•29•

Όχι όχι όχι!

Δεν γίνεται αυτό! Δεν συμβαίνει σε εμένα...

"Αλίκη ηρέμησε. Παρε ανάσες", λέει ο Ιάσονας αλλά τον αγνοώ ολοκληρωτικά. Τρέχω προς το κέντρο κέντρο της αίθουσας που υπάρχουν δύο καρέκλες με κομμένα σκοινιά κάτω.

Δεν γίνεται να μου συμβαίνει αυτό! Όχι ρε γαμώτο! Όχι!!!

Αρπάζω την καρέκλα και την πετάω στον τοίχο με αποτέλεσμα να γίνει χίλια κομμάτια. Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου και τα σκουπιζω μανιωδώς με τα μανίκια του φούτερ μου.

"ΟΧΙ ΡΕ ΦΙΛΕ!" ουρλιαζω και χτυπάω με τις μπουνιές μου την καρέκλα που σπάει στα δύο. Τα χέρια μου γίνονται κόκκινα από το αίμα όμως αδιαφορώ. Γονατιζω κάτω αδύναμη και πιάνω τα σκοινιά στα χέρια μου. Τα σκοινιά που λίγες ώρες ή ίσως και λεπτά πριν έρθουμε φυλάκιζαν τους γονείς μου.

Προσπαθώ μέσα από αυτά να αισθανθώ το άγγιγμα και την αγκαλιά τους. Να μυρισω την μυρωδιά τους. Να θυμηθώ τις φωνές τους.

Ήμουν τόσο κοντά και μου τους πήραν πάλι μακριά. Νιώθω ένα κενό στο στήθος και καταπίνω με δυσκολία. Τα δάκρυα μου στάζουν στα χέρια μου και έχουν αναμειχθεί με το αίμα μου. Σκεπάζω με αυτά τα μάτια μου και αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο να κλάψει με λυγμούς.

Κλαίω όσο δεν έχω κλάψει ποτέ ξανά στην ζωή μου. Κλαίω που δεν έφτασα εγκαίρως για να τους σώσω. Κλαίω που δεν κατάφερα να σταματήσω τα βάσανα που παίρνουν. Κλαίω που τους απογοήτευσα για μια ακόμη φορά.

Κάποιος μου τραβάει τα χέρια από το πρόσωπο και μου σκουπιζει τα δάκρυα από τα μάγουλα μου. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τον Ιάσονα να με κοιτάζει. Χωρίς να το σκεφτώ πέφτω στην αγκαλιά του και χώνω το κεφάλι μου στο βαθούλωμα του λαιμού του. Τα χέρια του χαϊδεύουν την πλάτη μου στοργικά. Έχω βρέξει την μπλούζα του εντελώς αλλά δεν φαίνεται να τον νοιάζει.

Δεν ξέρω πόση ώρα καθόμαστε εδώ κάτω αλλά έχω στερέψει από δάκρυα και ο λαιμός μου είναι ξερός. Ακούω ομιλίες αλλά δεν σηκώνω το κεφάλι μου για να δω. Παρά μόνο τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του Ιάσονα και κάθομαι έτσι.

Δεν θέλω να ανοίξω τα μάτια μου και να αντικρίσω την πραγματικότητα. Δεν θέλω να συνειδητοποιήσω ότι για μια ακόμη φορά απογοήτευσα τους αγαπημένους μου ανθρώπους. Δεν θέλω να περπατάω και να με κοιτάζουν όλοι με οίκτο. Δεν θέλω να έρθω αντιμέτωπη με την πικρή αλήθεια αλλά πρέπει.

Μας επέτρεψαν επίτηδες να βρούμε που τους κρατούσαν για να πιστέψουμε ότι μπορούμε να τους σώσουμε. Δεν μπορώ να καταλάβω πως με έπιασαν τόσο εύκολα κορόιδο...

Ξάφνου, ο Ιάσονας με παίρνει σηκωτη από το πάτωμα. Λίγη ώρα αργότερα καταλαβαίνω ότι βγαίνουμε έξω λόγω της απουσίας φωτός. Προχωράμε πολλή ώρα -ή έτσι μου φαίνεται εμένα- μέχρι που φτάνουμε στο βαν. Ο Ιάσονας δεν με αφήνει από την αγκαλιά του και κάθεται στην θέση του συνοδηγού με εμένα στα πόδια του.

"Είσαι εντάξει;" ρωτάει μια αντρική φωνή και δεν ξέρω αν απευθύνεται σε εμένα ή σε κάποιον άλλον.

"Ποσο καλά να είμαι ρε φίλε; Προσπαθώ όσο μπορώ να είμαι δυνατός για την μικρή αλλά δεν αντέχεται αυτό το βασανιστήριο", τα λόγια του αδερφού μου έρχονται να μου θυμίσουν ξανά πόσο άχρηστη και ανίκανη φάνηκα και σήμερα.

"Δεν είναι δικό σου το φταίξιμο", ο Ιάσονας μου λέει με σιγουριά και ανακάθομαι για να τον κοιτάξω στα μάτια.

Πώς μπορεί να το πιστεύει αυτό; Μαθαίνοντας τα νέα για τους γονείς μου ήμουν τόσο ενθουσιασμενη που δεν κάθισα να επεξεργαστώ καλύτερα τα γεγονότα. Αν το είχα κάνει θα είχα καταλάβει νωρίτερα ότι μάθαμε για την αποθήκη μόνο και μόνο επειδή εκείνοι το ήθελαν. Η ευφυΐα τους ξεπερνάει κατά πολύ την δικιά μου και ακόμη και αν είχα δυνάμεις δεν θα μπορούσα ποτέ να τους αντιμετωπίσω στα ίσα.

Το μόνο καλό που μου πρόσφερε η σημερινή αποστολή είναι η συνειδητοποίηση της τραγικης μου -και κατ' επέκταση μας- κατάστασης. Μπορώ πλέον να καταλάβω ότι ποτέ δεν θα κατάφερνα να τους νικήσω και να αποδειχτω αντάξια των καθηκόντων μου. Ίσως το γεγονός πως μου πήραν τις δυνάμεις με βοήθησε περισσότερο στο να καταλάβω ότι δεν είμαι ικανή να σώσω ούτε καν τον εαυτό μου.

"Είναι", απαντώ μονολεκτικά στον Ιάσονα και κλείνω τα μάτια μου για να του δείξω ότι δεν έχω όρεξη για κουβέντα.

Είναι υπερβολικά καλός για εμένα. Στέκεται δίπλα μου στα δύσκολα και με βοηθάει να τα ξεπεράσω και το μόνο που του δίνω εγώ σε αντάλλαγμα είναι η απόμακρη συμπεριφορά μου. Είμαι εντελώς αχάριστη. Προσπαθεί να με βοηθήσει και εγώ απλά τον διώχνω. Δεν ξέρω τι καλό έχω κάνει για να αξίζω αυτόν τον άνθρωπο...

Τις σκέψεις μου διακόπτει το απότομο φρενάρισμα και ύστερα το κλείσιμο της μηχανής. Καταλαβαίνω ότι φτάσαμε από τα παιδιά που βγαίνουν ένα ένα έξω από το βαν. Τελευταίος βγαίνει ο Ιάσονας, κρατώντας με ακόμη στην αγκαλιά του.

"Μπορώ να περπατήσω", λέω και η φωνή μου βγαίνει βραχνή και αδύναμη. Με αφήνει ήρεμα κάτω και με κοιτάζει εξεταστικά όμως εγώ ξεκινάω να προχωράω προς το σχολείο.

Μόλις εισέρχομαι στο προαύλιο, έχοντας από πίσω μου τον Ιάσονα το βλέμμα μου πέφτει στον κύκλο που έχουν σχηματίσει τα παιδιά γύρω από τον Λουκά. Δεν τους κοιτάζω παραπάνω και συνεχίζω ακάθεκτη προς το δωμάτιό μου. Ακούω τα βήματα του Ιάσονα να με πλησιάζουν κα τελικά να φτάνουν δίπλα μου. Δεν λέει κάτι πάρα μόνο μπαίνει στο δωμάτιο έπειτα από εμένα.

Κάθομαι οκλαδόν στο πάτωμα και κάνει το ίδιο χωρίς να μιλήσει. Από το μυαλό μου περνούν ξανά τα γεγονότα της σημερινής μέρας και θέλοντας κάπου να ξεσπάσω την οργή και την θλίψη τραβάω τα μαλλιά μου δυνατά. Πιάνει τις παλάμες μου και τις παίρνει μακριά από τα μαλλιά μου. Όσο κι αν προσπαθώ να τις τραβήξω είναι δυνατός και δεν έχω καμία ελπίδα. Κουρασμένη ακουμπώ το κεφάλι μου στον ώμο του και εκείνος τυλίγει το χέρι του γύρω μου χωρίς να αφήσει τα δικά μου.

"Τι πιστεύεις ότι τους κάνουν;" Η φωνή μου βγαίνει ακόμη πιο βραχνή από πριν και νιώθω σαν να μου γδέρνουν τον λαιμό. Δεν μου απαντάει πάρα μόνο με τα χέρια του απομακρύνει κάποιες τούφες από το πρόσωπο μου.

"Ειλικρινά δεν ξέρω"

Πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε με σηκώνει και με βάζει να κάτσω πάνω του κλείνοντας τα χέρια του γύρω από εμένα. Μπαίνω μέσα στην αγκαλιά του και εισπνέω βαθιά το άρωμα του. Ο θυμός μου υποχωρεί σιγά σιγά και την θέση του παίρνει η θλίψη και η κούραση.

"Θες να κοιμηθείς;" με ρωτάει χαιδεύοντάς μου το μάγουλο. Ακόμη και τώρα, ύστερα από ότι έχει συμβεί, το άγγιγμα του με ηρεμεί και με γαληνευει. Κλείνω απαλά τα μάτια μου και κουνάω το κεφάλι μου συμφωνώντας.

"Έλα" σηκώνεται από το πάτωμα και με εμένα στην αγκαλιά του ξαπλώνει στο κρεβάτι. Μας σκεπάζει με το πάπλωμα και με τραβάει κοντά του. Το κεφάλι μου ακουμπάει στο στερνο του και οι χτυποι της καρδιάς του με νανουριζουν. Η ανάσα του βαραίνει και καταλαβαίνω ότι έχει κοιμηθεί. Τα μάτια μου κλείνουν και ύστερα από λίγο με παίρνει ένας βαθύς και ήρεμος ύπνος.

—•—

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑΑΑ

Τι κάνετε? Πώς είστε?

Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι και να αφήσετε σχόλια!

Αντιος <3

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top