Κεφάλαιο 4
Λίγη ώρα πριν
Βγήκε από το γραφείο πολύ προβληματισμένος. Δεν μπορούσε να τα παρατήσει τόσο εύκολα. Η σύλληψη τους ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα που κατάφεραν εδώ και χρόνια.
Στάθηκε για λίγο έξω από την πόρτα του δωματίου ανάκρισης και περίμενε. Το χέρι του πέρασε μέσα από τα μαύρα μαλλιά του, ανακατεύοντας τα. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι πάση θυσία.
Τον άγχος τον κυρίευσε. Οι παλάμες του άρχισαν να ιδρώνουν επικίνδυνα ενώ τα πόδια του τα ένιωθε αδύναμα. Πάντα είχε πρόβλημα με το άγχος, σε περιπτώσεις όμως σαν και αυτές, αυτό υπερτερούσε και δεν τον άφηνε να δει καθαρά.
Έφυγε αμέσως από το δωμάτιο και κάθησε σε μια καρέκλα στον εξωτερικό διάδρομο. Σήκωσε τα χέρια του ξανά και έκρυψε με αυτά το πρόσωπο του. Έπρεπε να ηρεμήσει. Να ηρεμήσει και να βρει μια λύση. Χρόνος για χάσιμο δεν υπήρχε. Ακόμα και ένα μικρό παράπτωμα αν μπορούσε να ανακαλύψει, θα ήταν αρκετό για να τους κρατήσει ακόμη λίγο μέσα.
Εκείνη την ώρα, ένας αστυνομικός περνούσε από μπροστά του. Μόλις τον είδε, ρώτησε αν είναι καλά και ο Ντέρεκ έγνεψε καταφατικά. Καθώς όμως πήγε να φύγει, ο Ντέρεκ με μια φωνή τον σταμάτησε.
Η ιδέα του ήρθε σε δευτερόλεπτα. Ήταν παρατόλμη και δεν εγκυόταν κανένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Όμως, στην κατάσταση του, ήταν το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί. Αν ήθελε όμως να πετύχει, έπρεπε να εκτελεστεί έξυπνα.
Σηκώθηκε από την καρέκλα και πλησίασε τον αστυνομικό. Του εξήγησε με λίγα λόγια τι έπρεπε να κάνει και αυτός συμφώνησε. Αφού κοίταξε το ρολόι του, έκανε στην άκρη τον αστυνομικό, ο οποίος έμεινε στατικός και δεν συνέχισε το δρόμο του, και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο ανάκρισης.
-Επιτέλους. Είχα αρχίσει να βαριέμαι. Είπε ο Λουκ. Ο Ντέρεκ έκλεισε την πόρτα και στάθηκε λίγο να τον κοιτάξει. Η πλάτη του ακουμπούσε ολόκληρη στην καρέκλα, τα χέρια του ήταν και τα δύο πάνω το τραπέζι και το ύφος του πρόσχαρο. Η στάση του δεν είχε καθόλου φόβο, ήξερε πολύ καλά πως όλα τα στοιχεία ήταν υπέρ του. Θα μπορούσε άραγε να τον ξεγελάσει;
Αμέσως έσβησε αυτές τις σκέψεις και έκατσε στην θέση του.
-Που είχαμε μείνει; ρώτησε ρητορικά.
-Εγώ θα σου πω; Τον ρώτησε ο Λουκ με τον ίδιο τόνο. Ο Ντέρεκ δεν μίλησε και συνέχισε να προσπαθεί να ανακρίνει τον Λουκ για το βράδυ του φόνου, μέχρι που ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Στο άνοιγμα της, ο αστυνομικός έκανε την εμφάνισή του.
-Κύριε Σαλβατόρ, μπορείτε να φύγετε. Ανακοίνωσε.
-Τι; Αυτό δεν γίνεται. Είπε έξαλλος ο Ντέρεκ.
-Μετά από νέα στοιχεία, η αστυνομία εντόπισε τον πραγματικό ένοχο. Είναι ήδη καθοδόν για την σύλληψη του. Εξήγησε ο αστυνομικός, μπερδεύοντας ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
-Ποιος ήταν; Ρώτησε με ανακούφιση ο Ντέρεκ.
-Η Εβελιν Άνταμς. Απάντησε ο αστυνομικός, κάνοντας το χρώμα από το πρόσωπο του Λουκ να χαθεί. Δεν είναι δυνατόν...
-Τι είναι αυτά που λέτε; Δεν υπάρχει περίπτωση. Ο Λουκ σηκώθηκε σαν ελατήριο και χτύπησε με τα χέρια του το τραπέζι. Η έκφραση του πλέον δεν ήταν όσο άνετη ήταν πριν. Ο Ντέρεκ γέλασε από μέσα του. Ώστε αυτήν είναι η αχίλλειος πτέρνα σου, σκέφτηκε.
-Υποθέτω πως τελειώσαμε. Συνόδευσε τον κύριο Σαλβατόρ έξω, σε παρακαλώ. Ζήτησε ο Ντέρεκ και πήγε να βγει από την πόρτα. Το σχέδιο του δεν έδειχνε να βγάζει κάπου, όμως ακόμη έτρεφε μια ελπίδα. Ήλπιζε πως θα του πει κάτι, οτιδήποτε θα τον βοηθούσε να τον ενοχοποιησει. Καθώς όμως προχωρούσε προς την πόρτα, αυτήν η ελπίδα χάνονταν σιγά σιγά.
Ο Λουκ από την άλλη είχε χλωμιάσει. Μέσα στο μυαλό του γινόταν μια μάχη. Πως γίνεται να οδηγήθηκαν στην Ηβη; Ποια ήταν τα στοιχεία που είχαν; Το μυαλό του θόλωσε. Αν η Ηβη συλλαμβάνονταν, όλα θα τελείωναν. Αποκλείεται να ανακάλυψαν το παρελθόν της, όμως η Ηβη στην προσπάθεια της να τον σώσει, μπορεί να οδηγούνταν στην ομολογία. Του το είχε πει άλλωστε πως θα κάνει τα πάντα. Αλλά όχι. Δεν θα την άφηνε. Ειχε πληρώσει αρκετά. Ήρθε η σειρά του να την σώσει. Για αυτό λίγο πριν βγει ο Ντέρεκ από το δωμάτιο, εσφιξε τις γροθιές του, έκλεισε τα μάτια του και με θάρρος είπε:
-Αφήστε την ήσυχη. Εγώ το έκανα. Εγώ έδωσα την εντολή.
Τώρα
-Ο ΑΔΕΡΦΌΣ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΟΜΟΛΟΓΟΥΣΕ ΠΟΤΈ ΓΙΑ ΚΆΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ. ΤΙ ΤΟΥ ΚΑΝΑΤΕ; Φώναξε ο Αλεξ έξαλλος και αμέσως έπιασε τον αστυνομικό από τον λαιμό και τον έσφιξε με όλη του την δύναμη. Η Ελίζαμπεθ έμεινε απλά εκεί, παγωμένη να κοιτάει την ζωή να φεύγει από το πρόσωπο του αστυνομικού, προσπαθώντας με κόπο να μιλήσει, το δυνατό όμως κράτημα του Αλεξ δεν του το επέτρεπε.
-Άφησε τον, θα τον σκοτώσεις. Είπε τελικά η Ελίζαμπεθ, όταν πλέον συνειδητοποίησε ότι ο αστυνομικός βρισκόταν σε κίνδυνο. Πλησίασε τους δύο άνδρες και έβαλε το χέρι της πάνω στο μπράτσο του Αλεξ. Κοιτώντας τον στα μάτια, τον παρακάλεσε σιωπηλά να τον αφήσει και αυτός, αφού αναστέναξε, ελευθέρωσε την λαβή του, και ο αστυνομικός έτρεξε σχεδόν έξω από το δωμάτιο.
-Δεν ξέρω τι μαλακιες λένε τα στρατιωτάκια σου, ο αδερφός μου όμως δεν έκανε τίποτα. Και απαιτώ να αφεθεί ελεύθερος όπως εγώ. Ζήτησε επιτακτικά ο Αλεξ, αφού απομακρύνθηκε από αυτήν. Το χέρι της είχε ασυναίσθητα μείνει πάνω στο δικό του και αυτό τον έκανε να νιώθει αμήχανα.
-Από την στιγμή που ομολόγησε...
-Πρόσεχε τι θα πεις. Είπε ο Αλεξ και στράφηκε προς το μέρος της. Τα βλέμματα τους έμειναν για λίγο κολλημένα, με εκείνη να κατεβάζει πρώτη το δικό της στο πάτωμα. Το αριστερό της χέρι αμέσως πέρασε πάνω από το δεξί της και τα δάχτυλα της χάιδεψαν ασυναίσθητα το φανταχτερό δαχτυλίδι που κοσμούσε το δάχτυλο της. Ο Αλεξ, παρατηρώντας της κινήσεις της, γύρισε το κεφάλι του. Τι στο καλό κάνω, σκέφτηκε και, πριν περάσει ένα δεύτερο, είχε βγει από την πόρτα σαν σίφουνας. Άλλη μια όμως έκπληξη τον περίμενε.
Ο Λουκ μόλις είχε βγει από το δικό του δωμάτιο ανάκρισης και, με την συνοδεία πολλών αστυνομικών, τον μετέφεραν έξω από το τμήμα. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα ενώ το βλέμμα του χαμηλά. Ο Αλεξ παραξενεύτηκε. Ο Λουκ δεν είχε κατεβάσει ποτέ το κεφάλι, ακόμη και όταν είχε άδικο. Αμέσως κατάλαβε πως κάτι έγινε. Πως για κάποιο λόγο έκανε ο, τι έκανε. Με δύο μεγάλα βήματα έφτασε κοντά τους, όμως ένας από τους αστυνομικούς της συνοδείας του έκλεισε το δρόμο.
-Δεν μπορείτε να πλησιάσετε κύριε. Του είπε με ύφος. Ο Αλεξ τα πήρε στο κρανίο.
-Άσε με να πάω στον αδερφό μου, μην τα κάνω όλα μπουρδέλο εδώ μέσα. Είπε σιγανά αλλά σφίγγοντας το σαγόνι του. Δεν αστειεύονταν καθόλου.
-Άφησε τον. Μια απαλή, θηλυκή φωνή ακούστηκε από πίσω του. Και δεν ανήκε σε άλλη από την Ελίζαμπεθ. Ο αστυνομικός αμέσως έκανε στην άκρη και ο Αλεξ την ευχαρίστησε με ένα βλέμμα και κατευθύνθηκε γρήγορα προς τον Λουκ. Όταν έφτασε, αμέσως τον αγκάλιασε, για να μην μπορούν να τους ακούσουν. Η αγκαλιά όμως ήταν μόνο από το μέρος του. Ο Λουκ φορούσε χειροπέδες.
-Τι σκατα έκανες ρε; Τον ρώτησε σιγανά.
-Σε παρακαλώ, υποσχέσου μου. Υποσχέσου μου πως δεν θα την αφήσεις να πάθει κάτι. Προστάτευσε την, σε παρακαλώ. Ο Αλεξ κατάλαβε αμέσως για ποια μιλούσε, όμως κάτι στην φωνή του ήταν αλλιώτικο. Ένας φόβος, που δεν υπήρχε ποτέ άλλοτε, χαρακτήριζε κάθε λέξη του. Φόβος μήπως χάσει κάτι. Αμέσως κατάλαβε τι έγινε. Κατάλαβε με τι τον απείλησαν. Πριν προλάβει όμως να πει κάτι άλλο, το σώμα του Λουκ απομακρύνθηκε βίαια από πάνω του.
Καθώς τον έβγαζαν από το τμήμα, ο Λουκ έστρεψε το βλέμμα του πάνω του. Αναζητούσε μια επιβεβαίωση, μια απόδειξη πως θα κάνει όντως αυτό που του ζητούσε. Και όταν ο Αλεξ του την έδωσε, το βλέμμα του γαλήνεψε. Όλος ο φόβος και το σκοτάδι που είδε πριν, έφυγαν από πάνω του και, με αυτό, τον έχασε από τα μάτια του.
Αυτήν ήταν η στιγμή που ο Αλεξ κατάλαβε πόσο ο αδερφός του αγαπούσε αυτήν την γυναίκα. Θυσίασε τον εαυτό του για εκείνη. Και μπορεί να μην την συμπαθούσε, όμως δεν θα τον απογοήτευε. Θα την προστάτευε. Έτσι και αλλιώς, του το είχε υποσχεθεί.
ΑΥΤΌ ΉΤΑΝ ΤΟ ΚΕΦΆΛΑΙΟ.
ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΆΡΕΣΕ.
KISSES ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top