Κεφάλαιο 12
ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΚΟΛΟΥΘΟΎΝ ΣΚΗΝΕΣ ΒΙΑΣ.
Την ίδια στιγμή
Λονδίνο
-ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΏ. ΔΕΝ ΞΈΡΩ ΤΊΠΟΤΑ. ΆΣΕ ΜΕ ΝΑ ΦΎΓΩ. Φώναξε προσπαθώντας για άλλη μια φορά να ελευθερωθεί από τις αλυσίδες που τον κρατούσαν καθηλωμένο σε εκείνη την καρέκλα, όμως ήταν μάταιο.
-Θα φύγεις μόλις θελήσω εγώ. Και ακόμη δεν θέλω. Είπε η Ηβη με σοβαρότητα. Καθόταν ακριβώς απέναντι του και κοιτούσε τα βασανιστήρια που του κάνανε.
-Τώρα.. Απάντησε στην ερώτηση μου. Του είπε χωρίς κανένα μορφασμό στο πρόσωπο της.
-Σου είπα πως δεν ξέρω με ποιον έφυγε ο Ζιαν. Σερβιτόρος ήμουν, δεν παρατηρούσα τους καλεσμένους. Φώναξε ξανά ο άνδρας με λυγμούς. Η Ήβη χαμογέλασε.
-Δεν ήταν αυτό που ήθελα να ακούσω. Είπε και με ένα νεύμα, έδωσε σήμα σε έναν από τους άνδρες του Νίκο που στεκόταν από πίσω του. Αυτός πάτησε το κουμπί που βρισκόταν στα αριστερά του και αμέσως, το σώμα του δεμένου άνδρα άρχισε να πάλλεται από τον ηλεκτρισμό που το διαπέρασε. Η δύναμη του ήταν τόσο όσο, ώστε να προκαλεί τον μέγιστο πόνο, όμως να μην είναι θανατηφόρο.
Όσο ο άνδρας ούρλιαζε δεμένος στην καρέκλα με το ρεύμα να διαπερνά κάθε κύτταρο του κορμιού του, η Ηβη καθόταν ψύχραιμη και τον κοιτούσε. Είχε διδαχτεί από μικρή αυτά τα βασανιστήρια, ήξερε τον πόνο που προκαλούσαν στο ανθρώπινο κορμί. Ο Μάρκους είχε φροντίσει καλά για αυτό.
Το μυαλό της έτρεξε ξανά σε εκείνα τα χρόνια. Τότε που ήταν αδύναμη. Τότε που αυτήν καθόταν σε εκείνη την καρέκλα. Ο Μάρκους συνήθιζε να λέει πως το ανθρώπινο σώμα, που αποτελείται από σάρκα και οστά, γεννιέται αδύναμο, επιρρεπή στον πόνο. Όμως μπορούσε να τον συνηθίσει, να τον αφομοιώσει, να τον ξεπεράσει. Ο πόνος, έλεγε, είναι απλά ένα ερέθισμα του εγκεφάλου. Άμα φτάσει λοιπόν στο μέγιστο βαθμό, αυτό το ερέθισμα θα χαθεί, το μυαλό θα δυναμώσει και θα ξεπεράσει αυτήν την βιολογική αδυναμία.
Η Ηβη κούνησε αμέσως το κεφάλι της και προσπάθησε να κάνει πέρα αυτές τις σκέψεις. Κοίταξε ξανά τον άνδρα, του οποίου το σώμα προσπαθούσε να ηρεμήσει στην καρέκλα και ικέτευε να τον αφήσουν επιτέλους να φύγει. Για μια στιγμή, το παιδικό της πρόσωπο ξεπρόβαλε στο μυαλό της. Έτσι ικέτευε και εκείνη, έτσι παρακαλούσε. Ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησε. Σταμάτησε να πολεμάει, να παρακαλεί, να φωνάζει. Γιατί όσο το έκανε, στο βλέμμα του έβλεπε μόνο διασκέδαση. Και, όσο περνούσε από το χέρι της, φρόντιζε πάντα να του την αφαιρέσει.
Ξαφνικά ένιωσε το στομάχι της να δένεται κόμπο. Αμέσως έτρεξε έξω από το δωμάτιο και μπήκε στην πιο κοντινή τουαλέτα που μπορούσε να βρει στο χώρο. Το εσωτερικό του στομάχου της αμέσως βρέθηκε μέσα στη λεκάνη. Και εφόσον δεν είχε φάει κανονικό γεύμα εδώ και μέρες, το θέαμα δεν ήταν όμορφο.
-Ηβη, είσαι καλά; Άκουσε τον Μπράιαν να φωνάζει χτυπώντας την πόρτα.
Και άλλες αναμνήσεις την κατέκλυσαν. Θυμήθηκε την διαμονή της σε εκείνο το σπίτι. Όταν έκλαιγε κρυφά σε μια γωνιά του μπάνιου προσπαθώντας να γδάρει την σάρκα της. Κάθε μέρα, ο Μπράιαν βρισκόταν απ έξω. Και ας μην ήξερε τι συνέβαινε μέσα σε εκείνο το μπάνιο. Ήταν εκεί και αυτό σήμαινε τα πάντα για εκείνη.
-Είμαι καλά. Μάλλον θα ήταν κάτι που έφαγα. Είπε αφού άνοιξε την πόρτα και τον προσπέρασε. Ο Μπράιαν την ακολούθησε στο διάδρομο.
-Τώρα με κοροϊδεύεις έτσι; Δεν έχεις φάει τίποτα από το πρωί που έφτασες και είναι βράδυ. Λοιπόν τελείωσε, δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω έτσι. Θα πάμε τώρα να φας κάτι. Είπε και αμέσως διέταξε έναν από τους άνδρες που βρισκόταν στον διάδρομο να ενημερώσουν τον οδηγό. Η Ηβη αναστέναξε.
-Δεν μπορώ να φύγω ακόμη, Μπράιαν. Πρέπει να τελειώσω τις ανακρίσεις και το ξέρεις. Δεν έχουμε χρόνο να χάσουμε. Είπε και πήγε να τον προσπεράσει, όμως ο Μπράιαν την έπιασε από το μπράτσο και την γύρισε προς το μέρος του.
-Αυτός ήταν ο τελευταίος. Της είπε σοβαρά. Τα μάτια της Ηβης άνοιξαν διάπλατα.
-ΤΙ;;; ΚΑΙ ΔΕΝ ΈΧΟΥΜΕ ΜΆΘΕΙ ΑΚΌΜΗ ΤΊΠΟΤΑ;; Φώναξε τραβώντας το χέρι της από το κράτημα του.
-Ηβη, δεν έγινε...
-Μα φυσικά, όλο ήταν λάθος από την αρχή. Μια τόσο καλοστημένη δουλειά αποκλείεται να έγινε με τη βοήθεια κάποιου από το προσωπικό. Χρειάζεται κάποιος ανώτερος κάποιος που να έχει πρόσβαση... Είπε όμως δεν πρόλαβε να τελειώσει. Τα μάτια της έλαμψαν και ένα μικρό χαμόγελο πήγε να ξεπροβάλλει από τα χείλη της. Ο Μπράιαν παραξενεύτηκε.
-Οι κάμερες ασφαλείας. Αναφώνησε η Ηβη κοιτώντας τον στα μάτια.
-Όλα έχουν ελεγχθεί. Οι κάμερες δεν κατέγραψαν τίποτα.
-Όχι οι κάμερες της δεξίωσης. Οι κάμερες στο λιμάνι, εκεί που βρέθηκε το πτώμα. Τον διόρθωσε αμέσως η Ηβη.
Ένα χαμόγελο στόλισε τώρα και το δικό του πρόσωπο και αμέσως σήκωσε το τηλέφωνο του ώστε να κινήσει τις απαραίτητες διαδικασίες.
Νέα Υόρκη
Έπαυλη των Σαλβατόρ
-Ως εδώ Ντέιβιντ. Το παιδί μας είναι στη φυλακή. Και εσύ δεν κάνεις τίποτα για αυτό. Φώναξε ξανά η Μαίρη προκαλώντας του πονοκέφαλο. Δεν του έφταναν όλα του τα προβλήματα, έπρεπε να έχει και αυτήν πάνω στο κεφάλι του. Έριξε ένα βλέμμα στον Γκάμπριελ, ζητώντας την βοήθεια του σιωπηλά, όμως εκείνος σήκωσε τους ώμους του σαν να παραδίδεται. Δεν σκόπευε να μαλώσει με την Μαίρη. Ο Ντέιβιντ αναστέναξε.
-Μαίρη σε παρακαλώ, πήγαινε στο δωμάτιο σου. Κάνω ότι μπορώ. Της είπε σιγανά πιάνοντας το κεφάλι του.
-Δεν είναι αρκετό όμως αυτό. Πρέπει να βρεις μια λύση. Πρέπει να βγάλεις το παιδί μου από εκεί μέσα. Δεν μπορούμε να βασιστούμε σε αυτό το φίδι. Αυτήν φταίει που ήμαστε σε αυτή την κατάσταση. Φώναξε ξανά η Μαίρη, πηγαίνοντας πέρα δώθε μέσα στο γραφείο.
-Αρκετά. Μαίρη, την βόλτα σου. Δεν θα μου μάθεις να κάνω την δουλειά μου. Της απάντησε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του. Η Μαίρη έδειξε προσβεβλημενη. Έριξε ένα βλέμμα στον Γκάμπριελ και αφού κατάλαβε ότι ούτε από αυτόν θα λάμβανε υποστήριξη, άνοιξε την πόρτα έφυγε. Πριν προλάβουν οι δύο άνδρες να ανταλλάξουν κουβέντα, το τηλέφωνο του Ντέιβιντ χτύπησε.
-Παρακαλώ; Είπε. Μετά από ολιγόλεπτη σιγή, μίλησε ξανά.
-Πολύ ωραία, κράτα με ενήμερο για της κινήσεις του Στιούαρτ. Και πες στον άλλον να έχει τα μάτια του κολλημένα πάνω στην Άνταμς. Θέλω να ξέρω για της κινήσεις τους ανά πάσα ώρα και στιγμή. Είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
-Στιούαρτ; Τι δουλειά έχει αυτός; Ρώτησε ο Γκάμπριελ.
-Δεν έχω βρει κάποιο στοιχείο ακόμη, όμως ο μαλακας προσπαθεί εδώ και χρόνια να μας ρίξει. Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν αυτός είναι πίσω απ όλα. Εξήγησε ο Ντέιβιντ.
-Η CIA δεν χρησιμοποιεί τέτοιες μεθόδους.
-Καλύτερα να είμαστε προσεκτικοί, Γκάμπριελ. Έχουμε πολλούς εχθρούς, κάποιος από αυτούς πρέπει να ευθύνεται για αυτό που έγινε.
-Πιστεύεις πως το έκανε η...ξερεις; Ρώτησε ο Γκάμπριελ κομπιάζοντας.
-Ούτε το όνομα της δεν μπορείς να πεις; Αντιγύρισε ο Ντέιβιντ ακουμπώντας με την πλάτη στην καρέκλα του.
-Απάντησε μου.
-Όχι δεν το πιστεύω. Δεν θα έβαζε ποτέ τον γιο μου σε κίνδυνο και το ξέρω. Άσε τις υστερίες της Μαίρης. Αλλά η μικρή είναι πανέξυπνη. Αν έχει βρει κάτι, θέλω να το γνωρίζω γιατί είμαι σίγουρος πως αυτή θα μας αφήσει στα σκοτάδια. Και επίσης, δεν μου αρέσει καθόλου που ο Ρόσι είναι μαζί της. Ότι και να έγινε, οι οικογένειες μας είναι εχθροί εδώ και χρόνια και αυτό δεν αλλάζει. Εξήγησε ο Ντέιβιντ.
Ο Γκάμπριελ αρκέστηκε σε ένα νεύμα. Δεν του ήταν εύκολο να μιλάει για αυτήν την κοπέλα. Οι σχέσεις, ακόμα και μετά από 5 χρόνια, παρέμεναν τεταμένες και δεν πίστευε πως αυτό θα άλλαζε ποτέ. Πέρα όμως από την στάση της οικογένειας του, ο ίδιος δεν ήξερε τι ένιωθε για αυτήν την κατάσταση. Από την μία ένιωθε τύψεις και ενοχές που υπέβαλε την οικογένεια και τον αδερφικό του φίλο σε μια τέτοια δοκιμασία όμως από την άλλη, κάθε φορά που έβλεπε την Ηβη δεν μπορούσε παρά να αισθανθεί περιφάνεια. Στο κάτω κάτω ήταν παιδί του.
Και κάνοντας αυτές τις σκέψεις, οι δύο άνδρες παρέμειναν στην σιωπή. Έτσι και αλλιώς, σε αυτή κατέφευγαν καθε φορά για να βρουν παρηγοριά.
ΑΥΤΌ ΉΤΑΝ ΤΟ ΚΕΦΆΛΑΙΟ.
ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΆΡΕΣΕ.
KISSES ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top