79.

Αρχίσαμε να περπατάμε για να φύγουμε αλλά σταματήσαμε όταν είδαμε μια κυρία μεγάλη σε ηλικία να μας κοιτάει νομίζω ότι την εχω ξανά δει αλλά παλιά.

Χ:"Νομίζω πως ξέρω πια ειναι...η Μπατίλντα Μπασκορτ"Εκείνη άρχισε να απομακρύνετε

Χ:"Ελάτε"Αρχίσαμε να την ακολουθούμε

Ε:"Δεν νομίζω πως ειναι καλή ιδέα Χάρι"

Χ:"Ερμιόνη ήξερε τον Ντάμπλντορ ίσως ξέρει που ειναι το σπαθί"

Σ:"Μπορούμε να πάμε και απο άλλων δρόμο"

Χ:"Μα απο δω πάει"

Σ:"Ναι αλλά-"Σταμάτησα να μιλάω όταν είδα να κοιτάει το σπίτι

Χ:"Για αυτό ήθελες να πάμε απο άλλου;"

Σ:"Ναι..."

Χ:"Ώστε εκεί μέσα πέθαναν"

Σ:"Χάρι καλύτερα να προχωρήσουμε"

Ε:"Παιδιά"Μας έκανε νόημα προς τα αριστερά και είδαμε την κυρία

Ο Χάρι την πλησίασε και...

Χ:"Είστε η Μπατίλντα έτσι;"Εκείνη δεν είπε κάτι αλλά εγνεψε θετικά

Την ακολουθήσαμε στο σπίτι της εκείνη προσπάθησε να ανάψει ενα σπίρτο για το κερί αλλά όχι με μεγάλη προσπάθεια και ο Χάρι προσφέρθηκε να την βοηθήσει όταν άναψε το κερί άκουσα την φωνή του Χάρι.

Χ:"Κυρία Μπασκορτ ποιος είναι αυτός ο άντρας"Δεν κοίταξα την φωτογραφία αλλα εκείνη δεν του απάντησε απλά του έκανε νόημα να την βοηθήσει στον πάνω όροφο του σπιτιού και αυτό έκανε.

Ε:"Δεν εχω καλό προαίσθημα για αυτό"

Σ:"Ούτε εγω"

Με την Ερμιόνη κοιταγε στον κάτω όροφο μήπως βρούμε κάτι που να μας βοηθήσει πήγα σε μια γωνιά που υπήρχε μια συρταριέρα με ασημένιες κορνίζες δεν αναγνώριζα εκτός απο μια...

Σ:"Πρέπει να φύγουμε απο δω"

Ε:"Ναι αυτο το κατάλαβα και εγω"Και έκλεισε μια πόρτα

Ε:"Τι ακριβώς βρήκες;"

Σ:"Αυτό"Και της έδειξα την φωτογραφία

Ε:"Αυτή την φωτογραφία της έδειξε ο Χάρι αλλά δεν απάντησε στο ποιος ειναι...δεν καταλαβαίνω"

Σ:"Ειναι ο Γκέλερτ Γκριντεβαλντ ο πατέρας του Ζακ η Μπατίλντα ειναι θεία του που την κάνει γιαγιά του Ζακ για αυτό κάτι μου θύμιζε αλλά ειναι αδύνατον ειναι..."

Ε:"Τι;"

Σ:"Νεκρή..."

Ε:"Αφού δεν το έχουν πει κάτι πως-"

Σ:"Ειναι περίεργο να στο εξηγήσω αλλά το εχω δει ήταν σαν όνειρο αλλά δεν ήταν"Ακούστηκε κάτι να πέφτει απο τον πάνω όροφο

Σ:"Χάρι!"Και άρχισα να τρέχω προς τις σκάλες

Ε:"Σελ περίμενε!"Αλλά δεν σταμάτησα και ανέβηκα πάνω ειδα τον Χάρι να ειναι κάτω και ενα φίδι να έχει τυλιχτεί γύρω του κατάλαβα ότι ήταν του Βόλντεμορτ αλλά η Ναγκινι με τον Χάρι δεν ήταν μέσα στο σπίτι ο τοίχος είχε σπάσει και ήταν σε ενα παιδικό δωμάτιο

Χ:"Μείνε πίσω!"

Χτύπησε το φίδι με ενα τούβλο που ήταν απο τον τοίχο εκείνο έκανε πίσω και ο Χάρι ήρθε προς το μέρος μου αλλά εκείνο άρχισε να έρχεται προς τα εμάς πήγε να μας επιτεθεί αλλά η Ερμιόνη το χτύπησε με ενα ξόρκι το πάτωμα κάτω απο την Ναγκινι έσπασε εκείνο έσπασε και έπεσε μαζί του η Ερμιόνη πήγε γρήγορα και πήρε το ραβδί του Χάρι που.

Είχαμε απομακρυνθεί και οι τρεις απο το σημείο που είχε σπάσει το πάτωμα ξαφνικά το φίδι πετάχτηκε.

Σ:"Ανατιναξιους!"Και η Ναγκινι έπεσε πάλι πίσω

Σ:"Ήταν το φίδι του Βόλντεμορτ"

Χ:"Μα αφού μου μίλησε πως-"

Σ:"Κάποτε ήταν άνθρωπος αλλά είχε μια κατάρα να μεταμορφώνεται σε φίδι και μετά απο καιρό θα έμενε έτσι για πάντα"

Ε:"Καλύτερα να φύγουμε"

Χ:"Ναι"

*
*
*
*

Έχουμε περάσει μια μέρα απο τότε που ήρθαμε εδω η Ερμιόνη μας έφερε σε ενα δάσος

Με τον Χάρι ήμασταν στην σκηνή ενω η Ερμιόνη ήταν έξω

Σ:"Πως ειναι το χέρι σου;"

Χ:"Καλύτερα"

Σ:"Θα πάω στην Ερμιόνη θα έρθεις;"

Χ:"Ναι"Βγήκαμε έχω και πήγαμε στην Ερμιόνη κάτσαμε δίπλα της και..

Χ:"Ξεπέρασες τον εαυτό σου αυτή την φορά Ερμιόνη"

Ε:"Το δάσος του Κοσμήτορα ήρθα με τους γονείς μου πριν χρόνια έτσι το θυμάμαι τα δέντρα,το ποτάμι όλα λες και δεν έχει αλλάξει τίποτα.Φυσικα δεν είναι αλήθεια όλα έχουν αλλάξει αν και οι γονείς μου δεν θυμούνται τίποτα ούτε τα δέντρα, ούτε το ποτάμι ούτε καν εμένα...ίσως πρέπει να μείνουμε εδω Χάρι..."Αλλά δεν της απάντησε

Ε:"Ήθελες να μάθεις ποιο ήταν το αγόρι στην φωτογραφία η Σελ ξέρει"Ο Χάρι με κοίταξε

Σ:"Ο Γκέλερτ Γκριντεβαλντ"

Ε:"Δες"Η Ερμιόνη έδωσε ενα βιβλίο στον Χάρι που ήταν ανοιγμένο σε μια σελίδα

Σ:"Ο Ντάμπλντορ και ο Γκριντεβαλντ"

Χ:"Ο Ντάμπλντορ τον ήξερε;"

Σ:"Ναι ήταν φίλοι"

Χ:"Μισό ειναι ο κλέφτης που είδα στο μαγαζί με τα ραβδιά του Γκρεγκοροβιτς, και παρεπιπτόντως που ειναι το ραβδί μου;"

Η Ερμιόνη σήκωσε την κουβέντα και είδαμε το ραβδί του Χάρι που είχε σπάσει στην μέση

Ε:"Αφού φύγαμε απο το Γκοντρικ Χολοου έκανα ενα ξόρκι και το ξανά ένωσα, λυπάμαι προσπάθησα να το διορθώσω αλλά το ραβδί ειναι διαφορετικό-"

Χ:"Τώρα έγινε"Ειπε απότομα

Χ:"Σελ δώσε μου το ραβδί σου και πηγαίντε μέσα θα κρατήσω και το μενταγιόν"

Σ:"Μείνω μαζί σου"

Χ:"Οχι"

Σ:"Το χέρι σου ειναι ακόμα χτυπημένο"

Χ:"Σελ-"

Σ:"Υποσχεθηκες ότι θα είμαστε μαζί σε όλο αυτό"

Χ:"Καλά"

Έχουν περάσει σχεδόν δυο ώρες και έχει αρχίσει να κάνει κριό.

Χ:"Σίγουρα δεν θες να πας μέσα;"

Σ:"Ναι"Μετά απο λίγα λεπτά εμφανίστηκε ενας προστάτης που ήταν θηλυκό ελάφι

Σ:"Χάρι ειναι-"

Χ:"Ελα"

Ο προστάτης άρχισε να απομακρύνετε και εμείς να τον ακολουθούμε, στο τέλος έφτασε σε μια μικρή λίμνη σταμάτησε σε ενα σημείο και έγινε μια μικρή μπλέ μπάλα.

Χ:"Λουμος"Και το γνωστό φως εμφανίστηκε στην άκρη του ραδίου μου

Χ:"Θα πρέπει να πάμε εκεί πρόσεχε στον πάγο"

Σ:"Εντάξει"

Όταν πλησίασαμε ο προστάτης πήγε κάτω απο τον πάγο μέχρι που έφτασε στον πάτο και είδαμε το σπαθί.

Χ:"Προσήλθε σπαθί!"Αλλά αυτό απλά κουνήθηκε

Χ:"Τεμαχισιους"Έκανε εναν κύκλο με το ραβδί και σε αυτό το σχήμα έσπασε ο πάγο

Ο Χάρι έφυγε πήγε ξανά στο χώμα και έβγαλε τα παπούτσια του

Σ:"Τι κάνεις;"

Χ:"Θα βουτήξω"

Σ:"Ξεχνατω ειναι -5 πάνω απο την επιφάνεια σκέψου πόσο θα ειναι εκεί κάτω!"

Χ:"Σελ-"

Σ:"Οχι!"Είχε μείνει με το εσώρουχο όταν ήρθε και μου έδωσε το ραβδί μου και τα γυαλιά του

Σ:"Μην-"

Χ:"Συγγνώμη Σελ"Και βούτηξε

Σ:"Χάρι!"Ο πάγος γύρω απο την τρύπα άρχισε να διαλύεται και έκανα μερικά βήματα

Τον κοιτούσα απο εκεί που ήμουν και όταν πήγε να πιάσει το σπαθί ο πεμπτουσιωτης άρχισε να τον τραβάει προς τα πάνω και να προσπαθεί να τον πνίξει τον πήγε κάτω απο τον πάγο που δεν είχε σπάσει και αν προσπαθούσα να τον σπάσω θα τον χτύπαγα

Άρχισα να σπάω τα μέρη του πάγου που ήταν δίπλα του αλλά ο πεμπτουσιωτης τον τράβαγε απο την αντίθετη μεριά.

?:"Σελ;"Γύρισα και είδα τον Ρον

Ρ:"Τι συμβαίνει;"Και του εξήγησα γρήγορα τι έγινε.

Ρ:"Εντάξει ηρέμησε θα τον φέρω εγω"Και βούτηξε μετά απο λίγα δεύτερα βγήκε μαζί με τον Χάρι και το σπαθί

Απομακρυνθηκαμε απο τον πάγο γυρίσαμε πίσω εκεί που ήταν το χώμα και του έδωσα τα γυαλιά του

Χ:"Σελ-"

Ρ:"Είσαι παλαβός! γιατί πηγές εκεί κάτω;"

Χ:"Εσυ με έβγαλες;"Και άρχισε να ντύνεται

Ρ:"Ναι είπα να σε βοηθήσω"

Χ:"Εσυ έστειλες την ελαφίνα;"

Ρ:"Οχι νόμιζα πως ήσουν εσυ"

Χ:"Οχι ο δικός μου προστάτης ειναι αρσενικό ελάφι"

Ρ:"Σωστά ναι δεν έχει.."Και σήκωσε τα χέρια του στο κεφάλι του

Σ:"Ειναι περίεργο ο μόνος που ξέρω να έχει ελαφίνα δεν ζει"

Χ:"Ποιος ήταν;"

Η μάνα σου

Κουλα!

Τι αφου όντως ειναι

Σ:"Η μητέρα σου"

Μου το χάλασες τώρα:/

Χ:"Αυτό όμως ειναι αδύνατον θα πρέπει να υπάρχει και κάποιος άλλος που να έχει αυτόν τον προστάτη"Είπε και φόρεσε την ζακέτα του αλλά την έβαλε γιατί ήταν βρεγμένη

Χ:"Περίεργο που δεν ακούμπησε νερό"

Σ:"Απο το χιόνι"

Χ:"Τέλεια..."

Σ:"Φέρε εδω"έκανα ένα ξόρκι και στέγνωσα τη ζακέτα του

Σ:"Ορίστε"

Χ:"Ευχαριστώ"Την φόρεσε και εγω τον αγκάλιασα.

Σ:"Με τρόμαξες"

Χ:"Συγγνώμη..."

Ρ:"Γκχμ"Εκανε και απομακρυνθήκαμε

Ρ:"Ωραία τώρα μπορούμε να καταστρέψουμε αυτο το πράγμα ετσι;"

Χ:"Ναι"Ο Χάρι άφησε τον πεμπτουσιωτη πάνω σε έναν βράχο

Χ:"Εντάξει Ρον καντο"

Ρ:"Δεν μπορώ να το χειριστώ αυτό το πράγμα αυτό το πράγμα επηρεάζει περισσότερο εμένα απο οσο εσάς και την Ερμιόνη"

Χ:"Παραλίγο να την σκοτώσει"Και με κοίταξε

Σ:"Χάρι δεν νομίζω ότι έφταιγε ο πεμπτουσιωτης"

Χ:"Εγω ναι δεν μπορούσαμε να τον βγάλουμε Σελ ήταν σαν να είχε κολλήσει πάνω σου"

Σ:"Τέλος πάντων Ρον-"

Ρ:"Δεν μπορώ να το κάνω"

Χ:"Τότε γιατί είσαι εδώ; γιατί γύρισες πίσω;"

Ρ:"Καλά θα το κάνω"

Χ:"Πρέπει να του μιλήσω για να ανοίξει όταν το κάνει μην διαστάσεις δεν ξέρω τι έχει μέσα αλλά θα πολεμήσει.Το κομμάτι του Ριντλ που ήταν μέσα μέσα στο ημερολόγιο προσπάθησε να με σκοτώσει"

Ρ:"Εντάξει"

Χ:"1,2,3"

Ο Χάρι μίλησε στα ερπετικα το μενταγιόν ανοίξει απο μέσα πετάχτηκε κάτι σαν μαύρο σύννεφο που μας έριξε κάτω και έκανε έναν εκνευρίστηκο ήχο σαν να γδερνει κάποιος μαύρο πίνακα έπρεπε να κλείσω τα αυτιά μου γιατι άρχισαν να με πονάνε.

Χ:"Σελ;"

Σ:"Αυτός ο ήχος"

Χ:"Ποιος ήχος;"

Σ:"Αυτός που είναι σαν να γδερνει κάποιος μαύρο πίνακα"

Χ:"Σελ δεν ακούγεται τίποτα τέτοιο"Απομάκρυνα τα χέρια μου απο τα αυτιά μου αλλά τα καλυψα σχεδόν αμέσως και ακούμπησα πάλι κάτω το κεφάλι μου.

Μετά απο λιγο ένιωσα τον Χάρι να με αγκαλιαζει και μετά απο λίγα δεύτερα να απομακρύνετε.

Χ:"Τελείωσε"Απομάκρυνα τα χέρια μου και όντως είχε σταματήσει

Σ:"Λέω να γυρίσουμε πίσω"

Χ:"Ναι,Ρον θα έρθεις;"

Ρ:"Ναι"

Δεν ήμασταν πολύ μακριά απο την σκηνή όταν ο Χάρι φώναξε την Ερμιόνη εκείνη βγήκε έξω

Ε:"Όλα καλά;"

Χ:"Όλα καλά μάλλον παραπάνω απο καλά είπε και έδειξε τον Ρον"

Ρ:"Γεια"

Η Ερμιόνη φάνηκε να νευριάζει τον πλησίασε του πήρε την τσάντα που είχε στον ώμο του και τον χτύπησε με αυτή.

Ε:"Βρε εντελώς βλαμμενε Ρόναλντ Ουέσλι! εμφανιζεσαι μετά απο μια εβδομάδα και το μόνο που λες ειναι "γεια;""Εκανε μια παύση

Ε:"Τι ειναι αυτό;"Και ο Ρον της έδωσε τον πεμπτουσιωτη

Ε:"Το καταστρέψατε...και πως έχετε το σπαθί του Γκρίφιντορ;"

Χ:"Μεγάλη ιστορία"

Σ:"Ο Χάρι το πήρε απο τον πάτο μια παγωμένης λίμνης"

Ε:"Τι πράγμα;!"

Χ:"Ευχαριστώ Σελ"

Σ:"Παρακαλώ"

~Next day~

Σ:"Λοιπόν μέσα σε μια μέρα που επέστρεψε ο Ρον πήγατε να κάψετε την σκηνή και το βρίσκεις εντάξει να μην μου πεις πως τα καταφέρατε"

Χ:"Ναι,κοίτα ειναι περίπλοκο"

Σ:"Αχαμ"

Ε:"Σχεδόν φτάσαμε"Είπε όταν ανεβήκαμε στον λόφο

Όταν φτάσαμε έξω απο το σπίτι των Λαβγκουντ είχε μια ταμπέλα που έλεγε:"Μην αγγίζετε τα πηδαλιουχουμενα δαμάσκηνα"

Όταν ανεβήκαμε στην σκάλες είχε μια άλλη μικρότερη που έλεγε: Ο Σοφιστής εκδότης Ξ.Λαβγκουντ

Ρ:"Μην αγγίζετε τα πηδαλιουχουμενα δαμάσκηνα;"

Η Ερμιόνη χτύπησε την πόρτα και δεν άργησε να ανοίξει το πάνω μέρος της και να δούμε τον μπαμπά της Λουνας.

Ξ:"Τι συμβαίνει;ποιοι είστε;τι θέλετε;"

Χ:"Για σας κύριε Λαβγκουντ ειμαι ο Χάρι Πότερ γνωριστήκαμε πριν μερικούς μήνες μπορούμε να περάσουμε μέσα;"

Ξ:"Φυσικά"

Αφού πέρασε μέσα καθίσαμε και μας έδωσε τσάι που ήταν πολύ...ναι δεν ξέρω τι ήταν...

Ε:"Που ειναι η Λουνα;"

Ξ:"Η Λουνα;θα έρθει"Έκανε μια παύση

Ξ:"Λοιπόν πως μπορώ να σας βοηθήσω κύριε Πότερ;"

Χ:"Πρόκειται για κάτι που φορούσατε στον λαιμό σας στον γάμο ενα συμβολή"

Ξ:"Εννοείς αυτό"Και μας έδειξε τους κλήρους

Χ:"Ναι αναρωτιόμασταν τι μπορεί να ειναι"

Ξ:"Ειναι το σήμα των κλήρων του θανάτου φυσικά"

Χ&Ε&Ρ:"Τον κλήρων του θανάτου"

Σ:"Η ιστορία των τριών αδελφών..."

Ξ:"Ακριβώς, εσυ πρέπει να είσαι η Σελήνη η Λουνα μου έχει μιλήσει για εσένα έχεις...ιδιαίτερο όνομα"

Σ:"Ευχαριστώ"

Ξ:"Πιστεύω έχετε ακούσει την ιστορία"

Ε&Ρ&Σ:"Ναι"                

Χ:"Οχι"

Ε:"Το εχω εδω"Είπε έβγαλε το βιβλίο απο την τσάντα της και άρχισε να το διαβάζει

Ε:"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρεις αδελφοί που ταξίδευαν μόνοι σε έναν φιδογυριστο δρόμο στο λυκόφως-"

Ρ:"Τα μεσάνυχτα η μαμά μου πάντα έλεγε τα μεσάνυχτα"Αλλά κάνεις δεν είπε κάτι

Ρ:"Αλλά και το λυκόφως καλό είναι μην σου πω καλύτερο"

Ε:"Θες να το διαβάσεις εσυ;"

Ρ:"Οχι εντάξει"Ο κύριος Λαβγκουντ πήγε για λίγο στο παράθυρο και μετά επέστρεψε

Ε:"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρεις αδελφοί που ταξίδευαν μόνοι σε έναν φιδογυριστο δρόμο στο λυκόφως.Καποτε οι αδελφοί έφτασαν σε ενα βαθύ ποτάμι πολύ επικίνδυνο για να κολυμπήσουν όμως, οι τρεις αδελφοί κατείχαν τις μαγικές τέχνες κι έτσι κουνούσαν τα ραβδιά τους κι έφτιαξαν μια γέφυρα.Ειχαν φτάσει στα μισά της γέφυρας όταν ένας κουκουλοφόρος τους έκλεισε τον δρόμο ήταν ο θάνατος και ένιωθε εξαπατημένος επειδή οι ταξιδιώτες πνίγονταν συνήθως στο ποτάμι αλλά ο θάνατος ήταν πονηρός.Εκανε ότι δήθεν συγχαίρει τους τρεις αδελφοί για την μαγεία τους και είπε ότι είχαν κερδίσει από ένα έπαθλο ο καθένας για την εξυπνάδα τους να του ξεφύγουν.Ο μεγαλύτερος αδερφός και ζήτησε το πιο δυνατό ραβδί του κόσμου ο θάνατος του έφτιαξε ενα απο μια κουφοξυλιά που ήταν εκει κοντά.Ο δεύτερος αδελφός θέλησε να εξευτελίσει περισσότερο τον θάνατο και ζήτησε την δύναμη να ανασταίνεις νεκρούς, τότε ο θάνατος πήρε μια πέτρα απο την όχθη και του την έδωσε.Τέλος, ο θάνατος ρώτησε τον τρίτο και μικρότερο αδελφό τι δώρο θα ήθελε ήταν ο πιο ταπεινός και ζήτησε κάτι που θα του έδινε τη δυνατότητα να φύγει απο αυτό το μέρος χωρίς να τον ακολουθήσει ο θάνατος κι έτσι ο θάνατος του έδωσα με μεγάλη απροθυμία τον δικό του αόρατου μανδύα.Ο πρώτος αδερφός ταξίδεψε και έφτασε σε ένα μακρινό χωριό όπως σκότωσε έναν άλλον μάγο όπου ειχαν προηγούμενα μεθυσμένος απο τη δύναμη του χάριζε το ραβδί από κουφοξυλιά καυχιόταν που ήταν ανίκητος την ίδια εκείνη νύχτα ένας άλλος μάγος του έκλεψε το ραβδί κι έκοψε το λαιμό του αδερφού για καλό ή για κακό έτσι ο θάνατος πήρε τον πρώτο αδερφό.Ο δεύτερος ξάδερφος επέστρεψε σπίτι του όπου πήρε την πέτρα και τη γύρισε τρεις φορές στο χέρι του προς μεγάλη του έκπληξη η κοπέλα που ήλπιζε πριν τον πρόωρο θάνατό της εμφανίστηκε ευθύς μπροστά του σύντομα όμως θα γίνει ψυχρή και θλιμμένη σαν να μην ανήκει πλέον στον κόσμο των θνητών ο δεύτερος αδερφός τρελαμένος απο το απελπισμένο έρωτα του αυτοκτόνησε για να σμίξει στα αλήθεια μαζί της κι έτσι ο θάνατος πήρε και τον δεύτερο αδερφό.Όσο για τον δεύτερο αδερφό ο θάνατος τον έψαχνε για πολλά χρόνια χωρίς να καταφέρει να τον βρει ποτέ, μόνο ο τρίτος αδερφός έφτασε στα βαθιά γεράματα έβγαλε τον αόρατο μανδύα και τον έδωσε στον γιο του και ύστερα υποδέχτηκε τον θάνατο σαν παλιό του φίλο και τον ακολούθησε Μετά χαράς και έφυγαν από την ζωή ίσοι"

Ξ:"Αυτοί ειναι οι κλήροι του θανάτου"

Χ:"Λυπάμαι κύριε αλλά ακόμα δεν καταλαβαίνω"

Ξ:"Θα σου δείξω"Πήρε ενα χαρτί και ενα στυλό και έκανε μια γραμμή

Ξ:"Το ραβδί από κουφοξυλιά το πιο δυνατό ραβδί που φτιάχτηκε ποτέ"μετά ζωγράφισε έναν κύκλο

Ξ:"Η πέτρα που ανασταίνει"Τέλος ζωγράφισε ένα τρίγωνο

Ξ:"Ο αόρατος μανδύας.Ολα μαζί κάνουν τους κλήρους του θανάτου μαζί κάνω έναν αφέντη του θανάτου"

Ε:"Αυτό το σημάδι ήταν και σε έναν τάφο στο Γκοντρικ Χολοου"Έκανε μια παύση

Ε:"Κυρία Λαβγκουντ μήπως η οικογένεια Πεβερελ έχει κάποια σχέση με τους κλήρους του θανάτου;"

Ξ:"Ναι ο Ιγνάτιος,με συγχωρείς"Και κάναμε στην άκρη για να περάσει

Ξ:"Και οι αδελφοί του Κάδμος και Αντίοχος ήταν οι ιδρυτές των κλήρων και συνεπώς αποτέλεσαν την έμπνευση για το παραμύθι... όμως το τσάι κρύωσε"

Σ:"Κύριε Λαβγκουντ έχετε ζήσει στην Γαλλία στο Παρίσι;"Εμινέ για ενα λεπτό ακίνητος

Ξ:"Οχι"Είπε γρήγορα

Σ:"Αν επιτρέπεται πού βρήκατε το μενταγιόν;"Αλλά δεν απάντησε

Ξ:"Πάω να φτιάξω το τσάι επιστρέφω σε λίγο"Και κατέβηκε τη σκάλα

Σ:"Πρέπει να φύγουμε"

Χ:"Γιατί;"

Σ:"Τα μενταγιόν με τους κλήρους τα έδινε ο Γκριντεβαλντ στους ακόλουθους του με αυτά ήξερε κάθε τους κίνηση, που ειναι και με ποιους ειναι μπορούσαν να τον ενημερώσουν μέσα απο αυτό και το αντίθετο"

Ρ:"Πως τα ξέρεις όλα αυτά;"

Σ:"Ο Ζακ μου είχε δώσει ενα τέτοιο στο τέταρτο έτος τώρα καταλαβαίνω ότι δεν ήταν απλά ένα δώρο για εκείνον...ο Ρεμους μου είπε τι ειναι"

Ε:"Σε παρακολουθούσε απο αυτό το πράγμα"

Σ:"Ναι"

Χ:"Εντάξει καλύτερα να φύγουμε"

Ε:"Ναι"

Κατεβήκαμε κάτω για να φύγουμε και είδαμε τον κύριο Λαβγκουντ να κοιτάει απο το παράθυρο.

Ε:"Σας ευχαριστούμε κύριε"Εκείνος γύρισε και μας κοίταξε αλλά φαινόταν ταραγμένος

Ρ:"Ξεχάσατε το νερό"

Ξ:"Τι;"

Ρ:"Για το τσάι"

Ξ:"Αλήθεια;"και πήγε στην απέναντι μεριά του δωματίου

Ξ:"Τι ανόητο το εκ μέρους μου"

Ε:"Δεν πειράζει ετσι κι αλλιώς πρέπει να φύγουμε"

Ξ:"Όχι δεν θα φύγετε!"Και έσπρωξε με δύναμη κάποια πράγματα που ήταν μπροστά του και πήγες μπροστά στην πόρτα

Χ:"Κύριε;"

Ξ:"Είστε η μόνη μου ελπίδα βλέπετε θύμωσα με αυτά που έγραφα και την πήραν"Εκανε μια παύση

Ξ:"Πήραν τη Λουνα μου!τη Λουνα μου!"Μας πλησίασε πήγε μπροστά στον Χάρι και έκανε στην άκρη τα μαλλιά του για να δει το σημάδι του

Ξ:"Ενώ στην πραγματικότητα θέλουν εσένα"

Χ:"Ποιος την πήρε κύριε;"

Ξ:"Ο Βόλντεμορτ"

Ακούστηκε κάτι να περνάει με γρήγορη ταχύτητα τον αέρα έξω από το σπίτι αμέσως μετά άρχισαν να μας χτυπάνε διάφορα ξόρκια σκύψαμε και μείναμε κάτω πιαστήκαμε και τηλεμεταφερθήκαμε σε ενα δάσος.

Ρ:"Ρε τον προδότη κανέναν δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε;"

Χ:"Του την πήραν επειδή με υποστήριζε απλώς ήταν απελπισμένος"

Ρ:"Και οι κεφαλοκυνηγοι;"Μετά από λίγα δεύτερα εμφανίστηκαν και αρχίσαμε να τρέχουμε

Σεμπάστιαν:"Τι χασομερατε; πιάστε τους!"

Αρχίσαμε να τρέχουμε να μας κυνηγάνε και να μας πατάνε διάφορα ξόρκια ο Ρον ήταν ο πρώτος που χτυπήθηκε και χοντρές αλυσίδες τυλίχθηκαν γύρω κάποια στιγμή Η Ερμιόνη με το Χάρι χάθηκαν απο το οπτικό μου πεδίο το πόδι μου μπλέχτηκε σε ενα κλαδί και έπεσα.

Δίπλα μου ήρθε ο Σεμπάστιαν και με τράβηξε πάνω να σηκωθώ

Σ:"Μην με ακουμπάς!"

Σε:"Για δες το έχουμε εδω"Και με τράβηξε στους υπόλοιπους είχαν πιάσει και τους τρεις αλλά το πρόσωπο του Χάρι είχε παραμορφωθεί.

Σε:"Να και η τελευταία"Ένας απο τους άλλους ήρθε και μου έδεσε τα χέρια

Σε:"Πως σας λένε;"

Χ:"Νταντλι Βέρνον Νταντλι"

Σε:"Ελέγξτε το.Εσένα ομορφούλα;"

Ε:"Πηνελόπη Κλιαργουοτερ ημίαιμη"

?:"Δεν υπάρχει Βέρνον Νταντλι εδω"

Σε:"Το άκουσες ασχημομούρη δεν είσαι στην λίστα πως και δεν θες να δούμε ποιος είσαι;"

Χ:"Σας είπα ποιος είμαι"Τον πλησίασε και σήκωσε το ραβδί του αυτός που μου έδεσε τα χέρια είδε το Β στο χέρι μου

?:"Σεμπάστιαν ελα λίγο"

Σε:"Τι έπαθες πάλι-"Σταμάτησε όταν είδε το σημάδι μου

Σε:"Ασυνήθιστο σημάδι έχεις"Δεν του απάντησα

Ακούστηκε κάποιος να τηλεμεταφερεται πίσω μας

Σε:"Τέλεια τι θέλει αυτός εδώ;"

?:"Ξεχνατω Σκάμπιορ αυτή την περνώ εγω εκτός αν θες να μιλήσεις με τον Βόλντεμορτ"Μόλις άκουσα την φωνή του πάγωσα

Σε:"Τι εννοείς Γκριντεβαλντ;"

Ζ:"Με έχει στείλει για να την πάω σε εκείνον θα ειναι στην έπαυλη Μαλφοϊ σας προτείνω να κάνετε το ίδιο και με αυτούς"Είπε και με έπιασε

Χ:"Μην την ακουμπάς!"

Ζ:"Ωραίο πρόσωπο Πότερ"Με έπιασε και τηλεμεταφερθήκαμε στε ενα σπίτι που ήταν από μαύρο μάρμαρο

Η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ο Λούσιους

Ζ:"Σε λίγο οι κεφαλοκυνηγοι θα φέρουν τους υπόλοιπους"

Λ:"Πήγαινε την κάτω σε διαφορετικό κελί και μείνε μαζί της"Και αυτό έκανε

Ζ:"Γεια"Είπε και χαμογέλασε

Σ:"Εισαι αξιολύπητος"

Ζ:"Ευχαριστώ"Και άρχισε να με πλησιάζει

Έκανα ενα λεκτικό ξόρκι για να μην μπορεί να με πλησιάσει ο συγκεκριμένος

Ζ:"Αυτό θα σε αποδυναμώσει"

Σ:"Τουλάχιστον θα μείνεις μακριά μου"

*
*
*

Δεν ξέρω πόση ώρα ειμαι εδω αλλά κάποια στιγμή άκουσα κάποιον να φωνάζει και κατάλαβα ότι ήταν η Ερμιόνη και πήγα στα κάγκελα του κελιού

Ζ:"Φαίνεται ότι η φίλη σου έχει πρόβλημα"

Σ:"Πως μπορείς να είσαι τόσο..τόσο-"

Ζ:"Τέλειος;εύκολα"

Σ:"Οχι γελοίος"

Ζ:"Τώρα με προσβάλλεις"

Σ:"Ωραία"

?:"Φέρτην πάνω!"Ακούστηκε μία φωνή έξω απο το κελί

Ζ:"Ακουσες προχώρα"

Σ:"Οχι"

Ζ:"Λοιπόν πάω να σε αγγίξω εκείνοι όμως μπορούν δεν μπορώ να τους φωνάξω αν θες αλλιώς προχώρα"Ανοιξε την πόρτα και εγώ βγήκα έξω

Όταν πήγαμε να ανέβουμε τις σκάλες άκουσα φωνές απο το άλλο και κοίταξα και είδα τον Χάρι και τον Ρον.

Χ:"Σελ!"

Ζ:"Τι συγκινητικό κρίμα που πρέπει να πηγαίνουμε"Και με ακούμπησε με το ραβδί του στην πλάτη μου

Ζ:"Εγω δεν μπορώ να σε αγγίξω αλλά αυτό ναι ελα σε περιμένουν"

Ανεβήκαμε τις σκάλες είδα την Ερμιόνη στο κάτω και έμεινα ακίνητη η Μπελατριξ άρχισε να με πλησιάζει

Ζ:"Ορίστε τώρα πείτε μου πού είναι"

Μ:"Ειναι νεκρός"

Ζ:"Τι;"

Μ:"Τον σκότωσε ο άρχοντας του σκότους"

Ζ:"Τότε να του πεις ότι εγω και οι ακόλουθοι του πατέρα μου δεν θα σας βοηθάμε ποια"Και εξαφανίστηκε αλλά κανένας τους δεν έδωσε σημασία.

Μ:"Για δες τι έχουμε εδω είσαι εσυ μας πως μου κλέψατε αυτό"Και έδειξε το σπαθί

Σ:"Δεν κλέψαμε τίποτα"

Μ:"Ψεύτρα! Βασανους!"Έπεσα κάτω και ένιωσα πάλι αυτόν τον πόνο σαν να με χτυπάνε εκατοντάδες μαχαίρια ταυτόχρονα

Μ:"Πως το πήρατε;!"

Σ:"Δεν πήραμε τίποτα"

Μ:"Βασανους!"Δεν άντεξα άλλο και άρχισα να φωνάζω

Αυτό συνεχίστηκε για λίγα λεπτά ακόμα όμως ήταν αρκετά για να με κάνουν να μην νιώθω τίποτα τόσο συναισθηματικά όσο και σωματικά.

Μ:"Τελευταία φορά που σε ρωτάω πως το κλέψατε;!"

Σ:"Δεν το κλέψαμε"

Μ:"Πολύ καλά είμαι σίγουρη πως θα ήθελες να γνωρίσεις την μητέρα σου"Ειπαι και με σημάδεψε με το ραβδί της

Χ:"Αφοπλισιους!"Τον άκουσα να φωνάζει απο λίγο πιο πέρα και το ραβδί της πήγε στο χέρι του.

Τους άκουσα να ανταλλάζουν διάφορα ξόρκια μεταξύ τους μέχρ που ο Χάρι με τράβηξε κοντά του αλλά είδα ότι την Ερμιόνη την κράταγε η Μπελατριξ και είχε ενα μαχαίρι στον λαιμό της ο Χάρι με τον Ρον είχαν πετάξει τα ράφια τους.

Μ:"Καλέστε τον άρχοντα του σκότους"

Ο Λούσιους σήκωσε το ανοιχτό για να τον καλέσει αλλά σταμάτησε όταν άκουσε έναν ήχο απο τον πολυέλαιο κοίταξα πάνω και είδα τον Ντομπι ξεκλείδωσε τη βίδα ανάμεσα στην αλυσίδα και στον πολυέλαιο εκείνος έπεσε η Μπελατριξ πήγε προς τα πίσω ενώ Η Ερμιόνη μπροστά που την έπιασε ο Ρον ο Χάρι έφυγε και πήγε να πάρει τα ραβδιά τους απο τον Ντραϊκο και γύρισε.

Δίπλα μας ήρθε και ο Ντομπι με τον καλικάντζαρο

Μ:"Ανόητο ξωτικό! παραλίγο να με σηκώσεις!"

Ν:"Ο Ντομπι δεν ήθελε να σκοτώσει, ο Ντομπι ήθελα απλά να ακρωτηριάσει η τραυματίσει σοβαρά"Η Ναρκισσα πήγε να του επιτεθεί αλλά χτύπησε τα δάχτυλά του και το ραβδί της βρέθηκε στα χέρια του.

Μ:"Πως τολμάς να παίρνεις το ραβδί μιας μάγισσας; Πώς τολμάς να αψηφήσει τους αφέντες σου;!"

Ν:"Ο Ντομπι δεν έχει αφέντη! ο Ντομπι ειναι ελεύθερο ξωτικό! και ο Ντομπι ήρθε να σώσει τον Χάρι Πότερ και τους φίλους του!"

Πιάσαμε τα χέρια του Ντομπι και τηλεμεταφερθήκαμε την ώρα που το μαχαίρι που μας πέταξε η Μπελατριξ ερχόταν προς το μέρος μας.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμασταν σε μια παραλία και πιο πέρα ήταν ενα σπίτι κοίταξα τον Χάρι που κρατούσε τον Ντομπι είχε το μαχαίρι της Μπελατριξ καρφωμένο στην κοιλιά του ο Χάρι το έβγαλε και το πέταξε πιο πέρα.

Ν:"Ο Ντομπι ειναι πολύ χαρούμενος που ειναι με τον φίλο του τον Χάρι Πότερ"Είπε και έκλεισε τα μάτια του

Τον πλησίασα και έβαλα τα χέρια μου στην πληγή του

Χ:"Σελ-"

Σ:"Μπορώ"Η πληγή έκλεισε και ο Ντομπι άνοιξε τα μάτια του μετά απο αυτό όλα μαύρα

Χελοου μανιταρακια μου

Τι κάνετε? ελπίζω να είστε καλά

Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο?


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top