Κεφάλαιο 1
-ΔΕΝ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΈΡΕΙ ΤΙ ΘΑ ΚΆΝΕΙΣ, ΘΑ ΈΠΡΕΠΕ ΉΔΗ ΝΑ ΕΊΧΕΣ ΜΠΕΙ ΣΤΟ ΑΕΡΟΠΛΆΝΟ. Η Ήβη ούρλιαζε στο τηλέφωνο με τον Ντέιβιντ και την Μαίρη να κοιτούν αποσβολωμένοι το θέαμα. Ακόμη δεν είχαν συνέλθει από το σοκ.
-ΜΠΡΑΙΑΝ ΜΊΛΗΣΑ. ΩΣ ΤΟ ΒΡΆΔΥ ΝΑ ΕΊΣΑΙ ΕΔΏ. Φώναξε ξανά η Ήβη και έκλεισε το τηλέφωνο. Από την στιγμή που συνελήφθησαν οι δυο άντρες, ο Ντέιβιντ έστειλε αμέσως τους δικηγόρους του στο αστυνομικό τμήμα, ώστε να μάθουν περισσότερα για τις κατηγορίες εις βάρος τους. Οι δικηγόροι της Ήβης βρισκόταν στην Ρωσία για κάποιους δικαστικούς αγώνες και για αυτό το λόγο δεν μπορούσαν να επιστρέψουν, ακόμα και όταν η Ήβη το απαίτησε.
Όλοι φαινόταν να χάνουν τον έλεγχο. Δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Στο μυαλό τους όμως τριγυρνούσε το ίδιο πράγμα. Η Χιλς τους είχε πει πως πάνω στο πτώμα βρέθηκε ένα χρυσό μαχαίρι. Και αυτό μόνο ένα πράγμα σήμαινε. Η Ήβη ήξερε πως ήταν αδύνατον, ο Ντέιβιντ και η Μαίρη όμως είχαν τις αμφιβολίες τους.
-Εσύ τον σκότωσες, έτσι δεν είναι; Την ρώτησε η Μαίρη, το μίσος εμφανές στην φωνή της.
-Όχι βέβαια. Ο Knight πέθανε μαζί με τον Πέτροβιτς, 4 χρόνια πριν. Δεν είμαι πλέον αυτός. Απάντησε η Ήβη, αλλά ανάθεμα και αν την πίστευαν. Ήταν πλέον φανερό πως η Μαίρη θα την έβγαζε για όλα υπαίτια.
-Ψέματα. Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που εσύ και η μάνα σου μπήκατε σ' αυτή την οικογένεια. Από τότε ξεκίνησαν όλα τα δεινά. Ανέφερε η Μαίρη ξανά. Η Ήβη τα πήρε στο κρανίο. Της είχε ξεκαθαρίσει πως δεν θα ανεχόταν προσβολές για την γυναίκα που την γέννησε. Διατήρησε όμως την ψυχραιμία της.
-Η μάνα μου μπήκε σ' αυτή την οικογένεια όταν ο Σαλβατόρ κυριαρχούσε σε όλο τον κόσμο. Εσύ από την άλλη... Της είπε και, γυρίζοντας τους την πλάτη, βγήκε από την πόρτα.
Στο αστυνομικό τμήμα
Με το που έφτασαν, αμέσως τους χώρισαν και τους πήγαν σε δυο διαφορετικά δωμάτια. Ήθελαν να τους ανακρίνουν ξεχωριστά, ώστε να προσπαθήσουν να βρουν στοιχεία που θα τους ενοχοποιούσαν.
Πριν όμως ξεκινήσουν τις ανακρίσεις, ο Ντέρεκ πρότεινε να τους αφήσουν να περιμένουν. Ήθελε να τους φτάσει στα όρια τους, παίζοντας με τον φόβο τους ώστε να μιλήσουν, όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως τα είχε υπολογίσει.
Ο Λουκ είχε πνίξει τους αστυνομικούς στις ερωτήσεις, για τις οποίες οι ίδιοι απαντήσεις δεν διέθεταν. Υπεύθυνη στην όλη έρευνα ήταν η ομάδα της Ιντερπόλ, η οποία δεν είχε πει σε κανένα το λόγο που οι Σαλβατόρ συνελήφθησαν. Έτσι, ο Λουκ έβρισκε πατήματα ώστε να τους μειώνει συνεχώς και να τους υπενθυμίζει, εμμέσως, πως είναι τα όργανα της Ιντερπόλ.
Σε αντίθεση με τον Λουκ, ο Αλεξ δεν μιλούσε καθόλου. Κάθονταν ψύχραιμος με σταυρωμένα τα χέρια, και κοιτούσε με μίσος τους αστυνομικούς που είχε μπροστά του. Μέσα στο δωμάτιο που βρισκόταν επικρατούσε τόση ησυχία, που θα μπορούσες άνετα να ακούσεις τις βαριές ανάσες των δυο αστυνομικών. Ήταν τρομοκρατημένοι.
-Είδες; Σου είπα πως δεν θα έχει αποτέλεσμα. Του είπε η Ελίζαμπεθ. Τον είχε προειδοποιήσει πως δεν υπάρχει πιθανότητα να τους κάνει να φοβηθούν με έναν τέτοιο τρόπο, όμως εκείνος επέμενε.
-Αντιθέτως. Εγώ βλέπω αποτελέσματα. Της είπε καθώς κοιτούσε με προσήλωση το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν ο Λουκ. Τα δωμάτια ήταν δίπλα δίπλα και έτσι μπορούσαν να τους παρατηρούν και τους δύο. Οι ίδιοι βέβαια δεν το ήξεραν.
Η Ελίζαμπεθ κοίταξε και τα δυο δωμάτια με την σειρά. Που ακριβώς βλέπει το αποτέλεσμα, σκέφτηκε. Όμως αποφάσισε να μην μιλήσει. Για να το λέει αυτός, κάτι θα ξέρει παραπάνω. Στην πραγματικότητα όμως, τίποτα δεν ήξερε. Η τεχνική του δεν είχε αποτέλεσμα, απλώς δεν ήθελε να παραδεχτεί πως είχε άδικο.
-Νομίζω πως ήρθε η ώρα να μπούμε μέσα. Πάρε εσύ τον Αλεξάντερ και εγώ θα ανακρίνω τον Λουκάς. Της είπε και αυτήν παραξενεύτηκε.
-Το αντίθετο δεν είχαμε πει; Τον ρώτησε.
-Ναι, όμως ο Λουκάς είναι πολύ έξυπνος. Δεν θα μπορέσεις να τον χειριστείς. Της είπε και, δίνοντας της ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, μπήκε στο δωμάτιο. Αυτήν έμεινε πίσω. Μια απογοήτευση την κυρίευσε. Όχι επειδή της το είπε, αλλά επειδή ήξερε πως είχε δίκιο. Με μια βαθιά ανάσα, πήρε το φάκελο της υπόθεσης που βρισκόταν μπροστά της και μπήκε στο δωμάτιο.
-Μπορείτε να βγείτε. Είπε στους δύο αστυνομικούς, οι οποίοι σε κλάσματα δευτερολέπτου είχαν εξαφανιστεί από το οπτικό τους πεδίο. Η Ελίζαμπεθ άφησε έναν αναστεναγμό, κάθισε στην θέση απέναντι του και άνοιξε τον φάκελο.
-Κύριε Σαλβατόρ, γιατί νομίζετε πως βρίσκεστε εδώ; Τον ρώτησε την πιο χαζή ερώτηση που μπορούσε να σκεφτεί. Ηταν ακόμη ταραγμένη. Ο Αλεξ την κοίταξε ερωτηματικά και μετά γέλασε.
-Αλήθεια τώρα; Την ρώτησε ειρωνικά, όμως αυτήν δεν έμοιαζε να διασκεδάζει καθόλου.
-Από την στιγμή που δεν ζητήσατε δικηγόρο, μπορώ να ρωτάω ότι θέλω.
-Είμαι σίγουρος πως αυτή την στιγμή βρίσκεται έξω από την πόρτα ένα ολόκληρο δικηγορικό γραφείο περιμένοντας άδεια για να εισβάλει. Για αυτό, αν θέλεις όντως κάτι να αποκομίσεις, καλύτερα να αρχίσεις με πιο ουσιαστικές ερωτήσεις. Της απάντησε.
-Δεν νομίζω πως σας έδωσα άδεια να μου μιλάτε στον ενικό.
-Εγώ νομίζω πως μου την έδωσες. 5 χρόνια πριν. Όταν πηγές να με σκοτώσεις.
Με αυτή του την φράση ο διάλογος που είχαν μεταξύ τους σταμάτησε. Η Ελίζαμπεθ τον κοιτούσε με μίσος ενώ ο Αλεξ είχε στα μάτια του μια ικανοποίηση. Πίστευε πως θα μπορούσε να ξεφύγει εύκολα, όμως αυτή δεν θα του το επέτρεπε. Ήταν ένοχος και έπρεπε να πληρώσει. Αμέσως άνοιξε τον φάκελο και έβγαλε τρεις φωτογραφίες, τις οποίες τοποθέτησε μπροστά του με σειρά. Ήταν από τον τόπο του εγκλήματος.
-Νομίζω πως δεν χρειάζονται συστάσεις. Τον κύριο τον ξέρεις ήδη. Είναι ο ίδιος τον οποίο, χθες το βράδυ, εν παρουσία πολλών μαρτύρων απείλησες πως θα σκοτώσεις. Τέσσερις ώρες μετά, και ενώ οι τρεις σας είχατε αποχωρήσει, βρέθηκε νεκρός. Του εξήγησε η Ελίζαμπεθ. Ο Αλεξ κοιτούσε εξεταστικά τις φωτογραφίες, μια προς μια.
-Εκείνη την ώρα ήμουν στο αεροπλάνο, με τον αδερφό μου και την Εβελιν Άνταμς. Οποιοδήποτε μέλος του πληρώματος μπορεί να το επιβεβαιώσει. Της απάντησε με αυτοπεποίθηση. Αυτήν χαμογέλασε.
-Αυτό μου είπε και εκείνη. Όμως η κατηγορία δεν είναι πως διαπράξατε εσείς τον φόνο. Κατηγορείστε πως δώσατε την εντολή. Είπε και εμφάνισε ακόμα μια φωτογραφία, στην οποία αποτυπωνόταν το όπλο του εγκλήματος. Ένα χρυσό μαχαίρι. Ο Αλεξ τα έχασε. Από όσα άκουσε σήμερα αυτό ήταν το πιο σοκαριστικό.
-Σου το είπα τότε, σου το λέω και τώρα. Δεν κυνηγάω την οικογένεια σου. Θέλω τον Knight. Του ανέφερε.
Και ενώ ο Αλεξ είχε μείνει άφωνος, στο άλλο δωμάτιο ο Ντέρεκ τα είχε βρει πολύ σκούρα με τον Λουκ. Ήταν αδύνατο να πάρει πληροφορίες. Κάθε ερώτηση που του έκανε, ο Λουκ απαντούσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αποκαλύψει τίποτα. Ήταν σαν να επαναλάμβανε ο, τι του έλεγε, σαν να έλεγε τα ίδια απλά με διαφορετικά λόγια. Δεν είχε μπορέσει καν να του πει για ποιο λόγο κατηγορείται. Ο Ντέρεκ ήταν έτοιμος να ουρλιάξει, όμως ο Λουκ καθόταν χαλαρός. Και πριν προλάβει ο Ντέρεκ να εκραγεί, ένας αστυνομικός μπήκε μέσα και του είπε πως τον ζητάει ο αρχηγός. Ο Ντέρεκ τον άφησε εκεί να προσέχει τον Λουκ και έτρεξε γρήγορα στο γραφείο του ανωτέρου του.
-Ζητήσατε να με δείτε; Ρώτησε αφού άνοιξε την πόρτα.
-Ναι παιδί μου. Κάθισε. Του είπε. Έμοιαζε ανήσυχος, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Ντέρεκ.
-Συμβαίνει κάτι;
-Πρέπει να τους ελευθερώσουμε. Του είπε σιγανά και ο Ντέρεκ γούρλωσε τα μάτια.
-ΤΙ; ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΌΓΟ; Φώναξε σχεδόν αφού τινάχτηκε από την καρέκλα του. Είχαν φτάσει τόσο κοντά, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Ο άνδρας χαμήλωσε το κεφάλι, έπιασε από μπροστά του μια φωτογραφία και την τοποθέτησε μπροστά στον Ντέρεκ.
-Αυτήν είναι ο λόγος. Του είπε και ο Ντέρεκ τον κοίταξε με απορία.
ΑΥΤΌ ΉΤΑΝ ΤΟ ΚΕΦΆΛΑΙΟ.
ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΆΡΕΣΕ.
KISSES ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top