Πόνος
1 μέρα μετά...
Alexander's POV
"Δεν με ενδιαφέρει καθόλου το αν ξεγελάστηκε ή όχι!!! Είχε μία δουλειά και απέτυχε!!!" φωνάζω στο πρόσωπο του Έντουαρντ, με την οργή να έχει κατακλύσει κάθε μόριο του κορμιού μου, σαν ένα καζάνι που βράζει και είναι έτοιμο να εκραγεί από λεπτό σε λεπτό.
Δεν κάνω καμία προσπάθεια να την κρύψω, παρόλο που ξέρω ότι ξεσπάω σε λάθος άτομα, τα οποία δεν φταίνε σε τίποτα ή τουλάχιστον, όχι στον βαθμό που εγώ τα κατηγορώ.
Αλλά δεν με απασχολεί καθόλου αυτήν την στιγμή. Δεν βλέπω τίποτα πέρα από τον διαρκώς αυξανόμενο εκνευρισμό μου. Είμαι εντελώς ανίκανος να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, όσο κι αν όλοι οι άλλοι με παροτρύνουν να το κάνω. Τόσα ξέρουν, τόσα λένε. Έχω βαρεθεί να τους ακούω. Όλοι παλεύουν να διαχειριστούν τον θυμό και την απογοήτευση που αισθάνονται, ενώ εγώ επιτρέπω να με καταπιούν, διότι δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι άλλο μπορώ να κάνω... Πώς αντιδρά κανείς, όταν απαγάγουν πρόσωπα που αγαπά;
"Θα σε παρακαλέσω να χαμηλώσεις τον τόνο σου, Αλεξάντερ" μου λέει ο Έντουαρντ ήπια, αλλά όποιος τον ξέρει καλά, μπορεί να διακρίνει την απειλή πίσω από τις φαινομενικά αθώες λέξεις του και την απαθή έκφραση του.
Αλλά δεν τον φοβάμαι. Ποτέ δεν συνέβαινε αυτό, ούτε καν στα ξεκινήματα του, που ήταν πολύ πιο νέος και κατ' επέκταση, πιο επιπόλαιος και επιθετικός κάποιες φορές. Πάντα ήταν προσεχτικός, αλλά τότε σε πολύ μικρότερο βαθμό και ελάχιστοι γνώριζαν πώς να διαχειριστούν τα ξεσπάσματα του. Θυμάμαι πολύ καλά πως εκείνη την νύχτα, που τον έσωσα από την επίθεση στην αποθήκη, εκείνος ήθελε να βγει μπροστά, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Και ειλικρινά, χαίρομαι πάρα πολύ που δεν τον άφησα να το κάνει. Όταν λοιπόν ήμουν σίγουρος ότι μπορούσε να πατήσει γερά στα πόδια του, σταδιακά άρχισα να απομακρύνομαι, κάνοντας τις δικές μου δουλειές. Πλέον, έχει πετύχει τους στόχους και είναι ο ιδανικός αρχηγός της αμερικανικής μαφίας... Παρόλα αυτά, δεν έχει αποβάλει εντελώς την αύρα, που σου προκαλεί μια ανατριχίλα.
"Θα σε απογοητεύσω, καλέ μου φίλε, γιατί δεν πρόκειται να σε ακούσω! Το έκανα μία φορά και είδες που φτάσαμε!"
"Είσαι θυμωμένος. Δεν σκέφτεσαι καθαρά. Πάρε μία βαθιά ανάσα"
Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο ήρεμος τόνος του με εξοργίζει ακόμα περισσότερο!
"Τίποτα δεν θα είχε συμβεί, αν η Αμάντα έκανε σωστά την δουλειά της!"
"Η Αμάντα αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο ιατρείο του αρχηγείου μου, τραυματισμένη. Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Μην ξεχνάς ότι ο Έντγκαρ είναι αυτήν την στιγμή πάνω και κοιμάται. Και θα σου το ξαναπώ, μην υψώνεις την φωνή σου σε εμένα, γιατί μπορώ και εγώ να φωνάξω και δεν θα σου αρέσει" αποκρίνεται με το πιο σοβαρό ύφος, ακουμπώντας τον δείκτη του χεριού του πάνω στο στήθος μου.
"Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν με τρομάζεις"
"Έχεις απόλυτο δίκιο. Και δεν σου απαντώ αναλόγως, επειδή καταλαβαίνω την συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι. Αλλά μην το τραβάς στα άκρα, Αλεξάντερ"
Κατευθύνομαι προς το παράθυρο και το ανοίγω. Αφήνω τον εαυτό μου να εισπνεύσει καθαρό αέρα και ύστερα κλείνω τα μάτια, θέλοντας να του δώσω λίγο χώρο να χαλαρώσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Ή μάλλον, όσο εκείνος αντέχει. Διότι το γεγονός ότι η γυναίκα της ζωής μου και η κόρη μου είναι στα χέρια εκείνου του καθάρματος, με κάνει να θέλω να σπάσω τα πάντα γύρω μου, μέχρι να μην μείνει τίποτα όρθιο... Αλλά δεν πρέπει να το επιτρέψω αυτό. Ο γιός μου αυτήν την στιγμή κοιμάται και ξυπνάει ανά τακτά χρονικά διαστήματα, φωνάζοντας εμένα και την... Μαμά του. Την γλυκιά μου Ζόζι. Και εγώ δυσκολεύομαι να τον καθησυχάσω. Αλλά είναι η βασική μου προτεραιότητα και πρέπει να εστιάσω σε εκείνον.
Κάτι τέτοιες ώρες, εύχομαι ο πατέρας μου να ήταν ακόμα ζωντανός. Ήξερε καλύτερα από τον καθένα να διαχειρίζεται τις περίπλοκες καταστάσεις και να μην χάνει τον έλεγχο. Θα ήθελε να κάνω και εγώ το ίδιο. Να μην επιτρέπω στον πανικό να κυριαρχήσει μέσα μου, γιατί τότε, δεν μπορώ να βοηθήσω κανέναν. Ούτε τους ανθρώπους που αγαπώ... Αλλά δεν είναι πια δίπλα μου. Πέθανε πριν από εικοσιτρία χρόνια. Και εγώ δεν μπορώ να ζω στο παρελθόν. Πρέπει να αντιμετωπίσω το παρόν και αυτό θα κάνω. Και ξέρω ότι με κοιτά από εκεί που βρίσκεται και είναι περήφανος για εμένα.
"Συγγνώμη, φίλε... Δεν θα έπρεπε να κατηγορώ κανέναν. Δεν ωφελεί σε τίποτα να το κάνω"
"Μην ανησυχείς. Δεν κρατώ κακίες στους φίλους μου. Και μην φοβάσαι, θα τις βρούμε. Σου υπόσχομαι ότι θα κάνω άνω κάτω ολόκληρη την πολιτεία. Ακόμα και την Αμερική, αν χρειαστεί"
Ξέρω ότι θα το κάνει. Ένα από τα καλά στοιχεία του Έντουαρντ, είναι η τάση να κρατάει τις υποσχέσεις του. Και δεν θα ζητήσει αντάλλαγμα, τουλάχιστον όχι από τους φίλους του.
"Και τι θα κάνεις, αν τις βρεις;"
"Πρώτον, δεν υπάρχει αν. Θα τις βρω. Και δεύτερον, αυτό που πρέπει θα κάνω. Όλες οι πληροφορίες θα σταλούν στην αστυνομία. Καταλαβαίνεις ότι δεν θέλω να εμπλακώ σε ξένα χωράφια περισσότερο. Το μόνο που θέλω, αν είναι επιστρέψει η γυναίκα και το παιδί σου εδώ. Τίποτα άλλο"
"Το καταλαβαίνω φίλε, και το εκτιμώ. Θα σου χρωστάω και γι' αυτό"
"Τώρα με κοροϊδεύεις" το γέλιο του παρασέρνει και εμένα, ώστε να χαλαρώσω έστω και για ένα λεπτό.
"Τι θα κάνεις τώρα;"
"Λέω να φύγω. Πρέπει να δω πώς είναι η Αμάντα και να ενημερώσω την ομάδα μου, για να αρχίσει την αναζήτηση. Επιπλέον, όπου να 'ναι, θα έρθει η οικογένεια σου και δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για συστάσεις και εξηγήσεις"
"Καλά λες. Άσε που θα έρθει και η αστυνομία για ερωτήσεις. Και καλό είναι να μην είσαι εδώ, διότι θα ρωτήσουν και εσένα"
"Έχω μάθει να ελέγχω τον εαυτό μου κοντά της. Οπότε, μην σε απασχολεί αυτό" ανταπαντά, φορώντας το σακάκι και ύστερα την καμπαρντίνα του.
Τον συνοδεύω μέχρι την πόρτα και προτού βγει έξω, σκύβει και χαϊδεύει απαλά τον Μάρλεϊ στο κεφάλι. Μου φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι εμένα μου γάβγιζε ασταμάτητα, μέχρι να με συνηθίσει, ενώ ο Έντουαρντ κέρδισε αμέσως την συμπάθεια του... Παράξενα πλάσματα τα σκυλιά. Όμως τα λατρεύω και χαίρομαι που έχουμε έναν τόσο πιστό στην οικογένεια μας. Παρόλο που είναι περισσότερο παιχνιαδιάρης, παρά φύλακας.
"Θα είμαστε σε επικοινωνία" λέει ο φίλος μου καθώς απομακρύνεται και εγώ κλείνω ξανά την πόρτα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
Κοιτάζω γύρω μου. Είναι σαν να τις βλέπω. Το γέλιο, η ανεμελιά τους πού και πού. Ακόμα και η γκρίνια τους μου λείπει ήδη πολύ, κι ας έχουν περάσει μόνο μερικές ώρες μόνο από την απαγωγή τους.
Η πλάτη μου αγγίζει τον τοίχο και αφήνω τα δάκρυα να κυλάνε ακατάπαυστα στα μάγουλα μου, ενώ το μυαλό μου κάνει τις χειρότερες σκέψεις, άθελα του... Πού βρίσκονται; Είναι καλά; Τι τους κάνουν; Ποιός μπορεί να είναι τόσο άρρωστος, ώστε να προκαλεί αυτόν τον πόνο στην οικογένεια μου για δεύτερη φορά; Και επίσης, δεν μπορώ να μην αναλογίζομαι το πόσο πανικόβλητη πρέπει να νιώθει η Ζοζεφίνα. Και λόγω της αδερφής της, η οποία παραλίγο να πεθάνει την προηγούμενη φορά, αλλά και επειδή είναι έγκυος. Εκείνο το τέρας σκότωσε το μωρό μας. Θα αγωνιά μην συμβεί ξανά το ίδιο. Αν και είμαι βέβαιος ότι θα κάνει τα πάντα για να προστατέψει την αδερφή της και αυτήν την αθώα ψυχή, την οποία κουβαλάει μέσα της.
"Μπαμπά! Μαμά!"
Η φωνή του γιού μου, μου υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να σκέφτομαι τον εαυτό μου. Ανεβαίνω τρέχοντας πάνω, με τον Μάρλεϊ να με ακολουθεί. Τώρα κατανοώ τι μου έλεγε ο πατέρας μου... Όταν είσαι γονιός, μαθαίνεις πώς να βάζεις στην άκρη τον εαυτό σου.
[...]
"Κοιμήθηκε;" με ρωτάει ο Ραφαέλο, στηριζόμενος στον τοίχο.
"Ναι. Δεν ξέρω για πόσο... Ελπίζω να μην τον εμποδίσει ο πυρετός. Ο γιατρός μου είπε να μην του δώσω κάποιο φάρμακο κι αν χειροτερέψει, να τον καλέσω ξανά" του απαντώ, ξύνοντας νευρικά τον σβέρκο μου.
Ο πατέρας της ήταν το πρώτο πρόσωπο που σκέφτηκα να καλέσω, όταν ενημερώθηκα για την απαγωγή. Είχε κάθε δικαίωμα να ξέρει πριν από όλους. Και όπως το είχα προβλέψει, έτρεξε εδώ. Πρώτος από όλους έφτασε, λίγο αφότου έφυγε ο Έντουαρντ. Καταιδρωμένος, φοβισμένος και εξίσου θυμωμένος, όπως και εγώ. Έτρεμε ολόκληρος και δεν σταμάτησε να μου κάνει ερωτήσεις. Πέρασε αρκετή ώρα, μέχρι να καταφέρω να τον συνεφέρω. Μετά από λίγη ώρα μόνος του στο μπάνιο, μπορέσει να ηρεμήσει κάπως τον εαυτό του και να σκεφτεί πιο λογικά... Όσο λογικά μπορεί να σκεφτεί ένας πατέρας που το παιδί του κινδυνεύει.
"Είναι απλώς αναστατωμένος. Μπορεί να είναι μικρός, αλλά αντιλαμβάνεται πολλά περισσότερα από όσα εμείς νομίζουμε. Είμαι σίγουρος... Ότι η Ζοζεφίνα και η Λούνα θα γυρίσουν σύντομα κοντά μας... Πρέπει να γυρίσουν" λέει και συνοφρυώνεται, περνώντας το ένα χέρι από τα μαλλιά του.
Βάζω τα χέρια μου στις τσέπες του σακακιού και τα δάχτυλα μου ψηλαφούν μία μαλακή, σχεδόν βελούδινη επιφάνεια... Συνειδητοποιώ τι είναι και βγάζω το μικρό κουτί έξω. Το ανοίγω και το δαχτυλίδι που είχα αγοράσει για να κάνω πρόταση γάμου στη Ζοζεφίνα τότε, αποκαλύπτεται μπροστά μου. Σχεδίαζα να κάνω το ίδιο μέσα στις επόμενες μέρες. Και τώρα μετανιώνω που άργησα τόσο πολύ να κάνω την κίνηση.
"Έχω ακόμα εκείνο το δολάριο" μου λέει και ένα πικρό γέλιο ξεφεύγει από τα χείλη μου.
"Μην με παρεξηγείς, αλλά αυτό έχει μηδαμινή σημασία για εμένα τώρα"
"Προφανώς. Θα είναι το γαμήλιο δώρο μου. Ήδη θα σου παραδώσω την κόρη μου. Μην περιμένεις και δώρο"
Μερικές φορές, το χιούμορ είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετωπίσεις τον πόνο.
Κατευθυνόμαστε προς το σαλόνι, όταν το χτύπημα στην είσοδο κάνει τα βήματα μου να σταματήσουν. Ανοίγω την πόρτα και ο Άλεκ μπαίνει μέσα φουριόζος.
"Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Είχαμε κάποιο νεότερο; Ο αδερφός μου είναι καλά;"
"Άλεκ, μία μία οι ερωτήσεις. Μην με αγχώνεις και εσύ" τον παρακαλώ και ξεφυσάει.
"Έχεις δίκιο, συγγνώμη... Μπορώ να δω τον Έντγκαρ;"
"Κοιμάται αυτήν την στιγμή... Αλλά εντάξει. Με απόλυτη ησυχία όμως" του εξηγώ και με ένα νεύμα, εξαφανίζεται από το οπτικό μου πεδίο με την ίδια ταχύτητα που βρέθηκε σε αυτό.
"Δεν μου είχε φανεί για άτομο που δεν κρατάει την ψυχραιμία του ο γιός σου"
"Έτσι ήμουν και εγώ στην ηλικία του" του λέω, καθώς σταματάμε στο καθιστικό, μαζί με όλους τους άλλους.
Κάθομαι στον καναπέ, δίπλα στην Μαργαρίτα, ενώ ο Κρις έχει βολευτεί κοντά στην Άλις, με ένα το ένα χέρι του περασμένο στους ώμους της.
"Δεν υπάρχει τίποτα που μπορούμε να κάνουμε εμείς;" με ρωτάει η Άλις, βλέποντας με τόσο καταβεβλημένο.
"Δεν νομίζω, Άλις..."
Τρίβω τα μάτια μου. Βρίσκομαι σε τέτοια υπερένταση, που ο ύπνος είναι το τελευταίο πράγμα που με νοιάζει.
Στρέφομαι στην Μαργαρίτα, η οποία μου κρατά σφιχτά το χέρι... Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εκείνη. Είναι κυριολεκτικά ο βράχος της οικογένειας.
"Τον Ράιαν πού τον άφησες;"
"Είναι σε έναν φίλο του. Θα κοιμηθεί εκεί σήμερα και όλο το Σαββατοκύριακο... Ευελπιστώ μέχρι τότε, να έχουν τελειώσει όλα. Γιατί δεν έχω ιδέα πώς θα του εξηγήσω την κατάσταση. Του λείπει και η Λούνα. Είχαν αρχίσει να κάνουν στενή παρέα... Μου έχει πει πως είναι η πρώτη φίλη που έχει καταφέρει να κάνει μέχρι τώρα"
"Αν φτάσουμε ως εκεί, θα σε βοηθήσω και εγώ να του μιλήσεις πάντως" την καθησυχάζει η Άλις.
"Σε ευχαριστώ, Άλις... Γιατί σε εμάς πάλι; Τι λάθη έχουμε κάνει την πληρώνουμε έτσι;" ψελλίζει, σκουπίζοντας τα δάκρυα της και γέρνει στον ώμο μου.
Σπάνια βλέπω την Μαργαρίτα τόσο θλιμμένη. Πάντα επιδιώκει να λύνει τα θέματα της σύμφωνα με τη λογική και όχι το συναίσθημα. Και γι' αυτό είναι και το πιο ψύχραιμο άτομο στην οικογένεια. Δεν ντρέπεται να εκδηλώσει τα συναισθήματα της, απλώς προτιμά να καταβάλλεται από αυτά. Είναι όμως και κάποιες στιγμές που δεν αντέχει και θέλει καταρρεύσει. Έχει ανάγκη και εκείνη από ένα στήριγμα. Όταν λοιπόν τα δάκρυα της είναι τόσα πολλά, ξέρω ότι είναι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
Καταλαβαίνω πολύ καλά τον πόνο της. Γιατί με εμποδίζει και εμένα να αναπνεύσω...
"Αλεξάντερ;"
Τα κεφάλια όλων μας γυρνάνε προς την άλλη μεριά του σαλονιού. Ο Νικ έχει στηριχτεί στο δοκάρι της πόρτα, έχοντας σταυρώσει τα χέρια του κάτω από το στήθος, κοιτώντας με κατάματα. Δείχνει ανήσυχος και... Λυπημένος;
Ζήτησα προσωπικά να έρθει εκείνος, μαζί με την Τζένη. Δυστυχώς, η ίδια βρίσκεται σε άδεια, λόγω της τρίτης εγκυμοσύνης της, μιας και είναι ήδη στον όγδοο μήνα της, προς τα τέλη. Ήρθε μόνος του και κάναμε μια συζήτηση σχετικά με την υπόθεση και με διαβεβαίωσε ότι η ομάδα τους δουλεύει ασταμάτητα, για να τους βρει. Κάποια στιγμή, αναγκάστηκε βγει έξω. Τηλεφώνημα της υπηρεσίας είπε. Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, ήταν πολύ καλός και οργανωμένος. Τώρα... Το λιγότερο που μπορώ να πω είναι πως μοιάζει αναστατωμένος..
"Μπορώ να σου μιλήσω λίγο; Ιδιαιτέρως;"
"Φυσικά. Επιστρέφω σε λίγο" λέω, απευθυνόμενος στους άλλους και με τον Νικ, πάμε στην κουζίνα, για να μιλήσουμε, χωρίς να μας διακόψει κάποιος.
"Σε ακούω. Τι έγινε;"
Για λίγα λεπτά, δεν μιλάει και παρατηρεί τη φύση έξω από το παράθυρο. Είναι λες και προετοιμάζει τον εαυτό του να πει κάτι δυσάρεστο... Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή η σιωπή με τρομάζει.
Και για κάποιον λόγο... Αισθάνομαι ξαφνικά έναν ισχυρό πόνο στο κεφάλι μου.
"Νικ, πες κάτι. Τι συνέβη; Τις βρήκατε;" τον ρωτάω, λίγο πιο απαιτητικά αυτήν την φορά και εκείνος παίρνει μία βαθιά ανάσα, προτού στραφεί ξανά προς το μέρος μου.
"Αλεξάντερ... Θέλω να διατηρήσεις την αυτοκυριαρχία σου σε αυτό που θα πω" μου απαντάει, κάνοντας βήματα προς το μέρος μου. Χτυπάει τον ώμο μου φιλικά.
"Νικ... Μίλα. Τις βρήκατε;" ρωτάω ξανά, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για τα χειρότερα, ενώ παράλληλα ο πόνος γίνεται πιο έντονος. Και μάλιστα, φτάνει και σε άλλα σημεία του σώματος μου.
Αλλά δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό τώρα. Το μόνο που θέλω να μάθω... Είναι ότι δεν έχει επαληθευτεί ο χειρότερος φόβος μου.
"Όχι, δυστυχώς. Αλλά κάποιος έστειλε ανώνυμα ένα βίντεο στην αστυνομία"
"Και; Τι έδειχνε; Νικ, άσε τους προλόγους!" φωνάζω, με τα δάκρυα να έχουν ήδη συσσωρευτεί στα μάτια μου. Ο πόνος διαγράφεται στο πρόσωπο μου... Όχι όχι, δεν μπορεί... Δεν γίνεται να είναι αυτό που φαντάζομαι!
"Λυπάμαι πολύ φίλε..."
Και άξαφνα... Όλα σταματούν. Το μόνο που ακούω, είναι η βουή του αίματος μου και αυτό μόνο για κάποια δευτερόλεπτα, έως ότου εγώ παραδοθώ στον πόνο και όλα μαυρίσουν γύρω μου.
Josephine's POV
Λίγες ώρες νωρίτερα...
Νιώθω ένα ρίγος να με διαπερνά και να με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Η αδυναμία που έχει καταβάλει το κορμί μου, δεν με αφήνει να κάνω ούτε τα πιο βασικά, όπως το να κουνηθώ. Δεν ξέρω τι συμβαίνει... Αλλά ξέρω πως δεν αισθάνομαι ασφαλής. Ξέρω ότι υποφέρω, ότι ο λαιμός μου είναι κατάξερος και ότι πρέπει να προστατέψω τα παιδιά μου. Αυτά που ήδη υπάρχουν, αλλά και εκείνα που δεν έχω γεννηθεί. Που ακόμα δεν έχουν την ευκαιρία να ζήσουν.
Παρά την δυσκολία, εξαιτίας της κούρασης, καταφέρνω να ανοίξω τα μάτια μου. Η ζαλάδα με εμποδίζει κάπως, αλλά μπορώ να διακρίνω τον χώρο γύρω μου. Βρίσκομαι σε ένα παλιό, τσιμεντένιο δωμάτιο, με μερικά διαβρωμένα σίδερα στο πάτωμα. Δεν υπάρχει πουθενά λάμπα. Επομένως, το μοναδικό φως που προσφέρουν στο δωμάτιο οι αχτίδες του ήλιου, προέρχεται από ένα μεγάλο παράθυρο με κάγκελα, το οποίο καλύπτεται από μία παχιά στρώση βρωμιάς. Δεν διακρίνω κανένα έπιπλο, εκτός από ένα κατεστραμμένο τραπέζι και το κεφαλάρι ενός κρεβατιού, πάνω στο οποίο είμαι εγώ ξαπλωμένη. Η πόρτα παραμένει κλειστή...
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και προσπαθώ να θυμηθώ τα γεγονότα που έγιναν πριν από... Όσες ώρες ήμουν αναίσθητη τέλος πάντων.
Είχε έρθει ο Έντουαρντ στο σπίτι... Πήγαμε βόλτα με τον Έντγκαρ και τη Λούνα και εκείνος ζήτησε από τον Αμάντα να είναι μαζί μας για προστασία.. Παιχνίδι, γέλιο, μια γυναίκα που η ειρωνεία είναι το όπλο της... Πυροβολισμός... Ένα μαντήλι στο πρόσωπο μου... Τα παιδιά να κλαίνε... Και ύστερα σκοτάδι.
Όχι, Θεέ μου!
Πέσαμε θύματα απαγωγής! Ξανά!
Η επιθυμία να παραδοθώ στον πανικό είναι πολύ ελκυστική, αλλά δεν σημαίνει πως είναι και σωστή. Σφίγγω τα δόντια, αγνοώ τις δεύτερες σκέψεις και κατεβάζω τα πόδια από το κρεβάτι, αποφασισμένη να μην αφήσω την θλίψη να κερδίσει.
Πρέπει να παλέψω. Δεν πρόκειται να κάτσω απλώς και να περιμένω κάποιον να έρθει να με σώσει. Ξέρω ότι ο Αλεξάντερ θα κινήσει γη και ουρανό για να μας φέρει πίσω. Μέχρι τότε, πρέπει να αντέξω, για χάρη των παιδιών μου. Δεν είναι επιλογή, αλλά υποχρέωση. Και εγώ δεν είμαι πια το κοριτσάκι που θα υποστεί τα πάντα αδιαμαρτύρητα, δίχως να δώσει μάχη.
Το χέρι μου κατεβαίνει προς τα κάτω και αγγίζει την κοιλιά μου... Είναι καλά. Η ψυχούλα που κυοφορώ, είναι μία χαρά. Δεν θα έπρεπε να βασίζομαι στην διαίσθηση, αλλά είναι το μόνο που μου δίνει ελπίδα αυτήν την στιγμή. Αυτή η ζωή και... Μισό λεπτό. Που είναι η Λούνα και ο Έντγκαρ; Γιατί δεν είναι εδώ, μαζί μου;
Η πόρτα ανοίγει απότομο και κάποιος μπαίνει μέσα, αλλά δεν προχωρά. Μένει στις σκιές. Οπότε, δεν μπορώ να τον αναγνωρίσω..
"Ξύπνησες"
Η φωνή είναι τόσο οικεία...
Με ελάχιστες δρασκελιές, έρχεται κοντά μου. Και αμέσως συνειδητοποιώ γιατί μου είναι τόσο γνωστή η φωνή του.
Το στομάχι μου ανακατεύεται ακόμα περισσότερο.
"Άρτσι..."
"Δεν ήταν και τόσο δύσκολο τελικά"
Δεν μπορώ να το πιστέψω... Πώς γίνεται να ξέχασα εντελώς το γεγονός ότι ένας από αυτούς είχε καταφέρει να ξεφύγει από τα χέρια της αστυνομίας τότε; Τώρα θυμάμαι καθαρά πως ο Νικ μου το είχε πει. Ωστόσο, εγώ τον αγνόησα... Ίσως γιατί ήθελα να πείσω τον εαυτό μου πως ο κίνδυνος επιτέλους είχε περάσει. Πως επιτέλους είχε φτιάξει μία ζωή ευτυχισμένη για την οικογένεια μου. Πόσο ανόητη είμαι τελικά...
Δεν πρέπει να μάθει ότι είμαι έγκυος. Αλλιώς θα φροντίσει να μην γεννηθεί ποτέ αυτό το μωρό... Όπως είχε κάνει και ο... Εκείνο το τέρας.
"Πού είναι η Λούνα;"
"Κατευθείαν στο ψητό βλέπω"
"Πού είναι η αδερφή μου, κάθαρμα;!" φωνάζω και ο παλάμη του προσγειώνεται στο μάγουλο μου με δύναμη.
"Δεν μιλάς ωραία... Και δεν μου αρέσει καθόλου όταν δεν με σέβονται"
"Δεν με νοιάζει καθόλου..." μουρμουρίζω μέσα από τα δόντια μου, βήχοντας.
Με χτυπάει ξανά και απελευθερώνω μια κραυγή πόνου, αλλά συγκρατώ τον εαυτό μου από το να κάνει οτιδήποτε άλλο... Πρέπει να μείνω δυνατή.
"Τι θες από εμένα; Από εμάς; Γιατί... Γιατί μας το κάνεις αυτό;"
Αντί για απάντηση, το μόνο που ακούω είναι το χαιρέκακο γέλιο. Το βλέμμα μου καρφώνεται στο πρόσωπο του, στο οποίο έχει σχηματιστεί ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
"Ξέρεις, επειδή ο χρόνος μου είναι πολύτιμος, δεν σκοπεύω να περάσω πολύ ώρα εδώ. Γι' αυτό, θα σου πω αμέσως τι θέλω... Εκδίκηση"
"Για ποιό πράγμα;"
"Στα αλήθεια με ρωτάς, Ζόζι;"
Όλα τα χρώματα του κόσμου χάνονται... Και το μόνο που βλέπω είναι κόκκινο!
"Μην τολμήσεις να με αποκαλέσεις έτσι ξανά! Δεν έχεις εσύ αυτό το δικαίωμα!"
Και άλλα χτυπήματα ακολουθούν... Και ευτυχώς κανένα δεν βρίσκει στην κοιλιά μου.
"Ο Κρίστιαν αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια σου! Πέθανε για εσένα! ΓΙΑ ΕΣΈΝΑ! Ένα βρωμοθήλυκο που ποτέ δεν τον εκτίμησε!"
Από το πουθενά, μία δυνατή κλοτσιά πέφτει πάνω στην κοιλιά μου και σφαδάζω από τον πόνο. Ο ιδρώτας κυλάει στο πρόσωπο μου και θέλω τόσο πολύ να κλάψω, αλλά δεν το κάνω. Δεν πρέπει. Όχι τώρα, που δεν είμαι μόνη μου.
"Αυτός ο άντρας... Μου κατέστρεψε την ζωή..." ψιθυρίζω μαι φτύνω αίμα στο πάτωμα.
"Ήταν ο άνθρωπος που μου έμαθε όλα όσα ξέρω... Σαν πατέρα τον είχα! Και εξαιτίας σου, είναι πλέον νεκρός!"
"Είσαι άρρωστος!"
"Ίσως και να 'μαι... Πάντως, δεν εσύ δεν πρόκειται να ξαναδείς κανέναν από τους όσους αγαπάς. Θα φροντίσω εγώ γι' αυτό. Και ξέρω πολύ καλά με ποιόν θα ξεκινήσω" αποκρίνεται και αρπάζοντας το κινητό του από την τσέπη του, αρχίζει να πληκτρολογεί ένα μήνυμα.
Μέσα σε δευτερόλεπτα, στο δωμάτιο εισβάλουν τρεις άντρες, εκ των οποίων ο ένας κρατάει στα χέρια του... Την αδερφή μου!
"Λούνα!"
Τα πόδια μου τρέχουν ήδη προς το μέρος της, αλλά στα μισά της διαδρομής, ο Άρτσι με τραβάει με δύναμη από τα μαλλιά και πέφτω στα γόνατα. Σφίγγει όλο και πολύ το κράτημα του, σαν να με αναγκάζει να σταθεροποιήσω τα μάτια μου πάνω στην αδερφή μου.
Φέρνει το στόμα του κοντά στο αυτί μου.
"Θα βιώσεις την απώλεια που βίωσα και εγώ... Αλλά για εσένα, θα είναι πολύ χειρότερο"
Το βλέμμα μου διασταυρώνεται με αυτό της Λούνας. Οι λυγμοί της κάνουν την καρδιά μου να σπάει σε χίλια μικρά κομμάτια. Μπορώ να νιώσω τον πόνο της. Προσπαθεί να πει κάτι, όπως και εγώ, αλλά οι λέξεις έχουν κολλήσει στο λαιμό μας. Ένας κόμπος που δεν μας αφήνει να εκφράσουμε αυτά που θέλουμε. Αλλά τα μάτια μας είναι το μόνο μέσο επικοινωνία που χρειαζόμαστε. Μέσα από τα καστανά δικά της, μου ζητά συγγνώμη. Και η δική μου μπλε θάλασσα, της λέει πως δεν έχει κανέναν λόγο να απολογείται. Εκείνη δεν έκανε τίποτα λάθος. Εγώ φταίω για όλα. Εγώ, που δεν πάλεψα αρκετά, ώστε να είμαι δίπλα της. Εγώ, που δεν της πρόσφερα όλα όσα άξιζε... Εγώ, που την απογοήτευσα.
Πριν προλάβω να αντιδράσω, ένας από τους άντρες πίσω της τραβάει ένα όπλο... Και την πυροβολεί στην καρδιά.
Και άξαφνα... Ο χρόνος παύει υπάρχει. Δεν περνάει. Είναι λες και έχω κολλήσει σε μία συγκεκριμένη στιγμή. Τα μάτια μου, ορθάνοιχτα, παρατηρούν το άψυχο σώμα της αδερφή μου να πέφτει στο πάτωμα. Και μία λίμνη αίματος να δημιουργείται γύρω από αυτό.
Οι χτύποι της καρδιάς μου είναι ο μοναδικός ήχος... Και μέσα σε αυτόν, από το πουθενά, ένα ουρλιαχτό. Τόσο δυνατό, που θα μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο. Όχι λόγω της έντασης, αλλά εξαιτθας όλων των συναισθημάτων που εμπεριέχει μέσα του. Και όλα είναι αρνητικά. Διότι αισθάνομαι λες και με αυτήν την κραυγή, κάποιος ρούφηξε όλη την χαρά από μέσα μου. Όλη την ευτυχία και την γαλήνη. Έχει αναμειχθεί με τα δάκρυα, τα οποία κυλάνε σαν ορμητικό ποτάμι πάνω στην επιδερμίδα και κάποια από αυτά, καταλήγουν πάνω στο κρύο τσιμέντο... Και είμαι σίγουρη πως δεν θα είναι τα τελευταία.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top