Κεφάλαιο 10

Το βράδυ είχε πέσει για τα καλά. Σκοτάδι είχε απλωθεί σε όλη την πόλη. Ένα σκοτάδι που διέλυαν τα φώτα του δρόμου και των καταστημάτων. Στο σημείο που βρισκόταν όμως αυτή τη στιγμή, το σκοτάδι αυτό κυριαρχούσε. Ίσως για αυτό δεν την αντιλήφθηκαν ακόμη οι φρουροί της πύλης.

Βρισκόταν στο αυτοκίνητο της για αρκετή ώρα. Σκεφτόταν ξανά και ξανά τι πήγαινε να κάνει. Αν αποφάσιζε να βγει από το αυτοκίνητο, αυτό ήταν και το τέλος. Θα πρόδιδε τους πάντες και τα πάντα. Τον λόγο που μπήκε στην ομάδα, τον γάμο της, τον πατέρα της. Αν όμως δεν έκανε αυτό το βήμα, θα πρόδιδε τον ίδιο της τον εαυτό.

Την απόφαση της, την είχε πάρει προ πολλού. Αυτό που έπρεπε να κάνει τώρα είναι να την αποδεχτεί. Να αποδεχτεί πως θα έπρεπε να ρίξει λάσπη στον ίδιο της τον πατέρα, για να βγάλει από την φυλακή τον γιο του Ντέιβιντ Σαλβατόρ. Να αποδεχτεί πως θα συνεργαστεί με τον πιο επικίνδυνο άνδρα της Αμερικής. Έναν άνδρα που θα έπρεπε αυτή η ίδια να βάλει μέσα στην φυλακή, έναν δολοφόνο. Και τέλος, έπρεπε να αποδεχτεί πως όταν όλα τελειώσουν, θα χάσει την δουλειά που τόσο πάσχισε για να κρατήσει.

Ακούμπησε το κεφάλι της στο πίσω μέρος του καθίσματος και έκλεισε τα μάτια της. Ίσως τελικά δεν ήταν καλή ιδέα. Ίσως έπρεπε να φύγει και να τα ξεχάσει όλα. Ίσως του άξιζε να καταδικαστεί, ακόμα και για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. Αυτά σκεφτόταν όταν άνοιξε τα μάτια της.

Μία ματιά όμως. Αυτό ήταν ότι χρειαζόταν. Μια ματιά έριξε στον εαυτό της μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου και τότε το συνειδητοποίησε. Ακούμπησε με το χέρι της το αριστερό της μάγουλο. Ο πόνος ήταν ακόμη εκεί και ας ήταν καλυμμένο με τρεις στρώσεις μεικ-απ. Κοίταξε ξανά στον καθρέφτη, αυτή τη φορά βαθιά μέσα στα μάτια της.

Όταν ξεκίνησε την δουλειά της, ήθελε να κάνει το καλό. Ήθελε τόσα να προσφαίρει, είχε κάνει τόσα όνειρα . Όνειρα τα οποία πέθαναν πριν καλά καλά γεννηθούν. Όνειρα που καταπνίγηκαν από τους ανθρώπους που είχαν υποσχεθεί να την αγαπάνε απεριόριστα. Αυτά τα μάτια που κάποτε έλαμπαν από ζωή, ήταν πλέον νεκρά. Δεν είχαν καμία λάμψη μέσα τους.

Και τότε κατάλαβε. Κατάλαβε πως δεν είχαν καμία σημασία οι συνέπειες. Έπρεπε να αποδώσει δικαιοσύνη. Γιατί δεν μπορείς να χάσεις τίποτα αν δεν το έχεις πραγματικά. Μόνο τον εαυτό σου. Και αυτήν θα έβαζε για πρώτη φορά σε προτεραιότητα τον δικό της.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και πλησίασε την έπαυλη. Βλέποντας την οι φρουροί, τράβηξαν αμέσως τα όπλα τους και αυτή ύψωσε στον αέρα τα χέρια της για να δείξει πως δεν αποτελεί απειλή.

-Ποια είσαι και τι κάνεις εδώ; Φώναξε ένας από τους φρουρούς.

-Ονομάζομαι Ελίζαμπεθ Χιλς και είμαι εδώ για να μιλήσω με τον Αλεξάντερ Σαλβατόρ. Είπε προχωρώντας προς το μέρος τους. Ο φρουρός την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και ύστερα μίλησε στο ακουστικό που φορούσε.

-Λυπάμαι, αλλά ο κύριος Σαλβατόρ είναι απασχολημένος. Δρόμο τώρα. Της είπε ο φρουρός μετά από λίγη ώρα. Ώστε απασχολημένος ε;

-Μάλιστα. Εφόσον λοιπόν δεν μπορεί να με δει, δεν θα σας πείραζε να με ακολουθήσετε όλοι μαζί στο τμήμα, καθως είμαι σίγουρη πως κανένα από τα όπλα που κρατάτε δεν είναι κατοχυρωμένο. Δεν ήρθα μέχρι εδώ για το τίποτα. Είπε η Ελίζαμπεθ, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της. Ο φρουρός την κοίταξε εξεταστικά και μίλησε ξανά στο ακουστικό του.

-Αστυνομικός είσαι; Ρώτησε.

-Ντετέκτιβ. Απάντησε η Ελίζαμπεθ.

-Μπορείτε να περάσετε. Είπε ο φρουρός δίνοντας σήμα να ανοίξουν την πόρτα. Ένα αχνό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της.

Ελίζαμπεθ - Σαλβατόρ : 1-0, σκέφτηκε καθώς κατευθυνόταν προς την κεντρική πόρτα. Ενώ περπατούσε, δεν γινόταν να μην παρατηρήσει τα βλέμματα που της έριχναν οι άνδρες της ασφάλειας. Την κοιτούσαν λες και είναι αυτή ο δολοφόνος, λες και είναι αυτή η ενοχή.

Δεν έδωσε όμως πολύ σημασία αφού την κεντρική πόρτα άνοιξε μια γυναίκα που την καλωσόρισε με ένα χαμόγελο. Ήταν το μοναδικό άτομο που την κοίταξε ανθρώπινα από την ώρα που μπήκε και αυτό της έφτιαξε λίγο την διάθεση. Αμέσως την χαιρέτισε ανταποδίδοντας το χαμόγελο.

-Ακολουθήστε με στο σαλόνι. Ο κύριος Αλεξ θα κατέβει σε λίγο. Της είπε η γυναίκα, που με βάση τα ρούχα που φορούσε, κατάλαβε πως πιθανόν ανήκει στο προσωπικό. Καθώς περπατούσαν, η Ελίζαμπεθ δεν μπορούσε παρά να παρατηρήσει την διακόσμηση του σπιτιού. Παρόλο που είχε ξαναέρθει, δεν είχε δώσει καμία σημασία στο εσωτερικό του. Ήταν πανέμορφο.

Φτάνοντας στο σαλόνι, το οποίο βρισκόταν πίσω από την μεγάλη σκάλα που κοσμούσε την είσοδο, η γυναίκα την παρακάλεσε να περιμένει και εξαφανίστηκε από το δωμάτιο. Η Ελίζαμπεθ έμεινε να παρατηρεί με προσήλωση το χώρο γύρω της, ώσπου ένα ελαφρύ βήξιμο την έκανε να γυρίσει απότομα.

-Πως μπορώ να σε βοηθήσω ντετέκτιβ; Ρώτησε ο Αλεξ κάνοντας την να μείνει κόκαλο. Στεκόταν μπροστά της άνετος, με μόνο μία φόρμα να καλύπτει το κάτω μέρος του σώματος του. Η Ελίζαμπεθ τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω σοκαρισμένη.

-Έτσι υποδέχεσαι εσύ τους καλεσμένους σου; Τον ρώτησε με ένα ύφος αηδίας, το οποίο προσπάθησε πολύ να πετύχει, καθώς αυτό που έβλεπε μπροστά της μόνο αηδία δεν της προκαλούσε. Ο Αλεξ χαμογέλασε.

-Δεν θυμάμαι να κάλεσα κανέναν. Και εξάλλου, έχω δουλειά. Οπότε λεγε γρήγορα. Της είπε κοιτώντας την με νόημα. Η Ελίζαμπεθ κατάλαβε αμέσως για τι είδους δουλειά μιλούσε. Τον κοίταξε ξανά από πάνω μέχρι κάτω και αναθεώρησε. Όσο ωραίος και αν ήταν αυτός ο άνδρας, δεν του άξιζε ούτε ματιά της.

-Ε λοιπόν δεν τρώγεσαι. Ο αδερφός σου είναι στην φυλακή και εσύ είσαι εδώ και κάνεις ένας Θεός ξέρει τι. Εγώ φταίω που ήθελα να σε βοηθήσω. Είπε και προσπάθησε να τον προσπεράσει, όμως ο Αλεξ μπήκε μπροστά της, μπλοκάροντας της τον δρόμο. Βρέθηκαν πάλι πρόσωπο με πρόσωπο, μόνο που τώρα οι συνθήκες δεν ήταν και οι πιο κατάλληλες.

-Να με βοηθήσεις; Σε τι ακριβώς να με βοηθήσεις ντετέκτιβ; Ρώτησε ο Αλεξ με εκνευρισμό. Η Ελίζαμπεθ αναστέναξε. Η τώρα ή ποτέ σκέφτηκε.

-Έκανα λάθος. Ο αδερφός σου είναι αθώος. Και θέλω να σε βοηθήσω να το αποδείξουμε. Του απάντησε κοιτώντας τον στα μάτια. Έμειναν έτσι για κάποια δευτερόλεπτα, όμως στην Ελίζαμπεθ φάνηκαν αιώνες. Ξαφνικά όμως, ο Αλεξ άρχισε να γελά δυνατά. Σαν να μην υπάρχει αύριο.

-Μάλιστα μάλιστα. Ώστε ήρθες να μου προσφαίρεις απλόχερα την βοήθεια σου. Τι ευγενική. Σαν να μην ήσουν εσύ αυτή που τον έκλεισε μέσα εξαρχής. Της απάντησε όταν σταμάτησε να γελάει, δίνοντας έμφαση στην τελευταία του πρόταση. Η Ελίζαμπεθ χαμήλωσε το κεφάλι και έκανε δύο βήματα πίσω.

-Δεν το έκανα εγώ. Μόλις είδα το βίντεο της ανάκρισης κατάλαβα αμέσως πως είχαμε κάνει λάθος. Όμως... Η ομάδα μου δεν με άκουσε. Είπε λακωνικά, χωρίς να θέλει να αποκαλύψει τα χθεσινά γεγονότα. Ο Αλεξ την κοίταξε εξεταστικά.

-Τι είδες δηλαδή; Ρώτησε σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του.

-Η ομολογία ήταν βεβιασμένη. Υπονοήθηκε η πιθανή σύλληψη της Εβελιν Άνταμς, ενώ κάτι τέτοιο δεν υπήρχε σαν σενάριο. Απάντησε η Ελίζαμπεθ. Ο Αλεξ ένιωσε τον θυμό του να εκτοξεύεται στα ύψη. Είχε βέβαια της υποψίες του, αλλά η επιβεβαίωση πάντα σε πονάει περισσότερο.

-Θα τους διαλύσω. Είπε σε μια έξαρση θυμού.

-Ηρέμησε. Πρέπει να σκεφτούμε ψύχραιμα. Καταρχήν, δεν πρέπει να μάθει κανείς ότι συνεργαζόμαστε. Είναι λεπτή η θέση μου. Προσπάθησε να τον ηρεμήσει η Ελίζαμπεθ.

-Ωραία. Και τι προτείνεις να κάνουμε;

-Κάτι έχω στο νου μου. Απάντησε αυτή και ο Αλεξ την κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι του.

ΑΥΤΌ ΉΤΑΝ ΤΟ ΚΕΦΆΛΑΙΟ.
ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΆΡΕΣΕ.

KISSES ❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top