Κεφάλαιο 3

Το βράδυ είχε φτάσει. Το σκοτάδι έλουσε για άλλη μια φορά την μεγάλη έπαυλη. Τα φώτα σε όλα τα δωμάτια ήταν κλειστά, εκτός από την τραπεζαρία, στην οποία ήταν όλοι συγκενρωμένοι. Η Μαίρη δεν εμπιστευόταν κανένα από τα μέλη του προσωπικού, μετά την σύλληψη των δύο παιδιών της και έτσι τους έδιωξε όλους. Έμειναν μόνο κάποιοι άνδρες του Ντέιβιντ ώστε να φυλάνε την έπαυλη.

Στο εσωτερικό της, το κλίμα δεν ήταν καλό. Ο Γκάμπριελ είχε φτάσει πριν από λίγο με την οικογένεια του, η παρουσία όμως της Ηβης στο σπίτι προκαλούσε εντάσεις. Ήταν σαφές ότι κάνεις δεν την ήθελε εκεί, όμως δεν έδινε δεκάρα. Οι δικηγόροι του Ντέιβιντ είχαν έρθει στην έπαυλη ώστε να τους ενημερώσουν για την κατάσταση και έτσι, δεν υπήρχε περίπτωση να λείπει. Ακόμη και αν ήταν 2 ολόκληρες μέρες άυπνη.

-Όπως σου είπα και στο τηλέφωνο, Ντέιβιντ, το γεγονός πως δεν έχουν κανένα χειροπιαστό στοιχείο πως οι γιοι σου έδωσαν την εντολή, είναι πολύ θετικό. Η απειλή του Αλεξ δεν μπορεί να σταθεί σαν αποδεικτικό στοιχείο για πολύ, οπότε στις επόμενες ώρες θα τους έχουν ελευθερώσει. Είπε ο μεγαλύτερος από τους δύο άνδρες που βρισκόταν εκεί. Το ντύσιμο του ήταν πολύ προσεγμένο, ενώ το ύφος που είχε όταν μιλούσε έκανε την Ηβη να πιστεύει πως γνώριζε τον Ντέιβιντ πολύ καιρό.

-Τότε γιατί συνέλαβαν και τον Λουκ; Ρώτησε η Μαίρη με αγωνία.

-Θεώρησαν πως είναι πολύ πιθανόν να ξέρει για την εντολή, εφόσον ήταν μαζί όλο το βράδυ. Απάντησε ο δικηγόρος.

-Και αυτή ήταν μαζί τους. Γιατί είναι ακόμα εδώ; Είπε υποτιμητικά η Μαίρη, δείχνοντας προς την κατεύθυνση της Ηβης, η οποία δεν έδωσε καμία σημασία. Καθόταν σε μια καρέκλα στην άκρη του τραπεζιού και απλά έδινε προσοχή στα λόγια του δικηγόρου.

-Δεν.. Δεν μπορούν να την συλλάβουν. Είπε ο νεαρότερος σε ηλικία άνδρας, που τόση ώρα στεκόταν αμίλητος. Η στάση του σώματος του αλλά και τα χέρια του, που τόση ώρα είχε στις τσέπες του παντελονιού του, έδειχναν πως δεν ήταν άνετος με την όλη κατάσταση.

-Ποια είναι τα στοιχεία που έχουν για την δολοφονία; Μίλησε για πρώτη φορά η Ηβη. Ο συνήθης τόνος που είχε πάντα στην φωνή της είχε φύγει, όπως και η έντονη, βρετανική προφορά της. Αντίθετα, η φωνή της ήταν απαλή, όπως το θρόισμα που προκαλεί στα φύλλα το απλό αεράκι, πριν να ξεσπάσει η καταιγίδα.

-Ο φόνος έγινε με μια σφαίρα στο κεφάλι. Όμως πάνω στο πτώμα βρέθηκε ένα χρυσό μαχαίρι. Πλήρωσα αδρά έναν φύλακα και μου το έδωσε με την προϋπόθεση να μην το αγγίξουμε και να το επιστρέψουμε μέχρι αύριο το πρωί. Είπε ξανά ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας και τοποθέτησε τον μαύρο χαρτοφύλακα, που κρατούσε στο αριστερό του χέρι, πάνω στο τραπέζι. Αφού τον άνοιξε, έβγαλε από μέσα μια διαφανή σακούλα, στην οποία υπήρχε το περίτεχνο όπλο.

Η Ηβη σηκώθηκε και με μιας το έπιασε στα χέρια της. Χωρίς να την νοιάζει, άνοιξε επιδεικτικά την σακούλα και έφερε στα χέρια της το μαχαίρι, κάνοντας την δικηγόρο να πάθει έμφραγμα. Την κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα, δεν έβγαλε όμως μιλιά. Τι θα μπορούσε να πει άλλωστε. Η Ηβη εξέτασε για λίγα λεπτά το μαχαίρι και, μόλις τελείωσε, το πέταξε στο μεγάλο τραπέζι που είχε μπροστά της, προκαλώντας έναν έντονο ήχο.

-Αυτό δεν είναι το μαχαίρι του Knight. Η λεπίδα δεν είναι καλά ακονισμένη και τα γράμματα που είναι χαραγμένα στην λαβή είναι τελείως διαφορετικά. Είναι πάντως πολύ καλή απομίμηση. Είπε η Ηβη.

-Πως το..

-Δηλαδή για να το κάνει κάποιος, πρέπει να το έχει δει πολλές φορές από κοντά. Παρατήρησε ο Γκαμπριέλ, ρίχνοντας το βλέμμα του στην Ηβη.

-Τα μαχαίρια φτιάχνονται κατά παραγγελία μου. Το άτομο που τα κάνει είναι έμπιστο. Πέρα από αυτό και τον Μπράιαν, δεν ξέρει κανείς τις λεπτομέρειες. Μπορώ να το ελέγξω, αλλά θα είναι χάσιμο χρόνου. Δεν θα με πρόδιδε ποτέ. Απάντησε η Ηβη. Οι δικηγόροι, μόλις συνειδητοποίησαν τι συμβαίνει, έμειναν σαν αγάλματα. Ο ήχος όμως από το τηλέφωνο του νεαρού δικηγόρου τον έκανε να ξυπνήσει και να κινηθεί, ώστε να απομακρυνθεί λίγο και να απαντήσει.

-Ποιος όμως θα αντέγραφε τον Knight; Δεν βγάζει κανένα νόημα. Αναρωτήθηκε η Σαρλότ.

-Ο Μπράιαν πετάει αυτήν τη στιγμή για Λονδίνο, ώστε να παρει τις κάμερες ασφαλείας από το ξενοδοχείο που έγινε η δεξίωση. Όποιος το έκανε ήταν εκεί και άκουσε την απειλή του Αλεξ. Και κάτι ακόμα.. Ο Νίκο Ρόσι βρίσκεται αυτή την στιγμή στο αεροπλάνο και κατευθύνεται προς Νέα Υόρκη. Ανακοίνωσε η Ηβη, προκαλώντας, για άλλη μια φορά, θύελλα αντιδράσεων.

-ΤΙ; Η φωνή της Σαρλότ ήταν αυτήν που ήχησε περισσότερο.

-Δεν έδωσα ποτέ άδεια για κάτι τέτοιο. Είπε έξαλλος ο Ντέιβιντ.

-Ωραία, γιατί δεν θυμάμαι να σε ρώτησα. Απάντησε η Ηβη. Και όσο η διαφωνία συνεχιζόταν, κανείς δεν έδωσε σημασία στον δικηγόρο, το οποίου το πρόσωπο έγινε ξαφνικά άσπρο σαν πανί και κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει από το μέτωπο του.

Στο αστυνομικό τμήμα

-Τώρα τι θα γίνει; Θα συνεχίσεις να με κοιτάζεις με αυτό το βλέμμα ή θα με αφήσεις επιτέλους να κάνω την δουλειά μου; Ρώτησε η Ελίζαμπεθ, η ενόχληση εμφανής στην φωνή της. Ήταν και οι δύο αντικριστά, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος τους και κοιτούσαν ο ένας τον άλλον στα μάτια. Παρά την τραγικότητα της κατάστασης, η Ελίζαμπεθ μπορούσε να παραδεχτεί στον εαυτό της πως το θέαμα μπροστά στα μάτια της ήταν ευχάριστο. Μόνο, όμως, στον εαυτό της.

-Με έθιξες. Απάντησε ο Αλεξ, κάνοντας πως κρατάει μούτρα σαν μικρό παιδί.

-Εντάξει, εντάξει. Συγνώμη. Δεν θα ξαναπώ κουβέντα για την διακόσμηση του μαγαζιού σου. Μπορούμε τώρα να τελειώνουμε; Είπε και κοίταξε αγχωμένη το ρολόι της. Ο Αλεξ προβληματίστηκε.

-Νόμιζα είχες όσο χρόνο θέλεις. Απάντησε ξανά με το ίδιο ειρωνικό ύφος. Η Ελίζαμπεθ άφησε μια ανάσα και τοποθέτησε το δεξί της χέρι στα μαλλιά της, πιάνοντας τα σε μια γροθιά.

-Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι. Απάντησε, κοιτάζοντας για άλλη μια φορά τα χαρτιά που είχε μπροστά της και ρίχνοντας κλέφτες ματιές στο ρολόι της. Το άγχος της δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Αλεξ. Είχε μπροστά της τον μελλοντικό διάδοχο της αμερικανικής μαφίας, ύποπτο για φόνο, και την άγχωνε περισσότερο το να γυρίσει σπίτι; Σκέφτηκε, όμως δεν είπε τίποτα.

Μετά από λίγη ώρα, και αφού η Ελίζαμπεθ ρωτούσε ξανά και ξανά τις ίδιες ερωτήσεις, του έγινε φανερό πως δεν ενδιαφερόταν καθόλου πλέον για την ανάκριση. Προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να βρει έστω και την παραμικρή αφορμή για να φύγει από εκεί μέσα. Με τι στο καλό συμβαίνει; Γιατί άλλαξε τόσο γρήγορα η συμπεριφορά της στα ξαφνικά; Πριν όμως προλάβει να το αναλύσει περισσότερο, ένας αστυνομικός μπήκε στο δωμάτιο και τους διέκοψε.

-Με συγχωρείτε. Κύριε Σαλβατόρ, μπορείτε να φύγετε. Ανακοίνωσε ο αστυνομικός, κάνοντας τον Αλεξ να ζητοκραυγάσει από μέσα του. Μετά από όλη αυτήν την ταλαιπωρία ένα ποτήρι κρασί και μια καλή συντροφιά ήταν το μόνο που θα μπορούσε να τον χαλαρώσει. Σηκώθηκε από την καρέκλα σε δευτερόλεπτα, έτοιμος να φύγει.

-Μα δεν έχω τελειώσει ακόμη την ανάκριση. Είπε η Ελίζαμπεθ, αφού σηκώθηκε και αυτήν σαν ελατήριο και στάθηκε μπροστά του για να του εμποδίσει την έξοδο. Το σώμα του Αλεξ ήρθε σε σύγκρουση με το δικό της, αφού ο ίδιος δεν πρόλαβε να σταματήσει, κάνοντας τους δύο τους να βρεθούν σε απόσταση αναπνοής. Ο Αλεξ τότε σταμάτησε να κινείται και κατέβασε το κεφάλι του να την κοιτάξει με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Την έπιασε από τους ώμους και προσπάθησε να την απομακρύνει απαλά απο κοντά του, όσο αυτή αντιστεκόταν. Οι επόμενες λέξεις όμως του αστυνομικού έκαναν και τους δύο να μείνουν σταθεροί στην θέση τους από το σοκ.

-Δεν χρειάζεται, πράκτορα. Ο Λουκάς Σαλβατόρ ομολόγησε.

ΑΥΤΟ ΉΤΑΝ ΤΟ ΚΕΦΆΛΑΙΟ.
ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΆΡΕΣΕ.

KISSES ❤️


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top