Κεφάλαιο 5

Αλεξ pov

Από μικρή ηλικία, οι αντιδράσεις του πατέρα μου ήταν αυτές που πάντα με φόβιζαν. Όταν κάτι πήγαινε στραβα, μπορούσε να διαλύσει ολόκληρη την έπαυλη. Κλεινόταν για ώρες στο γραφείο του και έσπαγε ότι μπορούσε. Και όταν τελείωνε, ο θυμός ήταν ακόμη εκεί. Δεν έγινε ποτέ βίαιος με εμάς. Αλλά μόνο με εμάς. Την ίδια αντίδραση βλέπω και τώρα. Περπατάει σαν τον ταύρο πέρα δώθε και η μάνα μου προσπαθεί να τον ηρεμήσει. Όμως δεν είναι η δική του αντίδραση που με φοβίζει αυτή την στιγμή.

Όταν μπήκα μέσα, τα μάτια της έλαμψαν. Κοιτούσε ανυπόμονα πίσω από την πλάτη μου, ώστε να τον δει να μπαίνει. Όμως αυτό δεν έγινε ποτέ. Οταν τα μάτια της έπεσαν πάνω μου, φαινόταν  να βρίσκεται σε πανικό. Και όταν επιτέλους εξήγησα τι ακριβώς συνέβει, και αυτό το συναίσθημα έφυγε από τα μάτια της. Οι άλλοι φώναζαν, άρχισαν να πανικοβάλονται, να προσπαθούν να οργανώσουν την επόμενη κίνηση. Τίποτα από αυτά δεν με ένοιαζε εκείνη την στιγμή.

Με κοίταξε καλά στα μάτια, σαν να ήθελε να επιβεβαιώσω αυτά που μόλις είπα. Σαν να μου ζητούσε να είναι ψέμματα. Μια φάρσα. Δυστυχώς όμως δεν ειναι. Και παρόλο που περίμενα να έχει πολύ χειρότερη αντίδραση από αυτή του πατέρα μου, αυτήν τράβηξε το βλέμμα της από εμένα και κάθισε ξανά στην καρέκλα που καθόταν πριν. Τοποθέτησε απαλά τα χέρια της πάνω στο τραπέζι και έριξε το βλέμμα της πάνω σε αυτά. Κενό. Κοιτούσε το κενό.

Σε όλη μου την ζωή, έχω έρθει αντιμέτωπος με πολλούς ανθρώπους. Ανθρώπους που ήταν έτοιμοι να πεθάνουν. Ανθρώπους που μόλις είχαν δει κάποιον δικό τους να πεθαίνει. Ανθρώπους που προδόθηκαν, που πονεσαν, που έκλαψαν. Πότε στην ζωή μου όμως, δεν έχω δει βλέμμα τόσο κενό. Κοιτούσε σαν να ήταν νεκρή. Σαν να μην είχε καμία επαφή με το περιβάλλον. Όσο και αν την σιχαίνομαι, την στιγμή εκείνη την λυπήθηκα.

-Ντέιβιντ σύνελθε. Δεν μπορούμε να τα βάλουμε με όλο το σώμα. Άκουσα τον Γκάμπριελ να λέει και η προσοχή μου έφυγε από την Άνταμς.

-Ότι θέλω θα κάνω. Δεν είναι το δικό σου το παιδί μέσα, το δικό μου είναι. Του αντιγύρισε ο πατέρας μου.

-Και το να πας εκεί και να τους σκοτώσεις όλους σε τι θα βοηθήσει ακριβώς; Ανέβασε τώρα τον τόνο της φωνής του ο Γκάμπριελ. Δεν πάνε καλά μου φαίνεται.

-Καλα σου λέει ο Γκάμπριελ. Μην κάνεις σαν πρωτόγονος.

-Μαίρη δουλειά σου.

-ΣΚΑΣΜΌΣ.

Ξαφνικά, όλοι στο δωμάτιο έμειναν να κοίταν απορημένοι. Κάθε βλέμμα γύρισε στην μεριά που καθόταν η Ηβη. Αυτοί με την σειρά της σηκώθηκε και, χωρίς να δώσει σημασία σε κανέναν από αυτούς που την κοιτούσαν παρεξηγημένοι, πήγε προς τους δικηγόρους.

-Εσείς οι δύο. Θέλω να πάτε τώρα και να μάθετε τα πάντα για τις κατηγορίες. Σε 3 ώρες θέλω λεπτομερή αναφορά. Διέταξε.

-Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να τους λες.. Πήγε να σχολιάσει η μάνα μου.

-ΣΚΑΣΕ ΠΙΑ. ΌΛΟΙ ΣΑΣ. ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΟΡΆ ΣΤΗΝ ΖΩΉ ΣΑΣ ΒΟΥΛΩΣΤΕ ΤΟ. ΕΊΠΑ ΦΕΎΓΕΤΕ ΤΏΡΑ. Φώναξε ξανά η Άνταμς και οι δύο δικηγόροι εξαφανίστηκαν. Πραγματικά δεν έχω δει άνθρωπο να τρέχει πιο γρήγορα στην ζωή μου. Η Άνταμς πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε προς το μέρος μου.

-Ήταν μόνο η Ιντερπολ; Ρώτησε ήρεμα. Πραγματικά αυτές οι αλλαγές διάθεσης που έχει δεν είναι φυσιολογικές. Ίσως πρέπει να το κοιτάξει.

-Μόνο αυτούς που μας συνέλαβαν είδα.

-Είσαι σίγουρος; Ρώτησε ξανά.

-Ναι. Με άφησαν αφού ο Λουκ ομολόγησε. Δεν πρόλαβα να δω κάποιον άλλο.

Προτού η Ήβη πει κάτι άλλο, το τηλέφωνο της χτύπησε. Το σήκωσε σε δευτερόλεπτα και με ένα έρχομαι, το έκλεισε το ίδιο γρήγορα.

-Πρέπει να φύγω. Είπε και πριν προλάβει κανείς να μιλήσει, εξαφανίστηκε από το δωμάτιο.

-Τώρα αυτό τι ήταν; Ρώτησε ο Γκάμπριελ χωρίς να περιμένει καμία απάντηση.

-Μ αυτήν θα ασχολούμαστε; Έχουμε πιο σοβαρά προβλήματα. Απάντησε η μάνα μου, ρίχνοντας του μια λοξή μάτια.

Και ενώ άρχισαν πάλι να καυγαδίζουν σαν κότες, το μυαλό μου ηταν στην Ήβη. Δεν έπρεπε να την αφήσω μόνη της, όμως αυτή τη στιγμή, νομίζω πως αν την ακολουθήσω τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. Και πραγματικά δεν θέλω να ξεσπάσει πάνω μου. Η τύπισσα είναι τρελή.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση
Λίγη ώρα μετά

Βγήκε από το τμήμα τρομερά αναστατωμένος. Τα πράγματα πήγαιναν κατά διαόλου. Το σχέδιο έπαιρνε μια τροπή επικίνδυνη, μια τροπή που δεν είχε υπολογίσει. Μια τροπή που είχε σάρκα και οστά, ανέπνεε και μπορούσε να τους διαλύσει με το κούνημα ενός δακτύλου.

Όταν βρισκόταν στην Αγγλία, είχε ακούσει πολλές ιστορίες για την Εβελιν Άνταμς. Στην αρχή την περιφρόνησε, την κορόιδεψε όπως όλοι. Τι θα μπορούσε να τους κάνει ένα μικρό κοριτσάκι, λέγανε. Και όμως, αυτό ήταν το χειρότερο πράγμα που είχαν κάνει. Την υποτίμησαν. Και αυτή τους διέλυσε.

Η μανία που είχε ήταν απερίγραπτη. Η στρατηγική της αψεγάδιαστη. Σαν να είχε έναν σκοπό. Μια πανίσχυρη δύναμη να την καθοδηγεί. Πήρε ρίσκα. Πολλά ρίσκα. Σαν να μην είχε να χάσει τίποτα. Και ας πόνταρε τα πάντα.

Όταν κατάλαβαν πως δυναμώνει, προσπάθησαν να ξεθάψουν τις βρωμιές της. Όλοι έχουν κάτι να κρύψουν. Τότε ήταν που η κόρη του ήρθε στην ομάδα. Όμως δεν βρήκαν τίποτα. Ούτε παράνομες δουλειές, ούτε συνεργασίες ούτε τίποτα. Η μάλλον, δεν μπόρεσαν να το αποδείξουν. Γιατί όλοι γνώριζαν.

Και έτσι προσπάθησαν να την προσεγγίσουν. Να την πάρουν με το μέρος τους. Όμως αυτή αρνήθηκε. Ποιος άνθρωπος θα αρνούνταν τέτοια δύναμη; Μόνο αυτή. Από τότε έχει μπει στην μαύρη λίστα. Από τότε η κόρη του έγινε εμμονική με την καταδίωξη της. Δεν μπορούσε να δεχτεί πως μπόρεσε να τους νικήσει. Όμως αυτός το αποδέχτηκε.

Και τώρα την προκαλούσαν ξανά. Η σύλληψη του Λούκας ήταν ένα λάθος, με την ομολογία του αυτή όμως ήταν αναπόφευκτη. Μόλις έμαθε για αυτό, διέταξε αμέσως οσους βρισκόταν στο τμήμα να στήσουν περίμετρο έξω από το σπίτι της κόρης του. Φοβόταν για την ασφάλεια της. Και ας έμεινε αυτός απροστάτευτος.

Κοιτούσε συνέχεια πίσω του. Φοβόταν μην του την έχει κάποιος στημένη. Δεν ήθελε να πεθάνει. Μπορεί η δολοφονία του Ιβανοφ να ήταν απλά φήμες, όμως αυτός τις πίστευε όλες. Έστριψε στην γωνία και το αυτοκίνητο του ήταν μπροστά του. Μια ανάσα ανακούφισης βγήκε από το στόμα του. Όμως βιάστηκε πολύ.

Ένα μαύρο τζιπ σταμάτησε ακριβώς μπροστά του. Αμέσως πέταξε ότι πράγματα κρατούσε και γύρισε πίσω τρέχοντας. Δύο άνδρες όμως του έκοψαν τον δρόμο, του έκλεισαν τα μάτια με μια κουκούλα και τον έσυραν μέσα στο αυτοκίνητο. Οι κραυγές του ήταν σπαρακτικές, άνθρωπος όμως δεν υπήρχε στα πενήντα μέτρα.

Οι στιγμές μέσα στο αυτοκίνητο του φάνηκαν αιώνες. Οι άνδρες συνομιλούσαν μεταξύ τους. Δεν μιλούσαν Αγγλικά. Ιταλικά ή Ισπανικά του φάνηκαν. Μεσ' την τρομάρα του όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Ξαφνικά το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα και δύο χέρια τον έπιασαν, τον έβγαλαν έξω και τον πέταξαν κάτω. Το σώμα του ήρθε σε επαφή με το σκληρό δάπεδο ενώ τα χέρια του έτσουξαν από την τριβή με την άσφαλτο. Αμέσως έβγαλε την κουκούλα που κάλυπτε τα μάτια του και κοίταξε μπροστά.

Ένα άλλο αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο μπροστά του. Ήταν μαύρο και αυτό, όμως φαινόταν πιο ακριβό από αυτό με το οποίο τον μετέφεραν. Πανω του στεκόταν ένας άνδρας. Ήταν ψηλός και ντυμένος στα μαύρα. Συνομιλούσε με κάποιον από τους άνδρες που ήταν μαζί του. Όταν όμως τον είδε να στέκεται στα γόνατα και να τους κοιτάει με απορία, με ένα νεύμα έδιωξε τον άνδρα απο μπροστά του και πλησίασε.

-Έχεις δημιουργήσει πολλά προβλήματα στον εαυτό σου, Σεμπάστιαν. Για πρώτη φορά, ο άνδρας του απευθύνθηκε στα αγγλικά. Είχε όμως μια προφορά που τον έκανε να καταλάβει πως ήταν Ιταλός.

-Ποιος είσαι; Και πως ξέρεις το όνομα μου; Ρώτησε προσπαθώντας να φανεί γενναίος. Στην πραγματικότητα είχε τρομοκρατηθεί για τα καλά και αυτό ήταν διακριτό.

-Ας πούμε πως έχουμε... κάποιους κοινούς γνωστούς. Απάντησε αινιγματικά. Εκείνη την ώρα ένα έντονο φρενάρισμα ακούστηκε στην άσφαλτο. Είδε ένα αυτοκίνητο να σταματά απότομα μπροστά στο αυτοκίνητο του άνδρα και ένα άτομο να βγαίνει από μέσα. Οι προβολείς όμως του αυτοκινήτου δεν του επέτρεπαν να δει ποιος ήταν. Ο άνδρας χαμογέλασε.

-Σε είχα προειδοποιήσει. Μια φωνή. Αυτό ήταν ότι χρειαζόταν για να καταλάβει τι γινόταν. Η βαθιά φωνή της με την βρετανική προφορά που ειχε πάντα έσκισε την ατμόσφαιρα και τον έκαναν να σηκωθεί απότομα από την άσφαλτο. Τα μάτια του ανοιχτά διάπλατα.

Η Ηβη πλησίασε. Οι γοβες της χτυπούσαν πάνω στην άσφαλτο καθώς προχωρούσε, ενώ η απόλυτη ησυχία που είχε δημιουργηθεί, έκανε τα βήματα της να ακούγονται πιο έντονα. Ήταν θυμωμένη.

-Σε προειδοποίησα. Να μην τολμήσεις να ξαναβρεθείς στο δρόμο μου. Ούτε εσύ ούτε και αυτοί. Και εσύ έκανες ακριβώς το αντίθετο. Του είπε φτάνοντας κοντά του. Πλέον την έβλεπε ξεκάθαρα. Δεν ήταν το μικρό κορίτσι που γνώρισε εννέα χρόνια πριν. Ήταν γυναίκα. Μια πολύ τσαντισμένη γυναίκα.

-Πες μου... Θέλεις να πεθάνεις; Του είπε χαμηλόφωνα ενώ τα μάτια της έλαμπαν. Ο Σεμπάστιαν κούνησε γρήγορα το κεφάλι του. Λέξη όμως δεν μπορούσε να σταυρώσει.

-Ωραία. Άκουσε με καλά. Ο Λουκ θα βγει από την φυλακή..

-Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Ομολόγησε. Της είπε σιγανά. Στην φάση που βρισκόταν θα έκανε τα πάντα, όμως αυτό ήταν πέρα από τις δυνατότητες του. Η Ηβη αναστέναξε.

-Βλέπεις να με νοιάζει; Θα κάνεις τα αδύνατα δυνατά. Και όσο βρίσκεται στην φυλακή, θα στείλεις αστυνομική προστασία. Μια γρατσουνιά να δω.... Είπε και τον πλησίασε. Τον έπιασε από το λαιμό και τον τράβηξε κοντά της. Έπειτα του ψιθύρισε στο αυτί.

-Μία γρατσουνιά να δω πάνω του και η κόρη σου θα είναι η πρώτη που θα πληρώσει. Του είπε και την κοίταξε με τρόμο.

ΑΥΤΌ ΗΤΑΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ.
ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ.

KISSES

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top