Κεφάλαιο 9
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στον προορισμό του πολύ πιο γρήγορα απ ότι ήταν η καθορισμένη ώρα πτήσης. Και αυτό γιατί η Ηβη επέμενε να προσγειωθεί στο Λονδίνο όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Κατά την διάρκεια της πτήσης επικρατούσε ησυχία. Κανένας από τους άνδρες του Νίκο δεν τολμούσε να μιλήσει , ενώ ο ίδιος προσπάθησε κάποιες φορές να την κάνει να βγάλει έστω και μια λέξη από το στόμα της, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Φαινόταν να βρίσκεται χαμένη στον δικό της κόσμο.
Και ήταν. Σε όλη την διαδρομή, οι σκέψεις της βρισκόταν μόνο στον Λουκ. Δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα να φύγει και να τον αφήσει στην Νέα Υόρκη, όμως δεν είχε επιλογή. Εάν ήθελε να βγάλει όντως κάποια άκρη στην ιστορία, αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο στο μέρος που ξεκίνησαν όλα. Και αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει.
Βγαίνοντας από το αεροπλάνο, αυτοκίνητα τους περίμεναν για την μεταφορά τους. Και μαζί με αυτά και ο Μπράιαν. Η Ηβη του εξήγησε πολλές φορές ότι θα προσγειωθεί ξημερώματα και πως δεν χρειάζεται να είναι εκεί, όμως αυτός επέμενε. Και να'τος τώρα, τους περίμενε εκεί, με ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη. Ένα χαμόγελο το οποίο σβήστηκε μόλις αντίκρισε την όψη της.
Φαινόταν τόσο κουρασμένη, σαν να είχε μέρες να κοιμηθεί. Μόλις όμως τον είδε, το πρόσωπο της έλαμψε και αμέσως έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Ο δεσμός που είχαν μεταξύ τους ήταν τόσο δυνατός, που για μια στιγμή ξέχασε τον λόγο της επιστροφής της. Ο Μπράιαν έριξε ένα βλέμμα στον Νίκο που έδειχνε απορία. Γιατί βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση; Ο Νίκο όμως, με ένα νεύμα, τον έκανε να καταλάβει πως δεν έπρεπε να την πιέσει. Ο Μπράιαν έκλεισε στιγμιαία τα μάτια του, όμως έγνεψε καταφατικά.
-Μου έλειψες ρε. Του είπε όταν έσπασαν την αγκαλιά τους, με ένα χαμόγελο στα χείλη. Ένα χαμόγελο που δεν έσβηνε καθόλου την ταλαιπωρία από το πρόσωπο της. Ο Μπράιαν όμως χαμογέλασε.
-Μακάρι να βρισκόμασταν κάτω από καλύτερες συνθήκες. Της είπε. Το χαμόγελο έσβησε αμέσως από τα χείλη της. Σαν να βρισκόταν σε ένα σύννεφο, σε μια άλλη πραγματικότητα, και ο Μπράιαν να την διέλυσε με μια μόνο φράση. Αμέσως τα χαρακτηριστικά της σκλήρυναν.
-Πάμε. Έχουμε δουλειά να κάνουμε. Τους είπε και κατευθύνθηκε προς τα αυτοκίνητα. Ο Νίκο του έριξε ένα βλέμμα αποδοκιμασίας και την ακολούθησε.
-Πάντως αν θέλεις, μπορώ να στείλω τους ιδιωτικούς ντετέκτιβ που προσέλαβες στην Νέα Υόρκη. Είμαι σίγουρος πως κάτι θα βρουν. Είπε ο Μπράιαν καθώς άνοιξε την πόρτα για να μπει στο αυτοκίνητο.
-Αυτή θα είναι η τελευταία μας λύση. Το έργο που κάνουν εδώ είναι πολύ σημαντικό. Δεν μπορούμε να τους αποσπάσουμε την προσοχή. Απάντησε η Ηβη, κλείνοντας την πόρτα από το αμάξι της.
-Άρα τι κάνουμε; Ρώτησε ο Νίκο.
-Για αρχή, θέλω την λίστα με το προσωπικό που δούλευε την ημέρα της δεξίωσης. Θα τους ανακρίνω εγώ προσωπικά. Απάντησε η Ηβη ενώ το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται.
Λίγη ώρα αργότερα
Νέα Υόρκη
-Ώστε δεν βρήκες τίποτα; Ρώτησε ξανά ο Σεμπάστιαν. Είχε μόλις φτάσει στο γραφείο και πριν ακόμα προλάβει να μπει στο χώρο, η κόρη του τον περίμενε. Ήθελε να του μιλήσει επειγόντως, είπε.
-Σωστά. Όλα έγιναν με απόλυτη νομιμότητα και τα στοιχεία δένουν. Ο Λουκάς Σαλβατόρ είναι σίγουρα ένοχος. Απάντησε η Ελίζαμπεθ κοιτάζοντας το πάτωμα. Δεν είχε το θάρρος καν να σηκώσει το βλέμμα της και να τον κοιτάξει, κάτι που φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Σεμπάστιαν.
-Μα πως είναι δυνατόν να το κατάλαβες αυτό σε μια μέρα; Εχθές ήσουν σίγουρη για την αθωότητα του. Μήπως συνέβει κάτι άλλο κορίτσι μου; Ρώτησε με ανησυχία. Έμοιαζε τελείως τρομοκρατημένη. Τα χέρια της φαινόταν να τρέμουν, όμως δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν η φαντασία του ή όχι. Αμέσως σηκώθηκε από την καρέκλα του, έκανε τον γύρο του γραφείου και την έπιασε απαλά από τους ώμους.
-Ξέρεις πως μπορείς να μου μιλήσεις ανοιχτά, έτσι; Αν κάποιος σε πείραξε, εγώ ο ίδιος θα τον εξαφανίσω από προσώπου γης. Της είπε και αυτή γύρισε να τον κοιτάξει. Για μια στιγμή. Για μια τόσο δα στιγμή, είδε στα μάτια της τον τρόμο, την λύπη. Ένα βλέμμα που δεν θα μπορούσε με τίποτα και εξηγήσει. Ένα βλέμμα που δεν ήθελε ποτέ να δει στο πρόσωπο της. Αμέσως την αγκάλιασε. Δεν είχε ιδέα τι ακριβώς είχε γίνει. Όμως η έκφραση της τον τρόμαξε.
Η Ελίζαμπεθ δεν ήξερε τι να πει. Προσπάθησε τόσο πολύ να ελέγξει τις εκφράσεις της ώστε να μην καταλάβει κάτι, όμως φαίνεται πως αυτό ήταν αδύνατο. Βρισκόταν ακόμη σε σοκ. Όμως δεν ήθελε να κατηγορήσει τον Ντέρεκ. Τα έριξε όλα στο θυμό του. Σκέφτηκε πως δεν θα ξαναγίνει. Και για αυτό έκανε τεράστιες προσπάθειες να κρύψει την τεράστια πληγή στο μάγουλο της. Γιατί ήξερε πως ο πατέρας της θα γινόταν έξαλλος. Και δεν ήθελε να τιμωρηθεί ο Ντέρεκ για ένα ξέσπασμα θυμού. Πριν προλάβει όμως να πει μια λέξη, ο Ντέρεκ μπήκε στο γραφείο χωρίς να χτυπήσει.
-Ενοχλώ; Είπε και την κοίταξε με ένα βλέμμα που την έκανε να κατεβάσει το δικό της. Μετά τα χθεσινά, δεν μπορούσε να τον κοιτάξει καν στα μάτια, όμως αυτός δεν έδειξε να έχει πρόβλημα.
-Όχι παιδί μου. Εδώ, η κόρη μου μου έλεγε πως οι έρευνες της δεν την έβγαλαν πουθενά. Είπε ο Σεμπάστιαν καθώς έκατσε πάλι στην καρέκλα του. Ο Ντέρεκ την κοίταξε με ένα μικρό χαμόγελο. Ώστε δούλεψε, σκέφτηκε.
-Εγώ στο είχα πει Σεμπάστιαν. Δεν γίνεται να κάνει λάθος ένα ολόκληρο τμήμα. Απλά η κόρη σου είναι αργή στο να το καταλάβει. Είπε, μη παίρνοντας τα μάτια του από πάνω της.
-Αμα δεν με χρειάζεσαι κάτι άλλο μπαμπά, πρέπει να φύγω. Είπε η Ελίζαμπεθ με σχεδόν τρεμάμενη φωνή. Ο Σεμπάστιαν όμως είχε βρει μια άλλη ασχολία και δεν άκουσε καν τα τελευταία τους λόγια.
Μόλις βγήκε από το γραφείο, ένιωσε σαν να μπορούσε να αναπνεύσει ξανά. Πλέον φοβόταν να βρίσκεται και στον ίδιο χώρο μαζί του. Έτρεμε στην ιδέα πως το βράδυ θα πρέπει να ξαπλώσει μαζί του, στο ίδιο κρεβάτι. Έτρεμε στην ιδέα να βρεθεί ξανά μόνη μαζί του.
Πέρα όμως από τον φόβο, ένιωθε ντροπή. Ντροπή για τον ίδιο της τον εαυτό. Που θα άφηνε να πάει φυλακή ένας αθώος, μόνο για να σώσει τον εαυτό της. Αυτό ήταν εγωιστικό στα μάτια της. Και μπορεί να ήταν πολλά πράγματα, πότε όμως δεν ήταν εγωίστρια.
Η αντίδραση του Ντέρεκ της έδιωξε κάθε αμφιβολία. Ο Λουκάς Σαλβατόρ ήταν αθώος. Τι θα μπορούσε όμως αυτήν να κάνει; Σίγουρα δεν θα μπορούσε να δουλέψει με την ομάδα της. Αν ο Ντέρεκ το ανακάλυπτε δεν ήξερε τι ήταν ικανός να κάνει. Μόνη της όμως δεν θα μπορούσε να καταφέρει τίποτα.
Και τότε της ήρθε μια ιδέα. Μια παράτολμη ιδέα. Μια ιδέα που μπορεί να οδηγούσε στην σύλληψη ή, ακόμα χειρότερα, στο θάνατο της. Μια ιδέα που πρόδιδε μια μια τις αξίες για τις οποίες πάλεψε όλα αυτά τα χρόνια. Όμως ήταν ο μόνος τρόπος. Ο μόνος τρόπος να συνεχίσει.
Γιατί γνώριζε καλά κάποιον που δεν θα σταματούσε ποτέ μέχρι να αποδείξει τον αθωότητα του Λουκ.
ΑΥΤΌ ΉΤΑΝ ΤΟ ΚΕΦΆΛΑΙΟ.
ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΆΡΕΣΕ.
KISSES ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top