι' αυτή της την ευάλωτη πλευρά εναντίον της, τη νύχτα που την παραφύλαγε έξω απ' τον Ονειροδάκτυλο. Μόρφαζε επίσης με το ότι, ενώ κάποτε δεν ήθελε να τη βλέπουν να κλαίει, μέσα σε μερικές μόλις ώρες είχε κλάψει μπροστά σε τρία διαφορετικά άτομα. Στο μυαλό της αυτό σήμαινε ότι ήταν αδύναμη κι αξιολύπητη. Απογοητευμένη, εστίασε ξανά στο ιερό ετούτο μέρος.
Όταν τελικά η απώλεια σταμάτησε να πονάει τόσο, πάλι απέφευγε να έρθει, μιας και οι εκφράσεις αποστροφής της θείας της κάθε που γινόταν λόγος για τις ιέρειες ή για τη Θεά, την απέτρεπαν και της ξεκαθάριζαν ότι αν πλησίαζε εκεί, θα την δυσαρεστούσε έντονα. Τώρα η Ύβενλυθ καταλάβαινε το λόγο πίσω από την αποστροφή της και λυπόταν για εκείνη, που στην ηλικία των μόλις δώδεκα ετών βίωσε τέτοια απόρριψη και προδοσία μέσα στον ιερό οίκο της Θεάς που έλεγαν πως προσέφερε προστασία σε όσους αγαπούσαν το φως της. Έμεινε να χαζεύει τους άσπρους πέτρινους κύκλους στο πάνω μέρος του προσκυνηταρίου, που χώριζε το ιερό βήμα από τον υπόλοιπο ναό. Συμβόλιζαν επίσης τις Φάσεις της Σελήνης και πίσω τους έβγαινε πάντα ένα λευκό φως, δίνοντας την αίσθηση της έκλειψης. Τους χάζευε για ώρα και δεν μπορούσε παρά να νιώθει φόβο κι αγωνία να ξεφυτρώνουν μέσα της. Την ίδια αντιμετώπιση θα είχε κι εκείνη από της ιέρειες, ως απόγονος του Όναρντον. Αν μαθαίνανε για το Ονειρονήμα της, θα της κάνανε εξορκισμό και θα την έδιωχναν με τις κλωτσιές. Η σκέψη έκανε ένα ρίγος να τη διαπεράσει, μα δεν έφυγε. Αντ' αυτού, προσγείωσε το εξουθενωμένο βλέμμα της στο ολόλευκο κι ασημίζον άγαλμα της Σελντίνιας. Η νεραϊδόμορφη γυναίκα με τα χέρια σαν ανοιχτή αγκαλιά και την απόλυτη καλοσύνη στα μαύρα μάτια, την έκανε να νιώθει γαλήνη, κατάφερε τελικά να την κρατήσει στην κεντρική αίθουσα και πριν το καλοσκεφτεί, μια προσευχή άρχισε να βγαίνει ψιθυριστά από τα χείλη της. Πάντα αγαπούσε τη Σελντίνια, πάντα η θέαση του υπέροχού της Φεγγαριού είχε τη δύναμη να την κατευνάζει και να την κάνει ευτυχισμένη. Ανεξάρτητα με τη στάση της Ελίντρας, ποτέ της δεν έπαψε να την πιστεύει και τώρα, που πιθανότατα η Θεά δεν θα την ήθελε στον ναό της, τόσο ακάθαρτη που ήταν, κάτι μέσα της τής έλεγε ότι μόνο στην αγκαλιά της θεϊκής της μητέρας θα μπορούσε να 'χει γιατρειά.
Έξω, οι ιέρειες έψαλαν την παράκληση της Ανατολής του Φεγγαριού και για λίγο τα λόγια τους τα ψιθύριζε κι αυτή, πριν περάσει στο να επαναλαμβάνει την ίδια φράση: 'Ω, Μεγάλη Σελντίνια, δείξε έλεος στην ψυχή μου'. Όσο το επαναλάμβανε, όσο εξακολουθούσε να λέει νοητά τα ίδια λόγια, της φάνηκε πως το βάρος στο στομάχι της ελάφρυνε ελάχιστα. Συνέχισε για ώρα πολλή κι ούτε που κατάλαβε πότε οι ψαλμοί απ' έξω έπαυσαν και πότε η νύχτα έπεσε για τα καλά, αφήνοντας μονάχα τις λευκές λάμψεις να φωτίζουν τον μεγάλο χώρο. Της φάνηκε ότι την πήρε ο ύπνος, αφού όλα έδειχναν λίγο πιο σκοτεινά όταν κοίταξε πάλι το άγαλμα, με το πανάλαφρο φως που το περιέκλυε να εχει γίνει κάπως πιο έντονο. Το χώμα μύριζε βρεγμένο, προμηνύοντας βροχή. Για μια στιγμή ένιωσε καλύτερα, αλλά σαν τόλμησε να θυμηθεί τι συνέβη, σφίχτηκε και βάλθηκε να προσεύχεται πάλι.
«Με συγχωρείς, κορίτσι μου, αλλά κοντεύει εννέα η ώρα κι ο ναός κλείνει για τους επισκέπτες», άκουσε μια ήρεμη γυναικεία φωνή κι αμέσως τινάχτηκε από τη στάση προσευχής στην οποία καθόταν. Έστρεψε το κεφάλι της στα αριστερά κι αντίκρισε μια Νεράιδα μεγάλης ηλικίας με ανοιχτά γαλάζια μαλλιά, ασημένιο χιτώνα κι ένα ασημοπράσινο κρυσταλλένιο σύμβολο να κρέμεται στο λαιμό της. Σε μια στιγμή, δέος την κυρίευσε. Η γυναίκα που ερχόταν αργά προς το μέρος της δεν ήταν μια απλή ιέρεια, αλλά η Αρχιέρεια Λούθια.
«Ζ-Ζητώ συγγνώμη», απολογήθηκε και στάθηκε στα πόδια της, αν και με δυσκολία. «Θα φύγω αμέσως».
«Στάσου, μη βιάζεσαι», τη σταμάτησε η κατά πολύ μεγαλύτερη Νεράιδα, μα αντί για επιτακτικότητα, η φωνή της έβγαζε μια γλύκα που στ' αυτιά της κοπέλας ήταν οικεία. Έμεινε ακίνητη, όπως της ζητήθηκε κι η Αρχιέρεια κοίταξε το πρόσωπό της με πολλή προσοχή, λες και προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι. Όταν τελικά το θυμήθηκε, ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο γαλήνιο πρόσωπό της. «Είσαι η Ύβενλυθ! Η κόρη της Σιόλνυ!»
«Μάλιστα... εγώ είμαι», έγνεψε η Ύβενλυθ που στη συνέχεια προτίμησε να κοιτάξει το πάτωμα που έμοιαζε σαν να ήταν σπαρμένο με φεγγαρολούλουδα.
«Ω, Σελντίνια, πόσο πολύ άλλαξες!», έλεγε η Λούθια με ήρεμο πλην εμφανή ενθουσιασμό. «Την τελευταία φορά ήσουν τόσο δα κοριτσάκι, τώρα έχεις γίνει ολόκληρη γυναίκα! Πες μου, πώς είσαι; Πώς περνάς τη ζωή σου;»
Η Ύβενλυθ δεν είχε ιδέα τι να απαντήσει, αφενός γιατί λόγω του περιστατικού της θείας της φοβόταν να πει πως ασχολούταν με Ονειρομάγια, αφετέρου γιατί δεν ήξερε πώς να δικαιολογήσει την αποχή της όλα αυτά τα χρόνια. «Με συγχωρείτε, αλλά καλύτερα να πηγαίνω», μουρμούρισε. «Όπως είπατε, είναι περασμένη ώρα κι εσείς θα θέλετε να ξεκουραστείτε. Θα τα πούμε μιαν άλλη φορά», ολοκλήρωσε κι ετοιμάστηκε να πάρει το δρόμο της, όταν οι ακόλουθες ερωτήσεις της Λούθιας την πάγωσαν:
«Τι έχεις, κορίτσι μου; Τι είναι αυτό που σε πονάει τόσο;»
Γύρισε και την κοίταξε, προσπαθώντας να παραμείνει ψύχραιμη ώστε να μην προδοθεί κανένα από τα συναισθήματα που επέστρεφαν δριμύτερα να της πλακώσουν την καρδιά. «Πού το ξέρετε εσείς ότι με πονάει κάτι;»
«Τα μάτια σου είναι σκοτεινά, κόρη μου, το ίδιο κι η καρδιά σου», της είπε πάλι με την ίδια ηρεμία. «Ξέρεις, κάθε φορά που κάποιος κοντά μου προσεύχεται, μπορώ να δω στην καρδιά του. Η δικιά σου είναι πολύ βαριά. Μίλησέ μου. Τι βάσανα σε στενοχωρούν;»
«Δεν είναι για τα αυτιά σας», απάντησε η νεότερη Νεράιδα με έναν αναστεναγμό. «Καλά είδατε, έχω σκοτάδι μέσα μου. Αλλά είναι δικό μου βάρος κι εγώ πρέπει να το σηκώσω, μόνη μου».
«Δεν είναι ντροπή να μοιράζεσαι το βάρος σου, Ύβενλυθ. Ακόμα κι η Σελήνη μοιράζεται το φως της με τ' άστρα».
«Σας είπα, είναι δικό μου. Δε χρειάζεται να το φορτωθείτε κι εσείς. Αφήστε με στην ησυχία μου, να χαρείτε». Αυτά είπε κι ετοιμάστηκε να βγει προς τα έξω, μα μετά από μερικά κοπιαστικά βήματα συνειδητοποίησε ότι είχε φωνάξει. Ότι είχε μιλήσει απότομα στην Αρχιέρεια, μια από τις πιο αξιοσέβαστες Νεράιδες του βασιλείου, εκείνη που κάποτε της έλεγε παραμύθια και πάντα την κοιτούσε με αγάπη. Στράφηκε για δεύτερη φορά προς το μέρος της. Η ίδια αγάπη ήταν εκεί, αναμεμειγμένη με λύπη, μα όχι με θυμό. «Συγγνώμη», απολογήθηκε βγάζοντας λύπη κι η ίδια. «Συγχωρέστε με σας παρακαλώ, Φεγγαροφώτιστη. Δε μου φταίτε, δ-δεν ήταν σωστό να σας φωνάξω, δεν-»
«Ησύχασε, παιδί μου», τη διέκοψε η Λούθια. «Δεν είμαι κανένα τέρας, να θίγομαι τόσο εύκολα. Λυπούμαι μόνο που σε βλέπω τόσο ανταριασμένη και θέλω να σε βοηθήσω, αν μπορώ κι αν μου το επιτρέπεις» Η έφηβη ξαφνιάστηκε ακούγοντας ολόκληρη Αρχιέρεια να τη ρωτάει αν της επιτρέπει κάτι, συνέχισε όμως ν' ακούει. «Η μητέρα σου ήταν μία πολύ καλή φίλη, την εκτιμούσα βαθύτατα. Ίσως αν την είχες κοντά σου, να μπορούσε να σε βοηθήσει εκείνη, αλλά μιας κι η Θεά μας την κάλεσε κοντά της τόσο σύντομα, επιθυμώ εγώ να σου σταθώ, εάν το θέλεις. Μίλησέ μου», της είπε ξανά κι η Ύβενλυθ ένιωσε σε μια στιγμή το βάρος της να κατεβαίνει χαμηλά. Δίχως να τη νοιάζει που πάλι θα φαινόταν αδύναμη κι αξιολύπητη, άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν. Τρομαγμένη από την απότομη αλλαγή, η Λούθια βιάστηκε να την κλείσει στην αγκαλιά της, όπως ακριβώς μια μητέρα θα αγκάλιαζε το μωρό της. Η Ύβενλυθ δεν ήθελε πια να σκέφτεται τις συνέπειες. Ήθελε μόνο να βγάλει από μέσα της όλο αυτό το φαρμάκι που τη σκότωνε μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα. Την έσφιξε κοντά της, νιώθοντας το απαλό σαν μετάξυ ύφασμα του χιτώνα της να τη σκεπάζει στοργικά. Θα της έλεγε τα πάντα. Κι ας την αφόριζε! Ας της έκανε εξορκισμό! Ας την έδιωχνε! Ακόμα κι αυτό μια λύση θα ήταν!
---
Έξω μπουμπούνιζε, αλλά ο Όμπερον είχε πάρει τους δρόμους με την αίσθηση ότι το σπίτι δεν τον χωρούσε και τώρα βάδιζε κοντά στην κεντρική πλατεία. Δεν είχε δει την Ύβενλυθ μετά την τυχαία ανταλλαγή βλεμμάτων τους στο τέλος του γλεντιού και δεν της είχε μιλήσει από το συμβάν στο δάσος. Μονάχα η μητέρα του, την ώρα που περιποιούταν για δεύτερη φορά το έγκαυμά του, του ανέφερε ότι είχε μια σχετική κουβέντα μαζί της κι ότι 'σύντομα θα ηρεμούσε και θα έμπαινε στο δρόμο που θέλανε'. Ο νεαρός δεν κατάλαβε τι σήμαιναν τούτα τα λόγια, άλλωστε η Ελίντρα μιλούσε συχνά με γρίφους, αλλά δεν τόλμησε να τη ρωτήσει από φόβο. Του κακοφαινόταν αρκετά που ανακατεύτηκε κι αυτή στο πρόβλημα που είχε με την Ύβενλυθ, έστω κι αν από μέσα του πήρε μια χαρά όταν του ανακοίνωσε ότι 'είχε τον τρόπο να τη φέρει στα νερά του', ό,τι στο καλό κι αν σήμαινε αυτό. Οι αναμνήσεις από τους δυο τους στο δάσος τη χθεσινή νύχτα τον αναστάτωναν:
---
Ακόμα είχε τη γεύση της στο στόμα του κι ήταν σχεδόν σαν να ένιωθε την ανάσα της και το κάθε της τρέμουλο καθώς βρισκόταν στην αγκαλιά του. Επιτέλους είχε φτάσει τόσο κοντά, επιτέλους η Ύβενλυθ ανταποκρινόταν στο κάλεσμά του μετά από έναν ολόκληρο χρόνο! Ήταν τόσο ωραίο να γνωρίζει ότι κέρδισε τον πόλεμό τους, ότι την έπεισε πως είχε δίκιο. Κι η αναμονή, όλη η αναμονή άξιζε εν τέλει τον κόπο, αφού η άμαθη κι άβγαλτη ξαδέλφη του αποδείχθηκε πολύ πιο φλογερή από πολλές απ' τις γυναίκες που είχε γνωρίσει. Για εκείνα τα λίγα λεπτά ηδονής, ο Όμπερον ένιωθε νικητής! Ένιωθε δυνατός! Ένιωθε ότι η τρύπα που 'χε ανοίξει στην καρδιά του εξαιτίας της Ελίντρας κι όλων των τραυμάτων που του προκάλεσε, θα έκλεινε. Αυτό... μέχρι η Ύβενλυθ να τον απωθήσει βίαια και να τον αποθαρρύνει μιλώντας του άσχημα και παρουσιάζοντάς τον σαν ανήθικο.
Η συμπεριφορά της τον πλήγωσε και στη συνέχεια τον εξόργισε. Με τι θράσος τον είχε κατηγορήσει ότι μόνο αυτός ήθελε να ενωθούν, από τη στιγμή που οι δικές της κινήσεις έδειχναν ότι κι αυτή το ήθελε; Μέσα στο μεθύσι και τον θυμό πίστεψε ότι αν προχωρούσε σε πιο 'δραστικές πράξεις' θα την έκανε ξανά να ανταποκριθεί και να καταλάβει. Όμως εκείνη του έριξε γητειά κι έτρεξε μακριά του, αφήνοντάς τον με το έγκαυμα στο στομάχι και το ανικανοποίητο εγώ του. Ο Νεράιδος ξεφύσηξε στις θύμησες. Τώρα που το σκεφτόταν με καθαρό μυαλό, έβλεπε ότι παραφέρθηκε. Ήταν λάθος να κάνει μια τόσο απότομη κίνηση τη δεύτερη φορά. Ήταν ένας κύριος, ένας αριστοκράτης! Όφειλε να συμπεριφέρεται με αβρότητα. Δικαιολόγησε βέβαια τον εαυτό του, τονίζοντας πόσο απελπισμένος ήταν. Το συμπέρασμα ότι η Ύβενλυθ, η κοπέλα στην οποία ήθελε να προσφέρει όλο του το είναι τον είχε απορρίψει και τον έκανε να νιώσει βρώμικος, παραλίγο βιαστής, τον πίκρανε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. Μαζεύοντας τα κομμάτια του και μη θέλοντας να κινήσει υποψίες στις άλλες Νεράιδες, πήρε το δρόμο της επιστροφής για τον Χρυσωπό Κύκλο, αδιαφορώντας για του πού θα πήγαινε εκείνη, έτσι που έφυγε τρέχοντας. Όλοι εκεί διασκεδάζανε κι ήταν χαρούμενοι. Όλοι εκτός από αυτόν. Δεν άντεχε να τους βλέπει. Πήρε την απόφαση να φύγει. Άλλωστε δεν θα τον πρόσεχε και κανένας. Ήδη δεν είχαν προσέξει ότι τόση ώρα ήταν απών κι ήδη δεν μπορούσε να βρει τη μητέρα του ανάμεσά τους. Ούτε εκείνη, ούτε και κανείς άλλος τον νοιαζόταν πραγματικά, όπως συλλογίστηκε. Εκείνη ενδιαφερόταν για τις δυνάμεις του, οι ερωμένες του για το κορμί του, αυτή ήταν η σκληρή αλήθεια. Τι κι αν ήταν δημοφιλής; Τι κι αν τόσες Νεράιδες τον είχαν ερωτευτεί; Τι ήταν όλα αυτά τώρα; Ένα τίποτα! Ένα τεράστιο, κενό τίποτα!
Γύρισε την πλάτη στον όχλο, έτοιμος να πάει στο σπίτι του, να φροντίσει την πληγή του και να κοιμηθεί, όταν η γλυκιά φωνή της Τιτάνιας ήχησε στα αυτιά του. Την είδε να τρέχει προς το μέρος του και να τον ρωτάει πού εξαφανίστηκε. Εντύπωση του έκανε που νοιάστηκε γι' αυτόν. Και μάλιστα συνέχισε να τον ρωτάει πού είχε πάει, αν ένιωθε καλά κι αν χρειαζόταν από εκείνη κάποια βοήθεια. Μέσα στη θλίψη του έφηβου Νεράιδου, η παρουσία της γλυκύτατης νεαρής έλαμψε σαν ένα μικρό, γαλάζιο αστεράκι μέσα στη νύχτα. Πριν που χόρευε μαζί της, είχε νιώσει... διαφορετικά. Ναι, δεν το αρνήθηκε ότι την ήθελε και του άρεσε η φλόγα που είχε δει ν' ανάβει στα μάτια της για χάρη του, όμως από την άλλη... δεν τον ενδιέφερε τόσο να την παρασύρει και να κάνει έρωτα μαζί της, όπως είχε κάνει με τόσες και τόσες. Στην περίπτωση της Τιτάνιας, αυτό που ήθελε περισσότερο ήταν να κάθεται κοντά της, να της μιλάει και να την κάνει να χαμογελάει. Η Τιτάνια ήταν διαφορετική από την Ύβενλυθ. Καλοσυνάτη, καταδεκτική, έτοιμη να ζήσει τη ζωή δίχως περιττολογίες.
Χωρίς να χάσει πολύ χρόνο, ο Όμπερον έκανε το τεστ: της ζήτησε να έρθει μαζί του πίσω από την ανατολική εξέδρα και το κορίτσι τον ακολούθησε πρόθυμα, δείχνοντάς του πόσο του είχε εμπιστοσύνη. Πριν το καλοσκεφτεί, ο νέος με τα γκριζοπράσινα μαλλιά της εξομολογήθηκε τον έρωτά του. Δεν χρειάστηκε να παιδευτεί πολύ για να βρει τι ακριβώς θα της έλεγε, άλλωστε το είχε κάνει αυτό πολλές φορές στο παρελθόν. Μόνο που μαζί της ένιωσε πως όσα ξεστόμιζε δεν ήταν απλώς λόγια, ήταν κάτι παραπάνω, έστω και πρόωρο. Παρασυρμένος, έσκυψε και τη φίλησε, τραβώντας το λεπτό σαν κλαράκι σώμα της στο δικό του με μεγάλη προσοχή. Κι η Τιτάνια αφέθηκε σαν πάνινη κούκλα κι άνοιξε τα χείλη της για εκείνον. Όταν έκανε πίσω και την αντίκρισε, το μόνο που είδε στα μωβ μάτια της ήταν ευτυχία. Του εξομολογήθηκε πως ήταν το πρώτο της φιλί και πως ήταν καταπληκτικό και καταπληκτικά ένιωσε κι ο ίδιος. Ορίστε! Αυτή ήταν η αντίδραση που περίμενε κι από την Ύβενλυθ αντί για το εντελώς σκληρό της φέρσιμο. Η Τιτάνια έμοιαζε ευγνώμων κι ήθελε κι άλλο! Η Τιτάνια τον εκτιμούσε και θα το δεχόταν, ακόμα κι αν αποφάσιζε να την οδηγήσει βαθύτερα στο δάσος και να την κάνει δική του. Και δεν θα το έκανε γιατί ήταν εύκολη, αλλά γιατί ήταν αθώα και τον εμπιστευόταν τυφλά. Ευγνώμων κι ο ίδιος στην κοπέλα, που τόσο μαγικά του προσέφερε λίγη χαρά, την πήγε πίσω στη μητέρα της.
Η Τιτάνια ήταν ένα ευγενικό και καλό πλάσμα κι έτσι θα της άξιζε να την αντιμετωπίσει: με ευγένεια, με καλοσύνη, με σεβασμό, όπως άρμοζε σε μία πριγκίπισσα. Την Ύβενλυθ δεν την ήθελε στη σκέψη του εκείνες τις στιγμές! Για να βεβαιωθεί ότι θα την εξόριζε από το μυαλό του, έφτασε στο σημείο μέχρι και για γάμο να μιλήσει στο κορίτσι. Όχι ότι ήταν εντελώς ψέμα, αλλά το έκανε τόσο βιαστικά, μόνο και μόνο για να μη σκέφτεται εκείνη που του ράγισε την καρδιά. Πού θα μπορούσε τάχα να τον βγάλει τούτη η τρέλα; Θυμόταν τον εαυτό του από μικρό να κάνει όνειρα να ανέβει ψηλά, όνειρα που η μητέρα του φρόντιζε να του ενισχύει. Θα μπορούσε ο γάμος με την πριγκίπισσα να αποτελέσει το εισιτήριό του προς την εξουσία.
---
«Γεια σου, Όμπερον», έκοψε με αγένεια τον ειρμό της σκέψης του μια αντρική φωνή. Σήκωσε το βλέμμα του προς την κατεύθυνσή της κι αντίκρισε έναν παλιό του γνωστό.
«Γεια σου, Κάορεν, παλιόφιλε», ανταπέδωσε με μια αμηχανία προερχόμενη τόσο από το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος συνομήλικός του δεν τον συμπαθούσε, όσο κι απ' το τρομακτικό του ύφος. Αυτό το τελευταίο τον έκανε να δυσφορεί. Ασυναίσθητα κούνησε τα μάτια του προς άλλη κατεύθυνση, ώστε να μην τον κοιτάζει, όταν... «Λούσεν, Ζελντέρεον! Εδώ κι εσείς;», χαιρέτησε τα άλλα δύο αγόρια, τα οποία είχε μόλις προσέξει ότι στεκόντουσαν στα αριστερά και τα δεξιά του Κάορεν, χάρη σε μια αστραπή που τους φανέρωσε. «Π-Πώς τα περνάτε; Χαθήκαμε τον τελευταίο καιρό. Βέβαια, εσάς τους δυο σας άκουσα στη χορωδία χθες. Πολύ καλοί ήσασταν, μπράβο», συνέχισε να μιλάει, αλλά ήταν εντελώς φανερό ότι ένιωθε άβολα.
«Ευχαριστούμε», απάντησε χωρίς στάλα καλής διάθεσης ή οποιουδήποτε συναισθήματος ο Λούσεν. «Κι εμείς σε είδαμε χθες. Δυστυχώς όμως δεν είδαμε τον φίλο μας τον Κάορεν».
«Ναι», πρόσθεσε ο Ζελντέρεον και βημάτισε πιο κοντά του, όπως κι οι άλλοι. «Δεν τον είδαμε ούτε αυτόν, ούτε και κάποια άλλη...»
Υπήρχε κάτι στο πλησίασμά τους που δεν του άρεσε καθόλου. «Ποια;», ρώτησε στην προσπάθεια να φανεί χαλαρός.
Ο Κάορεν τότε έκανε μερικά ακόμα βήματα μπροστά και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του. «Τη Γιόλα λένε», μουρμούρισε σκύβοντας απειλητικά κοντά. «Τη θυμάσαι; Εκείνη που εγκατέλειψες και μετά προσπάθησε ν' αυτοκτονήσει; Τη δική μου Γιόλα, Όμπερον».
Συνέχισε να παριστάνει τον αδιάφορο. Οι επόμενες λέξεις του δεν αποτελούσαν επ' ουδενί τη σοφότερη επιλογή: «Τη 'δική σου Γιόλα'; Πολύ κτητικό εκ μέρους σου. Τι τρέχει, Κάορεν; Ακόμα να ξεπεράσεις ότι η σοβαροφανής κοπέλα σου σε χώρισε για χάρη μου;», έκανε γελώντας και τα μάτια του Κάορεν άστραψαν με μίσος.
«Λέγε τι της έκανες!», γρύλλισε, πασχίζοντας να μη δώσει σημασία στη θρασύτατη προκλητικότητά του και τα χέρια του τον άρπαξαν από τη λαιμόκοψη της μπλούζας, ενώ κι άλλες αστραπές και μπουμπουνητά επένδυαν οπτικά κι ακουστικά τη συνομιλία τους.
«Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου», διέταξε επιτακτικά, αν και χαμηλόφωνα ο άλλος. Είχε αρκετά προβλήματα και καμία διάθεση να σπαταλήσει το χρόνο του με περσινά ξινά σταφύλια. «Τίποτα δεν της έκανα», δήλωσε σπρώχνοντάς τον πίσω, κάτι που κανονικά θα ήταν αρκετό. Δυστυχώς γι' αυτόν, η ανασφάλεια που ακόμα τριγυρνούσε στο μυαλό του, τον έκανε να θέλει να φανεί ανώτερος κι ανίκητος απέναντι σε αυτούς τους τρεις που θεωρούσε αποτυχημένα αγοράκια. «Ή μάλλον όχι, κάτι της έκανα. Κάτι που εσύ το έκανες πολύ, πολύ χειρότερα, αν κρίνω απ' όσα μου έλεγε η πρώην αγαπημένη σου». Στο τελευταίο άκουσμα, το χέρι του Κάορεν κινηθηκε από μόνο του κι έσκασε στη μύτη του Όμπερον, προκαλώντας μια πνιχτή κραυγή κι αίμα που πετάχτηκε. «Τι έκανες;» γρύλλισε κι ο Όμπερον, ακουμπώντας τη μύτη του και βλέποντας ότι το χέρι του ήταν κόκκινο. «Θα μου το πληρώσεις αυτό, μπάσταρδε!», φώναξε έτοιμος να του επιτεθεί, μα τελευταία στιγμή ένιωσε δυο δυνατές λαβές να παγιδεύουν η κάθεμιά ένα του χέρι.
«Φοβάσαι μη σου χαλάσει τη μόστρα, Όμπερον; Τόσο νάρκισσος;», άκουσε τον Λούσεν πίσω και δεξιά και προς μεγάλη του αποστροφη κατάλαβε ότι αυτός κι ο Ζελντέρεον είχαν πετάξει με ταχύτητα φωτός πίσω του και τον είχαν ακινητοποιήσει.
«Αφήστε με, ηλίθιοι!», σχεδόν βρυχήθηκε εξοργισμένος.
«Γιατί;», ρώτησε αυστηρά ο Ζελντέρεον κι έσφιξε το κράτημά του σε σημείο που ήταν φανερό ότι ο άλλος πονούσε. «Για να πλανέψεις κι άλλες αθώες κοπέλες;»
Ο Όμπερον έστρεψε τα σκοτεινά του μάτια στον Κάορεν, που ήταν κατακόκκινος κι έσφιγγε τις γροθιές του, έτοιμος να τον χτυπήσει ξανά. Η εικόνα τον θύμωσε ακόμα περισσότερο. «Πουλάς μούρη παίζοντας βρώμικα, Κάορεν;», έφτυσε. «Πες στους ζαβούς τους φίλους σου να μ' αφήσουν να φύγω, διαφορετικά...»
«Διαφορετικά θα μας επιτεθείς με τα Ονειρομάγια σου;», ρώτησε ψύχραιμα ο Κάορεν κι έδειξε προς τα κάτω. Ο Όμπερον ακολούθησε την κίνησή του και μια σαστισμένη έκφραση παραμόρφωσε τα ήδη παραμορφωμένα από θυμό χαρακτηριστικά του: γκρίζες κλωστές είχαν προβάλει στα δάχτυλα των χεριών του ενστικτωδώς λόγω του κινδύνου στον οποίο βρισκότανε και τώρα φώτιζαν ντροπιαστικά μέχρι και το πρόσωπό του, έχοντας αποκαλύψει το μυστικό που η μητέρα του πάντα του έλεγε πως δεν έπρεπε να μάθει κανείς τρίτος.
«Ονειροπλέχτης», μονολόγησε με αηδία ο Λούσεν. «Να που δεν είναι ο Κάορεν που πουλάει μούρη παίζοντας βρώμικα. Εσύ είσαι!», φώναξε τραβώντας του το μπράτσο και για μια στιγμή πέρασε απ' το μυαλό του ότι μπορεί η Ύβενλυθ να ήξερε για τη σκοτεινή του μαγεία και γι' αυτό να είχε γίνει έτσι. Θα μπορούσε μάλιστα αυτό το κάθαρμα να την απειλεί για να μη μιλήσει. Η σκέψη τον εξαγρίωσε κι έριξε μια γερή σπρωξιά στον άλλο Νεράιδο, κάνοντάς τον να καταλήξει μπρούμυτα στο χώμα, την ώρα που οι πρώτες σταγόνες της βροχής άρχισαν να πέφτουν.
Ο Όμπερον μούγκρισε από πόνο κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί με τα χέρια του ακόμα να λάμπουν, όταν ο Κάορεν του απηύθυνε για άλλη μια φορά το λόγο, πιο απειλητικά από ποτέ. «Για δείξε μας την πραγματική σου δύναμη, παλιόφιλε», ειρωνεύτηκε. «Λίγα μέτρα πιο κάτω κυκλοφορεί πολύς κόσμος. Πάω στοίχημα ότι θα ξετρελαθούν βλέποντας έναν Ονειροπλέχτη να παλεύει μπροστά στα μάτια τους. Για να μην πω πόσο θ' αρέσει η μαγεία σου κι οι πράξεις σου στις ιέρειες ή τη βασίλισσα».
Ο Όμπερον τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν σπίθες στη συνειδητοποίηση ότι εδώ που βρισκόταν δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. «Με παγίδεψες...», πρόλαβε να γρυλλίσει προτού οι τρεις Νεράιδοι τον σύρουν μέσα στο δάσος κι αρχίσουν να τον χτυπάνε αλύπητα με τα χέρια και με τα ξόρκια τους, αποκαλώντας τον 'απατεώνα', 'ανέντιμο' κι άλλες, πολύ χειρότερες βρισιές. Μη μπορώντας να φωνάξει βοήθεια, μιας κι οι άλλοι δεν θα δίσταζαν να πουν σε όλους για τις δυνάμεις του, αναγκάστηκε να υπομείνει το μαρτύριο, βογκώντας με πόνο και φωνάζοντας περιστασιακά 'Παρατήστε με ήσυχο, παλιοαλήτες'. Ένας απ' αυτούς, δεν μπόρεσε να διακρίνει ποιος, του έσκισε τη μπλούζα και τον χτύπησε στο σημείο του εγκαύματος, μα τα ουρλιαχτά του καλύφθηκαν απ' την καταρρακτώδη πλέον βροχή. Πέρασαν αρκετά λεπτά που για εκείνον μοιάζανε ώρες, ώσπου τα άλλα αγόρια σταμάτησαν και τον άφησαν ματωμένο στις λάσπες.
«Δεν αξίζεις ν' ασχολούμαστε άλλο μαζί σου, ποταπέ», είπε ο Ζελντέρεον κι ακολούθησε τον Λούσεν. Όσο για τον Κάορεν, φαινόταν πως δεν είχε εκτονωθεί ακόμα εντελώς.
«Αυτό για τη Γιόλα», έκανε κι ο Όμπερον ένιωσε έναν πόνο ανόμοιο με όλους τους άλλους να τον καίει κάτω χαμηλά. Ουρλιάζοντας ξανά και προσπαθώντας μάταια να πιάσει την ανάσα του, διαπίστωσε ότι ο άλλος του είχε ρίξει κλωτσιά στο επίμαχο σημείο. «Για να μάθεις άλλη φορά να παίζεις τον καρδιοκατακτητή μόνο μ' αυτά. Αν τα 'χεις κιόλας δηλαδή», ήταν τα τελευταία λόγια του Νεράιδου με τα σκούρα μπλε μαλλιά που άκουσε, προτού επιτέλους τον αφήσουν μόνο του.
---
«Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ, Φεγγαροφώτιστη», έλεγε η Ύβενλυθ στη Λούθια, ενώ πλησίαζαν πια μεσάνυχτα κι η βροχή συνόδευε την εξομολόγησή της. Η Αρχιέρεια, καθισμένη στο διπλανό της κάθισμα, είχε ακούσει σιωπηλά όλη την ιστορία της, από τον πρόωρο θάνατο της μητέρας της και τη μετακόμιση στο σπίτι της θείας της, μέχρι την χρήση του Ονειρονήματος και το περιστατικό με τον Όμπερον. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της αφήγησής της, η κοπέλα δάκρυζε ή κοκκίνιζε από ντροπή, όμως η Λούθια έστρεφε από διακριτικότητα το κεφάλι αλλού, προκειμένου να μην τη φέρνει σε ακόμα πιο άβολη θέση. Στο τέλος, το κορίτσι έκλεγε με λυγμούς. «Μου αξίζει να με τιμωρήσετε και για τη σκοτεινή μαγεία που χρησιμοποίησα και για την αμαρτία στην οποία πήγα να υποπέσω. Κάντε με ό,τι θέλετε. Έτσι μόνο ίσως μπορέσω να ησυχάσω», μπόρεσε να ξεστομίσει.
Η Λούθια χάιδεψε καθησυχαστικά τα μακριά, πράσινα μαλλιά της, ξαφνιάζοντάς την. «Δεν είμαι τιμωρός, κοριτσάκι μου, ούτε καν έχω το δικαίωμα να σε κρίνω», της είπε σιγανά, τόσο σιγανά που η Ύβενλυθ σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε μπερδεμένη για να καταλάβει τι έλεγε. «Δε βρίσκομαι εδώ για να σου απαγγείλω κατηγορίες, ούτε για να σε καταδικάσω».
«Μα αφού-»
«Πες μου κάποιον σ' αυτό τον κόσμο που δεν έχει κάνει ποτέ του λάθος», της ζήτησε η μεγαλύτερη Νεράιδα, κάνοντας πίσω μια τούφα της. Το κορίτσι σκέφτηκε για μερικές στιγμές. «Είδες που δεν βρίσκεις κανέναν;», της γέλασε η Λούθια. «Όλοι κάνουμε λάθη, κόρη μου. Σημασία έχει να μετανοούμε γι' αυτά και να προχωρούμε παρακάτω».
«Τα δικά μου όμως δεν ήταν απλά λάθη».
«Μετανόησες γι' αυτά;»
«Ναι, ναι και βέβαια, μα τι διαφορά κάνει; Θα μπορούσα να προκαλέσω μεγάλο κακό».
«Δεν το προκάλεσες, όμως. Και για τη μία περίπτωση και για την άλλη, κατάλαβες ότι δεν ήταν σωστό. Δεν θέλησες να συνεχίσεις με τον ξάδελφό σου, ενώ θα μπορούσες. Δεν θέλησες να χρησιμοποιήσεις τη μαγεία σου για να βλάψεις αθώους, ενώ θα μπορούσες».
Η Ύβενλυθ συνέχισε να σκέφτεται. «Δεν θα ξεφύγω. Αργά ή γρήγορα η θεία μου κι ο ξάδελφός μου θα με αναγκάσουν να κάνω πράγματα που δεν θέλω».
«Κανείς δεν θα σε αναγκάσει να κάνεις τίποτα», τόνισε η Λούθια. «Δική σου απόφαση είναι πώς θα ζήσεις τη ζωή σου κι άπαξ κι αποφασίσεις πιο δρόμο θέλεις να πάρεις, γι' αυτόν θα τραβήξεις».
«Και η θεία μου κι ο Όμπερον;»
Η Λούθια αναστέναξε. «Απουσίαζα όταν εκδιώχθηκε η μικρή Ελίντρα», μονολόγησε. «Μακάρι να μπορούσα να είχα αποτρέψει αυτό που της συνέβη εδώ μέσα. Μακάρι να είχε έρθει σ' εμένα για βοήθεια, αντί να γεμίσει την καρδιά της μίσος και να θελήσει να μας εκδικηθεί όλες», συνέχισε με θλίψη. «Έμεινε μόνη κι αβοήθητη, χωρίς στήριγμα. Το μόνο της στήριγμα έγινε το Ονειρονήμα της. Το χρησιμοποίησε υπέρ του δέοντος για να μάθει και να φυλαχτεί... Ήταν αναμενόμενο να την εθίσει και να την τρελάνει».
Σε αυτό, η Ύβενλυθ την κοίταξε σοκαρισμένη. «Να την εθίσει και να την τρελάνει;», επανέλαβε.
Η Αρχιέρεια έγνεψε αργά. «Μαγείες όπως αυτή πρέπει να χρησιμοποιούνται με πολύ αυστηρό μέτρο. Είναι τέτοια η ισχύ τους που αν χρησιμοποιηθούν παραπάνω διαφθείρουν το νου, τον γεμίζουν με υπέρμετρες φιλοδοξίες και κάνουν το χρήστη τους να στραφεί στο σκοτάδι και να χάσει τον εαυτό του. Δεν σου το είπε κανείς πριν ξεκινήσεις την εκπαίδευσή σου;»
«Δ-Δεν είχα ιδέα...», έγνεψε αρνητικά η Ύβενλυθ. «Είχα κι εγώ φιλόδοξες σκέψεις, Φεγγαροφώτιστη. Πολλές φορές πίστεψα πως θα μπορούσα να γίνω καλύτερη απ' όλους».
«Είναι μια επικίνδυνη απόρροια του Ονειρονήματος. Ο σημαντικότερος λόγος που εμείς οι ιέρειες το καταδικάζουμε. Λυπούμαι ειλικρινά, μικρή μου, αλλά τούτη είναι η μαγεία που έμαθες να διαφεντεύεις. Τούτη η μαγεία έκανε ανεπανόρθωτη ζημιά στην Αρχόντισσα Ελίντρα και φοβάμαι... και στον Όμπερον. Εσύ όμως αντιστάθηκες. Δεν σε διέφθειρε κι αυτό δείχνει χαρακτήρα. Δύναμη». Η έφηβη την άκουγε και τα λόγια της θύμιζαν εκείνα της Σενίτ.
«Μην είστε τόσο σίγουρη», αποκρίθηκε τελικά. «Δεν... δεν ακούσατε όσα σας είπα πριν;»
«Τα άκουσα, Ύβενλυθ», είπε η Λούθια. «Μα εκτός από αυτά που άκουσα, είδα κιόλας. Είδα ένα πλάσμα που έχει καλή ψυχούλα. Κι αυτό, κόρη μου, δεν το είδα μόνο με τα δικά μου μάτια, αλλά και με τα μάτια της Αστράρχης, που με καθοδηγεί. Η Σελντίνια σ' αγαπάει και ξέρει τι κρύβεις μέσα σου». Η Ύβενλυθ άφησε αυτά τα λόγια να φτάσουν μέχρι την καρδιά της. Κοίταξε ξανά προς το λαμπυρίζον άγαλμα της Θεάς του Φεγγαριού και μια βαθιά συγκίνηση τη γέμισε ολόκληρη. Δε μίλησε, μα η Λούθια έδειξε να κατάλαβε. «Άσε την ψυχή σου να γαληνέψει», της είπε, όπως είχε πει κάποτε και στη Σιόλνυ. «Προσευχήσου, επίτρεψε στο βάρος να φύγει κι εγώ θα είμαι δίπλα σου να σε βοηθήσω, κόρη μου. Γιατί έτσι σε βλέπω, σαν κόρη μου. Κι αφού η μανούλα σου δεν είναι μαζί σου, θα είμαι εγώ, εντάξει;» Συγκινημένη και δακρυσμένη, αυτή τη φορά από ανακούφιση, η Ύβενλυθ την αγκάλιασε ξανά. Αμέσως μετά έκανε πίσω κι η Λούθια την είδε να ανεβάζει τη φούστα της για να τις δείξει τις πληγές που είχε στα γόνατα.
«Πονάω», μουρμούρισε.
Η Λούθια της χαμογέλασε ξανά. «Όχι για πολύ ακόμη», δήλωσε κι έφυγε, μόνο για να επιστρέψει με ένα μικρό ασημένιο κανάτι με νερό. «Όλα θα γειάνουν», της είπε κι η Ύβενλυθ την άκουσε να προσεύχεται χαμηλόφωνα, καθώς έριξε προσεκτικά το νερό στα γόνατά της. Ο πόνος άρχισε σιγά-σιγά να διαλύεται...
---
Βρέθηκε να περπατά μόνη σ' ένα ομιχλώδες μονοπάτι. Όλα ήταν ολόλευκα, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα. Σκίρτησε με αβεβαιότητα: αν και το μέρος έβγαζε κάτι οικείο, δεν της άρεσε. «Ελίντρα», κάλεσε μια ζεστή αντρική φωνή τ' όνομά της κι η αρχόντισσα την αναγνώρισε αμέσως.
«Πατέρα;», αναφώνησε κι ένα τεράστιο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. Ένα χαμόγελο που θα ορκιζόταν πως δεν μπορούσε πια να έχει. Ενθουσιασμένη με την αναγνώριση της φωνής του, άρχισε να πετάει με τα ασημένια της φτερά προς την κατεύθυνσή της. Το λευκό φόρεμα και τα μακριά κόκκινα μαλλιά της ανέμιζαν ανάλαφρα. «Πατέρα! Πού είσαι;», συνέχισε να τον καλεί, ώσπου μια σκιά έπεσε πάνω της, κάνοντάς την να φανεί πιο σκούρα σε σχέση με το υπόλοιπο τοπίο. Παρατηρώντας την, πρόσεξε πως ήταν η σκιά ενός Νεράιδου. Κοίταξε και πάλι μπροστά της και τον είδε να παίρνει σχήμα: τα μακριά κόκκινα μαλλιά, τα σοφά και καλοσυνάτα πράσινα μάτια, τα πράσινα φτερά κι ο μακρύς μπλε χιτώνας σπαρμένος με ασημένια άστρα να μην έχουν αλλάξει καθόλου. Η Ελίντρα ξεφώνισε συγκινημένη. Πιο συγκινημένη δεν είχε νιώσει δεκαετίες τώρα. «Πατερούλη μου, πόσο μου έλειψες», μουρμούρισε και τον αγκάλιασε σφιχτά. «Πόσο υπέφερα χωρίς εσένα! Μη με ξαναφήσεις!»
Ο Όναρντον έμεινε ασάλευτος και η γυναίκα δεν άργησε να το προσέξει. Έκανε πίσω για να δει τι του συνέβαινε και κοκκάλωσε σαν αντίκρισε τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. «Κόρη μου, με απογοήτευσες», της είπε κι η φωνή του ήρθε σαν βροντή, που τάραξε το τοπίο, αλλάζοντας το χρώμα του από λευκό σε σκούρο γκρι, όπως άλλαξε και το φουστάνι της. «Σε μεγάλωσα διδάσκοντάς σου την αγάπη, την αποδοχή και τη συγχώρεση», τον άκουγε να της λέει ψυχρά. «Τούτα ήταν τα πραγματικά δώρα που σου έδωσα, όχι το Ονειρονήμα. Τούτα ήθελα να κρατήσεις μέσα σου και μ' αυτά να πορευτείς. Όμως εσύ... τα απαρνήθηκες».
«Πατέρα, εγώ-»
«Τα απαρνήθηκες, Ελίντρα! Και μαζί τους απαρνήθηκες κι εμένα».
«Όχι! Όχι! Πατέρα εγώ ποτέ-»
«Δες που σε οδήγησε το μίσος σου!», φώναξε άξαφνα ο Όναρντον κι ο γκρίζος καμβάς ολόγυρα άρχισε να αλλάζει. Σε ένα σημείο μπορούσε να δει τον εαυτό της μικρό, να διώχνει μακριά τον Άενσσελ, που προσπαθούσε να την παρηγορήσει μετά τον θάνατο των γονιών τους. Σε άλλο μπορούσε να δει τον εαυτό της στα δεκαέξι ως μέρος μιας δημοπρασίας στο πορνείο, να χαμογελάει με φιλαρέσκεια και περηφάνεια για το μεγάλο ποσό που προσέφερε εκείνος ο πλούσιος Νεράιδος για να είναι ο πρώτος που θα πάει μαζί της. Μια αηδιασμένη έκφραση σχηματίστηκε στο πρόσωπο της Ελίντρας, καθώς θυμήθηκε την περηφάνεια να μεταμορφώνεται σε αμηχανία και πόνο, καθώς θυμήθηκε τον εξευτελισμό που υπέμεινε στα χέρια εκείνου του ανώμαλου, που ήταν τουλάχιστον είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της και δεν είχε διστάσει διόλου να ασελγήσει εις βάρος ενός ανήλικου κοριτσιού. Εξοργισμένη κοίταξε αλλού κι είδε ξανά τον εαυτό της να μπαίνει με Ονειρομάγια ανάμεσα στον Ελύριον και τη σύζυγό του και μερικά χρόνια αργότερα να στάζει δηλητήριο στο ποτό του. Αλλού είδε την αποπλάνηση του Κλοΰλιο, πάλι με Ονειρονήμα, την αδιαφορία της όταν ο πεντάχρονος γιος της τους έπιασε να ερωτοτροπούν, τον Όμπερον να της πηγαίνει κόντρα και να τρώει το χαστούκι της, αλλά και το άλλο χαστούκι που έδωσε στην Ύβενλυθ τη χθεσινή νύχτα. Η γνώση πως μαζί της παρακολούθησε αυτές τις αναμνήσεις κι ο πατέρας της έκανε το πρόσωπό της να κοκκινήσει, όσο και τα μαλλιά της.
Γεμάτη ντροπή γύρισε ξανά στον Όναρντον. «Ήμουν αναγκασμένη να τα κάνω όλα!», πήγε να δικαιολογηθεί. «Δεν είχα άλλη επιλογή!»
«Είχες!», την έκοψε. «Μπορούσες να διαλέξεις έναν ενάρετο δρόμο. Θα ήταν δύσκολος, ναι, αλλά δεν θα είχες βουτηχτεί στη λάσπη».
«Νομίζεις ότι ήταν εύκολο για μένα!; Ε!; Ότι μου άρεσε; Ότι πέρασα καλά αφήνοντας να μ' αγγίζει ο ένας κι ο άλλος ή ότι ήθελα να γίνω η φόνισσα του άντρα μου!; Δεν ήσουν εδώ, πατέρα! Δεν ήσουν δίπλα μου όταν σε χρειαζόμουν! Ήμουν ΜΟΝΗ ΜΟΥ!!!», βροντοφώναξε στο τέλος.
Η μορφή του Όναρντον παρέμεινε στωική. Μονάχα το χρώμα γύρω τους όλο και σκούραινε. «Δεν ήθελα να σ' εγκαταλείψω», δήλωσε. «Αλλά αυτό που με πληγώνει πιο πολύ είναι ότι τελικά απέτυχα σαν μέντοράς σου. Επέλεξες με τη θέλησή σου το κακό. Δε χρειαζόταν ούτε να πουληθείς, ούτε να βάψεις τα χέρια σου με αίμα, ούτε να εθίσεις στο Ονειρονήμα δυο αθώα παιδιά, ώστε να ικανοποιήσουν τις εγωιστικές σου επιθυμίες. Μα δεν σου αρκούσαν ποτέ όσα προορίζονταν για σένα, ήθελες κι άλλα... τα ήθελες όλα! Έγινες αρρωστημένα φιλόδοξη κι άπληστη», της τόνισε έντονα το καθένα από τα κρίματά της και μόνο τότε η ουδέτερη έκφρασή του άλλαξε. «Δεν θέλησες να βάλεις στην ψυχή σου όσα σου έλεγα και τώρα πια δεν μου μένει τίποτα να κάνω. Είσαι σκλάβα του ίδιου σου του σκότους, Ελίντρα. Και στην ίδια μοίρα έχεις καταδικάσει και τον γιο σου, που ήδη γεύεται τον πόνο των επιπτώσεων για όσα κάνει. Δεν θα μείνω άλλο κοντά σου, κόρη μου. Με θλίβει η κατάντια σου».
Η Ελίντρα προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ και να καταλάβει τι ήθελε να πει ο πατέρας της για τον Όμπερον, όμως η τελευταία του φράση την έκανε να ανοίξει διάπλατα τα μάτια της, βγάζοντας ένα τρομαγμένο επιφώνημα. «Όχι, πατέρα», ψέλλισε. «Μη μου το κάνεις αυτό! Μη με αφήνεις πάλι, σε παρακαλώ! Δε θέλω να σε χάσω! Μόνο κοντά σου θέλω να είμαι!», ικέτευσε.
«Όχι, δεν θέλεις αυτό. Να καταδυναστεύεις τους άλλους, αυτό μονάχα θέλεις πραγματικά, μα θα καταλάβεις κάποτε πως δεν θα σου προσφέρει καμιά αληθινή ευτυχία. Αντίο, κόρη μου...», άρχισε η φωνή του να αντιλαλεί κι η φιγούρα του ξεθώριασε.
Η Ελίντρα πανικοβλήθηκε. «Πατέρα! Πατέρα μου, μη φεύγεις! Πατέρα!», φώναξε δακρύζοντας και προσπάθησε ξανά να τυλίξει τα χέρια της γύρω του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον σταματήσει, μόνο για να βρεθεί ν' αγκαλιάζει το κενό. Ήταν τότε που η Ελίντρα, η Μεγάλη των Ονείρων Μάγισσα κι Αρχόντισσα του Μαύρου Άλσους άρχισε να κλαίει σπαρακτικά. «Μη μ' αφήνεις πάλι μόνη μου! Υποφέρω χωρίς εσένα! Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ!», συνέχισε, ενώ όλα γύρω της, μαζί και το φόρεμά της, είχαν γίνει μαύρα, αντικατοπτρίζοντας τον εσωτερικό της κόσμο.
---
Κλαίγοντας ακόμα, η κοκκινομάλλα ξύπνησε απ' τον εφιάλτη της και καθώς είδε πάλι ότι η λατρευτή μορφή του πατέρα της είχε χαθεί, συνέχισε να κλαίει, εκφράζοντας όλα της τα συναισθήματα έπειτα από χρόνια που τα κρατούσε φυλακισμένα μέσα της. «Πατέρα! Πατέρα μου!», φώναζε μάταια, χωρίς να παίρνει απάντηση. Μισούσε τη ζωή της! Μισούσε αυτό που είχε γίνει! Ένα σκοτάδι! Μια κενή μαύρη τρύπα! Ένα Νεκρό Άστρο κι η ίδια. Δεν ήταν αυτή η ζωή που ήθελε! Δεν ήταν αυτός ο σωστός τρόπος. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας της άνοιξε απότομα και μπήκε μέσα ο Άενσσελ ανήσυχος.
«Τι συμβαίνει, αδελφή; Γιατί κλαις;», τη ρώτησε και κάθισε δίπλα της. Εκείνη, πολύ πιο αδύναμη από συνήθως, δε συγκράτησε τα δάκρυα και δεν αντέδρασε όταν εκείνος της κράτησε παρηγορητικά το χέρι. «Έβλεπες όνειρο με τον πατέρα;», τη ρώτησε αθώα. Του έγνεψε, βέβαιη ότι είχε ακούσει τις φωνές της. «Κι εγώ τον βλέπω συχνά», της παραδέχτηκε.
«Και; Πώς τον βλέπεις;», τον ρώτησε ρουφώντας τη μύτη της, μήπως και συνέλθει από τον μεγάλο ψυχικό πόνο που αντιμετώπιζε.
Ο αδελφός της σκέφτηκε για λίγο. «Χαρούμενο», είπε τελικά. «Έρχεται και μου κρατάει το χέρι και με αγκαλιάζει και μου λέει ότι είναι περήφανος για μένα».
Η Ελίντρα αναφώνησε με κατανόηση κι αμέσως η παλιά της ζήλεια άρχισε να παίρνει τον έλεγχο των σκέψεών της, συνδέοντάς την ξανά με την πραγματικότητα. «Απλά ανόητα όνειρα είναι. Το μυαλό μας τα βγάζει», αποφάσισε τελικά, παύοντας επιτέλους το κλάμα της.
«Ίσως», συμφώνησε σοβαρά ο Άενσσελ σε μια στιγμή διαύγειας. «Αλλά τι έχεις να πεις γι' απόψε που είναι η Νύχτα των Ασημένιων Δακρύων;», στην ερώτηση η αδελφή του έσφιξε τα δόντια.
«Καταραμένη νύχτα», μουρμούρισε με μίσος, συνειδητοποιώντας ότι με όλα όσα γίνανε, είχε για πρώτη φορά ξεχάσει να κάνει το ξόρκι των καλών ονείρων πριν πέσει για ύπνο. Έπειτα σηκώθηκε όρθια κι αφού ανακοίνωσε ότι ήθελε να πιεί ένα τσάι για να ησυχάσει, βγήκε από το δωμάτιο ζητώντας του επιτακτικά να μην την ακολουθήσει. Ο Άενσσελ την κοίταξε λυπημένος, αλλά υπάκουσε κι επέστρεψε στο δικό του δωμάτιο.
Η Ελίντρα κατέβηκε τις σκάλες σε πολύ ταραγμένη κατάσταση και βρέθηκε στο ισόγειο, με την υπόκρουση της δυνατής βροχής και το σκοτάδι να την επηρεάζουν. Δεν μπορεί ο πατέρας της να την είχε εγκαταλείψει! Θα ήταν περήφανος για εκείνη αν έβλεπε πόσο ψηλά θα έφτανε την κληρονομιά του! Όσα είδε ήταν μια πλάνη! Ένα χαζό παιχνίδι του νου! Υποσυνείδητα μάλλον είχε ενοχές και της βγήκαν απόψε με τη μορφή του μεγαλύτερού της φόβου. Δεν θα έδινε σημασία! Δεν ήταν αλήθεια. Δεν ήταν αλήθεια!
Της έμειναν μόλις λίγα λεπτά ηρεμίας, κατά τα οποία πίστεψε στις δικαιολογίες της. Οι δικαιολογίες διαλύθηκαν όταν η πόρτα άνοιξε με θόρυβο και το φλιτζάνι με το αχνιστό τσάι που ετοίμασε της έπεσε κι έσπασε, όπως κι η έκφρασή της. «Όμπερον!», ξεφώνισε πνιχτά με τα χέρια της μπροστά στο στόμα: ο γιος της εμφανίστηκε και με τα δυο του μάτια μαυρισμένα, τη μύτη και το στόμα του να αναβλύζουν αίμα και πληγές και μελανιές παντού στο σώμα του. «Αγόρι μου!», ξέσπασε ξανά σε αναφιλητά η μητέρα του κι έτρεξε κοντά του. «Ποιος σου το έκανε αυτό, παιδί μου; Ποιος;», ρώτησε σε κατάσταση φρενίτιδας, αν κι ο νεαρός δεν ήταν σε Θέση να μιλήσει. Με τα χέρια και τη φωνή της να τρέμουν, τον οδήγησε σε έναν από τους μαύρους καναπέδες κι άρχισε να παρατηρεί τα τραύματά του. Δυστυχώς για εκείνη, τούτη η φρίκη επιβεβαίωνε πως το όνειρό της δεν ήταν ένα παιχνίδι του μυαλού της, μα η πραγματικότητα, αφού ο Όναρντον είχε πει πως ο Όμπερον γευόταν τον πόνο των επιπτώσεων. Με το ζόρι της είπε τι έγινε με τα αγόρια και πώς η πράξη τους αποτελούσε εκδίκηση για τα Ονειρομάγια και την εκμετάλλευσή του προς τη Γιόλα. Εξεπλάγη που η Ελίντρα αντί να τον αποκαλέσει δειλό ή ανόητο., αντιθέτως άρχισε να τον χαϊδεύει και να τον φιλάει όπως όταν ήταν ακόμα μωρό, ζητώντας του συγγνώμη. Γιατί το έκανε αυτό, ο Όμπερον δεν ήξερε, αλλά μέσα στην οδύνη που περνούσε, δέχτηκε την αγάπη της σαν να ήταν το καλύτερο φάρμακο.
Μετά από κανένα τέταρτο, η πόρτα ξανάνοιξε και μπήκε μέσα η Ύβενλυθ, που μόλις επέστρεψε από τον ναό με τα τραύματα στα γόνατά της θεραπευμένα από το ιερό νερό της Σελντίνιας. Σταμάτησε και τους κοίταξε και την κοίταξαν κι εκείνοι μένοντας σιωπηλοί. Για πρώτη και τελευταία φορά, η Ύβενλυθ είδε στα μάτια της θείας της ντροπή. Στου Όμπερον είδε πόνο και δυστυχία. Ένιωσε πολύ άσχημα που τους είδε έτσι, μα δε λύγισε, ούτε επέτρεψε και πάλι να την κατακλύσουν ενοχές. Χωρίς να πει τίποτα ή έστω να πάρει μία έκφραση, τους προσπέρασε κι ανέβηκε στα πάνω πατώματα. Βρήκε τον Άενσσελ να περπατά πάνω-κάτω στον διάδρομο.
«Γύρισες, κόρη μου;», της έκανε ανακουφισμένος και την αγκάλιασε. Τον αγκάλιασε κι αυτή. «Τι έγινε κάτω; Τι φωνές ήταν αυτές; Ήθελα να κατέβω να δω, μα η θεία σου μου απαγόρευσε να την ακολουθήσω...»
Η Ύβενλυθ τον κοίταξε τρυφερά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του, παίρνοντας μόνο μια στιγμή για να στείλει ένα θυμωμένο βλέμμα πίσω της. «Τίποτα, πατέρα μου», τον καθησύχασε. «Ό,τι κι αν είναι, αφορά αυτούς. Εμείς δεν θ' ανακατευτούμε». Ο Άενσσελ απόρησε με την ψυχρότητα στη φωνή της. Για να μην τον ανησυχήσει, η κοπέλα πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Πατέρα;»
«Ναι, Ύβενλυθ;»
«Έξω έχει ξεσπάσει καταιγίδα και... ακόμα φοβάμαι τους κεραυνούς. Θα σε πείραζε να κοιμηθώ μαζί σου, όπως παλιά;»
Στο αίτημα, ο πατέρας της χαμογέλασε πλατιά και δέχτηκε. Ήταν εκείνη η νύχτα που η μοίρα και των τεσσάρων κατοίκων του αρχοντικού του Μαύρου Άλσους άλλαξε ριζικά. Μετά από αυτήν και οι τέσσερις πήραν δρόμους διαφορετικούς από 'κείνους που 'χαν οριστεί γι' αυτούς. Η Ελίντρα, επηρεασμένη για καιρό από το έντονό της όραμα, δεν τόλμησε να φέρει όσες αντιρρήσεις θα ήθελε στις επιλογές της ανιψιάς της κι αργότερα του γιου της. Τα σχέδιά της θα ανατρέπονταν εντελώς. Το μίσος για την ανιψιά της από εδώ και πέρα θα μεγάλωνε, θα θέριευε σαν Δράκος που ξερνάει δηλητήριο. Ήταν εκείνη η νύχτα που σήμανε το τέλος μιας ιστορίας και τ' αρχίνισμα μιας άλλης...
---
*το Φεγγαροσήμαντρο, κάτι αντίστοιχο της καμπάνας το φαντάζομαι ν' ακούγεται σαν τις ασιατικές ηχογαβάθες (singing bowls) που χρησιμοποιούνται στην ηχοθεραπεία. Σας προτείνω να ακούσετε κι εσείς αυτό τον όμορφο ήχο.
Ραντεβού στο τελευταίο μας κεφάλαιο, όπου θα επιστρέψουμε στο παρόν!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top