Δεν Με Θυμάσαι Άλεξ;

Πλευρά συγγραφέα-αναγνώστη

23 χρόνια πριν...

"Πως μπόρεσες να κρύβεις κάτι τόσο σοβαρό όλα αυτά τα χρόνια;!" φώναξε με οργισμένη η εικοσιεφτά χρονών τότε Μαργαρίτα και το ποτήρι με το κρασί που κρατούσε στα χέρια της, εκτοξεύτηκε μέσα από τις παλάμες στον τοίχο και κατέληξε στο πάτωμα, έχοντας σπάσει σε χίλια κομμάτια.

"Δεν ήταν δική μου δουλειά να σου αποκαλύψω πως ήσουν το μπάσταρδο του συζύγου μου" την ειρωνεύτηκε και ήπιε μια ακόμα γουλιά από το κόκκινο οινοπνευματώδες ποτό της, κοιτώντας εναλλάξ με απάθεια την νεαρή κοκκινομάλλα που βημάτιζε έξαλλη στο δωμάτιο και τον δύο χρόνια μικρότερο από αυτήν γιό της, ο οποίος είχε καθίσει στον καναπέ και το πρόσωπο του ήταν κρυμμένο μέσα ανάμεσα στις υγρές παλάμες του, ενώ το σώμα του έτρεμε.

Ο Αλεξάντερ λίγες ώρες, είχε μπει στην κρεβατοκάμαρα του πατέρα του, για να μαζέψει τα προσωπικά του αντικείμενα. Δεν κοιμούνταν πλέον μαζί με την Ήρα, μια συγκυρία που τον διευκόλυνε, καθώς προσπαθούσε να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με εκείνη όσο γίνεται λιγότερο. Μετά από τον τελευταίο τους καυγά λίγες μέρες πριν, την απέφυγε όπως ο διάολος το λιβάνι και είχε εστιάσει στην φροντίδα του Κρις και παράλληλα, έκανε τα πρώτα του βήματα στην οικογενειακή επιχείρηση, φτιάχνοντας τα σχέδια που έφερναν την αλλαγή στην εταιρεία και θα έκανε πραγματικότητα το όνειρο του ίδιου και του πατέρα του. Αδιαφορούσε πλήρως λοιπόν για την γυναίκα που τον γέννησε, ακριβώς όπως έκανε και αυτή. Δεν χωρούσε κανείς στην ζωή του, πέρα από τον μικρό του αδερφό και την καλύτερη του φίλη.

Τοποθετούσε ήδη μερικά βιβλία μέσα σε μια από τις χάρτινες κούτες, όταν ένα από αυτά γλίστρησε από την στοίβα που κρατούσε στα χέρια και έπεσε πάνω στο χαλί ορθάνοιχτο. Ο Αλεξάντερ, αφού απίθωσε τα υπόλοιπα μέσα στην κούτα, έσκυψε να το πιάσει. Τότε, διέκρινε μια φωτογραφία που τον εξέπληξε... Ήταν ο Μάρκος, ο οποίος κρατούσε στην αγκαλιά του μια γυναίκα με κατακόκκινα μαλλιά και την φιλούσε στο μάγουλο, ενώ στο πρόσωπο εκείνης, έχει αποτυπωθεί το πιο φωτεινό και όμορφο χαμόγελο που είχε δει ποτέ του. Το πρόσωπο της πρόσδιδε αισιοδοξία και μπορούσε να προσφέρει χαρά και ελπίδα, μόνο με αυτό. Ακόμα και ο Αλεξάντερ, που είχε γίνει ράκος τον τελευταίο καιρό και η ψυχολογία είχε φτάσει στα τάρταρα της ψυχής του, χαμογέλασε ασυναίσθητα σε αυτό το θέαμα.

Φαίνονταν σχεδόν τριάντα χρόνια νεότεροι. Τα μάτια τους... Πέρα από το εντυπωσιακό σοκολατί χρώμα των ματιών του πατέρα του, η σμαραγδένια απόχρωση αυτών της γυναίκας, έμοιαζε με χάντρες που ταίριαζαν απόλυτα στο σώμα της. Ήταν το χαρακτηριστικό που προσεχές αμέσως στο πρόσωπο της και δεν ήθελες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω τους. Κάθε άντρας θα μαγευόταν... Του θύμησε πολύ την Μαργαρίτα. Ίδια έκφραση, ίδιο ανάστημα...

Έπειτα συνειδητοποίησε ποιά ήταν και σοκαρίστηκε ακόμα περισσότερο. Για ποιόν λόγο η Ορόρα Λέιν και ο πατέρας του... Τι συνέβαινε; Γιατί ο ένας βρισκόταν στην αγκαλιά του άλλου;

Τόσα πολλά τα ερωτηματικά που αναπτύχθηκαν στο μυαλό του και δεν ήταν κανείς σε θέση να του δώσει μια απάντηση. Έτσι, αποφάσισε να ξεφυλλίσει αυτό το βιβλίο με το βελούδινο εξώφυλλο, έως και το τέλος. Όχι από περιέργεια για να κουτσομπολέψει, αλλά από την ανάγκη του να βρει τι σήμαινε αυτή η εικόνα που αντίκρισε.

Κατά την διάρκεια των λεπτών που παρατηρούσε τις σελίδες. , των οποίον η μυρωδιά του παρελθόντος και των παλιών αναμνήσεων ξεχύθηκε και εισχώρησε στα ρουθούνια του, κι άλλες φωτογραφίες πέρασαν από μπροστά του, σαν ταινία μικροφίλμ. Καθώς προχωρούσε, η χρονολογίες άλλαζαν παράλληλα και πλησίαζε όλο και πιο κοντά στην δική τους... Ώσπου έφτασε στην αλλαγή της χιλιετίες, το δύο χιλιάδε. Μετά οι σελίδες ήταν κενές. Κανένα στοιχείο για το ποιό ήταν το τέλος τους.

Κατάλαβε για ποιά γυναίκα του είχε μιλήσει κάποτε ο πατέρας του... Την Ορόρα είχε αγαπήσει βαθιά και αληθινά. Το μυστικό που του είχε εκμυστηρευτεί αφορούσε εκείνη. Του είπε πως την σκεφτόταν ακόμα έντονα... Άραγε δεν την είχε ξεπεράσει; Από πότε είχαν σχέση; Γνωρίστηκαν πριν ο Μάρκος παντρευτεί με την Ήρα; Διατήρησαν τον δεσμό τους και αργότερα, που ο ίδιος είχε ήδη έρθει στον κόσμο; Η Ήρα γνώριζε και για αυτό πάντα κρατούσε τόσο επιθετική στάση απέναντι στην Ορόρα; Γι' αυτόν τον λόγο... Η Ορόρα εργαζόταν στο σπίτι των Σέργουντ ως οικιακή βοηθός που ήταν υπεύθυνη για τα πάντα; Η Μαργαρίτα ήξερε;

Σαν να μην έφταναν όλες αυτές οι απορίες, την στιγμή που σηκώθηκε να φύγει, ένα κομμάτι χαρτί ξέφυγε από τις παλιές σελίδες και έπεσε απαλά στο πάτωμα. Ο Αλεξάντερ, παραξενεμένος, έσκυψε να το μαζέψει, ενώ ταυτόχρονα τα χέρια έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Φοβόταν. Φοβόταν για το τι μπορεί να διάβαζε. Μα η επιθυμία για απαντήσεις, ήταν πιο έντονη και το παρότρυνε να ξεδιπλώσει με προσοχή, ώστε να μην σκιστεί ούτε ένα εκατοστό.

Όταν τελικά τα μάτια του άρχισαν να διαβάζουν τις λέξεις και το μυαλό του να επεξεργάζεται όλες αυτές τις πληροφορίες, μια ζάλη τον κατέκλυσε και τα μάτια του βούρκωσαν... Μόλις είχε μάθει το πιο σοκαριστικό νέο που θα μπορούσε να ισχύει για την οικογένεια των Σέργουντ!

Ένιωθε για άλλη μια φορά τον κόσμο γύρω του να καταρρέει και εκείνος απλώς να κοιτάζει, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Τα δάκρυα που έτρεχαν σαν χείμαρρος από τα μάτια του, δήλωναν την οργή και την θλίψη που ένιωθε. Όλα όσα πίστευε για τον πατέρα του, είχαν ανατραπεί. Δεν... Δεν.. Δεν ήξερε πλέον τι να πιστέψει και σε ποιόν να εκφράσει την απογοήτευση που πλάκωσε την καρδιά του... Και η Ορόρα... Η γλυκιά του Ορόρα, ίσως δεν ήταν τελικά αυτήν που φαινόταν...

Όχι όχι, δεν έπρεπε να το κάνει αυτό. Δεν έπρεπε να αμφισβητήσει τώρα. Δεν έπρεπε τώρα να χάσει τον έλεγχο του εαυτού του και να χάσει την εμπιστοσύνη του προς την μητέρα του και τον πατέρα του, ο οποίος βρισκόταν σε ένα πιο ειρηνικό μέρος. Είχε μάθει πως όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Και θα ήταν άδικο να φτάσει σε αυθαίρετα συμπεράσματα, χωρίς να έχει ακούσει όλες τις εκδοχές αυτής της ιστορίας. Ατιμία ονομαζόταν και άτιμος δεν θα γινόταν για κανέναν λόγο, όσο κι αν είχε επηρεαστεί συναισθηματικά. Ο έλεγχος των όσων ένιωθε εκείνη την στιγμή, ήταν απαραίτητος.

Έπρεπε παρόλα αυτά να μάθει. Απαιτούσε απαντήσεις και είχε κάθε δικαίωμα να της λάβει. Και μόνο μια γυναίκα μπορούσε να αποκαλύψει όλα όσα όφειλε να πει... Και σε εκείνον, αλλά και στην Μαργαρίτα. Αναρωτήθηκε αν γνώριζε την αλήθεια... Πως αυτό και η ίδια, ήταν αδέρφια, από τον ίδιο πατέρα;

Κατέβηκε νευριασμένος στο ισόγειο και ο καυγάς που ξεκίνησε ανάμεσα σε αυτόν, την Ήρα και την Μαργαρίτα, ήταν σαν μην είχε τέλος. Στην αρχή τσακωνόταν και με την Μαργαρίτα, αλλά όταν κατάλαβε πως δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, και οι δύο στράφηκαν εναντίον της Ήρας, η οποία γνώριζε... Και απλώς δεν μίλησε ποτέ, αλλά επέλεξε να φέρεται άσχημα και να πληγώνει όλη της οικογένεια, στην προσπάθεια της να απαλύνει τον δικό της πόνο.

"Μην τολμήσεις να την αποκαλέσεις έτσι ξανά! Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να την προσβάλεις, με ακούς;!"

"Τώρα έμαθες πως είναι αδερφή σου και την υπερασπίζεσαι;!"

"Δεν χρειάζομαι κανέναν για να με υπερασπιστεί Ήρα! Και ο Αλεξάντερ, ήταν πάντα εδώ για εμένα! Αίμα μου ή όχι, είναι αδερφός μου και οικογένεια μου, πολύ περισσότερο από εσένα! Και είμαι περήφανη που είμαι το μπάσταρδο του Μάρκου Σέργουντ, γιατί μπορεί να μην ήξερα τότε, αλλά μου στάθηκε ως πατέρας!" φώναξε με όλη της δύναμη της ψυχής της και έκατσε στον καναπέ, κλείνοντας τα μάτια της.

Όλη της την ζωή... Μισούσε τον πατέρα της και αγαπούσε τον Μάρκο Σέργουντ. Και τώρα... Έμαθε πως ο άντρας που μισούσε περισσότερο από τον οποιονδήποτε στην ζωή της– επειδή εγκατέλειψε την ίδια και την μητέρα της ενώ τον είχαν ανάγκη–, ήταν και ταυτόχρονα ο άντρας που στάθηκε στο πλάι της όλα αυτά τα χρόνια, σε κάθε δύσκολη στιγμή, χωρίς να την κρίνει. Σε κάθε καυγά, σε κάθε κοπάνα, σε κάθε κλάμα, ήταν ο όμως παρηγοριάς που αναζητούσε. Πίστευε ότι μεγάλωνε χωρίς πατέρα... Ενώ στην πραγματικότητα αυτός ήταν δίπλα της, σαν φύλακας άγγελος.

Είχε πατέρα. Και αυτός ήταν ο Μάρκος Σέργουντ, είτε βιολογικός, είτε όχι. Δεν της έλεγε απλά ότι την αγαπάει, αλλά της το αποδείκνυε κιόλας κάθε μέρα, με πολλούς τρόπους. Και εκείνη... Τον αγαπούσε. Γιατί ουσιαστικά ποτέ δεν τους εγκαταλείψε.

"Αυτός ο άντρας μου κατέστρεψε την ζωή! Τον μισώ και να σας πω κάτι;! Ίσως καλύτερα που έφυγε από αυτόν τον κόσμο, για μην κάνει άλλο κακό!"

"ΕΣΎ μας κάνεις κακό Ήρα! Με τα ψέματα σου και την τάση σου να κάνεις τους άλλους δυστυχισμένους! Ένας από αυτούς ήταν και ο Μάρκος! Έθαψες κάτι σημαντικό και τώρα έχεις το θράσος να κατηγορείς τον πατέρα μου;!" ρώτησε με θυμό ο Αλεξάντερ και η Ήρα γύρισε προς το μέρος του, έχοντας πάρει το ίδιο ύφος.

"Δεν ήταν δική μου δουλειά να αποκαλύψω την αλήθεια ούτε να φροντίσω την κόρη της Ορόρας!"

"Ήσουν υποχρεωμένη όμως να αντιμετωπίζεις την μητέρα μου με σεβασμό! Αντιθέτως, εσύ την έκανες να νιώθει σαν σκουπίδι, αγνοώντας όσα έκανε για τα ίδια τα παιδιά! Στάθηκε ως μάνα περισσότερο από εσένα στον Αλεξάντερ και στον Κρις! Εσύ δεν τους είσαι τίποτα!"

"Πως τολμάς να μιλάς έτσι σε μια Σέργουντ;;;!!!Ηλίθια νεαρή!!! Σου έδωσα τα πάντα τόσα χρόνια και εσύ φέρεσαι με αχαριστία!!!" ούρλιαξε στο πρόσωπο της η μέσης ηλικίας γυναίκα και το χέρι της υψώθηκε προς τα πάνω, έτοιμο να προσγειωθεί στο μάγουλο της νεαρής κοπέλας, όταν ο Αλεξάντερ τύλιξε τα δάχτυλα του γύρω από τον καρπό και τον κράτησε σφιχτά, εμποδίζοντας το να κάνει αυτό που ξεκίνησε.

"Φύγε από το σπίτι μας αυτήν την στιγμή!!! Από την στιγμή που προσπάθησες να πειράξεις την αδερφή μου, τότε δεν έχεις καμία θέση εδώ μέσα!!! Και δεν σε εμπιστεύομαι να βρίσκεσαι κοντά στον Κρις!!! Πάρε ότι θες και εξαφανίσου από τις ζωές μας!!! Απόψε κιόλας!!! Όταν κατέβω κάτω ξανά, να μην σε βρω εδώ!!!"

Την έσπρωξε με δύναμη και πριν προλάβει η Ήρα να διαμαρτυρηθεί, ο Αλεξάντερ είχε ήδη πάρει την Μαργαρίτα από το χέρι και μαζί, κατευθυνθηκαν προς το δωμάτιο του, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του.

Δεν έδινε δεκάρα για το τι θα έκανε η 'μητέρα' του από εδώ και στο εξής. Είχε πιο σοβαρό θέματα να επικεντρωθεί και ένα από αυτά... Ήταν μια μεγάλη κουβέντα που έπρεπε να κάνει με την Μαργαρίτα... Δηλαδή την αδερφή του. Που ακόμα και πριν μάθουν, έτσι την έβλεπε.

"Με... Με αποκαλέσες αδερφή σου;" τον ρώτησε έκπληκτη και ο Αλεξάντερ της χαμογέλασε τρυφερά, αφήνοντας ένα φιλί στα μαλλιά της.

"Είτε με δεσμούς αίματος είτε όχι, αυτό είμαστε. Εγώ, εσύ και ο Κρις. Θα μείνουμε οι τρεις μας τώρα. Εσείς και η Ορόρα είστε η οικογένεια μου. Από εδώ και πέρα, θα είμαι ο προστάτης αυτής της οικογένειας και θα φροντίσω να μην πάθει ποτέ κανένας κακό" της είπε για να την καθησυχάσει και εκείνη αφέθηκε στην αγκαλιά του, ξεσπώντας σε λυγμούς.

"Αντί... Αντί να το λέω εγώ αυτό που είμαι η μεγαλύτερη, το λες εσύ... Είμαι τόσο άχρηστη"

"Μην το ξαναπείς αυτό. Είσαι η καλύτερη μεγάλη αδερφή που θα μπορούσα να έχω. Όπως και ο Κρις. Και είμαι σίγουρη πως μαζί θα μεγαλώσουμε τον Κρις όπως πρέπει. Όσο για την Ορόρα, μην ανησυχείς. Θα βεβαιωθώ πως θα λάβει την καλύτερη ιατροφαρμακευτική φροντίδα σε ολόκληρο τον κόσμο" της υποσχέθηκε, χαϊδεύοντας την απαλά στην πλάτη.

"Θα αφήσω την δουλειά για ένα διάστημα. Πρέπει... Πρέπει να είμαι εδώ, μαζί με τον Κρις"

"Όχι Μαργ–"

"Ναι Αλεξάντερ. Έχω πάρει την απόφαση μου. Εγώ θα προσέχω τον Κρις... Και εσύ απογείωσε την εταιρεία του πατέρας μας. Κάνε τα όνειρα και των δυό σας πραγματικότητα. Γιατί μπορείς να το κάνεις. Πιστεύω σε εσένα" γέλασε με την αντίδραση της, περασέρνοντας της και εκείνη να κάνει το ίδιο.

"Θέλω και εγώ αγκαλιά!" άκουσαν τον Κρις να λέει από πίσω και γύρισαν ταυτόχρονα.

"Γιατί δεν έρχεσαι τότε;" τον ρώτησε γελώντας η Μαργαρίτα και ο έφηβος Κρις έτρεξε ανάμεσα τους.

Ο Αλεξάντερ τους κράτησε και τους δύο στην αγκαλιά του, σκεπτόμενος τις δύσκολες μέρες που τους περίμεναν. Γνώριζε πως η Ήρα φεύγοντας, θα άδειαζε όλους τους λογαριασμούς τους και θα εξαφανιζο, ποιός ξέρει για που. Έπρεπε να σκεφτεί πολύ σοβαρά πως θα τα έβγαζαν πέρα. Η εταιρεία δεν ήταν αρκετή πια... Όσο και αν δεν το ήθελε, έπρεπε να καταφύγει σε απαίσιες μεθόδους. Και θα έκανε αυτό που του είπα η Μαργαρίτα... Η εταιρεία θα έφτανε ψηλά, με το γίνει η μεγαλύτερη στην παραγωγή ταινιών και σειρών του κόσμου... Και πολύ σύντομα μάλιστα.

Τώρα...

"Πριν λίγες μέρες παρακολούθησα την καινούργια σειρά της Sergud Studios και την λάτρεψα! Είναι ξεκάθαρα η αγαπημένη μου!" είπε εύθυμα η μικρή Λούνα και ο Αλεξάντερ γέλασε δυνατά. Πολλές φορές άκουγε κοπλιμέντα για την δουλειά του, αλλά χαιρόταν να τα ακούει από δικούς του ανθρώπους.

"Σε ευχαριστώ Λούνα μου. Είναι σημαντικό που εξελίσσομαι. Αλλά βλέπω και εσύ το έκανες. Αυτή η ζωγραφιά είναι υπέροχη" παρατήρησε ο Αλεξάντερ, κοιτώντας τον καμβά που άπλωνε τα χρώματα, ώστε να συνεχίσει το έργο της και να συζητάνε παράλληλα.

Από το πρωΐ που ο Αλεξάντερ είχε αποφασίσει να μείνει και να πάρει μαζί τους πρωΐνό, μιλούσαν ακατάπαυστα. Ήταν τόσα πολλά αυτά που είχαν να πουν άλλωστε. Ανέφεραν και οι δύο κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους τα τελευταία τρία χρόνια. Η Λούνα του περιέγραψε την όλη διαδρομή που διένυσε προκειμένου να περπατήσει ξανά και για το πόσο καλά ήταν πράγματα στο νέο της σχολείο. Εκεί, είχε καταφέρει να εμπιστευτεί την αλήθεια της σε δύο φίλες της και ένιωθε αποδεχόμενη από τους άλλους για πρώτη φορά. Επιπλέον, του ανακοίνωσε πως παρακολούθε μαθήματα ζωγραφικής και ότι πολύ σύντομα, θα έστελνε το έργο της σε έναν διαγωνισμό.

Ο Αλεξάντερ από την άλλη, δεν παρέλειψε ούτε αυτός κάποια λεπτομέρεια. Ειπώθηκαν τα πάντα από το στόμα του... Εκτός από το λέμφωμα χοατζκιν που τον βασάνιζε δύο χρόνια τώρα. Δεν ήθελε να την ανησυχήσει, όπως και την γλυκιά του Ζόζι. Πρώτα θα περνούσε λίγος καιρός, στον οποίον θα ερχόταν κοντά με τον Έντγκαρ, και μετά θα αποκάλυπτε την ασθένεια του πρώτα στην Ζοζεφίνα, και ύστερα στην Λούνα... Ώστε να είναι προετοιμασμένες για κάθε ενδεχόμενο.

Βρισκόμενος μαζί με την κόρη του, αισθάνθηκε ολοκληρωμένος. Όλες αυτές τις ώρες, είχε ξεχάσει τον καυγά με την αγαπημένη του, όπως και τους λόγους. Ήταν απλώς χαρούμενος που έβλεπε την μικρή Λούνα. Θυμήθηκε τον παλιό καλό καιρό... Τότε που εκείνος και η Ζοζεφίνα ήταν καλά. Χωρίς προβλήματα και πολλά πράγματα, όπως η ειλικρίνεια και η εμπιστοσύνη, ήταν αυτονόητα ανάμεσα τους... Πόσο του έλειπαν γαμώτο όλα αυτά... Παρόλα αυτά, είχε πληγωθεί εξαιτίας των ψεμάτων... Είχε έναν γιό... Και έχασε τρία χρόνια από την ανατροφή του.

"Σε ευχαριστώ. Την φτιάχνω για έναν διαγωνισμό. Θα την τελειώσω μάλλον αύριο και πριν τις γιορτές, θα έχω μάθει τα αποτελέσματα. Θέλω πολύ να κερδίσω" του εξήγησε και αυτός χαμογέλασε υπερήφανα.

"Ποιό είναι το έπαθλο;"

"Μια εβδομάδα στην Ρώμη, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, για τέσσερα άτομα. Είναι απίστευτο πρόγραμμα και ανυπομονώ. Και τώρα που γύρισες, μπορούμε να πάμε εγώ, εσύ, η Ζοζεφίνα και ο Έντγκαρ. Η οικογένεια μου" της απάντησε και πάγωσε στην θέση του, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της.

Αυτή η οικογένεια, θα ήταν δύσκολο να ενωθεί ξανά. Συνέβησαν τόσα πολλά... Ο Αλεξάντερ και η Ζοζεφίνα δεν ήταν πλέον οι ίδιοι. Είχαν ωριμάσει. Δεν μπορούσαν τώρα να αφεθούν πλήρως στον έρωτα τους. Δεν λύνονταν τα πάντα με τον διάλογο. Είχαν θυμό μέσα τους και δεν ήξεραν πως να το διαχειριστούν. Και θα περνούσε σίγουρα πολύς καιρός, προτού μπορέσουν να ζήσουν και πάλι ανέμελα.

"Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαρούμενη είμαι. Τώρα που είμαστε και πάλι όλοι μαζί, όλα θα πάνε καλύτερα. Και αφού περπατάω πάλι... Θα σας κάνω την ζωή κόλαση" αστειέυτηκε η μικρή κοκκινομάλλα, χωρίς να γνωρίζει την θύελλα συναισθημάτων που προκάλεσε στον Αλεξάντερ.

Τότε κατάλαβε. Κατάλαβε γιατί η γυναίκα που αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στην ζωή του –ακόμα και από την ίδια του την ζωή–, έστησε όλη αυτήν την πλεκτάνη... Μια φορά και έναν καιρό, η Ζοζεφίνα ρίσκαρε τα πάντα εν αγνοία της, για να είμαι μαζί της. Όταν είδα τον πόνο στα μάτια της Λούνας... Αποφάσισε πως δεν ήθελε να δει ποτέ κάτι τέτοιο στα μάτια του γιού της. Ήθελε να τον προφυλάξει, όπως και την αδερφή της. Και πράγματι, ο Αλεξάντερ δεν έλαβε μια και δυό φορές μηνύματα που τον απειλούσαν ουσιαστικά να επιστρέψει στην παρανομία. Εκείνος αρνήθηκε και φυσικά τώρα, αφότου οι αντίπαλοι δεν είχαν κάποιο ευαίσθητο σημείο να χτυπήσουν, τα παράτησαν. Ήταν καθαρός και συνέχιζε την ζωή του τίμια.

Η Ζοζεφίνα αυτό όμως δεν το γνώριζε. Όσο θυμωμένος και απογοητευμένος κι αν ένιωθε... Την κατανοούσε. Και ίσως την δικαιολογούσε. Έφταιγε και εκείνος... Και έπρεπε να περάσουν ώρες για να καταλάβει.

'Μακάρι να το είχα φτάσει σε αυτό το συμπέρασμα νωρίτερα. Ξεστόμισα απαίσια πράγματα στο πρόσωπο της... Στο πρόσωπο της αγαπημένης μου' σκέφτηκε και απελευθέρωσε μια ανάσα. Έπρεπε να τα πουν ξανά με την Ζοζεφίνα... Πιο ήρεμα αυτήν την φορά.

"Λούνα!" η φωνή της Ζοζεφίνας και τα χτυπήματα στην πόρτα, τον τράβηξε απότομα από τις σκέψεις του και μαζί με την Λούνα, σηκώθηκαν όρθιοι, βλέποντας την πόρτα να ανοίγει.

"Λούνα μου, ήρθαν οι φίλες σου. Σε περιμένουν κάτω"

"Σκατά! Το είχα ξεχάσει! Αλεξάντερ, θα με περιμένεις να γυρίσω;" τον ρώτησε,  έχοντας ακουμπήσει με προσοχή την παλέτα στο γραφείο της και έπιασε την τσάντα στα χέρια της.

"Δεν μπορώ γλυκιά μου. Πρέπει να γυρίσω στην δουλειά. Αλλά σου υπόσχομαι πως θα έρθω ξανά πολύ σύντομα" της απάντησε, κοιτώντας την στα μάτια και η Λούνα δεν άντεξε να μην τον αγκαλιάσει.

"Μου το υπόσχεσαι; Δεν θέλω να σε χάσω ξανά" ψέλλισε βουρκωμένη και ο Αλεξάντερ την φίλησε στο μέτωπο.

"Σου το υπόσχομαι κόρη μου" της είπε και αφού έδιωξε με τους αντίχειρες του τα υγρά από τα μάτια της, εκείνη του χαμογέλασε και έτρεξε έξω, ξεχνώντας τα χαιρετήσει την μεγάλη της αδερφή.

Η Ζοζεφίνα αισθάνθηκε ένα τσίμπημα στην καρδιά, αλλά το αγνόησε αμέσως. Χαιρόταν που έβλεπε και πάλι την χαρά στο πρόσωπο της αδερφής της και αυτό ήταν απόλυτα αρκετό, για να την γεμίσει. Θα της έδινε τον απαραίτητο χρόνο και μετά θα συζητούσαν.

"Να... Να πηγαίνω και εγώ" είπε όσο πιο σιγανά μπορούσε, μα ο ψίθυρος του δεν άφησε την Ζοζεφίνα αδιάφορη.

Η ατμόσφαιρα ανάμεσα τους, ακόμα ήταν αμήχανη. Στο τραπέζι το πρωΐ, δεν αντάλλαξαν ούτε μια λέξη, πέρα από τα τυπικά. Η Λούνα δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα σχετικά με τον διαπληκτισμό που τους είχε φέρει σε ρίξη, λίγο πριν μπει στην κουζίνα. Δεν είχαν κάνει κάποια απόπειρα να τα βρουν από τότε. Και οι δύο είχαν μετανιώσει για όσα είπαν. Μα είτε από πείσμα είτε από ντροπή, δεν ήθελαν να αναφερθούν. Ακόμα και ο Αλεξάντερ, που είχε συνειδητοποιήσει κάποια πράγματα, δεν ξεχνούσε την οργή που τον κατέβαλε... Τουλάχιστον τώρα είχε χαλαρώσει. Και σκεφτόταν με περισσότερη λογική.

"Έλα μαζί μου πρώτα" του είπε και τα βλέμματα του διασταυρώθηκαν, καθώς η έκπληξη είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπο του. Έμεινε στο σημείο, απορώντας μέσα του.

Στα αλήθεια του ζητούσε κάτι τέτοιο; Που θα πήγαιναν; Τι ήθελε να του πει;

"Μην με κοιτάς βρε και ακολούθα με" αστειεύτηκε και το γέλιο της, ήχησε σαν μουσική στα αυτιά του.

Ανίκανος να κινηθεί, στεκόταν στο ίδιο σημείο, παρατηρώντας την. Πρόσεξε τα ρούχα της... Τα θυμόταν. Τρία χρόνια πριν, σε εκείνο το μαγαζί που είχε κλείσει αποκλειστικά για αυτούς τους δύο. Την έβλεπε τότε να δοκιμάζει κάθε είδος ρούχων και να το χαίρεται. Το χαμόγελο τότε στο πρόσωπο της... Τον γέμιζε ευτυχία. Και αυτό του ήταν αρκετό. Πόσο θα ήθελε να επιστρέψει σε εκείνες τις εποχές... Που τα πάντα έλαμπαν και τους πρόσφεραν αισιοδοξία.

Η ομορφιά της δεν είχε αλλοιωθεί. Στα δικά του μάτια, παρέμενε η γλυκιά του Ζόζι. Η γυναίκα που κάποτε του άλλαξε την ζωή και συνέχιζε να το κάνει μέχρι και σήμερα.

"Έλα που σου λέω!"

Τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε έξω από το δωμάτιο. Μαζί, διέσχισαν τον διάδρομο με προσεκτικά βήματα, όπως του υπαγόρευσε η Ζοζεφίνα, για να μην δημιουργήσουν φασαρία. Σταμάτησαν μπροστά από μια μισάνοιχτη πόρτα και η Ζοζεφίνα την έσπρωξε, αποκαλύπτωντας ένα παιδικό δωμάτιο, βαμμένο με μπλε τοίχους.

"Τι είναι εδώ;"

Η Ζοζεφίνα δεν του απάντησε και ανταφτού, του έδειξε με το χέρι το κομμάτι μπροστά από το κρεβάτι. Ένα μικρό αγοράκι καθόταν πάνω στο χαλί από μπλε βελούδο, κάνοντας πιπίλα, περιτρυγυρισμένο από τουβλάκια. Τα ξανθά του μαλάκια έφταναν ως τα αυτιά και χτυπούσε τα παιχνίδια μεταξύ τους, βγάζοντας μερικούς αστείους ήχους.

"Αυτός..."

"Ναι. Ο γιός μας" έκανε στην άκρη και του έγνεψε να πλησιάσει. Είχε φτάσει η ώρα... Και το είχε αποδεχτεί. Το λάθος που έκανε, το μετάνιωνε τώρα φριχτά, μα θα έκανε οτιδήποτε χρειαζόταν... Προκειμένου να επανορθώσει.

Ο Αλεξάντερ πήρε μια βαθιά ανάσα και ύστερα βημάτισε προς το μέρος του. Ο μικρός διαισθάνθηκε την παρουσία κάποιου άφησε τα παιχνίδια στο πάτωμα, υψώνοντας το κεφάλι του προς τα πάνω.

Ο Αλεξάντερ είδε πως το χρώμα των ματιών του, ήταν ολόιδιο με το δικό του. Όμορφο σοκολατί, όπως το χαρακτήριζε η Ζόζι του. Σε όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, ήταν ίδιος με εκείνη. Τίποτα διαφορετικό. Μια μίξη, στην οποία από ότι φαίνεται είχε ελάχιστη συμμετοχή... Αλλά δεν τον ένοιαζε.

"Έντγκαρ, από εδώ ένα φίλος της μαμάς. Θα τον βλέπεις πολύ συχνά από εδώ και πέρα. Ίσως... Ίσως και κάθε μέρα αν έχει χρόνο" είπε αποφασισμένη και κέρδισε ένα βλέμμα από τον αγαπημένο της, όλο συγκίνηση και αγάπη. Ήταν σαν να μην μάλωσαν ποτέ... Σαν να ήταν ήδη μια υπέροχη οικογένεια.

"Έχει δίκιο η μαμά σου... Θες... Θες να σε πάρω μια αγκαλιά... Για να γνωριστούμε;" ρώτησε διστακτικά, φοβούμενος μήπως τον τρομάξει. Μα όταν τον είδε να τεντώνει τα χέρια του προς το μέρος του, η καρδιά του έλιωσε.

Το σήκωσε ψηλά και τον κράτησε στα χέρια του. Τα δάχτυλα του μικρού Έντγκαρ, άρχισαν πιέζουν διάφορα σημεία του προσώπου του και να το επεξεργάζονται. Ούτε που ενδιαφέρθηκε για την πιπίλα που έπεσε στο πάτωμα... Ήθελε μόνο να καταλάβει ποιός ήταν αυτός ο άντρας που είχε μπει στο σπίτι τους... Ή γιατί γελούσε καθώς τον χάιδευε.

Η καρδιά του Αλεξάντερ φτερούγιζε από χαρά.... Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε στα χέρια του το παιδί του! Ένα παιδί, από του οποίου την ζωή έλειπε τρία ολόκληρα χρόνια! Και ένιωθε όμορφα για αυτό! Θυμήθηκε την πρώτη φορά που η μικρή Λούνα τον είχε αποκαλέσει πρώτη φορά μπαμπά... Ακριβώς το ίδιο συναίσθημα! Τα λίγα λεπτά που βρισκόταν εκεί, ήταν αρκετά ώστε να συσσωρευτεί μέσα του όλη η αγάπη του κόσμου για αυτό το αγοράκι!

Μέσα του, έδωσε έναν όρκο. Θα αποκτήσει την καλύτερη σχέση μαζί του. Θα του παρείχε ασφάλεια και εμπιστοσύνη. Θα στεκόταν στο πλάι του, κάθε λεπτό της ζωής του. Τώρα, θα ξεκινούσαν να χτίσουν τον δεσμό τους, κάτι που θα έπαιρνε καιρό. Χρειαζόταν να περάσουν ποιοτικό χρόνο μαζί και πρώτος ο Αλεξάντερ να προσπαθήσει όσο καλύτερα μπορεί, ώστε η σχέση τους να γίνει πιο δυνατή. Ο ρόλος του απέναντι στο παιδί του, ήταν πολύ σημαντικός. Δεν θα ήταν εύκολο, αλλά θα τα κατάφερνε. Θα του πρόσφερε τα πάντα. Θα κάλυπτε όλες τις βασικές του ανάγκες, αλλά και τις ψυχικές επιθυμίες του. Η επικοινωνία που θα αναπτυσσόταν ανάμεσα τους, θα ήταν δυνατή σαν τον γόργιο δεσμό. Τίποτα δεν θα μπορούσε να την σπάσει... Όλα αυτά όμως με την προϋπόθεση να ήταν αίμα του. Γιός του στα αλήθεια. Γιατί όσο κι αν αγαπούσε την Ζοζεφίνα... Η αμφιβολία δεν θα ξεριζωνώταν εύκολα από την καρδιά του.

[...]

"Σε ευχαριστώ" της είπε, καθώς έβγαιναν από το δωμάτιο.

"Για ποιό πράγμα;" τον ρώτησε, χωρίς να τον κοιτάζει στα μάτια. Δεν άντεχε να το κάνει...

"Που με άφησες να περάσω χρόνο μαζί του"

"Δεν έχεις να με ευχαριστείς για κάτι. Είναι γιός σου και είχες κάθε δικαίωμα... Ήμουν όντως εγωΐστρια... Συγγνώμη..." ψέλλισε στην προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα της.

"Κι όμως, δεν ήσουν λάθος. Δεν μπορούσες να με εμπιστευετείς. Είχες δίκιο σε όλα όσα μου είπες... Ζοζεφίνα σε αγαπάω, ποτέ δεν έπαψα. Σε παρακαλώ, έλα να–" πριν προλάβει να ολοκληρώσει, η Ζοζεφίνα είχε ήδη απομακρυνθεί, με κατεβασμένο το κεφάλι.

Δεν ήθελε να κάνει ξανά αυτήν την συζήτηση. Ναι, αναγκαστικά τώρα θα ήταν στην ζωής της, μα μόνο ως ο μπαμπάς του Έντγκαρ. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνουν σύντροφοι ξανά. Όσο και αν τον αγαπούσε, όσο και αν η φλόγα του πάθους έκαιγε τα πάντα μέσα της και της προκαλούσε εξάψεις, δεν είχε την δύναμη να ανέβει για δεύτερη φορά τον Γολγοθά του έρωτα. Είτε τον είχε συγχωρήσει είτε όχι, φοβόταν. Φοβόταν τα πάντα. Μια σχέση με την ο Αλεξάντερ, δεν της έφερνε τίποτα καλό, έτσι δεν είναι; Τα όπλα, τα ψέματα, οι δυσκολίες... Πέρασε τόσα και δεν μπορούσε να τον εμπιστεύεται! Ο ίδιος άντρας που κάποτε την έκανε κομμάτια με τις πράξεις του, μπορούσε τώρα να την βοηθήσει να θεραπεύσει την θλίψη που ένιωθε; Ακόμα και να μπορούσε, γιατί η ίδια να τον αφήνε;

"Ζοζεφίνα, στάσου σε παρακαλώ!" φώναξε για να τον ακούσει, μα η Ζοζεφίνα δεν ελάττωσε τα βήματα της. Ούτε καν κατά την διάρκεια που κατέβαινε τα σκαλιά. Δεν έπρεπε να κοιτάξει πίσω... Γιατί τότε θα την έπνιγαν ξανά οι αναμνήσεις και θα δυσκολευόταν πιο πολύ να τον απορρίψει...

"Δεν υπάρχει τίποτα να πούμε άλλο για εμάς. Θέλω να φύγεις" του είπε, έχοντας φτάσει στην είσοδο του σπιτιού.

Την στιγμή που ετοιμάστηκε να ανοίξει την πόρτα, ο Αλεξάντερ την έπιασε από τον ώμο και την γύρισε από την άλλη, κολλώντας την πάνω στον τοίχο. Η Ζοζεφίνα συνέχισε να έχει καρφωμένο το βλέμμα της κάτω... Δεν έπρεπε γαμώτο...

"Κι όμως έχουν να πούμε πολλά! Μπορείς... Μπορείς απλά να με κοιτάξεις;" δεν την άφησε να απαντήσει. Ακούμπησε τα δάχτυλα του στο πιγούνι της και ανέβασε το κεφάλι της, ώστε να διατηρήσει την οπτική επαφή.

"Αλεξάντερ... Φύγε αυτήν την στιγμή" πάλεψε να κρύψει το τραύλισμα τα έλεγε αυτά, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της πως αυτό ήταν και το σωστό.

"Ζοζεφίνα, γιατί το κάνεις αυτό; Το βλέπω στα μάτια σου ότι δεν θες να φύγω. Με θες εδώ, μαζί σου για πάντα. Γιατί με αγαπάς ακόμα, όπως και εγώ. Μπορούμε απλά να είμαστε μαζί;"

"Απλά να είμαστε μαζί;! Είσαι σοβαρός;! Στα αλήθεια με ρωτάς κάτι τέτοιο, ενώ γνωρίζεις τι έχει συμβεί;! Και θυμάσαι τι έγινε το πρωΐ στην κουζίνα φαντάζομαι! Δεν θέλω άλλους καυγαδες!" η φωνή τώρα είχε πάρει μπρος. Το θεωρούσε τόσο εύκολο να γίνουν ξανά ένα... Όμως δεν ήταν. Και θύμωνε μαζί του, επειδή δεν μπορούσε να το καταλάβει.

"Λοιπόν, αυτό κάναμε και τότε! Μαλώναμε, όπως όλα τα ζευγάρια! Κάποιες φορές σοβαρά και κάποιες άλλες για χαζά πράγματα! Εγώ γινόμουν μαλάκας και εσύ πεισματάρα! Ακόμα και τώρα, έτσι φέρεσαι! Σταματάς για λίγο να σκεφτείς υποτίθεται, όμως επιστρέφεις στο πείσμα σου!" της απάντησε στον ίδιο τόνο και η Ζοζεφίνα κατάφερε να τον σπρώξει από πάνω της, ενώ ταυτόχρονα ανάσαινε γρήγορα για να ανακτήσει την ψυχραιμία και τον έλεγχο του εαυτού της. Η καρδιά της επέμενε να φωνάξει ναι και να τρέξει σηνμ αγκαλιά του, αλλά η λογική πίεζε να κάνει αυτό που έπρεπε... Δηλαδή να δώσει ένα τέλος εδώ και τώρα.

"Και;! Αλεξάντερ, τι σχέση θα είναι αυτή;! Χωρίς εμπιστοσύνη;!"

"Δεν είπα πως θα είναι εύκολο! Θα δυσκολευτούμε και οι δύο! Και θα πρέπει να δουλεύουμε και οι δύο καθημερινά πάνω σε αυτήν την σχέση, ασχέτως με το ποιός φταίει περισσότερο! Μα θέλω να το κάνω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο! Γιατί σε θέλω... Γιατί θέλω να ζήσω μαζί σου κάθε στιγμή τα επόμενα χρόνια της ζωής μου! Γιατί σε αγαπώ και θα το κάνω για πάντα!"

Μια φωνή από τον εσωτερικό της κόσμο, ούρλιαζε να τον πιστέψει. Να ενδώσει στις κρυφές από όλους επιθυμίες που την βασάνιζαν μια τριετία και να αφήσει τον εαυτό της να ξανανιώσει την ασφάλεια και την ομορφιά που της παρείχε αυτή η σχέση. Ήθελε να το κάνει, γιατί τον αγαπούσε. Δεν άλλαξε ποτέ αυτό, όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της για το αντίθετο. Και αυτή η αγάπη δυνάμωνε κάθε στιγμή που περνούσε. Αλλά ήταν λάθος... Ήταν λάθος να τον εμπιστευτεί ξανά!

"Διστάζεις να μου απαντήσεις... Και δεν σε αδικώ. Αλλά κάνε μου μια χάρη. Φαντάσου τον εαυτό σου... Είκοσι, τριάντα, σαράντα χρόνια μετά; Όσο πιο μετά θες. Τι θες, όταν σε φαντάζεσαι; Πως βλέπεις την ζωή σου; Αν δεν είμαι εγώ μέσα στα σχέδια σου, τότε πες το μου και θα φύγω. Πες το μου! Σε έχασα μια φορά και ίσως μπορώ να το κάνω ξανά! Μα σταμάτα να αποφεύγεις την αλήθεια και να διαλέγεις τον εύκολο δρόμο!"

Σκέφτηκα για λίγο αυτά που άκουσε... Και δεν μπορούσε να φανταστεί το μέλλον της με κανέναν άλλον, πέρα από τον Αλεξάντερ. Της ήταν αδύνατον... Αλλά δεν είχε επιλογές.

"Πιστεύεις ότι διαλέγω τον εύκολο δρόμο; Ότι έκανα, το έκανα για να είναι καλά τα άτομα που αγαπώ! Δεν κρύβομαι από κάποιον!"

"Θεέ μου, μπορείς για ένα λεπτό να μην σκέφτεσαι τους άλλους; Να κάνεις αυτό που η δική σου ψυχή αποζητάει; Εσύ Ζοζεφίνα, τι θες;" την ρώτησε, περιμένοντας μια απάντηση.

Η Ζοζεφίνα σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος και αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε το στόμα της για να του δώσει την πολυπόθητη απάντηση... Είτε εκείνη του άρεσε, είτε όχι.

"Θέλω να φύγεις" είπε ξερά, χωρίς ίχνος χρώματος στην φωνή της και του άνοιξε την πόρτα, ώστε να περάσει έξω.

"Αν αυτό θες... Τότε εντάξει. Μόλις βρω το κέντρο που θα γίνει η εξετάσει DNA, θα σε ενημερώσω. Και από εδώ και πέρα, θα μιλάμε μόνο στο τηλέφωνο για τα τυπικά και για τον Έντγκαρ. Πρόσωπο με πρόσωπο, θα μιλάμε μονάχα όταν θα σε επισκέπτομαι για να πάρω τον Έντγκαρ. Καλό υπόλοιπα Ζοζεφίνα" της είπα και έτσι απλά, αποχώρησε από το σπίτι, κλείνοντας την πόρτα με δύναμη.

Η Ζοζεφίνα έμεινε εκεί, να κοιτάζει το σημείο. Δεν της άρεσε, μα είχε την ελπίδα πως θα ανοίγε ξανά και ο αγαπημένος της δεν θα εγκατέλειπε τόσο εύκολο... Αλλά το έκανε. Και όχι γιατί το ήθελε, μα επειδή η ίδια τον έδιωξε από κοντά της. Τι διαφορετικό μπορούσε όμως να κάνει; Οι ανασφάλειες την κρατούσαν πίσω, αποτρέποντας να δει τι ήταν πραγματικά το καλύτερο για αυτήν... Όχι μόνο για την αδερφή ή τον γιό της αλλά για αυτήν. Να κάνει αυτό που η ίδια θέλει, χωρίς να σκεφτεί για λίγο τους άλλους. Να κοιτάξει αυτό που θα της πρόσφερε την ψυχική ικανοποίηση, η οποία θα προερχόταν από την εκπλήρωση των ονείρων της. Και σε κανένα από αυτά... Δεν ήταν μόνη.

Έτρεξε στο παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο και τράβηξε ελάχιστα την κουρτίνα... Τον είδε. Ήταν απ' έξω, μετά από όλα αυτά και την περίμενε. Ήλπιζε πως θα άλλαζε γνώμη και θα του φώναζε να γυρίσει πίσω και να είναι ξανά μαζί. Δεν ήταν αναίσθητος, ήξερε πως θα τους έπαιρνε χρόνο... Παρόλα αυτά, στο τέλος θα κατάφερναν να βρουν αυτό που τους έλειπε... Γιατί το σύμπαν συνωμοτούσε έτσι εναντίον τους, που να πάρει;

Ο Αλεξάντερ έβγαλε ένα τσιγάρο από την τσέπη του... Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, τον ανάγκασαν να επιστρέψει στις παλιές του συνήθειες. Αυτό φυσικά δεν ήταν καλό, γιατί γνώριζε πως η κατάσταση του επιδεινωνόταν. Πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Έπρεπε να βρει λύση και να το κόψει και πάλι, γιατί δεν ήθελε να επηρεάσει τα παιδιά του. Θα ήταν δύσκολο όμως...

Η Ζοζεφίνα θύμωσε μαζί του. Είχαν μαλώσει άσχημα για αυτό, αλλά μετά από μια ήρεμη, πολύωρη συζήτηση, κατέληξαν στο ότι ο Αλεξάντερ θα το έκοβε. Δεν ήθελε να τον καταστρέψει αυτός ο διάβολος και πέρα από αυτό, δεν της άρεσε ο σύντροφος της να είναι καπνιστής. Της ορκίστηκε πως δεν έπιανε τσιγάρα ξανά στα χέρια του... Και τον πάτησε αυτόν τον όρκο.

Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και δεν πέρασαν πολλά λεπτά, όταν η Ζοζεφίνα τον είδε να γυρνάει από την άλλη και να αρχίζει να περπατά προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Και τότε ξέσπασε. Τα δάκρυα ξέφυγαν από τα άβαφα μάτια και κυλούσαν στο πρόσωπο της, το ένα μετά το άλλο, σαν να έτρεχαν αγώνα δρόμου. Τα βρεγμένα μάγουλα της είχαν κοκκινίσει, καθώς πάλευε να συγκρατήσει τις φωνές που απειλούσαν να ξεμυτίσουν από το στόμα της. Δεν έπρεπε να τρομάξει τον γιό της...

Ακούμπησε πάνω στον τοίχο και γλίστρησε πάνω σε αυτόν, παίρνοντας αγκαλιά τα γόνατα της. Ήθελε να κλάψει και το έκανε... Ο γιός της πάνω κοιμόταν και η Λούνα θα γυρνούσα αργά το απόγευμα, οπότε είχε την πολυτέλεια της απομόνωσης για λίγες ώρες. Η ανάγκη να μείνει μόνη, την έσπρωξε μακριά από την ιδέα να καλέσει την Άλις και να της πει ότι συνέβη... Στην Μαργαρίτα ούτε λόγος βέβαια, μιας και δεν ήθελε να μαθαίνει νέα τους.

Αισθάνθηκε κάτι να την γαργαλάει στο πόδι και σήκωσε το κεφάλι της, αντικρίζοντας τον Μάρλεϊ. Είχε καθίσει λίγα εκατοστά μακριά της και την περιεργαζόταν, δίχως να γαβγίζει ή να κουνάει την ουρά του. Ήξερε ποτέ έπρεπε να παίξει... Και πότε απλώς να αγκαλιάσει την αφεντικίνα του. Πλησίαζε λίγο ακόμα και μπήκε στο κενό, ανάμεσα στα μπούτια και την κοιλιά της Ζοζεφίνας. Έμεινε εκεί, για να την παρηγορήσει, καθώς τριβόταν πάνω της ελαφρά. Έβγαλε μερικούς ήχους κλάματος... Γιατί όποτε έκλαιγε η οικογένεια του, στεναχωριόταν και αυτός.

Η τριάντα τεσσάρων ετών γυναίκα, απελευθέρωσε μερικά χαχανητά και τον φίλησε στο κεφάλι, νιώθοντας χαρούμενη που μπορούσε να του μιλήσει, ξέροντας πως θα είναι πάντα εκεί για εκείνη. Ισχύει τελικά πως τα σκυλιά είναι οι καλύτεροι φίλοι του ανθρώπου. Διότι... Μένουν πιστοί για πάντα.

Alexander's POV

Δεν θέλω να πιστέψω πως τελείωσε... Αρνούμαι να το πάρω απόφαση!

Εγώ και η Ζοζεφίνα μοιραστήκαμε μαζί σε έναν χρόνο, όσο δεν είχε βρει ο καθένας μόνος του ξεχωριστά ολόκληρη την ζωή του. Πως καταντήσαμε να ξεχάσουμε και αυτό; Ότι μας ένωνε τότε, έχει καταρρεύσει. Και δεν μπορώ να δεχτώ πως θα έρθει μια μέρα, που μπορεί να ξεχάσουμε μέχρι και την αγάπη μας... Πονάει πάρα πολύ.

Γαμώτο, ας είχαμε ακόμα μερικές στιγμές και ας γινόταν ότι ήταν γραφτό μετά. Μπορεί να έχω την ευκαιρία να γίνω καλός μπαμπάς, μα θα προτιμούσα να τα είχα όλα, όπως και τρία χρόνια πριν. Έφυγε μια φορά και εγώ δεν αντέδρασα, θεωρώντας ότι χρειάζεται χρόνο, ώστε να σταθεί ξανά στα πόδια της. Της είπα ψέματα... Δεν μπορώ να την χάσω ξανά. Δεν θέλω που να πάρει!

Μα από ότι φαίνεται, εκείνη το έκανε ήδη. Δεν ξέρω αν το εννοούσε στα αλήθεια ή όχι... Μα μου το έκανε ξεκάθαρο πως δεν θα είμαστε ποτέ ξανά μαζί. Και όσο κι αν με πληγώνει αυτό... Πρέπει να το αποδεχτώ. Αν την αγαπώ, που το κάνω απείρως, πρέπει να συμβεί αυτό. Θέλω μόνο το καλό της κι αν αυτό δεν είναι μαζί μου... Τότε είναι ανούσιο να ελπίζω.

"Αλεξάντερ, με ακούς;" η φωνή τους Κρις με επαναφέρει στην πραγματικότητα και στρέφω το βλέμμα μου σε αυτόν.

"Ναι Κρις. Τι είναι;"

"Κάποιος καλεί και θέλει να μιλήσει σε εσένα"

"Ποιός; Δεν σου είπε όνομα;" τον ρωτάω παραξενεμένος και ανασηκώνει τους ώμους του.

"Τι να σου πω; Του είπα πως δεν γίνεται χωρίς να πει επίθετο τουλάχιστον, αλλά επέμενε έντονα. Να τον περάσω στην γραμμή;" με ρωτάει και του γνέφω θετικά.

Αφού μείνω και πάλι μόνος, κάθομαι στην καρέκλα μου. Ήρθα στην εταιρεία, γιατί ήξερα πως αν γύριζα σπίτι, θα πνιγόμουν σίγουρα. Τουλάχιστον με την δουλειά και όλα τα θέματα που τρέχουν σχετικά με μια καινούργια σειρά που ξεκινήσαμε και βρίσκεται σκαριά, μπορώ να απασχολώ λίγο το μυαλό μου με αυτό... Όσο γίνεται τουλάχιστον. Χαίρομαι πάντως που δεν έχασα τον ενδιαφέρον και την αγάπη μου για αυτό το επάγγελμα. Άξιζαν οι σπουδές και τα πανεπιστήμια που με έστειλες μπαμπά...

Σηκώνω το ακουστικό και το ακουμπάω στο αυτί μου για να μιλήσω.

"Αλεξάντερ Σέργουντ εδώ. Ποιός με ζητάει;"

"Γειά σου Αλεξάντερ" μου απαντάει μια αντρική, μπάσα και βαθιά φωνή. Περίεργο... Ενώ μου θυμίζει κάτι, δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου το πρόσωπο που ανήκει.

"Κύριε, θα μπορούσατε σας παρακαλώ να μου πείτε το όνομα σας;" του ζητάω και αντί να ακούσω μια λέξη, ένα δυνατό γέλιο διαπερνά τα αυτιά μου και μένω στην θέση μου σοκαρισμένος.

"Δεν με θυμάσαι Άλεξ;" με ρωτάει με τέτοιον τρόπο, που νιώθω τους παλμούς μου να αυξάνονται. Μόνο... Μόνο ένας άντρας από το παρελθόν μου, με αποκαλούσε έτσι.

Όχι... Όχι αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει! Έχω ξεμπλέξει με όλα αυτά! Τι διάολο θέλει το παρελθόν και δεν με αφήνει να ηρεμήσω;!


























Γειά σας και πάλι δελφινάκια🐬🐬🐬🐬🐬

Εσείς τι κάνετε;

Ξέρω, άργησα πολύ να ανεβάσω το συγκεκριμένο!

Αλλά γενικά, ήταν μια δύσκολη εβδομάδα😔

Ελπίζω η επόμενη που θα είμαι σε διακοπές να πάει καλύτερα😄

Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο;

Ο Αλεξάντερ και η Λούνα είχαν μια στιγμή οι δυό τους και νομίζω πως αυτή η επανένωση, θα βοηθήσει την Λούνα μας😁

Νομίζω είπα😂

Επίσης, γνώρισε και τον γιό του! Από κοντά αυτήν την φορά😚

Πως σας φάνηκε;

Θα θέλατε να έχουμε παρόμοιες σκηνές στο μέλλον;

Έχω ήδη κάποια πράγματα στον νου μου😍

Μήπως να τους τα βρω σιγά σιγά... Για το Josander μιλάω🤣❤️

Η Ζοζεφίνα όντως φοβάται... Αλλά κι αν ήρθε η ώρα να ξεπεράσει αυτές τις ανασφάλειες;🤗🤗🤗🤗🤗

Τέλος, ο Αλεξάντερ έλαβε ένα μυστήριο τηλεφώνημα🤫

Από ποιόν και γιατί;

Θα το μάθουμε σύντομα!

Μέχρι το επόμενο...

Peace❤️💛✌️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top