Χαμένη Ελπίδα;

Έχω μαζευτεί σε μια γωνιά και έχω αγκαλιάσει την κοιλιά μου, με τα πόδια οκλαδόν, χωρίς να κάνω κάποια άλλη κίνηση. Δεν θέλω να προκαλέσω την οργή του. Γνωρίζω τι θα συμβεί, αν τολμήσω να το κάνω.

Έχει στηρίξει την πλάτη του στον απέναντι τοίχο και με παρατηρεί. Δεν έχει βγάλει λέξη από την στιγμή που μπήκε στο δωμάτιο. Τα μάτια του, για κάποιον λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω, μου απαγορεύουν αυστηρά να σπάσω την οπτική επαφή. Μη έχοντας άλλη επιλογή, πρέπει να υπακούσω.

Ώστε για αυτό δραπέτευσε; Για να μπορέσει να απαγάγει εμένα; Μα ποιόν κοροϊδεύω, φυσικά και για αυτό. Μου το είχε πει στην ουσία, όταν είχα πάει να τον επισκεφτώ στο Αλκατράζ πριν μερικούς μήνες. Μα αυτό που με τρομάζει περισσότερο, είναι η σκέψη πως θα προσπαθήσει να κάνει κακό στην αδερφή μου. Αν αγγίξει έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά της... Δεν θα έχω κανέναν ηθικό φραγμό να με κρατάει από το να τον σκοτώσω. Σε αντίθεση με εκείνον, εγώ θα έχω κάθε λόγο για να το κάνω.

Είμαι πολύ σίγουρη πως δεν τα έκανε όλα αυτά μόνους. Θα είχε βοήθεια από πολλά άτομα. Ένας Θεός ξέρει μόνο που έχει μπλέξει και έχει τόση δύναμη στα χέρια του αυτός ο άνθρωπος... Αν μπορεί να αποκαλείται έτσι, μετά από όσα έχει κάνει. Δεν είμαι υπέρ της τιμωρίας ή της θανατικής ποινής... Να δεν μπορώ να σκέφτομαι κάτι άλλο για εκείνον. Αν πρέπει να πεθάνει για να είμαστε εμείς ασφαλείς, τότε ας είναι έτσι.

"Παιδί μου, δεν θες να πάρεις μια αγκαλιά τον πατέρα σου;" αλήθεια με ρωτάει κάτι τέτοιο; Περιμένει να του δώσω απάντηση;

"Γιατί με απήγαγες; Τι ζητάς από εμένα;" ρωτάω πίσω, προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου.

"Κόρη μου, αυτό είναι κάτι που θα μάθεις πολύ σύντομα. Θέλω πρώτα όμως να μάθω εγώ τι κάνεις. Πως είναι το εγγονάκι μου;" με ξαναρωτάει και δεν μπορώ να συγκρατήσω το γέλιο μου, το οποίο είναι γεμάτο από ειρωνεία.

"Έχω κάθε δικαίωμα να μάθω την αλήθεια εδώ και τώρα! Απαιτώ μια απάντηση! Για μια φορά στην ζωή σου, μην είσαι τόσο μαλάκας!" φωνάζω με όλη μου την δύναμη, κάτι που τελικά αποδεικνύεται μεγάλο λάθος.

Σηκώνεται όρθιος και με γρήγορα βήματα φτάνει κοντά μου, αρπάζοντας με από τα μαλλιά. Φέρνει το πρόσωπο μου κοντά στο δικό του και βάζει αρκετή δύναμη, για να με πονέσει. Δεν πρέπει να λυγίσω... Γαμώτο, δεν πρέπει να το επιτρέψω αυτό να συμβεί.

"Μην τολμήσεις να μου φωνάξεις ξανά κωλόπαιδο, το κατάλαβες; Αν θες να τα πάμε καλά, θα κάτσεις ήσυχη. Σε λίγες ώρες, θα έχεις και παρέα, για να μην νιώθεις μόνη σου. Οπότε άσε την αχαριστία και κοίτα να είσαι πιο ευγνώμων στο μέλλον. Εντάξει;" ρωτάει σιγανά μέσα στο αυτί μου και γνέφω θετικά, κουνώντας το χέρι μου αδύναμα προς τα κάτω.

Κατεβαίνει προς τον λαιμό μου και αρχίζει να τον μυρίζει, κάνοντας με να ανατριχιάσω. Όλο το σώμα μου τρέμει και το μόνο που θέλω, είναι να τρέξω έξω από αυτό το μέρος και να πάω οπουδήποτε, αρκεί να βρεθώ μακριά μου αυτόν.

Πως μπορεί να μου φέρεται έτσι; Είμαι παιδί του. Έχω ακούσει για πολλές περιπτώσεις που ο πατέρας πληγώνει τα παιδιά και όσο κι αν το έχω αναλύσει μέσα στο κεφάλι μου, δεν μπορώ να το καταλάβω. Με ποιά λογική πράττει; Ο θετός που μπαμπάς, εκείνος που παντρεύτηκε αργότερα η μητέρα μου, δεν τόλμησε ποτέ να με αγγίξει, χωρίς την θέληση. Τα πρώτα χρόνια γνωριμίας μας, με ρωτούσε συνέχεια προτού με πάρει αγκαλιά. Μόνο όταν του έδειξα πως νιώθω άνετα κοντά του και πως τον αισθάνομαι σαν πατέρα μου, έκανε ελεύθερα κινήσεις. Αυτός εδώ ο άντρας... Δεν μπορεί να είναι ο πατέρας μου. Δεν τον αισθάνθηκα ποτέ έτσι.

Με πετάει στο κρεβάτι και χαϊδεύει τον γυμνό μου ώμο. Η έκφραση μου με αηδιάζει... Αυτή ανωμαλία, διαγραφόταν στο βλέμμα του, όταν με παρατηρούσε που ήμουν παιδί. Εννιά χρονών παιδί... Και αυτός με έβλεπε σαν γυναίκα που ήθελε να μπλεχτεί σε αυτά τα μονοπάτια. Αυτός ήταν και ο λόγος που η μάνα μου τον άφηνε να την βιάζει. Γιατί η ίδια δεν ήθελε να βιώσω κάτι τόσο άσχημο για μια γυναίκα, αλλά και για έναν άντρα.

"Θα έρθει η στιγμή που θα σου κάνω ότι δεν με άφησε κάποτε η κάργια η μάνα σου... Αυτή η γυναίκα μου κατέστρεψε κάποτε την ζωή. Όλα άρχισαν όταν γεννήθηκε εκείνο το βρωμόπαιδο το 89... Μακάρι να είχαμε μείνει στην Ιταλία και να μην γνωρίζαμε ποτέ την οικογένεια Ράινχαρτ!" φωνάζει και με πιάνει από τον λαιμό, κόβοντας μου αργά και σταδιακά τον αέρα.

Δεν... Δεν μπορώ να αναπνεύσω! Το αίμα παγώνει στις φλέβες μου και μπορεί από στιγμή σε στιγμή, να χάσω τις αισθήσεις μου! Ήδη... Ήδη ζαλίζομαι υπερβολικά...

Ξαφνικά με αφήνει και βήχω έντονα, προκειμένου οι ανάσες μου να επανέλθουν ξανά στο κανονικό τους. Αυτό ήταν... Δεν θα βγω ζωντανή από εδώ μέσα.

"Μακάρι να ήσουν εδώ Ραφαέλο... Για να δεις πόσο κακό της κάνω και να πονέσεις όπως και εγώ" λέει και βγαίνει έξω από το δωμάτιο, αφήνοντας με μόνη.

Ακουμπάω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και αυτό βυθίζεται πάνω του. Κλείνω τα μάτια μου και αφήνω τις σκέψεις μου να με ταξιδέψουν μακριά από εδώ. Από αυτό το μέρος, που έχει ήδη δείξει τις διαθέσεις του για εμένα. Θέλω... Θέλω να βρεθώ κάπου αλλού. Έξω από την πραγματικότητα που ζω. Να φτιάξω την δική μου, αστεία ιστορία, σε έναν άλλο τόπο, με τα άτομα που εγώ η ίδια θα διαλέξω.

Δεν θα υπάρχουν ψέματα. Δεν θα υπάρχουν μυστικά. Δεν θα έχω κάποιον γονιό που θα με καταστρέφει. Αντιθέτως, και οι δύο θα βρίσκονται κοντά μου και μου δίνουν αγάπη. Ο αδερφός μου, η μικρή μου Λούνα, οι αγαπημένες μου φίλες, Μαργαρίτα, Άλις και Νατάσα... Και ο Αλεξάντερ μου. Ο έρωτας της ζωής μου. Ο άντρας που κατάφερε να με κάνει να νιώσω τον έρωτα δυνατά και να ζήσω την αγάπη σε όλο της το μεγαλείο. Με βοήθησε με οποιονδήποτε τρόπο που κάποιος θα μπορούσε να φανταστεί.

Μακάρι να με άγγιζε τώρα... Θα ένιωθα ασφαλής και σιγουριά για την εξέλιξη των γεγονότων. Αλλά τώρα... Δεν αισθάνομαι τίποτα από αυτά. Το μου έχω ανάγκη, είναι να προστατέψω την κόρη μου. Η μοναδική ευθύνη που έχω τώρα, είναι να την σώσω από κάθε κίνδυνο. Δεν θέλω να την χάσω... Δεν πρέπει να την χάσω. Όχι την κόρη μου... Όχι την κορούλα μας Αλεξάντερ...

[...]

Έχω χάσει το μέτρημα από τις πόσες φορές τα πόδια μου έκαναν τον κύκλο του δωματίου. Τα πάντα εδώ μέσα είναι τόσο... Ψυχρά. Δεν μου αρέσει καθόλου. Αν είχα την δυνατότητα να του δώσω λίγη ζωή, θα το έκανα.

Μα πρώτα πρέπει να καταφέρω να μείνω εγώ ζωντανή. Δεν γίνεται να δημιουργήσω μια καινούργια ζωή, αν δεν έχω ακόμα φτιάξει τα ήδη ρημαγμένα κομμάτια που κατακλύζουν την δική μου.

Σταματάω μπροστά από το μικρό παράθυρο και κοιτάζω έξω το τοπίο. Το μόνο που μπορώ να διακρίνω, είναι πάρα πολλά δέντρα. Με ελιές μοιάζουν περισσότερο. Πρέπει να είμαστε σε κάποιο χωράφι, είμαι σίγουρη. Χαμηλώνω το βλέμμα μου προς τα κάτω. Το ύψος είναι μεγάλο... Θεέ μου, τι στο καλό σκέφτομαι; Η ζωή της Σιέννας μου μπορεί να μπει σε μεγάλο κίνδυνο, αν πηδήξω. Δεν είμαι διατεθειμένη να ρισκάρω. Θα βρω άλλο τρόπο να φύγω... Ελπίζω τουλάχιστον.

Ο ήχος της πόρτας που ανοίγει με βγάζει από τις σκέψεις μου και γυρνάω απότομα, αντικρίζοντας ένα πολύ γνωστό πρόσωπο... Θεέ μου, δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Καλή μου Μαργαρίτα! Πόσο δύσκολο μπορεί να γίνει τώρα όλο αυτό για εσένα!

"Άρτσι... Τι κάνεις εδώ;" ρωτάω σοκαρισμένη και κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μου, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω μου. Χαμογελάει σατανικά.

"Ζοζεφίνα, εδώ δουλεύω. Από πάντα, αυτό ήξερα να κάνω. Και ο πατέρας σου πληρώνει καλά λεφτά, οπότε γιατί να μην το εκμεταλλευτώ;" ρητορική η ερώτηση του.

"Γιατί; Γιατί να πληγώσεις έτσι την οικογένεια μου; Γιατί να πληγώσεις την Μαργαρίτα; Αυτή σε αγαπούσε βαθιά και αληθινά. Και εσύ... Γιατί την πρόδωσες έτσι;"

"Ζοζεφίνα, είμαι λίγα χρόνια πριν τα σαράντα. Από τα είκοσι μου, αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας δουλειές του πατέρα σου. Ποτέ του δεν με έριξε και ποτέ δεν με άφησε. Αντίστοιχα, και εγώ δεν τον πρόδωσα. Έκανα πάντα ότι μου έλεγε, χωρίς αντιρρήσεις. Γι αυτό έφτασα τόσο ψηλά. Και εσύ... Δεν ήσουν ποτέ ευγνώμων για όσα έκανε. Και μόνο που δέχτηκε να έρθεις στην ζωή, θα έπρεπε να τον ευχαρ–" πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση του, η παλάμη μου προσγειώνεται στο μάγουλο του, κάνοντας το κεφάλι του να γυρίσει από την άλλη πλευρά.

"Δεν έχω να του πω ευχαριστώ για τίποτα. Ήταν επιλογή της μητέρας μου να με κρατήσει και να με γεννήσει. Δεν ξέρω με ποιά λογική ξεστόμισες αυτά τα λόγια, αλλά εγώ δεν έχω σκοπό ούτε να χαραμίσω το σάλιο μου για εκείνον. Σε αντίθεση με εσένα, που πίνεις νερό στο όνομα του. Δεν έχουμε καμία σχέση εγώ και εσύ!"

Μετανιώνω για την αντίδραση μου αυτή, διότι το χέρι του με αρπάζει από τον καρπό με δύναμη και το σώμα του με στριμώχνει στον τοίχο. Σφίγγει το κράτημα όλο και περισσότερο. Μου προκαλεί πόνο, αλλά δεν θα του το δείξω. Πρέπει να φανώ δυνατή σε όλους, ανεξαιρέτως... Ακόμα κι αν μοιάζει ακατόρθωτο.

"Θα μάθεις πολύ σύντομα πως εγώ και εσύ έχουνε πολλά κοινά. Νομίζεις πως η γιαγιά σου τότε, σου είπε τα πάντα. Μα υπάρχουν ακόμα πολλά μυστικά που δεν ξέρεις για τις οικογένειες Σεράνο και Ράινχαρτ" ψιθυρίζει με χυδαιότητα στην φωνή του και ακουμπάει το άλλο χέρι του στον λαιμό, χαϊδεύοντας τον.

Όχι... Όχι, δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να με αγγίξει με αυτόν τον τρόπο. Μόνο ο Αλεξάντερ έχει αυτό το δικαίωμα, όταν θέλει και όπου θέλει. Οποιοσδήποτε άλλος, απλώς παραβιάζει τα όρια μου. Πόσο μάλλον... Όταν αυτός ο άλλος είναι ο Άρτσι.

Απομακρύνεται και ένα νικητήριο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του.

"Κράτα κεφάλι χαμηλά, να ακούς και κανείς δεν θα πάθει κακό. Για την ώρα, θα έχεις κάποιον να σου κάνει παρέα" μου λέει και κοπανάει την πόρτα, σαν να κάνει σήμα σε κάποιον.

Η πόρτα ανοίγει ξανά και μια πολύ γνωστή γυναικεία φιγούρα εμφανίζεται στο δωμάτιο, κρατώντας το χέρι ενός μικρού κοριτσιού με κόκκινα μαλλιά... Θεέ μου!

"Λούνα!!!"

"Ζοζεφίνα!!!" φωνάζει και τρέχει προς το μέρος μου. Την σφίγγω στην αγκαλιά μου, αφήνοντας τα δάκρυα μου να πέσουν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Από την μια αισθάνομαι χαρά και αγαλλίαση που την βλέπω, μετά από τρεις μέρες. Ήθελα να ξέρω πως είναι καλά. Μου έλειψε πάρα πολύ η μικρή μου αδερφή και είχα την έννοια της. Από την άλλη όμως... Αυτό σημαίνει πως απήγαγαν και εκείνη. Τώρα, είναι και αυτή αναγκασμένη να βιώσει αυτήν την κατάσταση. Δεν θέλω να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Είναι πολύ μικρή και αθώα για να πονέσει τόσο πολύ. Αντιμετωπίζει τόσα πολλά προβλήματα... Δεν θέλω να πληγωθεί περισσότερο από όσο έχει ήδη. Ποιός ξέρει τι θα σκεφτούν τα άρρωστα μυαλά τους εδώ μέσα για να την πειράξουν... Αλλά έτσι και τολμήσουν να αγγίξουν έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά της, θα τους σκοτώσω όλους χωρίς δισταγμό. Δεν με ενδιαφέρει να βάψω τα χέρια μου με αίμα, προκειμένου να την προστατέψω.

"Οι δύο αδερφούλες Ράινχαρτ... Ξανά μαζί! Συγκινητικό, δεν συμφωνείς Άρτσι;"

"Φυσικά Νάταλι" της απαντάει και μπορώ να ακούσω τους λυγμούς της αδερφής μου.

Καθάρματα και οι δύο... Όλοι τους για την ακρίβεια. Θέλουν να κάνουν κακό σε ένα μικρό παιδί. Καταριέμαι την ώρα και την στιγμή που συνάντησα ξανά αυτήν την γυναίκα στον διάβα μου. Πήγε να μας καταστρέψει μια φορά, χωρίς επιτυχία. Τώρα θέλει να κάνει το ίδιο. Αλλά δεν θα την αφήσω να κερδίσει. Η Νάταλι είναι ένας απαίσιος άνθρωπος και θα πάρει την τιμωρία που της αξίζει, για όλα όσα έχει κάνει.

"Μας θέλει το αφεντικό. Πάμε" του λέει και αφού μου ρίξουν ένα βλέμμα οργής και εκδίκησης, αποχωρούν... Στα τσακίδια.

Η Λούνα βγαίνει από την αγκαλιά μου και σκουπίζω τα δάκρυα της... Δείχνει τόσο κουρασμένη και λτογνενκη. Δεν την αδικώ. Και μόνο που κάποιος την πήρε με την βία από το σπίτι μας, την έχει τρομάξει.

"Ζοζεφίνα, τι συμβαίνει; Γιατί μας κρατάνε εδώ; Που είναι ο Αλεξάντερ; Η ανιψούλα μου είναι καλά; Εσύ; Σε πείραξαν;"

"Μωρό μου, μια μια οι ερωτήσεις... Δεν μπορώ να σου απαντήσω σε κάποια από τα ερωτήματα σου. Το μόνο που μπορώ να σου πω, είναι ότι εγώ και η Σιέννα είμαστε καλά. Δεν θέλω να φοβάσαι"

"Ζοζεφίνα... Θα ξαναδούμε ποτέ τον Αλεξάντερ; Τον αδερφό μας; Την Μαργαρίτα; Τις φίλες μας;" με ρωτάει με τρεμάμενη φωνή και βουρκωμένα ματάκια.

"Όλα θα πάνε καλά Λούνα μου. Όπως πάντα, θα σε προστατεύσω. Ότι κι αν σημαίνει αυτό"

Κάθομαι στο κρεβάτι και της κάμω νόημα να πλησιάσει και να κάτσει ανάμεσα στα πόδια μου. Με πλησιάζει και ανεβαίνει πάνω στα σεντόνια, βολεύοντας το σωματάκι στην αγκαλιά μου ξανά, με προσοχή, για να μην πάθει κάτι η φουσκωμένη κοιλίτσα μου. Μπορώ να καταλάβω πως αισθάνεται άβολα εδώ μέσα. Είχε συνηθίσει την καθαριότητα και την τάξη. Τώρα, μπροστά σε όλα αυτά, έχει την ανάγκη να κάνει εμετό. Από την έκφραση της και μόνο, βλέπω πως σιχαίνεται και μόνο που ακουμπάει αυτά τα βρώμικα σκεπάσματα.

Αγάπη μου, σου το ορκίζομαι, δεν θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει. Είσαι από τα πιο σημαντικά άτομα στην ζωή μου και θα έδινα και την ζωή μου για εσένα. Δεν θα συμβεί τίποτα σε εσένα και το μωρό μου... Θα γεννηθεί κανονικά και θα γυρίσουμε κανονικά στην οικογένεια μας. Ότι κι αν συμβεί... Θα τα καταφέρουμε. Τουλάχιστον, αυτό ελπίζω. Η ελπίδα πάντα πεθαίνει τελευταία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top