[1]

Νιώθω ένα βάρος στο στέρνο μου και ανοίγω σιγά σιγά τα μάτια μου

Όλο το φως που έχει το δωμάτιο επιτίθεται στα μάτια μου

Σπρώχνω λίγο την μικρη μου αδελφή στην άκρη

Εκείνη ξυπνάει αργά και κλείνει τα μάτια της για να αποφύγει το φως του δωματίου

- καλημέρα μικρή της είπα και άφησα ένα μικρό φίλι στο μέτωπο

- καλημέρα Άναμπελ είπε και εγώ σηκώθηκα από το χαλασμένο άσπρο κρεβάτι που κάλυπτε όλο το χώρο αυτού του μικρού σπιτιού

- Αριάδνη πρέπει να πάμε στην αγορά
Είπα καθως πέρναγα την μπλούζα μου πάνω από το κεφάλι μου

- παλι ? Αφού όλοι μας κοιτάνε περίεργα ! Έχει δίκιο αλλά δεν μπορώ να της το πω

Εδώ είναι το μόνο μέρος που μπορούμε να μείνουμε

- πρέπει Αριάδνη συγνώμη όμως πρέπει εκείνη σηκώνεται αργά και εγώ της δίνω τα ρούχα της

Σε λίγα λεπτά ημασταν και οι δύο έτοιμες και βγήκαμε από την είσοδο του σπιτιού

Κοιτάω έξω και βλέπω μονόχρωμα σπίτια χωρίς καθόλου ζωή και πουθενά πράσινο παρά μόνο εδώ και εκεί κάποια χωράφια με σιτάρι ενώ αλλά ήταν εγκαταλελειμμένα με μαραμένα φυτά

Αυτη η εικόνα ήταν γελοία ποιος θα έρχονταν να μείνει εδώ με δική του απόφαση ?

Παίρναμε έξω από ένα μπακάλικο το οποίο είχε λιγοστά πράγματα

Λίγοι από τους πολίτες αυτής της πόλης κάθονταν δίπλα από αυτό και κουτσομπολευαν ήταν αστείοι αλλά παρατήρησα την μικρή να έχει κατεβάσει κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα οπότε απλά κατέβασα το κεφάλι και μπήκα μέσα στο μαγαζί

Η μόνη μου σκέψη βλέποντας αυτό το χάλι είναι το πώς θα καταφέρω να φύγω από εδώ.

Μήπως αν ήμουν μεγαλύτερη θα ήμουν και σοφότερη και όλα θα πήγαιναν καλύτερα ?

Όλοι τους είναι άθλια ντυμένοι ...

Και μας κοιτάνε περίεργα τραβάω την μικρή ξανθιά αδερφη μου να περπατήσει πιο γρήγορα

Εκείνη μου κάνει νόημα για το μπακάλικο και εγώ γνέφω αρνητικά

Πηγαίνουμε μέχρι ενα ποταμάκι και τοτε ξεπροβάλει ένα μεγάλο μποστάνι
Που ήταν πανέμορφο

Καθόμαστε σε ένα παγκάκι και η μικρή με κοιτάει με ένα παράπονο στα μάτια

Και με ρωτάει αυτό που την έκαιγε τόση ώρα

- γιατί δεν μας συμπαθούν ρωτάει με αυτά τα καταπράσινα μάτια της

Δεν έχω τι να απαντήσω φυσικά ...

Απλά είμαστε διαφορετικές δεν ανήκουμε εδώ .... Ποτέ δεν κολλήσαμε εμείς Οι δύο .... Με όλους αυτούς

- δεν ξέρω Αρία ... Αλήθεια ... Απλά ... Είμαστε διαφορετικές ...

Εκείνη κοιτάει το ποτάμι ...

Μακάρι να μπορούσαμε να τα αλλάξουμε όλα αυτά ....

Μακάρι να μπορούσα να κοιμηθώ και να ξύπνησω όταν όλα θα είχαν φτιάξει

- μπορείς να κάνεις κάτι να το αλλάξεις με ρωτάει η μικρή ...

Το σκέφτηκα λίγο και τους μου ήρθε μια ιδέα

Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω αλλά μπορώ να προσπαθήσω ...

- θες να κάνουμε μια συμφωνία ? Ρωτάω και εκείνη μου γνέφει και περιμένει να της πω την σύμφωνια

- εγώ θα πάω στην πόλη και θα βρω ένα μέρος να μείνουμε και μια δουλειά για να ζούμε ... Όμως πρέπει να ζήσεις για λίγες μέρες μόνη σου !

Εκείνη το σκέφτηκε λίγο και τότε συμφώνησε

- κάνε το ... Σε παρακαλώ θέλω να φύγω από εδώ ....

Τότε την πήρα από το χέρι και την πήγα σπίτι

Ανοιξα την ξεχαρβαλωμένη πόρτα και άρπαξα μια τσάντα μου

Έβαλα μέσα λίγα πράγματα μέσα και τότε κοίταξα την αδερφή μου

- σε τέσσερις μέρες θα είναι πίσω εντάξει ?

- έγινε κάνε αυτό που πρέπει με παίρνει αγκαλιά και τότε της δίνω μερικά χρήματα

κλείνω την πόρτα του σπιτιού μου για τέσσερις μέρες ελπίζω να τα καταφέρω ....

Μετά όλα αυτά θα έχουν περάσει ...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top