~ 08 ~
"Ξύπνα επιτέλους." μια βαριά, αντρική φωνή τρυπάει τα αυτιά μου ξυπνώντας με και νιώθω ένα χέρι να με σκουνταει στον ώμο.
Ανοίγω νυσταγμενη τα μάτια μου και τα ανοιγοκλείνω αρκετές φορές μέχρι να συνηθίσουν στο υπερβολικό φως που υπάρχει γύρω μου.
Τεντώνω το σώμα μου για να ξεπιαστω αλλά ένας οξύς πόνος διαπερνά την μέση και το κεφάλι μου.
Ωχ κακό αυτό.
Ναιπ, είμαι σίγουρα πιασμένη για τα καλά και έχω τρομερό πονοκέφαλο.
Πόσο ήπια χθές;
Αφού συνειδητοποιήσω ότι βρίσκομαι σε ένα αμάξι και για την ακρίβεια, ένα άγνωστο αμάξι, γυρνάω το κεφάλι μου δίπλα και έρχομαι αντιμέτωπη με έναν εκνευρισμένο Σεμπάστιαν.
Φακ.
Τι κάνει αυτός εδώ;;
Πολύ καλό ερώτημα.
"Τι σκατά κάνεις εδώ;" ρωτάω απότομα και με κοιτάζει ανασηκώνοντας το φρύδι του.
"Αν με ρωτάς τι κάνω στο ίδιο μου το αμάξι είσαι πιο ηλίθια απ' ότι πίστευα." λέει χλευαστικά και χάνω την υπομονή μου.
Πως γίνεται να είναι τόσο σπαστικός από τόσο νωρίς το πρωί.
"Ωραία αλλαγή ερώτησης, τι κάνω εγώ εδώ;" ρωτάω ξανά τρίβοντας τους κροτάφους μου προσπαθώντας να ανακουφίσω τον πόνο στο κεφάλι μου.
"Δεν θυμάσαι;" αναρωτιέται καχύποπτα κοιτώντας με.
Αα, είναι βλαμμένο το παιδί.
"Λες να θυμόμουν και να έπαιζα μαζι σου τίς είκοσι ερωτήσεις;" ρωτάω ρητορικά αγανακτισμένη και μονολογεί ένα "Μάλιστα." ενώ του ξεφεύγει ένα γέλιο.
Πριν προλάβω να τον ξαναρωτήσω εκνευρισμένη που δεν μου απάντησε, ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου και βγαίνει έξω κλείνοντας την πίσω του.
"Έλα μπροστά, φεύγουμε." ακούω την φωνή του καθώς ανοίγει την πόρτα του οδηγού και κάθεται.
Ξεφυσαω αγανακτισμένη και ανοίγω με την σειρά μου την πόρτα για να βγω έξω.
Ο δροσερός πρωινός αέρας με χτυπάει στο πρόσωπο βοηθώντας με να συνέλθω.
Οι χθεσινές σκηνές με τον Σεμπάστιαν βομβαρδίζουν το μυαλό μου με μίας και τα μάτια μου γουρλωνουν απ' το σοκ.
Οχιιιιι, οχιιιι δεν γίνεται αυτό...
Ω ΕΛΑ ΤΏΡΑ.
Τελικά είχε δίκιο ΕΊΜΑΙ ΌΝΤΩΣ ΑΠΕΛΠΙΣΜΈΝΗ, δεν εξηγείται αλλιώς.
Πως επέτρεψα να γίνει κάτι τέτοιο;;
"Θα μπεις καμιά ώρα??" η εκνευρισμένη φωνή του Σεμπάστιαν φτάνει στα αυτιά μου και συνειδητοποιώ πως τόση ώρα κάθομαι μπροστά από την πόρτα του συνοδηγού κοκαλωμενη με ένα αποβλακομενο βλέμμα λες και είδα το φάντασμα του προ προ προ παππου μου.
Κουνάω το κεφάλι μου για να διώξω τις σκέψεις αυτές και παίρνω μία βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω.
"Ναι ναι μπαίνω." λέω γρήγορα και αφού ανοίξω την πόρτα κάθομαι στην θέση δίπλα του αποφεύγοντας να τον κοιτάξω.
Μόνο που σκέφτομαι πως αναστεναξα έτσι μπροστά του μου έρχεται να αυτοχαστουκιστω.
Ακούω ένα πνιχο γέλιο δίπλα μου και μάλλον το αποβρασμα της κοινωνίας κατάλαβε πως θυμήθηκα τα χθεσινά μου καμώματα.
Απλά υπέροχα.
Αυτο μου έλειπε τώρα.
"Ήθελες κάτι να με ρωτήσεις έλεγες." λέει με ειρωνική διάθεση και το αίμα μου ανεβαίνει στο κεφάλι που το βλαμμένο απολαμβάνει την όλη κατάσταση.
Οχιιιι δεν θα σου κάνω την χάρη χρυσό μου, θες να παίξουμε; Ωραία.
"Ναι ήθελα να σε ρωτήσω αν το εργαλείο σου καταστράφηκε τελείως ή αν ακόμα λειτουργεί." απαντάω χαμογελώντας με όλα τα δοντακια μου και γυρίζω να κοιτάξω την έκφραση του που αλλάζει σε θυμωμένη.
Δεν απαντάει και απλά βάζει μπροστά την μηχανή του αυτοκινήτου οπότε εκλαμβάνω την σιωπή του ως νίκη.
"Τι ώρα είναι;" ρωτάω μετά από λίγα λεπτά σπάζοντας την νεκρική σιωπή που επικρατούσε στο αμάξι.
"Δέκα και μισή." με ενημερώνει κοφτά χωρίς να απομακρύνει το βλέμμα του από τον δρόμο.
Αυτό το παιδί με νεύρα ξυπνάει με νεύρα κοιμάται.
"Πφφφ κάνει αφόρητη ζέστη, έχω σκάσει." μονολογω κάνοντας αέρα με τα χέρια μου για να δροσιστω αλλά μάταια.
"Μπορώ να ανοίξω το παράθυρο;" ρωτάω πάλι και γυρίζω να τον κοιτάξω.
"Κάνε ό,τι θες." λέει αδιάφορα και πατάω το κουμπί για να το κατεβάσω.
Ο δροσερός αέρας που σκάει ορμητικος στο πρόσωπο μου είναι τόσο αναζωογονητικός και βγάζω έξω το χέρι μου.
"Και να σκεφτείς είναι ακόμα πρωί, φαντάσου το μεσημέρι πως θα ναι." συνεχίζω να μονολογω, κάτι που δεν φαίνεται να εκτιμάει αν κρίνω από την αγανακτισμένη έκφραση που έχει τόση ώρα.
Δεν φταίω εγώ αν ο άνθρωπος είναι μονοχνοτος και δεν μπορεί να κάνει ούτε μια απλή συζήτηση.
"Ας γίνει ένα θαύμα να πάψει να μιλάει." αναφωνεί συνεχίζοντας να έχει στραμμένη την προσοχή του στην οδήγηση.
Εγώ φταίω που προσπαθώ να ανοίξω διάλογο με το μουλάρι.
"Ας με άφηνες να κοιμηθώ τότε." λέω και σταυρώνω τα χέρια μου κάτω απ' το στήθος μου.
"Ωω πίστεψε θα το ήθελα πολύ, αλλά το ροχαλιτο σου κόντεψε να μου ματώσει τα αυτιά." λέει με ένα ψεύτικο θλιμμένο τόνο και τον κοιτάω με μισοκλειστα μάτια.
"Δεν ροχαλιζω ηλίθιο." λέω προσβεβλημένη και σφίγγω περισσότερο τα χέρια μου.
"Κι όμως ροχαλιζεις, δεν με άφησες να κλείσω μάτι όλη νύχτα." λέει γελώντας και γυρνάει να με κοιτάξει.
"Καλά σου έκανα τότε." απαντάω και δεν μπορώ να συγκρατήσω το γέλιο μου όσο αυτός εξακολουθεί να έχει το πρόσωπο του γυρισμένο προς την μεριά μου και να γελάει.
Χμμ για δες, όταν δεν έχει αυτό το εκνευριστικα ηλιθιο, ειρωνικό μειδίαμα χαραγμένο στο πρόσωπο του, χαμογελάει πολύ όμορφα.
Στρέφω το βλέμμα μου προς τον δρόμο και κουνάω το κεφάλι μου για να με συνεφέρω γιατί μάλλον είμαι ακόμα πολύ μεθυσμένη αν κρίνω από αυτά που σκέφτομαι.
Η ματιά μου ασυναίσθητα γλυστραει προς τον Σεμπάστιαν που κοιτάει αφοσιωμένος τον δρόμο.
Παρατηρώ πως το μπλε των ματιών του φαίνεται πιο καθαρό, πιο φωτεινό κάτω από το φως του πρωινού ηλίου και πως οι ανοιχτόχρωμες διάσπαρτες φακίδες του είναι περισσότερο ορατές τώρα.
Το βλέμμα μου πέφτει στα μακρυά δάχτυλα του που είναι τυλιγμένα γύρω από το τιμόνι και άθελά μου εισβάλουν στο μυαλό μου εικόνες από χθες, πως εσφιγγε το δέρμα μου με αυτά τα δάχτυλα, πως τα έβαλε στην περιοχή μου, πως τελείωσα στα χέρια του.
ΣΥΝΈΛΘΕ ΚΟΠΕΛΑΡΑ ΜΟΥ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΆ ΠΟΥ ΣΚΈΦΤΕΣΑΙ;;;
ΛΊΓΗ ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΊΑ ΔΕΝ ΈΧΕΙΣ ΜΑΡΉ;
Λίγη τι;; Ααα ναι ναι!
Η εσωτερική φωνή της λογικής με πιάνει από τους ώμους και με ταρακουναει ουρλιάζοντας.
Σορυ, το 'χω το 'χω.
Όση ώρα η συνείδηση μου προσπαθεί να με φέρει στα συγκαλα μου ο Σεμπάστιαν παρκάρει κάπου και τραβάει το χειρόφρενο.
Το θέμα είναι ότι εδώ σίγουρα δεν είναι η γειτονιά μου, άρα που σκατά είμαστε; Δεν πιστεύω να πάει σπίτι του και να με παρατήσει να γυρίσω μόνη μου έτσι;
"Γιατί σταματήσαμε εδώ;"
"Για να πάρω καφέ, εσύ θα μείνεις εδώ δύο λεπτά θα κάνω." μου ανακοινώνει καθώς βγάζει τα κλειδιά απ την μηχανή.
"Θα μου πάρεις και μένα;" λέω επιστρατεύοντας την πιο γλυκιά κι αθώα φωνή που έχω ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα μου.
"Γράφει πουθενά εδώ ντελιβερας;" ρωτάει ειρωνικά δείχνοντας με το δάχτυλο το κούτελο του.
"Ωωωω ελαα τωρααα." τον παρακαλάω αλλά δεν φαίνεται να πτοείται ο χοντροπετσος.
"Είπα όχι." λέει αυστηρά και βγαίνει έξω από το αμάξι.
"Πολύ καλά, θα πάρω μόνη μου." του φωνάζω αλλά την στιγμή που πάω να ακουμπήσω το πόμολο ακούγεται ένας ήχος κλειδώματος.
"Δεν το νομίζω." τον ακούω να λέει απ' έξω και νιώθω το αίμα μου να βράζει.
Δεν τον πιστεύω!
ΜΕ ΚΛΕΊΔΩΣΕ ΜΈΣΑ.
"ΣΕΜΠΆΣΤΙΑΝ ΓΥΡΝΑ ΠΊΣΩ ΤΏΡΑ." ουρλιάζω ενώ κοπαναω την πόρτα σαν υστερική και τον ακούω να γελάει.
"Δεν σε ακούωωω." καταφέρνει να πει μέσα από τα γέλια του και σύντομα χάνεται απ' το οπτικό μου πεδίο.
Θα τον σκοτώσω, το αποφάσισα.
Μα το γεμιστό ντόνατς με μπουενο και επικάλυψη πραλινας φουντουκιού θα τον σκοτώσω, θα τον κάνω με τα κομματάκια, θα τον κάψω θα τον γκξγδγξκλπςλσξσλσλ.
Αφού περνάνε μερικά λεπτά που σκεφτόμουν κάθε πιθανό τρόπο δολοφονίας ακούω την πόρτα του αυτοκινήτου να ξεκλειδώνει και να ανοίγει.
Γυρνάω έτοιμη να τον βρίσω που με παράτησε κλειδωμένη εδώ μέσα αλλά παγώνω στη θέση μου όταν βλέπω τον Σεμπάστιαν να κρατάει δύο καφέδες.
"Αυτός είναι για μένα;" ρωτάω σα χαμένο κουτάβι.
"Βλέπεις κι άλλο άτομο σε αυτο το αμάξι;" απαντάει ειρωνικά ενώ μπαίνει στο αυτοκίνητο δίνοντας μου τον έναν καφέ.
Οκ, αυτό δεν το περίμενα.
Σχεδόν νιώθω τύψεις που σχεδίαζα να τεμαχισω το σώμα του και να το πετάξω στην πρώτη χωματερή που θα έβρισκα.
Σχεδόν.
"Σκέφτηκα πως θα με επριζες αν δεν σου έπαιρνα." με ενημερώνει καθώς βάζει μπροστά το αυτοκίνητο και χαμογελάω στιγμιαία.
"Δεν ήξερα τι καφέ πίνεις βασικά και σου πήρα το ίδιο με τον δικό μου, φρέντο καπουτσίνο μέτριο." λέει τρίβοντας τον σβέρκο του.
"Εειι πίνουμε τον ίδιο." απαντάω με ένα χαμόγελο και πίνω μια γουλιά από το πλαστικό ποτήρι μου.
"Ωραία τώρα που έκανα αυτή την καλή πράξη, μπορείς να μείνεις ήσυχη για την υπόλοιπη διαδρομή." λέει παίρνοντας ξανά σοβαρή έκφραση και στρέφει την προσοχή του στο δρόμο.
"Ευχαριστώ." λέω σιγανα και γυρνάω το κεφάλι προς το παράθυρο χαζεύοντας τα κτήρια που περνάμε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top