Κεφάλαιο 13

Η Μαίρη βάδιζε ανελλιπώς πέρα δώθε στο δωμάτιο της. Δεν μπορούσε να πιστέψει πλέον την κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί. Ο γιός της ήταν στη φυλακή. Ο άνδρας της δεν την άκουγε σε τίποτα. Πλέον ο λόγος της δεν είχε καμία αξία.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτα, είχε και την κόρη της Νικόλ στα πόδια της. Εδώ και πέντε χρόνια, δεν μπορούσε να το χωνέψει. Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα πως ο γιός της επέλεξε αυτήν. Πως άφησε την οικογένεια του, την θέση του και το μερίδιο του μόνο και μόνο για να είναι μαζί της.

Και αυτό την έκανε να τις μισεί ακόμη περισσότερο. Η μία της πήρε τον άντρα της. Και μάλιστα ο Ντέιβιντ ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της, που ακόμη και σήμερα, 22 χρόνια μετά τον θάνατο της, δεν την έχει ξεχάσει. Και μετά απ όλα αυτά, έρχεται η κόρη της για να της πάρει τον γιο της.

Και αυτό δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Μπορεί η Εβελιν να κέρδισε την μάχη, ο πόλεμος όμως τώρα άρχιζε από μέρους της. Την τελευταία της λέξη, δεν την είχε πει ακόμη.

Η μανία της να διαλύσει αυτήν την σχέση ήταν ανεξέλεγκτη. Τόση που την ένοιαζε περισσότερο αυτό, παρα η αποφυλάκιση του γιου της. Τι θα μπορούσε όμως να κάνει; Ότι και να έλεγε, ο Λουκ πλέον δεν την άκουγε. Είχε χάσει την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο της. Και αυτό πάλι το προσέδιδε στην Εβελιν. Ήταν σίγουρη πως στο διάστημα που έμεναν μαζί, του έβαλε λόγια ώστε να την απομακρύνει από κοντά του.

Η τρέλα της έφτανε στην παραφροσύνη. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το παρελθόν. Πως όμως θα μπορούσε, όταν αυτό το παρελθόν έγινε το μέλλον της; Όταν αυτό το παρελθόν της στέρησε την οικογένεια της; Και μπορεί η Νικόλ να ήταν πλέον νεκρή και να μην μπόρεσε να την κάνει να πληρώσει, όλα όμως όσα της χρωστούσε θα τα πλήρωνε η κόρη της.

Και τότε, μια ιδέα ξεπρόβαλλε στο μυαλό της. Ήταν μια παράτολμη, αμφιλεγόμενη, υπέροχη ιδέα. Με ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη, το οποίο έμοιαζε απ άκρη σ άκρη αρρωστημένο, πήρε το τηλέφωνο της και άρχισε να ψάχνει στις επαφές της. Ήταν σίγουρη πως είχε κρατήσει το νούμερο. Και είχε δίκιο.

Με μια ανάσα ανακούφισης πάτησε γρήγορα την κλήση. Ο παραλήπτης απάντησε σχεδόν αμέσως. Άλλο ένα χαμόγελο ξεπρόβαλλε στο πρόσωπο της, αυτήν τη φορά ικανοποίησης.

Για να δούμε πόσο δυνατή είναι αυτήν η αγάπη σου.

Στο μεταξύ

Αφού έριξε έναν καυγά με τον Αλεξ, για κάτι ασήμαντο που ούτε καν θυμόταν πλέον, τον άφησε έξω από την εξώπορτα του και οδήγησε για το σπίτι της. Η ώρα είχε περάσει για τα καλά και ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Μέσα στην ταλαιπωρία της, ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε πως θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον Ντέρεκ, μέχρι που τον είδε να κάθεται στον καναπέ του σαλονιού.

Η ανάσα της κόπηκε κατευθείαν. Θυμήθηκε όλα όσα συνέβησαν το προηγούμενο βράδυ και απλά κοκαλωσε. Έμεινε στάσιμη στην πόρτα να τον κοίτα ενώ τελείωνε το τσιγάρο του και έστριβε την γόπα στο γυάλινο τασάκι που είχε ακούμπησει στο χέρι της πολυθρόνας. Λέξη δεν τόλμησε να βγάλει καθώς παρατηρούσε μια μια τις κινήσεις του. Με το αριστερό της χέρι, έπιασε τα κλειδιά της εξώπορτας που είχε βάλει προηγουμένως στην τσέπη της και τα κράτησε πίσω από την πλάτη της. Ήταν μια κίνηση απελπισίας, καθώς δεν ήξερε τι θα ακολουθούσε.

-Που ήσουνα; Την ρώτησε ευθέως, το ύφος του ήρεμο.

-Είχα πάει μια βόλτα. Ήθελα λίγο καθαρό αέρα. Του είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει το τρέμουλο της φωνής της. Αυτός κούνησε το κεφάλι του.

-Σε περίμενα ξέρεις. Είπε και σηκώθηκε. Η Ελίζαμπεθ τρόμαξε. Έκανε ένα μικρό βήμα πίσω και κράτησε πιο σφηχτα τα κλειδιά στο χέρι της.

-Με φοβάσαι; Ρώτησε ο Ντέρεκ σηκώνοντας το φρύδι του. Η Ελίζαμπεθ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι γρήγορα, μα ούτε η ίδια δεν πίστεψε την απάντηση της. Ο Ντέρεκ αναστέναξε.

-Ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη για χθες. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Η πίεση και το άγχος με κατέλαβαν. Ότι και να μου πεις έχεις δίκιο και το αξίζω. Είπε και πλησίασε προς το μέρος της. Έπιασε το δεξί της χέρι μέσα στις παλάμες του και το έφερε κοντά στα χείλη του, αφήνοντας του ένα απαλό φιλί.

-Ξέρω πως είμαι ένας ηλιθιος, πως ότι και να μου πεις το αξίζω, όμως δεν αντέχω να σε βλέπω να με κοιτάς έτσι. Δεν αντέχω να βλέπω τον τρόμο στα μάτια σου και να ξέρω πως εγώ φταίω για αυτό. Για αυτό πες μου τι πρέπει να κάνω και θα το κάνω. Πες μου τι πρέπει να πω για να με συγχωρέσεις. Είπε και έπεσε στα γόνατα μπροστά της. Η Ελίζαμπεθ δεν ήξερε πλέον τι να πει. Δεν περίμενε κάτι τέτοιο.

Αναμνήσεις από την χθεσινή νύχτα κατέκλυσαν πάλι το μυαλό της. Θυμήθηκε το σκοτάδι στα μάτια του όταν την πονούσε. Το δηλητήριο που έσταξε από τα χείλη του. Θυμόταν αυτά τα χέρια που με τόση ευκολία έπεσαν πάνω στο πρόσωπο της. Αυτός ο άνδρας όμως δεν είχε καμία σχέση με τον άνδρα που έβλεπε αυτή την στιγμή μπροστά στα μάτια της.

Αυτός είναι ο άνδρας που γνώρισε. Που αγάπησε. Που παντρεύτηκε. Ο άνδρας που υποσχέθηκε να την προσέχει πάντα. Που της στάθηκε και την στήριξε σε όσα προβλήματα της έφερε η ζωή. Η αγάπη της ζωής της.

Αμέσως άφησε τα κλειδιά να πέσουν από τα χέρια της και γονάτισε και αυτή. Είδε τα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του και με μιας τα σκούπισε. Λέξη δεν μπορούσε να βγει από το στόμα της, το θέαμα ομως αυτό της έσπασε την καρδιά.

-Συγνώμη. Χίλια συγνώμη. Δεν θα ξαναγίνει στο υπόσχομαι. Δεν θα τολμήσω να σηκώσω χέρι πάνω σου. Ορκίζομαι σε ότι πιο πολύτιμο έχω. Είπε και αμέσως την φίλησε. Τύλιξε τα χέρια του γύρω της με τρυφερότητα. Αυτό το φιλί ήταν σαν αυτό που είχαν μοιραστεί σε ένα ραντεβού που είχαν πάει οι δύο τους. Το πρώτο τους φιλί.

Όμως η Ελίζαμπεθ δεν ένιωσε το πάθος. Δεν ένιωσε την σπιρτάδα και την έλξη που ένιωθε κάποτε. Δεν ένιωσε τις πεταλούδες στο στομάχι της. Ήταν ένα φιλί σαν όλα τα άλλα. Ένα φιλί σαν αυτά που αντάλλαζαν μεταξύ τους καθημερινά. Ένα φιλί συνηθισμένο.

Όταν τελείωσε, την έσφιξε στην αγκαλιά του. Πάλι όμως δεν ένιωσε τίποτα. Τι συμβαίνει; σκέφτηκε. Μάλλον είμαι πολύ κουρασμένη. Ναι αυτό θα είναι. Είπε και έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας άλλη μια φορά να νιώσει το συναίσθημα που ένιωθε κάθε φορά που την έκλεινε στην αγκαλιά του.

Όμως δεν μπόρεσε. Γιατί δεν υπήρχε πλέον.

ΑΥΤΌ ΉΤΑΝ ΤΟ ΚΕΦΆΛΑΙΟ.
ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΆΡΕΣΕ.

KISSES ❤️


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top