Γιαγιά

Δεν περίμενα ποτέ κάτι να με σοκάρει περισσότερο από την αλήθεια που έμαθα για τους γονείς μου. Κι όμως έγινε... Διότι πριν από λίγο ανακάλυψα πως έχω έναν μεγαλύτερο αδερφό. Από ένα γράμμα που έγραψε στα δεκαπέντε της η μητέρα μου, προς κάποιον που αγάπησε πολύ στην εφηβεία της. Και τόσα χρόνια, ποτέ δεν μου είπε τίποτα.

Δεν έχω ιδέα που βρίσκεται τώρα αυτό το αγόρι τώρα. Δεν ξέρω ούτε που είναι, ούτε τι κάνει, ούτε καν πως τον λένε. Το μόνο στοιχείο που έχω στα χέρια μου, είναι το πιστοποιητικό γεννήσεως το 1989 και το όνομα ενός ορφανοτροφείου που βρίσκεται πίσω στο Λος Άντζελες. Μόλις επιστρέψω... Θέλω να προσπαθήσω να τον βρω. Άραγε αυτός ξέρει για την ύπαρξη εμένα και της Λούνας; Που μεγάλωσε; Με ποιούς; Έχει δική του οικογένεια; Γνωρίζει ότι... Η μητέρα μας είναι νεκρή;

Δεν ξέρω αν αυτή η έρευνα να φέρει αποτελέσματα. Θα είναι σαν να ψάχνω ψήλο στα άχυρα. Αλλά θα προσπαθήσω. Πρέπει να το κάνω. Το οφείλω στην ψυχή της μάνας μου. Ακόμα και αν αυτός δεν θέλει επαφές μαζί μου... Τουλάχιστον να μάθω πως είναι καλά.

Σταματάμε έξω από ένα σπίτι, λίγο πιο έξω από την πόλη. Πάντα αγαπούσε να ζει μέσα στην φύση. Από όσο ξέρω, μεγάλωσε και έζησε όλη της την ζωή μέσα στην πόλη. Την κούρασε όμως κάποια στιγμή αυτός το τρόπος ζωής και αποφάσισε να μετακομίσει σε μια όμορφη μονοκατοικία κοντά στην λίμνη. Έπαιζα εκεί με τις ώρες όταν ήμουν κοριτσάκι.

Βγαίνουμε από το αμάξι και σηκώνω το κεφάλι μου προς τα πάνω, αντικρίζοντας αυτό το όμορφο σπίτι για πρώτη φορά, μετά από πάρα πολύ καιρό. Η μυρωδιά από τα λουλούδια εισχωρεί στα ρουθούνια μου, ζαλίζοντας μας με έναν ευχάριστο τρόπο. Λατρεύει τα λουλούδια και να φροντίζει τα φυτά. Μου έφτιαχνε στεφανάκια από αυτά.

Είναι η μοναδική που μπορεί να μου πει την αλήθεια για το γράμμα και το τι συνέβη τότε. Δεν μπορεί να μην γνωρίζει τι έκανε η ίδια της η κόρη. Είμαι σίγουρη πως πήρε μέρος στα γεγονότα.

"Θες να έρθω μαζί σου;" με ρωτάει ο Αλεξάντερ και κλείνει τα χέρια μου στις χούφτες του.

Τον φιλάω πεταχτά στα χείλη, χαρίζοντας του ένα χαμόγελο. Ο γλυκός μου ανησυχεί πάρα πολύ. Είναι δίπλα μου σε όλη την διαδρομή και δεν έχει παραπονεθεί για τίποτα, ενώ μπορώ να διακρίνω πως είναι κουρασμένος. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του είναι εμφανής. Λογικό όμως. Ταξιδεύουμε πολλές ώρες, τρυγυρνώντας σε όλο το Σαν Φρανσίσκο.

"Όχι θα είμαι καλά. Εσύ θέλω να πας στο ξενοδοχείο, να κάνεις ένα μπάνιο και να κοιμηθείς για λίγο. Έχεις ανάγκη από ξεκούραση αγάπη μου" του λέω και κουνάει το κεφάλι του δεξιά και αριστερά, ως ένδειξη άρνησης.

"Δεν σε αφήνω μόνη σου Ζόζι μου. Αν συμβεί το οτιδήποτε, δεν θα είμαι εκεί για να σε προστατεύσω"

"Αλεξάντερ, είσαι έτοιμος να καταρρεύσεις. Πήγαινε σε παρακαλώ. Πέρνα να με πάρεις σε μερικές ώρες. Αλλωστε, έχω να πω πάρα πολλά μαζί της. Η συζήτηση δεν θα κρατήσει λίγο. Είναι πολλά. Σε παρακαλώ λοιπόν, πήγαινε. Έχεις κάνει τόσα για εμένα. Δώσε λίγο χρόνο στον εαυτό σου να χαλαρώσει" του εξηγώ και βγάζει τα μαλλιά από το πρόσωπο μου, τα οποία βρίσκονταν εκεί λόγω του αέρα.

"Αν συμβεί οτιδήποτε... Κάλεσε με σε παρακαλώ και θα παρατήσω τα πάντα για να έρθω" μου λέει και τον αγκαλιάζω σφιχτά.

"Μην ανησυχείς. Με την γιαγιά μου θα είμαι. Όλα καλά λοιπόν" τον καθησυχάζω και πρωτού συνεχίσω την διαδρομή για το σπίτι της γιαγιάς μου, μένω στην θέση μου, καθώς τον παρατηρώ να απομακρύνεται από το αμάξι.

Πάντα θέλω να τον έχω κοντά μου. Νιώθω ασφάλεια και σιγουριά. Αυτό είναι όμως είναι κάτι... Που πρέπει να κάνω μόνη μου, όσο και αν με τρομάζει η ιδέα. Ο Αλεξάντερ αρκετά με έχει βοηθήσει. Τώρα είμαι εγώ... Και η γιαγιά μου. Πάντα την λάτρευα και την αγαπούσα, όμως το ένιωθα πως η σχέση της με την μητέρα μου δεν ήταν καλές. Όταν φύγαμε από το Σαν Φρανσίσκο, δεν την ξαναείδα ποτέ. Και η μητέρα μου τότε ένιωθε κάπως... Ανακουφισμένη. Σαν να κατάφερε επιτέλους να ξεφύγει από κάτι.

Το σπίτι είναι δυόροφο και τα πάντα είναι φτιαγμένα από ξύλο έλατου. Ο κήπος της είναι ακριβώς όπως τον θυμάμαι. Φροντίζει ακόμα να είναι γεμάτος χρώματα. Από το μικρό μπαλκονάκι του κάτω ορόφου, κρέμονται φαναράκια σε σχήμα κύβου. Όταν χιόνιζε εδώ κάποτε, το θέαμα ήταν υπέροχο. Το προσέχει ακόμα το μέρος, ακόμα και εικοσιένα χρόνια μετά.

Ανεβαίνω τα ξύλινα σκαλάκια, ακουμπώντας την παλάμη μου πάνω στο ξύλο. Τα βήματα μου κάνουν το πάτωμα να τρίζει, μα όχι να χαλάει ή να σπάει όπως στο πατρικό μου. Σχηματίζω μια γροθιά με τα δάχτυλα μου και χτυπάω απαλά την πόρτα, θυμόμενη πως ποτέ δεν είχε κουδούνι έξω από το σπίτι της. Δεν της άρεσε αυτός ο ήχος και προτιμούσε να ακούει πάντα χτυπήματα.

Η πόρτα ανοίγει και μπροστά μου εμφανίζεται μια λίγο κοντή γυναίκα, με κοντά άσπρα μαλλιά. Μπορεί να κοντεύει τα ογδόντα τώρα πια, όμως πάντα θα δείχνει δέκα χρόνια νεότερη. Το έχουμε αυτό στην οικογένεια μας για να λέμε την αλήθεια.

"Γειά σας. Τι θα θέλατε;" με ρωτάει και βγάζω τα γυαλιά μου, χαμογελώντας.

"Εσένα ήθελα να δω... Γιαγιάκα μου" της απαντώ και γουρλώνει τα μάτια της, χτυπώντας τα χέρια της μεταξύ τους από το σοκ.

Χωρίς να βγάλει λέξη, ανοίγει τα χέρια της και με κλείνει στην αγκαλιά της, καθώς μπορώ να νιώσω τα δάκρυα που στάζουν από τα μάτια της, να κυλάνε στην πλάτη μου. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από την μέση της, πιέζοντας την απαλά πάνω μου. Από το πουθενά, τα δάκρυα ξεφεύγουν από τα μάτια μου, χαράζοντας υγρές γραμμές στα μάγουλα μου.

Μου είχε λείψει... Μου είχε λείψει πολύ. Το άγγιγμα της, η όψη της, η φωνή της... Πάντα την είχα σαν δεύτερη μαμά μου. Την είχα αποκαλέσει πολλές φορές έτσι καταλάθος και αυτή γελούσε κάθε φορά, λέγοντας μου πως δεν πειράζει. Όσες φορές με άφηνε εδώ η μητέρα μου, τρώγαμε κρυφά τα γλυκά που μου έφτιαχνε. Ήταν... Ήταν από τις λίγες, όμορφες αναμνήσεις που απέκτησα. Όταν φύγαμε και έμαθα πως δεν θα την ξαναδώ ποτέ... Έκλαιγα με μαύρο δάκρυ για μέρες.

"Εγγονούλα μου... Ζοζεφίνα μου, δεν ξέρεις τι χαρά μου έδωσες με την εμφάνιση σου έξω από το σπιτικό μου! Έλα μέσα! Έλα μέσα να σε κεράσω και να μου πεις όλα σου τα νέα αυτά τα εικοσιένα χρόνια! Θέλω να μάθω και για αυτόν τον νεαρό που είστε σε σχέση όλον αυτόν τον καιρό!"

Για να ξέρει η γιαγιά μου, που ζει σχεδόν σχεδόν στην μέση του πουθενά, πάει να πει πως έχει τον τρόπο της να μαθαίνει νέα. Και το ανέφερε πρώτο πρώτο.

Μπαίνω μέσα στο σπίτι και στην μύτη μου, φτάνει η μυρωδιά του καφέ και του σπιτικού γλυκού... Πάντα λάτρευα τις λιχουδιές που μου έφτιαχνε, ειδικά τις πίτες της. Μοιραζόμασταν ταψιά και πολλές φορές μου, μου έβαζε κρυφά στην τσάντα μερικά κομμάτια μέσα σε αλουμινόχαρτο, υπενθυμίζοντας μου να μην τα βγάλω μπροστά στην μητέρα μου.

"Εγγονούλα μου, γλυκιά μου, δεν ξέρεις τι χαρά μου έδωσες με την εμφάνιση σου εδώ! Ζοζεφίνα μου, αγαπούλα μου! Πάνε τόσα χρόνια! Δεν είσαι πια κοριτσάκι! Έγινες ολόκληρη γυναίκα! Είσαι πανέμορφη γλυκιά μου! Ελα! Κάτσε στον καναπέ να σε τρατάρω καρυδόπιτα! Μόλις την έβγαλα από τον φούρνο!" μου λέει και βολεύομαι στον καναπέ, δίπλα στον τζάκι. Πίστευα ότι θα το είχε αντικαταστήσει με τηλεόραση, όμως πάντα το αγαπούσε. Πόσες νύχτες είχαμε ξοδέψει μπροστά από αυτό, λέγοντας ιστορίες...

Επιστρέφει στο σαλόνι και κάθεται δίπλα μου, αφήνοντας τον δίσκο στο ξύλινο τραπεζάκι μπροστά. Νομίζω σε αυτό θα ταιριάζανε πολύ με τον Αλεξάντερ, διότι και αυτός λατρεύει δύο πράγματα. Όλες τις αποχρώσεις του μπλε και οτιδήποτε μπορεί να κατασκευαστεί από ξύλο.

Κόβω μια πιρουνιά από το κομμάτι και το βάζω στο στόμα, μασουλώντας το αργά, ώστε να το απολαύσω. Δεν χρειάζεται να δοκιμάσω για να ξέρω πως η γιαγιά μου φτιάχνει τα καλύτερα γλυκά. Από εκείνη έμαθα κάποια πράγματα για την μαγειρική.

"Γιαγιά... Θέλω να μιλήσουμε για κάτι"

"Ναι κορίτσι μου, όλα θα τα πούμε!" αναφωνεί και ξεφυσάω. Δεν θέλω να της χαλάσω την διάθεση, όμως είναι πολύ σημαντικό να μάθω την αλήθεια.

"Έχει... Έχει να κάνει με την μητέρα μου γιαγιά. Βρήκα αυτό το γράμμα, στο πατρικό μου, σήμερα που πήγα" της δίνω τον φάκελο και τον ανοίγει, βγάζοντας από μέσα το χαρτί. Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα καθώς οι κόρες των ματιών της κατεβαίνουν προς τα κάτω. Υγραίνονται καθώς το απομακρύνει από κοντά της και τα βλέμματα μας συναντιούνται.

"Γιαγιά... Θέλω να μάθω όλη την ιστορία. Τα πάντα... Για τον μεγάλο μου αδερφό, όσο δύσκολο κι αν είναι. Οφείλεις να μου την πεις" της λέω και χαϊδεύει το μάγουλο μου με τον αντίχειρα της.

Έχω χρόνια να νιώσω την ζεστασιά της οικογενειακής θαλπωρής... Έπαψα να την αισθάνομαι σε πολύ νεαρή ηλικία, από τότε που έχασα την μητέρα μου. Ήταν μια από τις δύσκολες περιούδους της ζωής μου. Ήταν σαν να χάνω τα πάντα. Αλλά είχα την αδερφή μου. Η μόνη οικογένεια που μου είχε απομείνει. Αναγκάστηκα να βάλω πίσω τις προσωπικές μου ανάγκες, προκειμένου να καταφέρω να την μεγαλώσω σωστά, όπως πίστευα εγώ. Όταν γνώρισα τον Αλεξάντερ και τα φτιάξαμε, ήξερα πως βρήκα μια υπέροχη οικογένεια. Αυτό που δεν ήξερα και το καταλαβαίνω τώρα... Είναι το πόσο μου είχε λείψει αυτή που είχα κάποτε και όλες οι καλές αναμνήσεις από αυτήν. Είχα ξεχάσει πως είναι...

"Είναι μια παλιά και πονεμένη ιστορία κοριτσάκι μου... Έκανα τόσα πολλά λάθη σαν μάνα... Για τα οποία έχω μετανιώσει πικρά. Αν είχα αντιμετωπίσει αλλιώς την κατάσταση τότε, ίσως η κορούλα μου να ζούσε ακόμα..." δακρύζει και την βάζω στην αγκαλιά μου, σφίγγοντας την.

"Γιαγιά, θέλω να μάθω την αλήθεια. Ότι όμως και αν ξεστομίσεις, να ξέρεις πως η γνώμη μου δεν θα αλλάξει για εσένα ή για εκείνη. Σε παρακαλώ... Μίλησε μου" της λέω και ξεφυσάει.

"Πολύ καλά... Όμως σε παρακαλώ... Μην αμφισβητήσεις έστω και για ένα λεπτό την καλοσύνη της μητέρας σου και τον καλό της χαρακτήρα... Ένα κοριτσάκι ήταν... Ερωτευμένο... Εγώ φταίω... Εγώ και ο άντρας μου τότε..." ψελλίζει, έχοντας εξάψει την περιέργεια μου για τα καλά.

Δείχνει σαν να ζει τις στιγμές του παρελθόντος ξανά ξανά, με την στάση που κρατάει αυτήν την στιγμή. Τρέμει και μόνο στην σκέψη, ότι θα μου εξιστορίσει τα πάντα σχετικά με την μητέρα μου. Για να φοβάται τόσο... Πάει να πει πως αυτά που θα ακούσω... Είτε θα με δικαιώσουν... Είτε θα με κάνουν να καταρρεύσω.











Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top