Κεφάλαιο 8
Προσοχή: Το κεφάλαιο περιέχει σκηνές βίας.
Όλη την ημέρα καθόταν μπροστά από τον υπολογιστή της. Τα μάτια της είχαν γίνει κόκκινα, σε σημείο που πονούσαν όταν τα έτριβε. Η κούραση την είχε καταβάλει, όμως ήταν αποφασισμένη. Δεν θα σταματούσε μέχρι να έβρισκε ακόμη και ένα μικρό στοιχείο, κάτι που να αποδεικνύει πως η θεωρία της ήταν σωστή.
Κοίταξε ξανά τα χαρτιά που είχε μπροστά της. Χιλιάδες καταθέσεις και πάνω πάνω η ομολογία του Λούκας Σαλβατόρ. Τις διάβαζε ξανά και ξανά όμως ακόμα δεν μπορούσε να βρει κάποια τρύπα. Η υπόθεση φαινόταν να είναι στημένη τέλεια. Και αυτό είναι που την ξάφνιασε. Στα δώδεκα χρόνια που ήταν στο σώμα, δεν είχε ξαναδεί πιο ξεκάθαρη υπόθεση. Άφησε κάτω το στυλό που κρατούσε και κοίταξε την ώρα στο κινητό της.
2:15.
Ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας της για να μπορέσει για λίγο να ξεκουραστεί. Έτριψε με τις παλάμες τις τα μάτια της και τα έκλεισε. Ήθελε τόσο να πάει στο σπίτι της. Η σκέψη όμως να βρεθεί μόνη με τον Ντέρεκ έκανε το αίμα στις φλέβες της να σταματήσει. Γνώριζε καλά τον άντρα της. 10 χρόνια παντρεμένοι, 12 χρόνια σε σχέση. Από τα 19 της. Ήξερε πολύ καλά πως η απόφαση της να διερευνήσει εξονυχιστικά την υπόθεση θα τον εκνεύριζε.
Ήταν ένας άνδρας που ήθελε να έχει τον έλεγχο σε κάθε περίπτωση. Και δεν τον κατηγορούσε καθόλου για αυτό. Γνώριζε πολύ καλά τον εαυτό της και ήξερε πως οι ικανότητες της να ηγηθεί ήταν περιορισμένες. Όχι πως της είχαν δώσει ποτέ την ευκαιρία να το κάνει. Ο πατέρας της και ο Ντέρεκ τα πήγαιναν πολυ καλά μεταξύ τους. Πάντα τον εμπιστευόταν στο να ηγηθεί στις πιο δύσκολες επιχειρήσεις. Τον πρώτο καιρό της ένταξης της στην ομάδα, ένιωθε παραμελημένη. Αργότερα όμως συνήθισε. Δεν την πείραζε πλέον. Κατάλαβε πως, όπως της είχαν εξηγήσει επανειλημμένα, οι αποφάσεις έπρεπε να παίρνονται από κάποιον που έχει την ευχέρεια να σκέφτεται κάθε ενδεχόμενο. Κάποιον πιο έξυπνο από εκείνη.
Και αυτός ήταν ο λόγος που είχε αποκτήσει τέτοια εμμονή με την εξάρθρωση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Γιατί παρόλο που τα τελευταία χρόνια η καθημερινότητα της ήταν να βρίσκεται σε ένα γραφείο και να κάνει όλη την δουλειά που είναι απαραίτητο να γίνει, η γνώμη της δεν ακουγόταν ποτέ. Πάντα ο πατέρας της με τον Ντέρεκ τα κανόνιζαν όλα μόνη τους και την έφερναν προ τετελεσμενού γεγονότος. Οι δικές της προσπάθειες δεν φαινόταν πουθενά. Και για αυτό, ήθελε μια φορά να αναγνωριστεί. Να πάρει τα εύσημα για την προσπάθεια που είχε κάνει τόσα χρόνια.
Βέβαια, στην πίσω μεριά του μυαλού της υπήρχε πάντα η πιθανότητα της αθωότητας του Σαλβατόρ. Έπρεπε να είναι σίγουρη προτού κάνει οποιαδήποτε κίνηση για την ποινή του. Δεν θα μπορούσε ποτέ να κλείσει στην φυλακή κάποιον αθώο.
Άνοιξε τα μάτια της και έπεσε ξανά με τα μούτρα στην δουλειά. Άλλο ένα στοιχείο έμενε να εξετάσει. Την ανάκριση και ομολογία του Λουκ.
Λίγη ώρα αργότερα
Γύρισε στο σπίτι της φανερά αναστατωμένη. Έκλεισε σιγά σιγά την πόρτα και περπάτησε ήρεμα προς το σαλόνι. Όλα τα φώτα του σπιτιού ήταν κλειστά, όποτε υπέθεσε πως ο Ντέρεκ θα κοιμόταν. Άναψε σιγά σιγά το φως, για να μην ακουστεί, και έβγαλε τα παπούτσια της.
Άφησε στην πολυθρόνα την τσάντα της και έκατσε στον μεγάλο καναπέ. Ήταν ακόμη ταραγμένη. Τι έπρεπε να κάνει;
Πέρασε τα χέρια της μέσα στις κόκκινες τούφες της και τις τράβηξε ελαφρώς. Ακούμπησε την πλάτη της στον καναπέ και βούλιαξε μέσα του.
Είδε ξανά και ξανά την ανάκριση του Λουκ. Προσπάθησε πολύ να πείσει τον εαυτό της πως ήταν έγκυρη. Πως έγινε με απόλυτη νομιμότητα. Όμως κάτι τέτοιο δεν ίσχυε.
Η ομολογία ήταν βεβιασμένη. Ο άντρας της χρησιμοποίησε αθέμιτα μέσα για να την αποσπάσει. Μέσα που δεν ήταν επιτρεπτά σε κανέναν αστυνομικό. Άφησε να εννοηθεί μια πιθανή σύλληψη της Άνταμς , ενώ κάτι τέτοιο δεν είχε αναφερθεί ποτέ ως σενάριο. Ήταν προφανώς στημένο από τον ίδιο τον Ντέρεκ.
Μια τέτοια ομολογία δεν θα μπορούσε ποτέ να σταθεί σαν αποδεικτικό στοιχείο στο δικαστήριο.
Πλέον δεν ήξερε τι να κάνει. Παρά της προσπάθειες της, ευχόταν να μην βρει κάτι που να ενοχοποιεί τον πατέρα ή τον άνδρα της. Όμως δεν ήξερε αν θα μπορούσε να συγκαλύψει κάτι τέτοιο.
Η πιθανότητα της αθωότητας του Σαλβατόρ πέρασε ξανά από το μυαλό της. Θα μπορούσε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της γνωρίζοντας πως έχει στείλει κάποιον αθώο στην φυλακή για να σώσει τον άνδρα της; Δεν είχε όμως πολύ χρόνο να το σκεφτεί.
Ο Ντέρεκ εμφανίστηκε στην πόρτα. Είχε σταυρώσει τα χέρια του στο στήθος και ακουμπούσε απαλά στον τοίχο. Το πρόσωπο του ήταν αδιάβαστο, το βλέμμα του όμως είχε ένα σκοτάδι που δεν είχε ξαναδεί. Περίμενε πως θα φωνάξει. Πως θα αρχίσει να σπάει όλα τα πράγματα του σπιτιού. Όμως αυτός δεν έκανε τίποτα. Στεκόταν απλά και την κοιτούσε. Και για κάποιο λόγο, αυτό ήταν πιο τρομακτικό. Αμέσως σηκώθηκε από την θέση της.
-Δεν κοιμάσαι; Ρώτησε όμως δεν πήρε καμια απάντηση. Στεκόταν ακίνητος σαν άγαλμα.
-Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, για αυτό μπήκα έτσι. Εξήγησε ξανά η Ελίζαμπεθ. Μάταια όμως. Ο Ντέρεκ δεν αντιδρούσε. Παίρνοντας λίγο θάρρος, τον πλησίασε και τον ακούμπησε στο μπράτσο.
-Είναι αργά. Πάμε να κοιμηθούμε και μιλάμε το πρωί. Του είπε και άσκησε λίγη πίεση στο μπράτσο του.
Ο Ντέρεκ την κοίταξε με ένα βλέμμα που έσταζε μίσος. Με μια απότομη κίνηση, έπιασε το χέρι της και το γύρισε από την αντίθετη πλευρά. Η Ελίζαμπεθ άφησε μια κραυγή πόνου. Όμως δεν έδειχνε να τον νοιάζει.
-Τολμάς να με ακουμπάς μετά από αυτό που έκανες; Της είπε, κρατώντας ακόμη το χέρι της. Η Ελίζαμπεθ άρχισε να κάνει μικρά βήματα προς τα πίσω, όμως και αυτός περπατούσε μαζί της.
-Τόλμησες... Τόλμησες να πας πίσω από την πλάτη μου. Να με ξεφτιλίσεις μπροστά στον πατέρα σου. Πιστεύεις πως δεν είμαι καλός στη δουλειά μου; Πως κάνω λάθη; Φώναζε τώρα προς το μέρος της. Η Ελίζαμπεθ κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι της υστερικά . Λέξη δεν μπορούσε να αρθρώσει. Τα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν από τον πόνο.
Ξαφνικά η πίεση από το χέρι της εξαφανίστηκε. Η Ελίζαμπεθ αναστέναξε από ανακούφιση. Πριν προλάβει όμως ο αέρας να φύγει από τα πνευμονία της, ένα χαστούκι προσγειώθηκε στο δεξί μάγουλο της. Ήταν τόσο δυνατό, σε βαθμό που έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο έδαφος.
Ακόμα και εκεί όμως, δεν της έδειξε έλεος. Γονάτισε κοντά της, έπιασε τα κόκκινα μαλλιά της με την χούφτα του και της σήκωσε το κεφάλι ώστε να τον κοίτα.
Η μύτη της είχε ματώσει και στο μάγουλο της υπήρχε ένα μεγάλο κόκκινο σημείο, το οποίο είχε αρχίσει να παίρνει ένα μωβ τόνο. Τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα. Βρισκόταν σε σοκ. Δεν είχε καταλάβει ακόμη τι είχε γίνει. Στα 12 χρόνια που ήταν μαζί, δεν είχε απλώσει ποτέ χέρι πάνω της.
-Άυριο θα πας στον πατέρα σου. Θα του πεις πως έκανες λάθος. Πως δεν βρήκες τίποτα. Γιατί αν δεν το κάνεις, τα πράγματα θα γίνουν πολυ χειρότερα για σένα. Είπε και με αυτό, της άφησε απότομα τα μαλλιά και έφυγε από το δωμάτιο.
Έμεινε εκεί μόνη της στο κρύο πάτωμα μην μπορώντας να πιστέψει τι ειχε προηγηθεί. Θα πίστευε πως είναι όνειρο, αν δεν γεύονταν το αίμα που έτρεχε από τα ρουθούνια της, απόδειξη για αυτό που είχε μόλις γίνει.
Σύρθηκε όπως όπως και μαζεύτηκε σε μια γωνίτσα. Το σοκ ήταν μεγάλο. Εάν είχε κάποιες ενστάσεις, αυτές κάμφθηκαν. Ήξερε πολύ καλά πλέον τι να κάνει.
Και, με αυτήν την απόφαση να της βαραίνει την καρδιά, έκλαψε πίκρα.
Αυτό ήταν το κεφάλαιο.
Ελπίζω να σας άρεσε.
Kisses❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top