Ο Πατέρας Της
Josephine's POV
"Ποτέ δεν με έχεις πάει στην γεννέτηρα της μαμάς και πας τώρα μαζί με τον Αλεξάντερ; Μου είχες υποσχεθεί πως θα με πας... Να δω το πατρικό σου... Να γνωρίσω την γιαγιά μας..." ψελλίζει και ανεβαίνει στο κρεβάτι, ώστε να βρίσκεται στο δικό μου ύψος.
Το ύφος της είναι στεναχωρημένο. Το ξέρω πως την πνίγει το παράπονο και δεν έχει άδικο. Όντως κάποτε της είχα υποσχεθεί πως θα πηγαίναμε ότι όταν μαζεύαμε αρκετά λεφτά, θα πηγαίναμε εκδρομή στο Σαν Φρανσίσκο. Είχε πετάξει από την χαρά της. Αυτή η μέρα όμως δεν ήρθε ποτέ, μιας και τα χρήματα δεν έφτασαν ποτέ για να τα καταφέρουμε. Και τώρα, μετά από τόσο καιρό, που ενώ τώρα πια έχουμε την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψουμε όπου θέλουμε, εγώ έχω κανονίσει να ταξιδέψω με τον Αλεξάντερ πίσω στο σπίτι μου.
Η Λούνα δεν μπορεί να κρύψει την απογοήτευση της, όμως της έχω εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν μπορώ να την πάρω μαζί μου. Αυτό το ταξίδι είναι πολύ επίπονο για εμένα και ένας Θεός ξέρει με τι θα έρθω αντιμέτωπη όταν φτάσουμε εκεί. Έχω να πατήσω το πόδι μου σε αυτήν την πόλη... Πάρα πολλά χρόνια. Δεν θέλω η αδερφή μου να αντικρίσει ένα τέτοιο θέαμα. Δεν θέλω να με δει σε αυτήν την κατάσταση.
Την παίρνω στην αγκαλιά μου και κάθομαι στο κρεβάτι, ακουμπώντας την πάνω στα πόδια μου. Κατεβάζω κάτω τον σάκο με τα ρούχα, για να υπάρχει περισσότερος χώρος.
"Γλυκιά μου, σου εξηγήσει γιατί δεν πρέπει να έρθεις. Είναι ένα ταξίδι και μια κατάσταση που είμαι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσω μόνη μου. Θα πάμε μαζί όμως, σου το υπόσχομαι"
"Ο πατέρας σου... Δεν ήταν σαν τον δικό μου έτσι; Δεν σου φερόταν καλά σωστά;" με ρωτάει καθώς χαϊδεύω τα μαλλάκια της και της αφήνω ένα φιλάκι στο κεφάλι της.
Τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου, αγκαλιάζοντας με. Την φιλάω στο μάγουλο της και τα χέρια μου ακουμπούν την πλάτη της, πιέζοντας την ελαφρά πάνω μου. Ξεφυσάει και πονάει η καρδιά μου που για δεύτερη φορά, πάω ταξίδι με τον Αλεξάντερ και την αφήνω πίσω. Αλλά αυτήν την φορά, δεν είναι ταξίδι αναψυχής. Θα πάμε για τέσσερις ή πέντε μέρες, δεν ξέρουμε ακόμα.
"Είναι κάποιες λεπτομέρειες που δεν χρειάζεται να μάθεις. Πολύ σκληρές..." λέω σιγανά και βγαίνει από την αγκαλιά μου, πατώντας τα ποδαράκια της στο παρκέ.
"Ζοζεφίνα, μετά από όσα πέρασα εκείνη την μέρα στο λεωφορείο, πίστεψε με, τίποτα πια δεν μπορεί να με πονέσει περισσότερο από αυτήν την ανάμνηση..." ψιθυρίζει με δάκρυα στα μάτια και της τα σκουπίζω αμέσως. Αυτά τα καφέ ματάκια δεν αξίζει να κλαίνε για ανθρώπους που δεν αποδέχονται την διαφορετικότητα.
"Έλα πάμε κάτω. Πρέπει να φύγουμε με τον Αλεξάντερ" της λέω και αφού περάσω τον σάκο στον ώμο μου, την παίρνω από το χέρι και βγαίνουμε έξω από το δωμάτιο.
Κάθε λεπτό που περνάει, νιώθω τον κόμπο στο στομάχι μου να σφίγγεται όλο και περισσότερο. Το άγχος με έχει καταβάλει και φοβάμαι πάρα πολύ. Ένα βήμα όλο και πιο κοντά στο να αντιμετωπίσω την αλήθεια, την οποία απέφευγα να κοιτάξω κατάματα τόσα χρόνια. Ακόμα να πιστέψω ότι ο Αλεξάντερ με έπεισε να κάνω αυτό που δεν έβρισκα το θάρρος να πράξω μόνη μου. Ίσως να χρειαζόμουν ένα σπρώξιμο... Από το άλλο μου μισό.
Περνάμε την πόρτα του σπιτιού και κατεβαίνουμε τα σκαλάκια, προχωρόντας με σταθερό βήμα προς το αμάξι. Η αδερφή μου το κάνει εντελώς μηχανικά. Ανησυχεί κιόλας, πέρα από την λύπη της. Αλλά βαθιά μέσα της, ξέρω από με κατανοεί απόλυτα.
Ο Αλεξάντερ παίρνει τον σάκο μου και την βάζει στα πίσω καθίσματα.
Αγκαλιάζω ένα ένα τα παιδιά. Ήρθαν και οι δύο από πολύ νωρίς το πρωΐ, για να μας αποχαιρετήσουν. Ξαφνιαστήκαμε με τον Αλεξάντερ, αλλά δεν μας πειράζει. Στο κάτω κάτω... Μου αρέσει που είναι εδώ η κολλητή μου και μπορεί να μου δώσει κουράγιο, όπως έκανε πάντα. Σε κάθε κρίση πανικού, ήταν δίπλα μου και με ηρεμούσε. Μου υπενθύμιζε πως όλα ανήκουν στο παρελθόν. Και... Σήμερα θα το δω κατάματα, βάζοντας ένα τέλος και δεν θα κοιτάξω ξανά πίσω. Ήρθε η ώρα...
"Θα τα πας μια χαρά... Μην λυγίσεις Ζοζεφίνα, είσαι πιο δυνατή από αυτόν και το ξέρεις. Μπορείς να το κάνεις. Είναι αδύνατον να σου κάνει κακό πια. Κοίταξε τον μέσα στα μάτια και δώσε του να καταλάβει. Αν χρειαστείς κάτι, πάρε με τηλέφωνο" μου λέει η Νατάσα και βγαίνω από την αγκαλιά της, χαμογελώντας της. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς αυτήν, ειλικρινά.
Ο Αλεξάντερ μου ανοίγει την πόρτα για την θέση του συνοδηγού και μπαίνω μέσα, φορώντας βιαστικά την ζώνη μου. Αυτός κάθεται στην θέση δίπλα μου και βάζει το κλειδί στην μίζα, ξεκινώντας το αμάξι.
"Όλα θα πάνε καλά Ζόζι μου. Δεν μπορεί να σου κάνει κανένα κακό. Και να θυμάσαι πως... Δεν είσαι μόνη σου. Θα είμαι κοντά συνέχεια. Αν τολμήσει να σε πειράξει... Θα τον σκοτώσω. Για να είμαστε σίγουροι" αστειεύεται στο τέλος και πιάνει το χέρι μου.
Η καρδιά μου ηρεμεί και νιώθω το αίμα να κυλάει στις φλέβες μου ξανά. Ο πανικός... Έχει εξαφανιστεί. Ο Αλεξάντερ είναι δίπλα μου σε όλο αυτό. Έρχεται μαζί μου στην άλλη άκρη της πολιτείας, έχοντας παρατήσει τα πάντα για αυτό. Ξέρουμε βέβαια πως ο Κρις θα μπορέσει να ξεκινήσει την διαδικασία για το ντοκιμαντέρ, χωρίς εμάς. Του έχουμε εμπιστοσύνη.
Αυτό ήταν λοιπόν... Τώρα πια δεν υπάρχει γυρισμός. Επιστρέφω στην γεννέτηρα μου... Στο Σαν Φρανσίσκο.
[...]
Ανοίγω το παράθυρο και βγαίνω έξω, στο μπαλκόνι. Κλείσαμε δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο κοντά στην μεγάλη, κόκκινη γέφυρα. Πάντα λάτρευα αυτήν την θέα. Μου είχε λείψει. Ζούσαμε στο κέντρο τότε, όμως αγαπούσα να έρχομαι εδώ και να κάθομαι με τις ώρες, παρατηρώντας τις αναστολές και τα ηλιοβασιλέματα.
"Είναι υπέροχα" μου λέει ο Αλεξάντερ, ερχόμενος από πίσω μου. Τα χέρια του με αγκαλιάζουν την μέση μου και με φιλάει στο μάγουλο, καθώς μαζί θαυμάζουμε την ομορφιά αυτής της πόλης. Θέλω να μείνουμε για πάντα έτσι.
"Μπορούμε να περιμένουμε μια μέρα άμα θες. Καταλαβαίνω πως είσαι κουρασμένη από το ταξίδι" ψιθυρίζει στο αυτί μου και γυρνάω προς το μέρος του, αντικρίζοντας στα σοκολατί του μάτια. Θα μπορούσα να τα κοιτάζω για πάντα. Να χαθώ σε αυτά και να μην βγω ποτέ.
"Ήρθαμε μέχρι εδώ για αυτό... Θα το τελειώσω σήμερα. Πάμε Αλεξάντερ" του απαντώ και μπαίνω στο δωμάτιο, παίρνοντας την τσάντα μου στα χέρια μου. Με πλησιάζει και βάζει τα χέρια του στο πρόσωπο μου.
"Το καταλαβαίνω αυτό που μου λες Ζοζεφίνα, αλλά... Θέλω να είσαι έτοιμη και σωματικά για αυτό. Δεν θα το αντέξω να σε δω να καταρρέει" μου εξηγεί το σκεπτικό του, καθώς χαϊδεύει το μάγουλο μου.
Γέρνω το κεφάλι μου στα πλάγια και κλείνω τα μάτια μου, για να απολαύσω αυτήν την τρυφερή στιγμή. Το άγγιγμα του με κάνει να αισθάνομαι όμορφα. Να αισθάνομαι πιο ελεύθερη και πιο σίγουρη για τον εαυτό μου. Με κάνει να νιώθω σιγουριά και ασφάλεια όταν είμαι κοντά του. Έναν τέτοιον άντρα αξίζει κάθε γυναίκα στην ζωή της.
Με τα μάτια του, με ρωτάει αν είμαι σίγουρη για την απόφαση μου. Βαθιά μέσα μου ξέρω, πως αν δεν πάω τώρα, δεν θα πάω καθόλου και όλο αυτό το ταξίδι θα έχει γίνει χωρίς λόγο. Έχω το θάρρος. Είναι η τώρα ή ποτέ. Και διαλέγω το τώρα, να τα αφήσω επιτέλους όλα πίσω μου και να προχωρήσω ελεύθερη πια την ζωή μου, μαζί με τον άντρα που αγαπώ, την μικρή μου αδερφή και τους φίλους μου. Αυτοί έχουν αξία πια για εμένα.
Του γνέφω θετικά και επιστρέφουμε στο αμάξι, με προορισμό την φυλακή του Αλκατράζ. Έχουν ακουστεί διάφορα για αυτό το μέρος και μου προκαλεί από μόνο του έναν μικρό φόβο. Ποιός ξέρει πόσοι εγκληματίες έχουνε περάσει ή περνάνε ακόμα την ζωή τους εκεί μέσα.
[...]
Διασχίζω τον μαρμαρένιο διάδρομο, ανάμεσα στους πετρόχτιστους τοίχους. Πρέπει να τους φροντίζουν πολύ, διότι δεν υπάρχει καθόλου μούχλα και βρωμιά. Όλα είναι πεντακάθαρα και άψογα τοποθετημένα στην θέση τους. Μερικές σιδερένιες πόρτες βρίσκονται σε κάθε μεριά, οι οποίες οδηγούν στα κελιά. Ο Αλεξάντερ δεν με έχει βγάλει ούτε για ένα λεπτό από την αγκαλιά του, μιας και αρκετοί κρατούμενοι χτυπάνε με μανία τις πόρτες.
Οι φύλακες, μαζί με τον διευθυντή, μας οδηγούν έξω από το δωμάτιο για τις επισκέψεις.
"Σας περιμένει μέσα. Αν προσπαθήσει το οτιδήποτε, μας φωνάζετε. Δεν μπορεί να σας πειράξει" με ενημερώνει ο διευθυντής και γνέφω θετικά. Από όσα έχω ακούσει, είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους εδώ.
Ο Αλεξάντερ με φιλάει στα μαλλιά και φέρνει τα χείλη του κοντά στο αυτί μου.
"Θες να έρθω μαζί σου;" ψιθυρίζει και δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Από την μία θέλω να ξέρω πως θα με προστατεύσει ανά πάσα ώρα και στιγμή αν γίνει κάτι, όμως από την άλλη... Η συνάντηση μαζί του είναι κάτι που πρέπει να κάνω μόνη μου.
Στρέφω λίγα εκατοστά το κεφάλι μου προς το μέρος του και του απαντώ αρνητικά με ένα χαμόγελο. Ανταποδίδει και αφήνει το χέρι μου ελεύθερο να αιωρηθεί για λίγα δευτερόλεπτα στον αέρα.
Τυλίγω τα δάχτυλα μου γύρω από το χερούλι και η παγωμένη επιφάνεια, κάνει όλο μου το σώμα να ανατριχιάσει. Θα έχουμε και χειμώνας όπου να 'ναι.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και χωρίς δεύτερη σκέψη, μπαίνω μέσα, αποφασισμένη να τον αντιμετωπίσω για τελευταία φορά... Με τους δικούς μου όρους.
Μεριά συγγραφέα-αναγνώστη
Η πόρτα έκλεισε πίσω της και αυτή κοντοστάθηκε σε ένα σημείο, μένοντας απόλυτα ακίνητη. Ο μικρός χώρος του δωματίου, ήταν θεοσκότεινος και το μόνο που πρόσφερε λίγο φως σε αυτό ήταν μια λάμπα σε σχήμα τριγωνικό, η οποία κρεμόταν από το ταβάνι. Από όσο μπορούσε να διακρίνει με το αχνό φως, οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε μια μουντή, γκρι απόχρωση.
Είχε ανατριχιάσει ολόκληρη. Βρισκόταν στο ίδιο σημεία αρκετά λεπτά και ακόμα κανένα ίχνος του... Φοβόταν ότι θα πεταγόταν ξαφνικά και η δερμάτινη ζώνη του, θα άφηνε πάλι τα σημάδια του στο κορμί της. Όλες οι πληγές είχαν επουλωθεί... Εκτός από αυτήν στην ψυχή της. Γιατί καταβάθος, αγαπούσε τον πατέρα της και τον νοιαζόταν. Όσο και αν το προσπάθησε όλα αυτά τα χρόνια, δεν κατάφερε ποτέ να τον μισήσει και να ευχηθεί να εξαφανιστεί από αυτόν τον κόσμο. Άνθρωποι σαν και αυτόν είναι άχρηστοι στην κοινωνία.
"Κόρη μου... Σε περίμενα..."
Η φωνή του έφτασε στα αυτιά της και ένιωσε τους παλμούς της καρδιάς της να αυξάνονται επικίνδυνα. Το αίμα στις φλέβες της είχε παγώσει και τα μάτια την είχαν εστιάσει στην φιγούρα που την κοιτούσε επιβλητικά μέσα από το σκοτάδι, στην καρέκλα από την άλλη μεριά του τραπεζιού.
Ο άντρας σταύρωσε τα χέρια του, ακουμπώντας τα πάνω στο σιδερένιο τραπέζι. Οι αλυσίδες κροτάλιζαν μεταξύ τους, δημιουργώντας έναν ξερό και απότομο ήχο, ο οποίος της θύμιζε ξανά και ξανά πως ήταν μαζί με αυτόν στο δωμάτιο. Το κεφάλι του εμφανίστηκε και η Ζοζεφίνα δείλιασε να πλησιάσει.
"Δεν δαγκώνω Ζοζεφίνα μου..." της είπε με ένα αλαζονικό χαμόγελο αποτυπωμένο στο πρόσωπο του και η ξανθιά γυναίκα, έσυρε την καρέκλα προς τα πίσω, αποφασισμένη να μην την τρομάξει το πρόσωπο του.
Έκατσε απέναντι του, υψώνοντας το κεφάλι της προς τα πάνω... Και τότε τα αντίκρισε. Αντίκρισε εκείνα τα μάτια που κάποτε στοίχειωναν τα όνειρα της για χρόνια. Είχε αποκτήσει πολλούς εφιάλτες. Ακόμα της βασάνιζαν κάποιες φορές τα βράδια, όμως τώρα πια δεν κοιμόταν μόνη της... Είχε κοντά της τον άντρα που αγαπούσε. Την κρατούσε στην αγκαλιά του και αυτή ηρεμούσε.
Την κάρφωσε με το άγριο βλέμμα και τα χαρακτηριστικά του σκλήρηναν ακόμα περισσότερο, όμως η Ζοζεφίνα το ορκίστηκε στον εαυτό της πως δεν θα λύγιζε μπροστά του.
"Ομόρφυνες πολύ κόρη μου... Σίγουρα και το σώμα μου θα είναι ότι πρέπει..."
Θέλησε να ξεράσει για ένα λεπτό, όμως κρατήθηκε. Σε λίγο θα έβγαινε από αυτό το δωμάτιο και θα πατούσε ξανά το πόδι της στην φυλακή. Δεν θα τον έβλεπε ξανά. Μπορούσε να αντέξει για μερικά λεπτά.
"Γιατί μου έστειλες εκείνο το γράμμα; Τι θες από εμένα; Γιατί επικοινώνησες μετά από τόσα χρόνια;" τον ρώτησε ευθέως και χωρίς ίχνος χρώματος στην φωνή της. Δεν θα του έδειχνε την αναστάτωση της.
"Παιδί μου, μην βιάζεσαι. Έχουμε άπλετο χρόνο"
"Θέλω να τελειώνουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Θέλω να φύγω και να μην σε δω ξανά" του εξήγησε με ειλικρίνεια και αυτός γέλασε.
"Πολύ καλά... Ήθελα να σου πω συγχαρητήρια" της είπε, σοβαρεύοντας το ύφος του και η Ζοζεφίνα εξεπλάγην.
Αυτό ήταν το τελευταίο που περίμενε να ακούσει από αυτόν. Όσο ήταν παιδί, ποτέ δεν ακούστηκε καλός λόγος από τα χείλη του προς το πρόσωπο της. Αποτυχία την ανέβαζε, άχρηστη την κατέβαζε.
"Να σου πω πόσο περήφανος είμαι. Κατάφερες να βρεις έναν σωστό άντρα και να αναθρέψεις ένα παιδί μόνη σου"
Ηθελε να σηκωθεί και να αρχίσει να κοπανάει το κεφάλι της στον τοίχο. Τι συνέβαινε; Γιατί ξαφνικά ήταν καλός μαζί της; Τι πίστευε πως θα κερδίσει από αυτήν του την στάση; Είχε στο πίσω μέρος του μυαλού της πως όλο αυτό ήταν ένα από τα παιχνίδια του παρόλα αυτά...
"Το να μεγαλώνεις παιδί είναι δύσκολο. Και εσύ όμως το κατάφερες. Η Λούνα έγινε... Σωστή γυναίκα. Όμορφη και γλυκιά... Όταν βγω από εδώ... Θα της κάνω μια επίσκεψη"
Το ήξερε! Το ήξερε βαθιά μέσα της πως πάλι θα έβρισκε κάτι να πει για να την πονέσει! Χτύπησε ευαίσθητη χορδή! Ήξερε πως αν η Λούνα πάθαινε κάτι... Δεν θα άντεχε το βάρος από τις ενοχές!
Πετάχτηκε όρθια και οι παλάμες της ήρθαν σε σύγκρουση με το τραπέζι, κάνοντας το να τρανταχτεί. Η καρέκλα έφυγε λίγα εκατοστά πίσω, αφήνοντας της χώρο.
"Την Λούνα δεν θα την αγγίξεις ποτέ, με ακούς;! Δεν θα τολμήσεις να ακουμπήσεις τρίχα από τα μαλλιά της αδερφής μου! Αλλιώς θα–"
"Αλλιώς τι ρε σκατόπαιδο;! Νομίζεις πως μου καίγεται καρφάκι για το μπάσταρδο της μάνας σου;! Έννοια σου και θα της μάθω να παίζει κρυφτό όπως έμαθα και σε εσένα!" της φώναξε με θυμό και η Ζοζεφίνα έκανε αυτό που δεν τόλμησε να κάνει ποτέ της.
Τον χτύπησε στο πρόσωπο με όλη την δύναμη, σπάζοντας την μύτη του. Αίμα έτρεξε από τα δύο ρουθούνια του και την κοίταξε με μίσος... Γιατί το μισούσε αυτό το παιδί. Το σιχαινόταν. Όπως και την μάνα του.
"Τι έκανες;!"
"Αυτό που έπρεπε! Δεν σε φοβάμαι πια! Δεν είμαι δέκα χρονών πια! Δεν με τρομάζει πια η στάση σου! Προχώρησα! Είμαι καλά πια! Δεν νιώθω τίποτα άλλο για εσένα, παρά μόνο λύπηση! Σε σιχαίνομαι τέρας!!!" του φώναξε και άφησε τον εαυτό της αναπνεύσει. Μπορούσε να νιώσει τους παλμούς της από κάθε σημείο του σώματος της.
"Δεν ξέρω γιατί μου κατέστρεψες της ζωή, αλλά δεν με νοιάζει πια να μάθω!!! Ξέρω μόνο ότι δεν θα έρθω εδώ ξανά για να σε δω!!! Είσαι απλά ένας κακός άνθρωπος και αυτή είναι η μόνη εξήγηση!!! Και αν κόψεις έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά της Λούνας, δεν θα διστάσω να γίνω δολοφόνος για την οικογένεια μου!!! Αντίο και στα τσακίδια!!! Να πας στην κόλαση!!!" ούρλιαξε μέσα στο πρόσωπο του και πήγε να φύγει, όταν η φωνή του την σταμάτησε.
"Αυτή η μάνα σου... Αυτή η πουτάνα... Έπρεπε να πεθάνει" της είπε και γύρισε ξανά προς το μέρος του, κοιτώντας τον με απορίαα, αλλά και θυμό.
"Μην ξαναπιάσεις την μάνα μου στο στόμα σου! Άξιζε κάτι πολύ καλύτερο από εσένα!"
"Πόσα λίγα ξέρεις κόρη μου... Και ο θάνατος της άξιζε! Φρόντισα εγώ προσωπικά για αυτό!!!" της είπε και τα μάτια της Ζοζεφίνας άνοιξαν διάπλατα στο άκουσμα αυτών των δύο λέξεων.
Πλησίασε ξανά προς το μέρος, καταβάλοντας προσπάθεια να επεξεργαστεί όλα όσα ειπώθηκαν πριν μερικά δευτερόλεπτα... Τι εννοούσε με αυτό... Τι εννοούσε με αυτό;!
"Τι είπες;!" ρώτησε, μη θέλοντας να το ακούσει ξανά στην πραγματικότητα.
"Ποιός νομίζεις πως ήταν πίσω από την δολοφονία της μητέρας σου και του πατριού σου; Εγώ! Εγώ έβαλα άνθρωπο να κόψει τα φρένα και μετά τον σκότωσα μέσα στην φυλακή! Εγώ τους σκότωσα κόρη μου! Αδερφούλα σου έμεινε ορφανή... Εξαιτίας μου!" της απάντησε με ευχαρίστηση και γέλασε δυνατά. Το γέλιο του γέμισε κάθε άκρη του δωματίου. Ήταν τρελός... Ήταν τρελός!
Ξαφνικά, όλος ο εσωτερικός κόσμος της Ζοζεφίνας κατέρρευσε. Αισθάνθηκε τα πάντα γύρω της να διαλύονται και πως η ίδια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να βοηθήσει. Δεν μπορούσε να τραβήξει κανέναν από την πτώση... Διότι έπεφτε και η ίδια... Μαζί με όλα τα άλλα! Οι αναμνήσεις την χτύπησαν όλες μαζί ταυτόχρονα και ο εγκέφαλος ήταν έτοιμος να εκραγεί! Ήθελε να κραυγάσει από την οργή της και να σπάσει οτιδήποτε ήταν μπροστά της! Είχε χάσει τα πάντα... Εξαιτίας του πατέρα της! Ο πιο σημαντικός άνθρωπος που είχε στην ζωή της... Πέθανε από δολοφονία και όχι από ατύχημα! Η μαμά της... Η γλυκιά της μανούλα! Πέθανε λίγες μέρες μετά την γέννηση της αδερφής της... Τόσο ξαφνικά! Μέσα σε μια στιγμή ήταν μόνη! Και τώρα έμαθε... Πως κάποιος άλλος είχε ορίσει να γίνουν έτσι τα πράγματα!
Τα δάκρυα κάλυψαν τις προεκτάσεις από τα μάγουλα της. Δεν μπορούσε πια να τα συγκρατήσει... Όχι μετά από αυτό!
Βγήκε έξω, τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω της. Αυτή όμως, το μόνο που έκανε ήταν να πέσει στην αγκαλιά του συντρόφου της και να ξεσπάσει σε λυγμούς, καθώς το χέρι το Αλεξάντερ την κράταγε σφιχτά πάνω του.
Δεν ήταν η ώρα να της κάνει ερωτήσεις, το ήξερε. Τώρα έπρεπε απλά να είναι εκεί για αυτήν. Να την κρατήσει, για να μην καταρρεύσει και σωματικά. Να γίνει το στήριγμα της. Αυτό είχε ανάγκη και η Ζοζεφίνα. Όλα τα άλλα, θα τα έλεγαν μετά...
Δύο φύλακες μπήκαν μέσα και βγήκαν έξω, κρατώντας αυτό το τέρας στα χέρια τους. Ο άντρας κοίταξε την Ζοζεφίνα για τελευταία φορά, πριν τον πάνε στο κελί του.
"Εγώ το έκανα! Εγώ στο στέρησα τα πάντα! Και θα το κάνω ξανά Ζοζεφίνα! Δεν τελείωσες οριστικά μαζί μου! Ποτέ σου δεν το έκανες!"
"Σκάσε! Σκάσε!" φώναξε καθώς τον απομάκρυναν.
Οι γονείς της... Όλα όσος ήξερε... Ήταν ένα ψέμα. Πως μπόρεσε ο πατέρας της να κάνει κάτι τέτοιο; Γιατί, αφού της στέρησε την παιδική της ηλικία... Της στέρησε και τον μοναδικό άνθρωπο που είχε καλές αναμνήσεις... Από αυτήν;
Γειά σας δελφινάκια μου🐬🐬🐬🐬🐬
So...
Αυτό ήταν το σημερινό κεφάλαιο!
Πως σας φάνηκε;
Οι πρωταγωνιστές μας, πήγαν μέχρι το Σαν Φρανσίσκο, ώστε η Ζοζεφίνα να κάνει αυτήν την επίσκεψη...
Και τελικά η συνάντηση έγινε!
Είδαμε για πρώτη φορά μετά από τόσες περιγραφές, τον πατέρα της Ζοζεφίνας.
Τι γνώμη έχετε;
Δεν ρωτάω αν τον συμπαθήσατε, ξέρω πως δεν το κάνατε😌
(ξέρει αυτή για ποιά το λέω😂)
Είχαμε μια πολύ στενάχωρη αποκάλυψη😥
Είναι σκληρό να μαθαίνεις ότι ο άνθρωπος που αγαπάς έφυγε από την ζωή τόσο άδικα. Ειδικά από... Δολοφονία😖
Πάντως ένα έχω να σας πω!
Μην ξεχάσετε αυτόν τον χαρακτήρα... Γιατί θα τον δούμε ξανά🥺😳
Επίσης...
Ετοιμαστείτε, γιατί στο επόμενο, έρχεται μια ακόμα αποκάλυψη!
Ήρθε η ώρα το κουβάρι να ξετυλίγεται😊
Μέχρι το επόμενο...
Peace❤️💛✌️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top