Κεφάλαιο 7

-Τι είπες;; Φώναξε για άλλη μια φορά η Ηβη στο τηλέφωνο. Τα νεύρα της δεν ήταν σε καλή κατάσταση.

Τα κάστανα μαλλιά της πήγαιναν πέρα δώθε καθώς περπατούσε γύρω γύρω στο δωμάτιο. Όλο το βράδυ προσπαθούσε να έρθει σε επαφή με ανθρώπους που βρισκόταν στην δεξίωση και μπορεί κάτι να παρατήρησαν. Μέχρι τώρα όμως, δεν είχε καμία τύχη.

Η δίκη του Λουκ ορίστηκε σε δύο μήνες. Λόγω όμως του κοινωνικού του πλαισίου και της περιουσίας του, υπήρξαν υποψίες πως μπορεί να φύγει από την χώρα και έτσι κρίθηκε προφυλακιστέως. Η Ηβη τρελάθηκε. Όχι μόνο δεν τους επέτρεψαν να είναι κοντά στην όλη διαδικασία, η οποία έγινε πιο σύντομα απ ότι έπρεπε, αλλά δεν άφησαν καν στον δικηγόρο του να διατυπώσει ένα επιχείρημα.

-Ωραία άκουσε με. Θα στείλεις εδώ όλους τους δικηγόρους που έχουμε στην Ρωσία. Δεν με ενδιαφέρει η περιουσία του Ιβανοφ. Και στείλε πίσω το αεροπλάνο. Επιστρέφουμε στο Λονδίνο. Είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

-Νομίζω πως πρέπει να μείνουμε λίγο ακόμα εδώ, να ξεκουραστείς και μετά να σκεφτούμε μια στρατηγική. Έχεις 2 μέρες να κοιμηθείς Ηβη. Την συμβούλεψε ο Νίκο, ο οποίος καθόταν ήσυχος τόση ώρα και παρακολουθούσε.

Και είχε δίκιο. Η όψη της φαινόταν ταλαιπωρημένη. Το πρόσωπο της ήταν χλωμό, οι κινήσεις της αδύναμες και τα μάτια της στόλιζαν δύο τεράστιοι μαύροι κύκλοι. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών την είχαν φέρει στα άκρα, τόσο που δεν ξάπλωσε καν να χαλαρώσει. Ήταν σίγουρο πως αν συνέχιζε έτσι, θα είχε προβλήματα στην υγεία της.

-Δεν έχουμε χρόνο για αυτά τώρα. Έχουμε δύο μήνες για να βρούμε μια άκρη. Θα κοιμηθώ στο αεροπλάνο. Εσύ ετοιμάσου και ενημέρωσε κάποιους από τους άνδρες σου, όχι όλους όμως. Θέλω να έχω ματιά στην Νέα Υόρκη. Του απάντησε και ο Νίκο αναστέναξε.

Πέντε χρόνια τώρα είχαν γίνει αδελφικοί φίλοι. Ήξερε λοιπόν πως δεν υπήρχε περίπτωση να την πείσει να κάνει κάτι. Ο Λουκ είχε προτεραιότητα. Για αυτό αρκέστηκε σε ένα νεύμα και η Ηβη, με ένα αδύναμο χαμόγελο, αποχώρισε από το δωμάτιο.

Στο αστυνομικό τμήμα

Απο την ώρα που ήρθε, καθόταν πάνω από τα αρχεία που της είχαν στείλει και τα μελετούσε. Είχαν περάσει σχεδόν τρεις ώρες. Ακόμα και τώρα όμως δεν μπορούσε να εξηγήσει το αλλόκοτο προαίσθημα που γεννήθηκε μέσα της.

Με την προφυλάκιση του Λουκ, ο δικαστής αποφάσισε να τους δώσει πρόσβαση στα τηλεφωνικά αρχεία των δύο αδερφών. Ήταν μια απόφαση που έλαβε την αντίδραση της άλλης πλευράς, όμως τα χέρια τους ήταν δεμένα. Έτσι τα αρχεία παραδόθηκαν πρωί πρωί στα χέρια της από τον δικηγόρο του Λουκ.

Κοιτώντας τα ξανά και ξανά, δεν μπορούσε να εντοπίσει τίποτα. Τα τηλεφωνήματα του Αλεξ εκείνη την ημέρα ήταν όλα προς Νέα Υόρκη ενώ ο Λουκ δεν έκανε κανένα τηλέφωνο. Διεύρυνε την έρευνα της στα τηλεφωνήματα ολόκληρης της εβδομάδας και πάλι όμως το αποτέλεσμα ήταν μηδαμινό.

Δεν της έκανε καμία εντύπωση. Οι Σαλβατόρ ξέραν να καλύπτουν τόσο καλά τα ίχνη τους, που δεν θα ήταν δύσκολο για αυτούς να εξαφανίσουν ένα τηλέφωνο. Όταν μάλιστα αυτό συνδέεται με έναν τόσο διαβόητο δολοφόνο.

Και εκεί ήταν που είχε τις ενστάσεις της. Ο ίδιος ο Knight δεν κολλούσε στην όλη υπόθεση. Είχε εκφράσει τις ανησυχίες της και στον Ντέρεκ το προηγούμενο βράδυ, όμως δεν είχε αποτέλεσμα. Παρά την αντίδραση του, αυτές δεν έφυγαν από το μυαλό της.

Η ξαφνική εμφάνιση του Knight μετά από 5 χρόνια δεν κολλούσε. Ήταν ένας δολοφόνος που είχε ως κίνητρο την οργή. Την τιμωρία. Αυτά τα συναισθήματα δεν μπορούσαν να κατασταλούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα για να επιστρέψει σαν να μην συνέβει τίποτα.

Πήρε το λαπτοπ της και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του πατέρα της. Η δίκη του Λουκ πλησίαζε και δεν θα μπορούσε να αφήσει να μπει στην φυλακή ένας αθώος. Χτύπησε την πόρτα του γραφείου και μπήκε μέσα. Για κακή της τύχη όμως, ο Ντέρεκ ήταν εκεί.

Για μια στιγμή σταμάτησε. Δεν ήθελε να είναι μπροστά σε αυτή τη συζήτηση. Όμως τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Και οι δύο είχαν γυρίσει το βλέμμα τους πάνω της. Έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα μια δικαιολογία και να φύγει από εκεί.

-Κορη μου τι κάνεις εδώ; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Ρώτησε ήρεμα ο πατέρας της. Ο Ντέρεκ από την άλλη την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με ένα βλέμμα που την έκανε να χάσει την μιλιά της. Δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρει να σκεφτεί ένα ψέμα ώστε να φύγει από εκεί. Για αυτό έκλεισε σιγά σιγά την πόρτα και κάθισε σε μια από της καρέκλες.

-Σήμερα μου έστειλαν τα τηλεφωνικά αρχεία των Σαλβατόρ. Δεν υπάρχει κανένα ύποπτο τηλεφώνημα. Είπε παίζοντας με τα δάχτυλα της. Δεν μπορούσε να κοιτάξει κανέναν από τους δύο στα μάτια.

-Είσαι σίγουρη ότι έψαξες καλά; Ρώτησε ο Ντέρεκ. Η Ελίζαμπεθ κούνησε καταφατικά το κεφάλι χωρίς να του ρίξει ένα βλέμμα.

-Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα. Μπορεί να πήραν από κάποιο άλλο τηλέφωνο ή από την Άνταμς. Δεν έχουμε... Ξεκίνησε να λέει ο Ντέρεκ όμως η Ελίζαμπεθ τον διέκοψε.

-Νομίζω πως έχουμε κάνει λάθος μπαμπά. Πιστεύω πως ο θάνατος του Ζιάν ήταν μια παγίδα ώστε να βγάλουν από την μέση τους Σαλβατόρ.

Μία σταλιά θάρρος. Αυτό μόνο χρειαζόταν. Αμφέβαλλε όμως αν θα το έβρισκε ποτέ. Εκείνη την ώρα όμως δεν υπήρχε χρόνος για πισωγυρίσματα. Η ζωή ενός ανθρώπου βρισκόταν στα χέρια της. Για αυτό σήκωσε το κεφάλι και εξέφρασε για πρώτη φορά αυτό που η διαίσθηση της της έλεγε.

Ο Ντέρεκ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. Όχι απλώς τον διέκοψε αλλά είχε και το θράσος να τον αμφισβητήσει μπροστά στον ανώτερο του. Της έριξε ένα βλέμμα που μόνο αγάπη δεν έδειχνε, όμως αυτήν δεν τον κοιτούσε. Μπροστά όμως στον πατέρα της δεν μπορούσε να πει κάτι. Έμεινε λοιπόν στάσιμος να την κοίτα και να σκέφτεται από μέσα του χίλιους τρόπους για να την εξαφανίσει.

-Ελίζαμπεθ, μιλάμε για τον γιο του Ντέιβιντ Σαλβατόρ. Μην ξεχνάς πως έχουμε ομολογία. Ακόμα πιστεύεις πως έχουμε κάνει τόσο μεγάλο λάθος; Ρώτησε ήρεμα ο Σεμπάστιαν. Της είχε αδυναμία. Ήταν η μοναχοκόρη του άλλωστε. Η Ελίζαμπεθ κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, το βλέμμα της όμως πάλι χαμηλά.

-Πολύ καλά. Έχεις 5 μέρες να βρεις αποδείξεις ώστε να στηρίξεις αυτήν την θεωρία. Αν όντως αποδείξεις πως έχουμε κάνει λάθος, εγώ ο ίδιος θα ασκήσω βέτο στην ομολογία και θα ζητήσω επαναξιολόγηση. Μπορείς να πηγαίνεις.

Η απόφαση αυτή του Σεμπάστιαν έφερε ένα χαμόγελο στα χείλη της. Για πρώτη φορά ένιωσε πως και η δική της φωνή ακουγόταν. Πως και η ίδια είχε λόγο και άποψη για τις αποφάσεις της ομάδας. Η χαρά της αυτή όμως εξαφανίστηκε όταν κοίταξε τον άνδρα της. Με το βλέμμα του θα μπορούσε να την σκοτώσει. Το χαμόγελο αμέσως έσβησε από τα χείλη της και σε κλάσματα δευτερολέπτου έφυγε από το δωμάτιο.

Το μόνο σίγουρο ήταν πως, μετά απ αυτό, δεν ευελπιστούσε να βρεθεί μόνη μαζί του.

ΑΥΤΌ ΉΤΑΝ ΤΟ ΚΕΦΆΛΑΙΟ.
ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΆΡΕΣΕ.

KISSES ❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top