{03} έκσταση

Ο Μπωντλαίρ είχε πει σαν μικρό παιδί ένιωσα στην καρδιά μου δύο αντιφατικά συναισθήματα: τον φόβο της ζωής και την έκσταση της ζωής.

Κι εγώ τώρα βρίσκομαι κάτω από την βροχή, νιώθοντας κάθε μικρή σταγόνα να χαϊδεύει το δέρμα μου, προσπαθώντας να νιώσω. Τον φόβο ή την έκσταση, έστω ένα συναίσθημα που θα με κάνει να νιώσω ζωντανή.

Δύο καινούρια θύματα επιβεβαιώθηκαν, σπέρνοντας τον τρόμο σε όλους τους κατοίκους του Brooklyn.

Και τώρα, τα φώτα του δρόμου καθρεφτίζονται στο νερό που καλύπτει την άσφαλτο και τα λιγοστά αυτοκίνητα που κυκλοφορούν, περνούν με ταχύτητα θυμίζοντάς μου πως δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι εκεί.

Η στάση του τραίνου είναι άδεια κι εγώ πλέον στέκομαι όρθια περιμένοντάς το. Ο κρύος αέρας φυσάει και με κάνει να ανατριχιάζω κάθε φορά, μετανιώνοντας που κατέληξα βρεγμένη ως το κόκκαλο.

Όταν φτάνει, η ξύλινη θέση που επιλέγω είναι άβολη, αλλά τουλάχιστον η ατμόσφαιρα εκεί μέσα είναι πιο ζεστή. Στο βαγόνι που βρίσκομαι, υπάρχει μονάχα μια ηλικιωμένη γυναίκα που με κοιτάζει απαξιωτικά, επικριτικά και ένα έφηβο αγόρι που είναι βυθισμένο στις σελίδες του βιβλίου που κρατάει.

Κάνοντας μονάχα λίγα βήματα μακριά από τον σταθμό που κατεβαίνω, φτάνω έξω από το μικρό ροκ μπαρ. Μπορώ να ακούσω ακόμη κι από εδώ την μουσική. Τα τζάμια των παραθύρων είναι γεμάτα μικρές σταγόνες βροχής και καταφέρνω να δω την αντανάκλασή μου πάνω σε αυτά.
Το λεπτό ύφασμα της μπλούζας μου έχει κυριολεκτικά κολλήσει πάνω στο δέρμα μου και τα μαλλιά μου στάζουν κάθε τόσο πάνω στον λαιμό μου.

Πλέον δεν αφήνω άλλο περιθώριο στον εαυτό μου να σκεφτεί και σπρώχνω την πόρτα. Ένα κύμα ζέστης συναντά το παγωμένο δέρμα μου ενώ παράλληλα ο καπνός γίνεται αισθητός. Δεν χρειάζεται να σταθώ εναντίον του εαυτού μου γι'αυτήν μου την απόφαση, καθώς δεν αργώ να τον αναγνωρίσω μέσα στον κόσμο.

Κάνω μερικά βήματα προς το μέρος του και όταν φτάνω αρκετά κοντά του, πιάνω το μπράτσο του.

<<Μπορούμε να μιλήσουμε;>> ρωτάω κοιτώντας τα ξαφνιασμένα πράσινα μάτια του.

<<Τι; Τι κάνεις εδώ;>> ανταποδίδει, και με το δίκιο του.

<<Το ήξερα ότι ήσουν εδώ, το ένιωθα.>> ομολογώ.

<<Το ήξερες; Συγγνώμη, με παρακολουθείς ή κάτι;>> γελάει σαρκαστικά και τον τραβάω από το μπράτσο.

Κατευθυνόμαστε προς τις τουαλέτες του μπαρ και εκείνος σταματάει.

<<Τι θέλεις;>> ρωτάει κι εγώ παρατηρώ τον κρίκο στο χείλος του.

<<Joe...Ήθελα να σου μιλήσω.>> λέω σιγανά και
περνάω μια τούφα των μαλλιών μου πίσω από το αυτί μου.

<<Κι εγώ θέλω να σου μιλήσω, πάμε μέσα;>> γελάει κι εγώ στριφογυρίζω τα μάτια μου.

<<Το εννοώ. Σταμάτα να σκέφτεσαι μόνο αυτό.>> τον αγριοκοιτάζω.

<<Συγγνώμη, νόμιζα ότι εκεί το πήγαινες.>> σηκώνει τα χέρια του ψηλά.

Προσπαθώ να αγνοήσω τα λόγια του και γλείφω για μια στιγμή τα χείλη μου.

<<Γιατί θέλεις να μιλήσεις σε μένα;>> μουρμουρίζει.

<<Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάποιον άλλον.>> παραδέχομαι κοιτώντας τριγύρω.

<<Ούτε τον φλώρο;>> κοροϊδεύει για άλλη μια φορά.

<<Σταμάτα σε παρακαλώ.>> ξεφυσάω και εκείνος περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του, όσο παραμένω αμίλητη και αγχωμένη.

<<Είσαι μούσκεμα, θα κρυώσεις.>> σχολιάζει σπάζοντας την σιωπή.

<<Λες και σε νοιάζει...>> μουρμουρίζω και εκείνος γελάει σαρκαστικά για άλλη μια φορά.

<<Πες μου τι θέλεις.>> σταυρώνει τα χέρια του.

<<Φοβάμαι.>> ομολογώ αδύναμα.

<<Ήρθες μέχρι εδώ για να μου πεις ότι φοβάσαι;>> κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου.

<<Έγινε η αναγνώριση χτες. Η κοπέλα που σκοτώθηκε ήταν από την γειτονιά μου.>> η φωνή μου σχεδόν σπάει και είμαι σίγουρη πως ακούγομαι απελπισμένη.

<<Εντάξει, ηρέμησε.>> τα χέρια του πιάνουν τα δικά μου και το βλέμμα μου δεν αργεί να συναντήσει το δικό του.

Η ζέστη του διαπερνά τις παλάμες μου και με ανακουφίζει.

<<Δεν θα σε πειράξει κανείς, μην ανησυχείς.>> ο τόνος του είναι τόσο χαμηλός, που ίσα τον ακούω.

<<Πώς είσαι τόσο σίγουρος; Μπορεί να σκοτώσει οποιονδήποτε, δεν μπορώ να μείνω μόνη...>> ο φόβος με έχει κατακλύσει, με κάνει να φαίνομαι αξιολύπητη.

<<Δεν θέλω να πεθάνω Joe...>> δαγκώνω το κάτω χείλος μου τόσο δυνατά, που σχεδόν ματώνει.

<<Δεν θα πεθάνεις, μην λες βλακείες.>> γελάει κι εγώ παίρνω τα χέρια μου από τα δικά του.

<<Δεν καταλαβαίνεις.>> πλέον αγανακτώ.

<<Τι θέλεις να κάνω, ε; Πες μου.>> σταυρώνει τα χέρια του.

Είμαι αμήχανη, οι λέξεις αδυνατούν να βγουν από το στόμα μου.

<<Περιμένεις να σου πω ότι θα μείνω μαζί σου.>> μαντεύει -επιτυχώς- κι νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε.

<<Όχι στο σπίτι μου όμως...>> μουρμουρίζω και εκείνος παραμένει αμίλητος.

<<Σε παρακαλώ...Είμαστε φίλοι, έτσι δεν είναι;>> προσθέτω έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.

<<Δεν είμαστε φίλοι.>> δηλώνει κι εγώ στρέφομαι αργά προς την έξοδο, ντροπιασμένη.

Είμαι σχεδόν έτοιμη να παρατήσω τις προσπάθειές μου και να αποχωρήσω απογοητευμένη, όταν νιώθω το χέρι του να πιάνει σφιχτά το μπράτσο μου.

<<Έλα μαζί μου.>> λέει και ορκίζομαι πως τα μάτια μου έλαμψαν.

-------
καλησπέρα, ελπίζω να είστε όλοι καλά. είναι γεγονός ότι το wattpad είναι απαράδεκτο πλέον, αλλά μιας και είχα αρχίσει αυτό το κεφάλαιο στα drafts, είπα να το ανεβάσω. εύχομαι να έχετε ένα υπέροχο υπόλοιπο καλοκαιριού.❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top