𝐓𝐰𝐞𝐧𝐭𝐢𝐞𝐭𝐡 𝐜𝐡𝐚𝐩𝐭𝐞𝐫

Τριτοπρόσωπη αφήγηση

Η μαύρη μηχανή εκτοξεύτηκε μερικά μέτρα πιο πέρα με το σώμα της κοπέλας να έχει κυλήσει σε σχεδόν όλη την έκταση του δρόμου.

Το άλλο δίκυκλο είδε το ατύχημα που είχε προκαλέσει και αφού περιεργάστηκε την κατάσταση που είχε δημιουργήσει έφυγε χωρίς να αφήσει σχεδόν κανένα ίχνος πίσω του

Το σώμα της όμορφης κοπέλας σύρθηκε πάνω στον τσιμεντένιο δρόμο με το αίμα στης να έχει σημαδεύσει τις λευκές διαχωριστικές γραμμές των δύο λοριδων κυκλοφορίας.

Το κινητό της πεταμένο μερικά μέτρα μακριά χτυπούσε εμφανίζοντας ξανά το όνομα της Ισπανίδας η οποία καλούσε συνεχώς τον αριθμό της Yuriken.

Εκείνη ξαπλωμένη στον δρόμο με το κεφάλι της σκεπασμένο με τα υγρά και πλέον κοκκινωπά μαλλιά της και το σώμα της γεμάτο τραύματα

Το σώμα της αδύναμο και σχεδόν αέρινο σύρθηκε μερικά εκατοστά και τα χέρια της ελευθέρωσαν το χτυπημένο κρανίο της έτσι ώστε να πιάσουν την μικρή και σχεδόν διαλυμενη συσκευή που ξαπλωνε πιο πέρα στον δρόμο.

Οι αγκώνες της πίεσαν το σώμα της για να ανασηκωθεί όσο οι αντίχειρες της πληκτρολόγησαν γρηγορα έναν γνώριμο αριθμό.

Η κλήση μπήκε σε ανοιχτή ακρόαση με εκείνη να προσπαθεί να ελέγξει τις βαριές ανάσες της.

Είχε ακόμα τις αισθήσεις της όμως δεν ήξερε αν θα μπορούσε να τις κρατήσει για πολύ ακόμα

:Που διάλο είσαι ,σε ψάχνω τόση ώρα γιατί δεν απαντας γαμωτο σου..

Ακούστηκε η εξαγριωμένη φωνή του με τα μάτια της να αδυνατούν να κρατήσουν τα δάκρυά που είχαν σχηματιστεί στην υγρή πλευρά των βλεφάρων της.

St: Jéon...

Σχημάτισαν τα χείλη της με την φωνή της να παλεύει να βγει στην επιφάνεια του οξυγόνου και εκείνος σταμάτησε απότομα να φωνάζει.

:Satomi κλαις? Τι έγινε που είσαι...

Ρώτησε αυτή την φορά πιο ήρεμα και εκείνη προσπάθησε να καταπιεί έτσι ώστε να μπορέσει να του μιλήσει όσο οι ανάσες τις γίνονταν όλο και πιο κόφτες

St: Jéon...έλα με το αμάξι...οδός Weiki..

Aκουστηκε αδύναμα η φωνή της και εκείνος άνοιξε ελαφρά τα χείλη του προσπαθώντας να καταλάβει.

Jk:Satom-

St:μην κλείσεις...απλά έλα..

Απάντησε εκείνη και το σώμα του νεαρού πέρασε αμέσως πίσω από τα μωβ σίδερα του αμαξιού του.

Το κινητό του στηρίχθηκε στην ειδική εσοχή του αμαξιού ενώ η κλήση μαζί της συνεχίστηκε παρόλο που εκείνη δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά.

Τα χέρια του πίεσαν δυνατά το τιμόνι όσο τα πόδια του πατούσαν τους δύο μαύρους μοχλούς εναλλάσσοντας ταχύτητα πιο γρήγορα και από αστραπή.

Έστριψε την σκοτεινή στροφή και βρέθηκε μπροστά στον μεγάλο επικίνδυνο δρόμο.

Jk:που διάολο είσαι ...με δουλεύεις.

Ρωτησε εκείνος μη μπορώντας να εντοπίσει την μορφή της και εκείνη προσπάθησε να πάρει μια γεμάτη ανάσα κάνοντας τον λαιμό της να ξεραθεί.

St:ακούω το αμάξι σου Jéon.... ανέβα πιο
ψηλά...

Είπε πριν τα μάτια της κλείσουν από την κούραση και τον πόνο που ένιωθε σε όλο το κορμί της.

Εκείνος συνέχισε να οδηγά το αγωνιστικό αμάξι με μεγάλη ταχύτητα θέλοντας να φτάσει ακόμη πιο γρήγορα κοντά της.

Τα μάτια του έπεσαν στον τσιμεντένιο δρόμο ενώ δευτερόλεπτα αργότερα παρατήρησαν μικρές κουκίδες αίματος πάνω στις λευκές διαχωριστικές γραμμές της ασφάλτου.

Jk: Yuriken....που είσαι..έχω αρχίσει και ανησυχώ περισσότερο..

Ρώτησε με την φωνή του ανήσυχη και διαταραγμένη όμως εκείνη δεν απάντησε ποτέ πίσω.

Σταμάτησε το αμάξι ανάβοντας την υψηλή σκαλα των προβολέων , άρπαξε το κινητό του και βγήκε γρήγορα έξω από τις λαμαρίνες.

Τα βήματα του βαριά και γοργά όσο το σώμα του πλησίαζε την μεριά του δρόμου που ξαπλωνε το πληγωμένο σώμα της.

Τα μαύρα μάτια του ακολούθησαν την ερυθρή διαδρομή με την καρδιά του να χτυπά δυνατά χωρίς εκείνος να μπορεί να την ελέγξει.

Έκανε μερικά ακόμη βήματα πλησιάζοντας την άκρη του δρόμου και το κινητό εκείνης άναψε ελάχιστα εμφανίζοντας του που βρισκόταν.

Το σώμα του κινήθηκε αέρινα με τα βήματα του να αποτελουν τον μόνο ήχο

Τα γόνατα του καρφώθηκαν στην υγρή άσφαλτο και τα χέρια του τυλίχθηκαν γύρω από το χτυπημένο κρανίο της μόλις εκείνος την είδε αιμόφυρτη πάνω στην άσφαλτο.

Jk: Satomi... Satomi μιλά μου..

Φώναζε αναστατωμένα εκείνος με τα άκρα του να κινούν ελάχιστα το σώμα της έτσι ώστε να μην δημιουργήσει τυχον κάποια άλλη βλάβη.

Το κεφάλι του χαμήλωσε φτάνοντας πάνω από το κλειστό δερμάτινο πανωφόρι της με το αυτί του να προσπαθεί να ελέγξει τους παλμούς της.

Το αδύναμο χέρι της σηκώθηκε ελαφρά αγγίζοντας τον αυχένα του τρομαγμένου άνδρα ο οποίος είχε αρχίσει να τα χάνει και εκείνος κοίταξε κατευθείαν τα μάτια της.

Το πράσινο χρώμα τους είχε πλέον ξεθωριάσει ενώ η ζωντάνια και η σπίθα τους είχε χαθεί όπως η ζωή του δάσους ύστερα από μια καταστροφική πυρκαγιά.

Τα χείλη της σχημάτισαν με δυσκολία ένα αμυδρό χαμόγελο όσο τα μάτια εκείνου την κοιτούσαν έτοιμα να ξεχειλίσουν από δάκρυα.

Ήταν σαν τον αγριεμενο ουρανό πριν ξεσπάσει σε καταιγίδα με τα μάτια του να θέλουν να αφήσουν στην γη μια πλημμύρα βροχής ,τα δάκρυά του.

Από την αλλη εκείνη στεκόταν ήρεμη αν και πονεμένη προσπαθώντας να βοηθήσει τον αναστατωμένο άνδρα δίπλα της εφόσον έβλεπε-αν και όχι καθαρα- την κατάσταση στην οποία βρισκόταν.

St:μην κλαίς...

Του είπε με τα μάτια της να ανοιγοκλείνουν αργά και εκείνος σκούπισε αμέσως τα μάτια του κοιτώντας και πάλι τα δικά της

Δεν ήθελε να την ανησυχήσει περισσότερο όμως δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του.

Το πικρό χαμόγελο της δεν είχε αποχωριστεί τα χείλη της όσο εκείνος προσπαθούσε να συνεφέρει τον εαυτό του ο οποίος βρισκόταν σε κρίση.

Το είχε βιώσει ξανά όλο αυτό , δεν μπορούσε να το περάσει ξανά.

Flashback

Το μικρο αγόρι κοίταξε έξω από το αμάξι με τα μάτια του να προσγειώνονται στον γεμάτο αστέρια ουρανό.

Ήταν χαρούμενο, όλοι ήταν..

Το ράδιο του παλιού αμαξιού έπαιζε το αγαπημένο τραγούδι της όμορφης μητέρας του με εκείνη να το μουρμουριζει όσο ο ευδιάθετος πατέρας του οδηγούσε προσεκτικά τον δρόμο.

Δίπλα στο παιδικό καθισματακι του υπήρχε ένα ακόμη όμως ο επιβάτης του δεν βρισκόταν εκεί αλλά στην αγκαλιά της μητέρας του.

Το κεφάλι του άφησε τον ουρανό ενώ τα μάτια του έπεσαν πάνω στην φωτογραφία που κρατούσε στα μικρά χεράκια του.

Την είχαν βγάλει το πρωί για την ύπαρξη του νέου μέλους.

Jk:μαμά...

Ακούστηκε η παιδικη φωνουλα του και τα μάτια της μητέρας του γύρισαν προς το μικρό σώμα του που κουνούσε χαρούμενα τα μικρά ποδαράκια του.

Το πρόσωπο της χαρούμενο και το βλέμμα της λαμπερό, αυτό ήταν και το τελευταίο πραγμα που είδε από εκείνους, το τελευταίο πράγμα που θυμόταν από όλους τους.

Ένα λαμπερό φως και ύστερα σίδερα και λαμαρίνες.

Τα μικρά ματάκια του άνοιξαν όσο αίμα έτρεχε από το χτυπημένο μέτωπο του ενω μια νεκρική σιγή κυριαρχούσε στο κεφάλι του.

Δεν μπορούσε να ακούσει κανέναν ήχο για μερικά δευτερόλεπτα.

Τα μάτια του πεταρισαν μερικές φορές όσο τα αυτιά του άρχισαν να πιάνουν κάποιες νότες κλαματος που προέρχονταν από το μπροστινό κάθισμα.

Jk:μαμά...

Προσπάθησε να πει όμως εκείνη δεν του απάντησε ποτέ , δεν θα του απαντούσε.

Η ζώνη ασφαλείας κολλημένη στο υγρό δέρμα του όσο το δυνατό κλάμα βουϊζε μέσα στα αυτιά του.

Τα μάτια του έπεσαν στην πλέον σχισμένη φωτογραφία.

Κομμάτι της οποίας δεν μπόρεσε να βρει ποτέ ξανά.

Το στόμα του ζάρωσε με το μυαλό του να έχει κατανοήσει την κατάσταση την οποία βίωνε και τα βλέφαρα του έκλεισαν σφικτά σαν να μην ήθελαν να βλέπουν αφήνοντας έτσι δύο μικρά δάκρυα να πέσουν στην πληγωμένη επιδερμίδα του

Εσφιξε το ήδη χαλασμένο χαρτί πάνω στο στήθος του ενώ μονολόγησε προσπαθώντας να ξεφύγει από τις σκέψεις του μέχρι να έρθει κάποια βοήθεια.

:Όλα καλά θα πάνε....

End of flashback

St:όλα καλά θα πάνε...

Συνέχισε εκείνη κινώντας τον αντίχειρα της πάνω στο μάγουλο του σημαδεύοντας το με λίγο από το αίμα της.

Τα μάτια του βλεφαρισαν ελαφρά "ξυπνώντας" τον από τις πικρές μνήμες του ενώ κοίταξαν για ακόμη μια φορά το αμυδρό χαμόγελο της κοπέλας που ξαπλωνε ακίνητη στον κρύο δρόμο.

Jk:ολα θα πάνε καλά...

Είπε και εκείνος δυνατά όμως ήταν σαν να μιλούσε στον εαυτό του και τα βλέφαρα εκείνης έκλεισαν για λίγο χωρίς το χέρι της να σταματά την κίνηση του πάνω στο δέρμα του άνδρα

Δεν ήθελε να τον αφήσει από κοντά της , όσο και αν δεν ήθελε να του δείξει τον φόβο της εκείνη πονούσε και φοβόταν αρκετά... φοβόταν πως δεν θα γυρνούσε ποτέ στον παλιό καλό εαυτό της.

Τα χέρια εκείνου έπιασαν το μικρό κινητό του πληκτρολογώντας τον αριθμό του κολλητού φίλου του.

Το σώμα του ανασηκώθηκε ελαφρά με εκείνον να προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον Ιάπωνα όμως το κράτημα της τον έκανε να σταθεί δίπλα της

St:μην φύγεις....μην με αφήσεις...

Είπε ήρεμα χωρίς η φωνη της να ακούγεται πολύ μέσα στην νύχτα και εκείνος έκατσε καλύτερα δίπλα της προσπαθώντας ωστόσο να συνεννοηθεί με τον άνδρα της απέναντι γραμμής.

Jk:Ελατε με την Ele σας χρειάζομαι και τους δυο.

Φώναξε ενώ ένα δευτερόλεπτο αργότερα τοποθέτησε το κινητό του πάλι πίσω στην τσέπη του .

Jk:εδώ είμαι ,εδώ είμαι ,όλα θα πάνε καλά ...

Της είπε προσπαθώντας να ηρεμήσει και τον εαυτό του ενώ εκείνη χαμογέλασε για ακόμη μια φορά με εκείνον να την κοιτάζει γεμάτος πίκρα.

Jk:ποιος το έκανε...

Ρώτησε και εκείνη άφησε μια βαριά ανάσα που συνοδεύτηκε από λίγο βήχα.

St:δεν είδα και δεν με νοιάζει...

Ήταν το τελευταίο πράγμα που είπε πριν και οι δύο ακούσουν τον ήχο μιας μηχανής.

Οι ενισχύσεις είχαν πλέον έρθει με τους δύο φίλους τους να αχνοφαινονται στην άκρη του δρόμου.

~

Η κοπέλα με τις τιρκουάζ άκρες βρισκόταν στην θέση του οδηγού στο μωβ αμάξι όσο η πληγωμένη Satomi ακουμπούσε το κεφάλι της πάνω στα πόδια του Jungkook βρισκόμενη στα πίσω καθίσματα.

Είχε τα μάτια της κλειστά οσο εκείνος κρατούσε σφικτά το χέρι της.

Jk: Satomi...

Ρώτησε σιγανα με το μουρμουρισμα της να αποτελεί την μόνη απάντηση που μπορούσε να του δώσει την δεδομένη χρονική στιγμή.

Jk:oλα θα πάνε καλά έτσι...

Συνέχισε και τα αδυναμα βλέφαρα της εμφάνισαν τα ξεθωριασμένα από χρώμα και ζωή μάτια της.

Εκείνα ήρθαν σε απόλυτη και άμεση επαφή με τα βουρκωμενα δικά του.

Είχε αρχίσει πάλι να σκέφτεται το παρελθόν του.

Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί και αντί να της δίνει εκείνος δύναμη, αυτή ήταν εκείνη που την προσέφερε.

St:ηρέμησε...είμαι καλά...

Είπε αδύναμα εκείνη αφήνοντας μια πνοή πόνου και τα μάτια του αποχωρίστηκαν τα δικά της πέφτοντας πάνω στον μικρό καθρέπτη που στόλιζε το παρμπρίζ.

Η κοπέλα με τις τιρκουάζ άκρες τον κοιτούσε ήδη δολοφονικά πράγμα που εκείνος δεν κατάλαβε αμέσως .

Τα δάκτυλα της σωας κοπέλας που οδηγούσε το αμάξι έκαναν νόημα στον νεαρό να σταματήσει να αγχώνει την ήδη τραυματισμένη κοπέλα και εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι αντικρυζωντας πάλι το ευαίσθητο και γεμάτο αίματα σώμα της Ιαπωνεζας.

Jks'pov

Έκλεισα ήσυχα την μεγάλη πόρτα περπατώντας έξω από το σκοτεινό δωμάτιο μαζί με τον ειδικό ιατρό.

Jk:άρα θα επανέλθει...

Ια: ναι το δερμάτινο πανωφόρι της ευτυχώς κάλυψε το σώμα της ενώ τα χέρια της προστάτευσαν αρκετά το κρανίο της όμως τα πόδια της έχουν αρκετά τραύματα...Αλλά θα είναι καλά..θα τις γράψω μια αγωγή και σε λίγο καιρό θα είναι όπως πρίν.

Απάντησε ο ειδικός επιστήμονας και εγώ τον ευχαρίστησα ευγενικά.

Η εξωτερική πόρτα έκλεισε με τον ιατρό να φεύγει επιτέλους από το σπίτι και αμέσως η μορφή του Taehyung πλησίασε την δικιά μου.

Tae:αυτό το βρήκα στον δρόμο δεν ξέρω αν αποτελεί στοιχείο για το ποιος μπορεί να την χτύπησε...αλλά τουλάχιστον είναι κάτι

Είπε δείχνοντας μου ένα ασημένιο χοντρό ανδρικό δακτυλίδι με το γράμμα "Μ" σκαλισμένο πάνω του.

Επιασα το μικρό κόσμημα στα χέρια μου και το κοίταξα καλύτερα προσπαθώντας να θυμηθώ που το είχα ξαναδεί.

Πίεσα το ασημένιο αντικείμενο στην παλάμη μου όσο τα μάτια μου πήραν ένα σκοτεινότερο χρώμα.

Τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου σκλήρυναν και οι γροθιές μου σφικτηκαν.

Ήρθε η ώρα να τον σκοτώσω.

~

Πέρασα το φανάρι με ταχύτητα φτάνοντας γρηγορότερα στην σκοτεινή γειτονιά.

Την γειτονιά Waiko.

Βγήκα από το όχημα μου ενώ έφτασα γρήγορα μπροστά στην λευκή πόρτα.

Χτύπησα το γυαλισμένο ξύλο περιμένοντας τον Ιάπωνα άνδρα να ανοίξει.

Ύστερα από λίγο το υλικό της πόρτας κινήθηκε εμφανίζοντας την κουρασμένη και σχεδόν κοιμισμένη μορφή του.

Jk:βγαίνεις έξω τώρα και πάμε μαζί σε μια δουλειά.

Του φώναξα και εκείνος έμεινε να με κοιτάζει απορημένα με τα σχιστά μάτια του να μην έχουν ανοίξει τελείως.

Yn:πας καλά...τι κάνεις εδώ νυχτιατικα

Ρωτησε αφήνοντας ένα ήχο χασμουρητου στον αέρα και εγώ τον κοίταξα ακόμη πιο νευριασμένα από πριν.

Jk:η Satomi χτυπήθηκε-

Yn:τι έκανε λέει, που είναι, είναι καλά...

Ξεκίνησε να κάνει ανήσυχος ερωτήσεις και εγώ ανέβασα την ένταση της φωνής μου δύο μονάδες πιο πάνω προσπαθώντας να αποκτήσω την προσοχή του.

Jk:βγες έξω και πάμε μαζί να τον βρούμε

Yn:τι να βρούμε...τι..

Ρώτησε για άλλη μια φορά και τα χέρια μου του έδειξαν το ασημένιο δακτυλίδι

Jk:ξέρω ποιος το έκανε...πάμε να τον βρούμε μαζί γιατί δεν θα κρατηθώ και θα τον σκοτώσω...

_________________________________________

ΖΕΙ ΟΛΑ ΚΑΛΑ ΖΕΙ

"Μ" ΧΧΧΧΜΜΜ

ΘΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΏΣΕΙ

Αν σας άρεσε πατήστε 🌟

Vanilla

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top