Κεφάλαιο 15
Μπήκε μέσα στο κτίριο φανερά ευδιάθετη. Τα γεγονότα της χθεσινής νύχτας της έφερναν ιδιαίτερη χαρα και αυτό αντανακλούσε στην διάθεση της.
Σήμερα το πρωί, ο Ντέρεκ της έφτιαξε πρωινό. Και αφού φάγανε μαζί, κάθισαν και μίλησαν για ώρες. Ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που το άγχος της δουλειάς δεν μπήκε ανάμεσα τους. Η πρώτη φορά μετά από καιρό που ένιωσε ηρεμία.
Ο ίδιος ο Ντέρεκ της φαινόταν διαφορετικός. Ήταν σαν τον άνδρα που γνώρισε, που παντρεύτηκε. Αν και η συμπεριφορά του δεν ήταν αποδεκτή, φαίνεται πως το συγκεκριμένο σκηνικό τον ταρακούνησε αρκετά, όπως και εκείνη. Για αυτό και αποφάσισε να το αφήσει πίσω της. Ήταν μια άτυχη στιγμή και τίποτα παραπάνω. Μια στιγμή που μπορεί να ήταν και αναγκαία, ώστε να ανάψει ξανά η φλόγα στην σχέση τους, μια φλόγα που η δουλειά και το άγχος είχαν αρχίσει να σβήνουν.
Έτσι το έβλεπε. Έτσι το δικαιολογούσε. Γιατί δεν ήθελε να διανοηθεί πως ήταν αλλιώς. Πως ο άνδρας που γνώρισε έντεκα χρόνια πριν θα μπορούσε να κρύβει ένα τέτοιο πρόσωπο. Ήταν αδύνατο.
Μπήκε μέσα στο γραφείο της και κάθισε στην καρέκλα. Πριν προλάβει όμως να κάνει κάτι, μια αστυνομικός της ομάδας της μπήκε μέσα. Το πρόσωπο της ήταν χλωμό και τα μάτια της κόκκινα. Φαινόταν σαν να είχε να κοιμηθεί μέρες.
-Τι συμβαίνει; Ρώτησε η Ελίζαμπεθ ανήσυχη. Πάντα πίστευε πως οι συνεργάτες της θα έπρεπε να είναι ξεκούραστοι και έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις χειρότερες υποθέσεις. Και πάντα φρόντιζε για αυτό, παρα τις αντιρρήσεις του πατέρα της. Η γυναίκα ομως ίσα που στεκόταν όρθια από την ταλαιπωρία.
-Με συγχωρείτε που μπαίνω έτσι. Αλλά σας περίμενα. Πρέπει να σας μιλήσω επειγόντως. Είπε χαμηλόφωνα. Η Ελίζαμπεθ της έκανε σήμα να συνεχίσει.
-Σας είδα. Είπε με τον ίδιο τόνο, κατεβάζοντας το κεφάλι στο πάτωμα.
-Τι εννοείς;
-Σας είδα, εχθές το βράδυ. Είχα μείνει μόνη στο γραφείο, μέχρι αργά. Άκουσα ομιλίες και βγήκα να κοιτάξω ποιος είναι. Και τότε σας είδα να μπαίνετε στο γραφείο του κ. Ντέρεκ. Είπε και η Ελίζαμπεθ αμέσως σηκώθηκε σαν ελατήριο και έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Η κοπέλα τρόμαξε από την ξαφνική κίνηση και έκανε ένα βήμα πίσω.
Η Ελίζαμπεθ, γυρισμένη πλάτη, έκλεισε τα μάτια της και έβρισε από μέσα της. Ούτε μια μέρα δεν είχε περάσει και ήδη την είχαν καταλάβει. Τι σόι πράκτορας ήταν;
Γύρισε και κοίταξε την γυναίκα με ύφος αδιάβαστο. Η γλώσσα του σώματος της μαρτυρουσε την ψυχική της κατάσταση. Ήταν τρομοκρατημένη. Δάγκωσε τα χείλη της, άφησε μια ανάσα και γύρισε προς το μέρος της.
-Τι θέλεις από μένα; Της είπε σοβαρά.
-Δεν θέλω τίποτα. Όλο το βράδυ έμεινα ξάγρυπνη, να σκέφτομαι τι πρέπει να κάνω. Ήθελα να πάω στον πατέρα σας και να του τα πω όλα. Όμως δεν το έκανα. Είπε η κοπέλα, η φωνή της πλέον πιο δυνατή.
-Γιατί; Ρώτησε η Ελίζαμπεθ.
-Γιατί σας ξέρω 10 χρόνια. Γιατί σας εμπιστεύομαι. Ξέρω ότι δεν θα μας προδίδατε ποτέ. Όχι μ αυτόν τον τρόπο. Για αυτό θέλω να σας ρωτήσω. Γιατί; Γιατί το κάνετε αυτό; Γιατί συνεργάζεστε με έναν άνθρωπο τον οποίο θα έπρεπε να κλείσετε μέσα. Ρώτησε η γυναίκα. Από τα μάτια της, φαινόταν η ειλικρίνεια της αλλά και η θλίψη της. Η Ελίζαμπεθ αναστέναξε. Προχώρησε και κάθισε ξανά στην καρέκλα της.
-Γιατί δεν μπορώ να υποστηρίξω το άδικο. Είδα όλα τα στοιχεία, η σύλληψη του Λούκας Σαλβατόρ δεν ήταν έντιμη. Κανείς όμως δεν με άκουσε. Ετσι, πήρα την κατάσταση στα χέρια μου. Της είπε κοιτώντας τις παλάμες της. Δεν μπορούσε να την κοιτάξει στα μάτια.
Η γυναίκα δεν μίλησε. Αντίθετα, έκανε το γύρω του γραφείου και την έσφιξε στην αγκαλιά της. Η Ελίζαμπεθ στην αρχή αποτραβήχθηκε σοκαρισμένη, μετά όμως αφέθηκε.
-Πάντα ήξερα πως είσαι υπέροχος άνθρωπος και πάντα με έβγαζες σωστή. Κάνε αυτό που πρέπει κορίτσι μου. Εγώ θα είμαι εδώ και θα σε υποστηρίζω. Της είπε. Η Ελίζαμπεθ ένιωσε τα μάτια της υγρά. Τόση στήριξη είχε πάρει από την ομάδα της τόσα χρόνια, που δεν ήξερε καν πως να τους το ξεπληρώσει.
Η γυναίκα την άφησε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Είχε πάρει πλέον τις απαντήσεις που χρειαζόταν. Πριν ανοίξει όμως την πόρτα, ένα μικρό γέλιο ανακούφισης βγήκε από τα χείλη της.
-Α και, Ελίζαμπεθ; Της είπε. Η Ελίζαμπεθ γύρισε και την κοίταξε με βουρκωμένα ματιά. Αυτήν της χαμογέλασε.
-Ίσως πρέπει να ελέγξεις τον οδηγό. Της είπε και, χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε, αφήνοντας την μόνη με τις σκέψεις της.
Ώρες αργότερα
Μπήκε μέσα στο γραφείο του τρομερά αναστατωμένος. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έρθει, αλλά δεν ήξερε που άλλου να παει. Έπρεπε να απομακρυνθεί από όλους και να ηρεμήσει, γιατί ήταν έτοιμος να κάνει φόνο. Και για να μην την πληρώσει κάποιος αθώος φρουρός, αποφάσισε να απομονωθεί.
Έκατσε στην καρέκλα του και πέρασε τις παλάμες του από το πρόσωπό του. Τα χέρια και τα πόδια του έτρεμαν ανεξέλεγκτα από τα νευρα.
Ο πανικός που ξέσπασε στο σπίτι ήταν περα απο κάθε φαντασία. Με το που έμαθε πως η μάνα του κάλεσε αυτήν την γυναίκα μέσα στο ίδιο τους το σπίτι τα χασε. Ότι γυάλινο βρέθηκε μπροστά του εκείνη την στιγμή βρέθηκε στο πάτωμα, έγινε χίλια κομμάτια.
Ο πατέρας του προσπάθησε να τον ηρεμήσει, μάταια όμως. Το βλέμμα στα μάτια της μάνας του ήταν ίδιο με αυτό που είχε 4 χρόνια πριν. Καμιά μετάνοια.
Δεν ήταν ηλίθιος. Ήξερε πολύ καλά γιατί έφερε την Ίζαμπελ μέσα στα πόδια τους. Μετά από όσα έχει κάνει, ακόμα προσπαθεί να βρει άλλους για να ρίξει τις ευθύνες.
Ήταν η πρώτη φορά που τάχθηκε με την πλευρά της Ήβης. Και πραγματικά ότι και να έκανε όταν μάθαινε για την παρουσία της Ίζαμπελ στην μανα του, δεν πρόκειται να την σταματούσε.
Αυτά βρισκόταν μέσα στο μυαλό του όταν η πόρτα άνοιξε και η Ελίζαμπεθ μπήκε μέσα τρέχοντας σχεδόν. Τα μάτια του άνοιξαν διαπλατα.
-Τι στο διάλο κανεις;Φώναξε σχεδόν ο Αλεξ. Η Ελίζαμπεθ σάστισε.
-Εχω νέα. Του είπε κλείνοντας την πόρτα. Ο Αλεξ αναστέναξε.
-Πες τα γρήγορα και φύγε. Δεν έχω διάθεση να ασχοληθώ μαζί σου σήμερα. Της είπε. Η Ελίζαμπεθ θύμωσε.
-Να σου πω. Παίζω την δουλειά μου κορώνα γράμματα για να βγάλω από την φυλακή τον αδερφό σου. Το μόνο που ζητάω είναι σεβασμός. Αλλά βλέπω πως δεν μπορείς να τον δώσεις. Του είπε και πήγε να φύγει. Ο Αλεξ όμως με μια κίνηση σηκώθηκε από την καρέκλα του, την έπιασε από τους ώμους και την γύρισε προς το μέρος του.
-Με συγχωρείς. Απλά σήμερα η μέρα δεν ξεκίνησε καλά. Κάθισε σε παρακαλώ. Της είπε κοιτώντας την στα μάτια. Η Ελίζαμπεθ σάστισε.
Για μια στιγμή έμειναν έτσι, να κοιτάνε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Ώσπου το βλέμμα του Αλεξ έπεσε στα χείλη της και τότε κατάλαβε πως έπρεπε να κανει πίσω. Έριξε το κεφάλι της στο πάτωμα, έφυγε από το κράτημα του και κάθισε στην καρέκλα. Ο Αλεξ αναστέναξε και πήρε θέση απέναντι της.
-Εχω βρει κάτι που μπορεί να μας βοηθήσει. Του είπε και αυτός της έγνεψε να συνεχίσει.
-Λίγο πριν φύγει για το ταξίδι του, ο Λι Ζιάν απέλυσε τον σοφέρ του για αγνώστους λόγους. Προσέλαβε έτσι έναν άλλο, όμως λόγο της βιασύνης υποθέτω, δεν τον έλεγξε όσο έπρεπε. Έτρεξα έναν έλεγχο, όμως το όνομα του δεν υπάρχει σε καμία βάση δεδομένων. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Εξήγησε και αμέσως έβγαλε από την τσάντα της μια φωτογραφία.
-Αυτή τραβήχτηκε έξω από το χώρο της δεξίωσης στο Λονδίνο. Είναι η μόνη φωτογραφία που φαίνεται το πρόσωπο του. Είπε όμως ο Αλεξ δεν την άκουγε πλεον. Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα.
Και το μόνο που έβλεπαν ήταν το πρόσωπο στην φωτογραφία.
ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ.
ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ.
Kisses ❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top