Το Γράμμα
Josephine's POV
Ανοίγω τα μάτια μου, μετά από αρκετές ώρες ενός χαλαρού και αναζωγονητικού ύπνου. Το είχα ανάγκη λόγω των δύσκολων ημερών στην δουλειά, αλλά περισσότερο από τα γεγονότα που συνέβησαν χθες. Δεν είναι και λίγα άλλωστε...
Κοιμήθηκα στην αγκαλιά του Αλεξάντερ μου όμως και ηρέμησα. Πάντα όταν είμαι κοντά του, αισθάνομαι ασφαλής και ότι μπορώ να είμαι πιο χαλαρή. Τώρα πια, έχω περισσότερη αυτοπεποίθηση και δεν φοβάμαι για τις δυσκολίες του αύριο. Όλα θα τα αντιμετωπίσουμε μαζί και αυτό μου είναι αρκετό.
Βγαίνω από τα σεντόνια και πατάω τα πόδια μου πάνω στο πάτωμα, ψάχνοντας τις παντόφλες μου. Τις φοράω και σηκώνομαι όρθια, καθώς τεντώνω το σώμα μου για να βγει από το μουντ του ύπνου.
Παίρνω το κινητό μου από το κομοδίνο και κοιτάζω την ώρα... Κανονικά τέτοια ώρα, θα έπρεπε να την ξυπνήσω για να πάει σχολείο. Όμως δεν θα το κάνω. Διότι δεν θα πατήσει ξανά το πόδι της εκεί. Δεν θα επιτρέψω κάτι τέτοιο. Με τον Αλεξάντερ θα κάνουμε μήνυση και θα φροντίσω να μην στείλουν οι γονείς εκεί ξανά τα παιδιά τους. Γιατί είμαι η σίγουρη πως η αδερφή μου δεν είναι το μόνο άτομο που έχει βιώσει μια τέτοια κατάσταση. Και φυσικά, θα μιλήσω με τις οικογένειες των παιδιών που της φέρθηκαν έτσι, αφού μάθω τα ονόματα τους από την Λούνα. Δεν θα το αφήσω έτσι. Δεν φρόντισα να μην υποφέρει σωματικά, για να πονάει ψυχικά. Η αδερφή μου αξίζει κάτι πολύ καλύτερο από μπούλιγκ, επειδή παραδέχτηκε ανοιχτά ότι της αρέσουν τα κορίτσια.
Πηγαίνω στο δωμάτιο της και ανοίγω την πόρτα όσο πιο σιγά γίνεται, για να μην την ξυπνήσω άθελα μου. Κάνω μερικά βήματα πιο μέσα και αντικρίζω ένα θέαμα που με εκπλήσσει– ευχάριστα πάντα– και ταυτόχρονα κάνει την καρδιά μου να λιώσει από την συγκίνηση και την αγάπη.
Η αδερφή μου και ο Αλεξάντερ, κοιμούνται μαζί αγκαλιά, στο μικρό κρεβατάκι της Λούνας. Τα πόδια του Αλεξάντερ προεξέχουν από αυτό, είναι το χεράκι της Λούνας κρέμεται από κάτω. Δείχνουν τόσο χαλαροί και γαλήνιοι... Που νομίζω είναι κρίμα να τους ξυπνήσω. Όταν η Λούνα μου είπε χθες πως βλέπει τον Αλεξάντερ σαν τον πατέρα που ποτέ δεν είχε, χάρηκα πάρα πολύ.
Όταν γίναμε ζευγάρι με τον Αλεξάντερ, μια από τις πολλές ανησυχίες μου, ήταν αν η αδελφή μου θα τον συμπαθήσει και θα θέλει να συζήσει μαζί του. Τα αισθήματα της αδερφής μου έχουν πολύ μεγάλη σημασία για εμένα και με νοιάζει να αισθάνεται καλά. Το ότι βλέπει έτσι τον Αλεξάντερ λοιπόν, με ανακουφίζει αρκετά. Όλον αυτόν τον καιρό, η σχέση τους πάει από το καλό στο καλύτερο... Και αυτό με κάνει πολύ ευτυχισμένη. Νιώθω πως τώρα η Λούνα μου έχει την οικογένεια που πάντα αποζητούσε και εγώ... Δεν μπορούσα να της προσφέρω.
Τους βγάζω μια φωτογραφία με τα κινητό και την αποθηκεύω και ξεχωριστό φάκελο, για να μην σβηστεί καταλάθος. Σε αυτόν θα πηγαίνουν οι πιο αγαπημένες και ξεχωριστές φωτογραφίες μου. Θα μείνουν για πάντα εκεί και θα μου θυμίζουν όλες τις όμορφες στιγμές, μετά από πολλά χρόνια.
"Μμμ... Καλημέρα αδερφούλα" ακούω της γλυκιά φωνή της αδερφούλας μου να λέει και αφήνω το κινητό πάνω στην συρταριέρα, καθώς πηγαίνω προς το μέρος της.
"Καλημέρα Λούνα μου. Πως κοιμήθηκες;" την ρωτάω ψιθυριστά, για να μην ξυπνήσουμε τον Αλεξάντερ.
"Πολύ καλά. Ο Αλεξάντερ ήταν δίπλα μου όλη την νύχτα. Αυτός με έφερε στο κρεβάτι" μου απαντάει στον ίδιο τόνο και παραξενεύομαι. Για ποιόν λόγο ο Αλεξάντερ να την φέρει στο δωμάτιο της μέσα στην νύχτα; Τι έγινε, όσο ήμουν στο κρεβάτι μας; Κι αν της συνέβη κάτι... Ενώ εγώ κοιμόμουν χαλαρά και βρισκόμουν στον κόσμου μου;
"Γιατί ψιθυρίζετε; Αφού δεν κοιμάμαι" ψελλίζει ο Αλεξάντερ και ανοίγει τα μάτια του, τρομάζοντας και τις δύο.
"Αμάν ρε... Ρε μπαμπά, με τρόμαξες!" του φωνάζει μεταξύ σοβαρού και αστείου και... Για μισό λεπτό, πως τον αποκάλεσε μόλις τώρα; Μπαμπά; Τι έχω χάσει;
"Πως τον αποκάλεσες;" ρωτάω και με κοιτάνε και οι δύο, έχοντας σκάσει στα γέλια.
"Μπαμπά. Αφού αυτό είναι. Και εγώ είμαι η κόρη του" μου απαντάει και ο Αλεξάντερ αρχίζει να την γαργαλάει απαλά στην κοιλιά, φιλώντας της στα μαλλιά.
Δεν με νοιάζει τόσο το τι έγινε και εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα. Απλά μου αρέσει. Αυτή η εικόνα... Με κάνει να θέλω να κλάψω. Από συγκίνηση φυσικά. Χαίρομαι τόσο πολύ που τους βλέπω να έχουνε μια όμορφη σχέση. Μια σχέση πατέρας-κόρης. Η αδερφούλα μου... Το έχει τόση ανάγκη, κι ας μην το παραδέχεται. Θυμάμαι, όταν ήταν πιο μικρή, έβλεπε εφιάλτες. Πολλές φορές ξυπνούσε στην μέση της νύχτας, καταϊδρωμένη και αρκετές φορές, είχε ανεβάσει πυρετό. Δεν γνώρισε ποτέ τους γονείς της... Αλλά ξέρω πως εύχεται να το είχε κάνει. Κάποτε πίστευε πως είναι και δικό της λάθος που πέθαναν. Η χειρότερη σκέψη που θα μπορούσε να κάνει ποτέ. Της το έκοψα και από τότε, δεν έχει τολμήσει να ξεστομίσει ξανά κάτι τέτοιο.
"Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο χαρούμενη με κάνετε. Να σας βλέπω έτσι... Πάω να φτιάξω πρωϊνό. Κατεβείτε σε κάνα δεκάλεπτο ε;" τους λέω καθώς πηγαίνω προς την πόρτα.
"Άμα θέλουμε" τους ακούω να λένε ταυτόχρονα πριν βγω από το δωμάτιο.
Μπαίνω στην κουζίνα και μαζεύω τα σκεύη στον πάγκο, μαζί με τα υλικά, για να ετοιμάσω το πρωϊνό. Λέω να είναι κάτι ιδιαίτερο σήμερα. Και για όσα άκουσα, αλλά και επειδή έχω καλή διάθεση. Νομίζω τίποτα δεν μπορεί να μου την χαλάσει.
Ξαφνικά, δύο χέρια αγκαλιάζουν την μέση μου το κεφάλι του Αλεξάντερ ακουμπάει στον λαιμό μου, μυρίζοντας τον αργά και φιλώντας τον τρυφερά.
"Σε αγαπώ... Με κάνεις πάρα πολύ ευτυχισμένο Ζόζι μοι. Με έκανες νιώθω πράγματα που ποτέ δεν πίστευα πως θα νιώσω και μου έδωσες κάτι που πίστευα πως δεν θα αποζητήσω ποτέ..." με γυρνάει προς το μέρος του, βάζοντας μια τούφα πίσω από τα αυτιά μου. Πιέζει τα χείλη του πάνω στα δικά μου, ζητώντας πρόσβαση που του δίνω με μεγάλη ευχαρίστηση.
Και εγώ τον αγαπώ... Τον αγαπώ τόσο πολύ, που νομίζω πως δεν μπορώ να του το κρύψω πια. Και δεν θέλω κιόλας.
Το κουδούνι μας διακόπτει, υπενθυμίζοντας μας πως η Λούνα μπορεί να κατέβει από λεπτό σε λεπτό και δεν νομίζω πως είναι ότι καλύτερο να μας δει να τα κάνουμε αυτά.
"Πάω να ανοίξω. Συνεχίζεις εσύ εδώ;" τον ρωτάω και μου γνέφει θετικά, ανοίγοντας μου τον δρόμο για να προχωρήσω.
Ανοίγω την πόρτα της εισόδου, όμως δεν βλέπω κανέναν... Θα ορκιζόμουν πως κάτι άκουσα. Κάποιος πρέπει να ήταν. Αλλιώς ποιός έχει όρεξη τέτοια ώρα να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι και να χτυπάει τα κουδούνια;
Την στιγμή που πάω να κλείσω, διακρίνω έναν άσπρο φάκελο πάνω στο χαλάκι, το οποίο είναι κουμπωμένο με έναν σκουριασμένο συνδετήρα. Σκύβω να τον μαζέψω και κλείνω επιστρέφω μέσα, κλείνοντας την πόρτα μου πάνω της.
Χμ... Ο ταχυδρόμος πέρασε πριν από μια εβδομάδα. Γιατί ήρθε ξανά;
Το γυρνάω από την άλλη και... Αυτές... Αυτές είναι... Αυτές είναι σφραγίδες από την φυλακή στο Σαν Φρανσίσκο!
"Μακάρι να έχεις κρυφτεί καλά... Αλλιώς θα σου κάνω πράγματα που δεν θέλω..."
Είναι... Είναι λες και μπορώ να τον ακούσω να μου μιλάει! Διαισθάνομαι πως θα τον δω τώρα να με πλησιάζει, κρατώντας εκείνη την δερμάτινη ζώνη! Όχι... Όχι... Όχι δεν θέλω ξανά! Δεν έχω κρυφτεί! Θα με βρει!!! Θα με βρει!!!
Πέφτω στο πάτωμα και νιώθω τον αέρα να λιγοστεύει στον χώρο. Το αίμα παγώνει στις φλέβες μου και το μυαλό μου επιστρέφει ξανά σε εκείνες τις απαίσιες αναμνήσεις. Οι ανάγκη μου να ξεσπάω σε λυγμούς είναι τεράστια το σώμα μου έχει μουδιάσει. Δεν είμαι πια η τριαντάχρονη Ζοζεφίνα που αγαπάει την μόδα... Αλλά εκείνο το μικρό κοριτσάκι που ήθελε απλά να πάρει την μαμά της και φύγουν μακριά από εκείνο το σπίτι... Από εκείνον τον άντρα!
Θεέ μου δεν... Δεν μπορώ να αναπνεύσω! Θα... Θα με βρει! Με βρήκε! Γιατί να μου στείλει γράμμα;! Γιατί μετά από είκοσι χρόνια;! Δεν θέλω να κρυφτώ πάλι!
"Θα... Θα με βρει..." ψελλίζω μέσα από τα δάκρυα μου.
"Ζοζεφίνα! Αδερφούλα μου, τι έγινε;! Ζοζεφίνα ξύπνα! Αλεξάντερ! Αλεξάντερ, βοήθεια! Έλα γρήγορα!"
Το επόμενο λεπτό, δύο χέρια με πιάνουν από τους ώμους με κλείνουν στην αγκαλιά τους.
"Ζοζεφίνα μου, ηρέμησε! Τι έγινε;!" με ρωτάει και μην μπορώντας να του απαντήσω, του δείχνω το γράμμα με το δάχτυλο μου.
"Με... Με βρήκε Αλεξάντερ..."
"Σσσσ... Ησύχασε μωρό μου... Ησύχασε... Δεν θα σου κάνει κακό ξανά... Σου το υπόσχομαι εγώ..." με φιλάει στα μαλλιά και μου ψιθυρίζει σε αγαπώ και πως όλα θα πάνε καλά, μα αυτά είναι τα τελευταίο πράγματα που ακούω πριν χάσω για τα καλά τις αισθήσεις μου.
Με βρήκε... Με βρήκε...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top