Κεφάλαιο 20

Ήταν πλέον αργά το βράδυ όταν αποφάσισαν να μεταφέρουν τους κρατούμενους πίσω στα κελιά τους. Θα μεταφέρονταν σε διαφορετικά οχήματα ο καθένας, για να αποφευχθούν οι εντάσεις. Έξω από το δωμάτιο του Λουκ βρισκόταν ήδη συγκεντρωμένοι όλοι όσοι ήταν στο νοσοκομείο. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε αποπνικτική στην Ελίζαμπεθ, με την Μαίρη να ρίχνει εχθρικές ματιές στην Ήβη και τον Νίκο που στεκόταν απέναντι της. Αυτό όμως που σ αυτή έμοιαζε αποπνικτικό, ήταν απλά μια καθημερινή μέρα στο σπίτι των Σαλβατόρ.

Ο Σεμπάστιαν είχε δώσει εντολές σ αυτή και στον Ντέρεκ να περιμένουν εκεί για να συνοδεύσουν οι ίδιοι τον Λουκ, αφού πρώτα μεταφερθούν οι άλλοι κρατούμενοι που βρισκόταν στον ίδιο όροφο.

Καθώς οι άνδρες πέρασαν από μπροστά τους, η Ελίζαμπεθ παρατήρησε την αναστάτωση της Σαρλότ, που όπως είχε μάθει ήταν η κόρη του Γκάμπριελ Ράμμος. Αμέσως μόλις πέρασαν από μπροστά της εξαφανίστηκε μέσα στους διαδρόμους του νοσοκομείου με το κινητό της στο χέρι. Περισσότερη σημασία όμως δεν έδωσε, γιατί έφτασε η στιγμή ο κρατούμενος που είχαν αναλάβει να μεταφερθεί.

Άνοιξαν την πόρτα του δωματίου και βρήκαν τον Λουκ να κάθεται ήρεμος στο κρεβάτι του. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδε μετά την σύλληψη του. Ήταν πιο χλωμός απ ότι θυμόταν ενώ το λίγων ημερών απεριποίητο μούσι του τον έκανε να δείχνει πιο μεγάλο από την ηλικία του. Και πιο τρομακτικό.

Μόλις τους είδε, αμέσως σηκώθηκε από το κρεβάτι και δέχτηκε να του περάσουν τις χειροπέδες χωρίς καμία αντίδραση. Το πρόσωπο του παρέμενε σοβαρό, κάτι στο βλέμμα του όμως ήταν διαφορετικό. Φαινόταν πιο ήρεμος, πιο ευδιάθετος, πιο... χαρούμενος. Και μόλις βγήκαν στο διάδρομο, η Ελίζαμπεθ κατάλαβε τον λόγο.

Η Ήβη οριακά έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Αυτός δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο, όμως έγειρε το κεφάλι του και το ακούμπησε στον ώμο της κλείνοντας τα μάτια του. Ο Ντέρεκ προσπάθησε να την σπρώξει από κοντά του χωρίς καμία επιτυχία. Η Ελίζαμπεθ δεν έκανε τίποτα, έμεινε απλά να τους παρατηρεί.

Όταν έσπασαν την αγκαλιά, η Ήβη έπιασε με τις παλάμες της το πρόσωπο του και τον φίλησε απαλά στα χείλη. Έμειναν εκεί να κοιτάνε ο ένας τον άλλο με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλον λες και είχαν μπροστά τους του κόσμου τους θησαυρούς. Λες και έβλεπαν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο.

Η Ελίζαμπεθ τους εξέτασε στιγμιαία. Δεν έβλεπε πλέον την Εβελιν Άνταμς, την επιχειρηματία που έκλεισε τόσες εταιρίες, που την απείλησε πριν λίγες ώρες. Έβλεπε ένα κορίτσι που έλαμπε από ευτυχία. Δεν έβλεπε τον Λούκας Σαλβατόρ, τον αρχηγό της μαφίας, αλλά έναν άνδρα που κοιτούσε με αγάπη την γυναίκα που βρισκόταν μπροστά του.

Και όταν ο Ντέρεκ έσπρωξε τελικά τον Λουκ και τον απομάκρυνε από εκείνη, κάνοντας της σήμα να τον ακολουθήσει, τότε είδε το σκοτάδι να επιστρέφει στα πρόσωπα και των δύο. Τότε, σαν να έσπασε η φούσκα που τους περιέβαλε, είδε το πρόσωπο της Ηβης να γίνεται αδίστακτο καθώς γύρισε να κοιτάξει τους άλλους που βρισκόταν εκεί, και το πρόσωπο του Λουκ να ξαναγίνεται σοβαρό.

Όσο τον μετέφεραν έξω από το νοσοκομείο, η Ελίζαμπεθ είχε βυθιστεί στις σκέψεις της. Νόμιζε πως είχε βιώσει τον έρωτα, πως ήξερε τι σημαίνει αγάπη, όμως μέσα σε δύο λεπτά γκρεμίστηκε όλος αυτός ο μύθος που είχε φτιάξει μέσα στο κεφάλι της. Τα βλέμματα που αντάλλαξαν ερχόταν συνεχώς στο μυαλό της προκαλώντας της πονοκέφαλο.

Κανένας ποτέ δεν την είχε κοιτάξει έτσι. Πότε δεν ένιωσε τόσο ξεχωριστή κοιτώντας έναν άνθρωπο, και όμως αυτοί οι δύο ήταν σαν να ήταν δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι όσο ήταν μαζί. Σαν να μίλησαν ο ένας στην ψυχή του άλλου, ακόμη και αυτά τα λίγα λεπτά που τους δόθηκαν.

Όταν έβαλαν τον Λουκ μέσα το φορτηγό και έκλεισαν την πόρτα, κοίταξε ξανά τον άνδρα της στα μάτια. Προσπαθούσε να θυμηθεί τις στιγμές που πέρασαν μαζί, στιγμές που ένιωσε σαν να ήταν το πιο σημαντικό άτομο στον κόσμο. Όσο πολύ όμως και να προσπαθούσε, καμία τέτοια στιγμή δεν ερχόταν στο μυαλό της. Θα πρέπει να έχω ξεχάσει, σκέφτηκε, πάνε τόσα χρόνια εξάλλου.

Ο Ντέρεκ, αισθανόμενος το βλέμμα της πάνω του, γύρισε και την κοίταξε. Το βλέμμα που της έριξε ήταν αρκετό για να κάνει την Ελίζαμπεθ να καταλάβει. Την κοιτούσε παθητικά, σαν να έβλεπε έναν ξένο που διέσχιζε απλά το πεζοδρόμιο και όχι την γυναίκα που πέρασε μαζί 11 χρόνια.

Όχι αποκλείεται, σκέφτηκε ξανά η Ελίζαμπεθ, ήταν εκεί. Κάποτε ήταν εκεί. Δεν γίνεται να έκανα τόσο λάθος. Θα ειναι απλά κουρασμένος. Ναι αυτό θα είναι. Είχαμε δύσκολη μέρα σήμερα. Και με αυτή την σκέψη να δικαιολογεί την κρυα στάση του, του χαμογέλασε γλυκά και πήρε το χέρι του.

-Πάμε σπίτι μας. Του είπε ενώ τον οδηγούσε στο αυτοκίνητο τους.

Πίσω στο νοσοκομείο

Με το που έφυγε ο Λουκ, η Μαίρη μαζί με την Ιζαμπελ εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Κανείς δεν ήξερε που πήγαν όμως κανείς δεν ασχολήθηκε.

-Δεν πάμε σιγά σιγά; Ρώτησε ο Αλεξ σπάζοντας την αποπνικτική σιωπή που είχε δημιουργηθεί.

-Περιμένουμε την Σαρλότ. Παρατήρησε ο Γκάμπριελ κοιτώντας ανήσυχος δεξιά και αριστερά. Εκείνη την στιγμή, εκείνη έκανε την εμφάνισή της. Ο Γκάμπριελ την ρώτησε αν είναι όλα εντάξει και αυτή τον διαβεβαίωσε, όμως κάτι στον τρόπο που μιλούσε φάνηκε πως έλεγε ψέματα. Ο Αλεξ το παρατήρησε αμέσως και με ένα νεύμα την ρώτησε τι τρέχει. Αυτή δεν του απάντησε αλλά το έντονο της βλέμμα φανέρωσε πως δεν μπορούσε να μιλήσει μπροστά σε όλους.

-Ας πηγαίνουμε. Είπε τελικά η Ήβη χωρίς να ασχοληθεί με την περίεργη συμπεριφορά τους. Πάνω όμως που οι τρεις τους ήταν έτοιμοι να αποχωρήσουν, η φωνή του Αλεξ τους σταμάτησε.

-Ένα λεπτό. Που νομίζεις ότι πηγαίνεις; Της είπε και την πλησίασε. Η Ήβη γύρισε και τον κοίταξε με απορία.

-Για κυνήγι. Που λες να πηγαίνω; Στο ξενοδοχείο μου να κοιμηθώ. Του είπε η Ήβη. Είχε κουραστεί με τις ηλιθιες ερωτήσεις.

-Μμχχ. Όχι. Δεν στα παν καλά. Σιγά μην σ αφήσω να πας σε ξενοδοχείο. Θα έρθεις στην έπαυλη μαζί μας. Ανακοίνωσε ο Αλεξ κάνοντας τους πάντες να τον κοιτάξουν με γουρλωμένα ματιά.

-Τι; Πας καλά; Μένουμε εμείς εκεί. Είπε η Σαρλότ και πήγε προς το μέρος του. Δεν υπήρχε περίπτωση να το επέτρεπε. Το βλέμμα του Αλεξ όμως ποτέ δεν άφησε την Ηβη, ώσπου αυτή, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, άρχισε να γελάει δυνατά.

-Δεν θα είσαι με τα καλά σου. Και ποιος σου είπε πως θα μείνω εγώ στο ίδιο σπίτι με όλους εσάς; Τον ρώτησε με το χαμόγελο ακόμη στα χείλη της.

-Εγώ το είπα. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα σε αφήσω να μείνεις μόνη σου, να σχεδιάζεις μόνη σου και εμένα να με έχεις στην απέξω; Δεν υπάρχει περίπτωση. Ήθελες να συνεργαστούμε, θα μείνουμε μαζί. Απάντησε ο Αλεξ τελείως σοβαρά. Εννοούσε κάθε λέξη.

-Δεν με εμπιστεύεσαι;

-Ούτε στο ελάχιστο. Απάντησε αυτός και η Ηβη αναστέναξε. Μετά όμως χαμογέλασε ξανά.

-Δεν δουλεύω μόνο μαζί σου, δουλεύω και με τον Νίκο. Τον χρειάζομαι μαζί μου. Είπε αυτή πιστεύοντας ότι χτύπησε διάνα. Πόσο λίγο τον ήξερε..

-Θα μείνει και αυτός μαζί μας. Απάντησε ξανά σηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων.

-ΤΙ;;;

-ΔΕΝ ΘΑ ΕΊΣΑΙ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΆ ΣΟΥ.

-Τι λες ρε που θα μείνω εγώ στο σπίτι σας. Είπε ο Νίκο με ένα ύφος αηδίας.

-Είτε το θέλετε είτε όχι ο στόχος μας είναι κοινός. Οπότε μαζί πρέπει να δράσουμε. Δεν μπορεί ο ένας να είναι εδώ και ο άλλος αλλού. Οπότε βγάλτε το σκασμό. Φώναξε ο Αλεξ και γύρισε προς την Ηβη.

-Με χρειάζεσαι Άνταμς. Είτε θες να το παραδεχτείς είτε όχι, το ξέρεις. Γι αυτό κόψε τα πείσματα. Θα το υποστείς όπως όλοι. Για τον Λουκ. Της είπε πιο ήρεμα αυτή την φορά και αυτή έδειξε να το σκέφτεται. Δεν ήταν όμως μια απόφαση που μπορούσε να πάρει μόνη της. Γύρισε και κοίταξε τον Νίκο που βρισκόταν πίσω της.

-Δεν υπάρχει περίπτωση. Της είπε τελεσίδικα, όμως αυτή δεν σταμάτησε να τον κοιτάει. Μετά από μια έντονη οπτική επαφή, ο Νίκο αναστέναξε. Μα ποιον κοροϊδεύει;;; Αυτή η γυναίκα μπορεί να φτάσει μέχρι τον άλλο κόσμο, απλά για να αποδείξει ότι μπορεί.

-Εντάξει. Αλλά σε προειδοποιώ Σαλβατόρ. Έτσι και προσπαθήσεις κάτι, εσύ θα βρεθείς πρώτος στο χώμα. Είπε στα μούτρα του Αλεξ και έφυγε ώστε να ενημερώσει τους άνδρες του.

-Αυτό θα το δούμε. Του φώναξε ο Αλεξ.

-ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ ΠΕΡΊΠΤΩΣΗ. Φώναξε ο Ντέιβιντ που τόση ώρα καθόταν ήσυχος και άκουγε τον γιο του με ανοιχτό το στόμα. Ο Αλεξ αναστέναξε. Ώρες ώρες δεν αντέχονται... σκέφτηκε καθώς γύρισε προς τον πατέρα του.

ΑΥΤΌ ΉΤΑΝ ΤΟ ΚΕΦΆΛΑΙΟ.
ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΆΡΕΣΕ.

KISSES ❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top