~ 04 ~
ΧΑΑΑΑΑΥΥΥΥΥΥ.
Εγώ όταν η καθηγήτρια μου, μου βάζει κι άλλες ασκήσεις στο άγνωστο:
*Σκουπίζει τα δάκρυα της με το χαρτομάντιλο που βούτηξε από την διπλανή της*
Επίσης σήμερα έβγαλα την ύλη στην ιστορία και γδκσκρξφξδκκδξκλζδζχλ-
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ.
*Μίνι κρίση άγχους*
Πφφφφφφ τέλος πάντων, εντζοι γιορ παρτ μαι ντιρς.
______________________________________
Απλώνω το αιλαινερ στο βλέφαρο μου, προσέχοντας να μην ξεπεράσω την λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το να φαίνεσαι σέξυ με το να φαίνεσαι σαν ρακουν.
Ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα, περνάω ακόμα μια στρώση τις βλεφαρίδες μου με την μάσκαρα και νομίζω είμαι έτοιμη.
"Πως σου φαίνομαι?" Ακούω την Μπεθ να με ρωτάει και γυρνάω να την κοιτάξω.
Ο μα γκαντ.
Φοράει ένα κατακόκκινο, κολλητό φόρεμα που γλύφει όλες τις καμπύλες της.
Αρε Έρικ, για σένα γίνονται όλα.
"Καύλα." Αναφωνω και με κοιτάει επικριτικά.
Ω την γλυκούλα, ντρέποται.
"Τι? Την αλήθεια λέω." Αναφωνω αμυντικά και στριφογυρίζει τα μάτια της.
Γυρνάει να κοιτάξει το είδωλο της στον ολόσωμο καθρέφτη έχοντας μια έκφραση αβεβαιότητας στο πρόσωπο της.
"Όσο και να τραβάς το ύφασμα δεν θα μακρύνει, τζάμπα κόπος." Λέω με τραγουδιστή φωνή για να την πειράξω.
"Σκάσε. Απλά μου φαίνεται πολύ προκλητικό." Λέει και κοιτάει το φόρεμα της κατσουφιασμενη.
"Δεν είναι πρόστυχο, είναι σέξυ, ακριβώς ότι πρέπει για το σκοπό που το θες." Απαντάω πονηρά και τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα όταν γυρίζει να με κοιτάξει.
"Τ- τι εννοείς?" Με ρωτάει τραυλιζοντας.
"Ω ελα τώρα δεν είμαι ηλίθια, είναι φως φανάρι πως είσαι καψουρεμενη με τον Έρικ και μην μου αρνηθείς τίποτα μωρή σουπιά." Απαντάω, προσπαθώντας ταυτόχρονα φορέσω τους ασημένιους κρίκους μου.
"Φακ. Είναι τόσο φανερό? Λες να το έχει καταλάβει? Λες τόσο κ-" Αρχίζει να πανικοβάλλεται.
"Όπα όπα, ηρέμησε. Μην ανησυχείς, απ' ότι είδα το γομαρι παραειναι ηλίθιο για να καταλάβει το παραμικρό. Πέρα βρέχει δηλαδή." Προσπαθώ να την καθησυχάσω και την βλέπω να χαλαρώνει ενώ κάθεται στο κρεβάτι.
"Τι θα κάνω Τέσσα μου λες? Είμαι ερωτευμένη μαζί του σχεδόν δύο χρόνια και αυτός με βλέπει σαν την μικρή του αδερφή!" Λέει αγανακτισμένη και και ξαπλώνει φαρδιά πλατιά στο στρώμα.
"Πρώτον σήκω αμέσως, δεν σου έκανα μπούκλες το μαλλί επι μισή ώρα για να το καταστρέψεις πριν καν βγούμε." Την κατσαδιαζω και σηκώνεται αμέσως.
"Καλαααα."
"Δεύτερον," Συνεχίζω "δεν νομίζω ότι σε βλέπει σαν την μικρή του αδερφή."
"Πίστεψε με, αυτό συμβαίνει." Μου λέει θλιμμένη κοιτάζοντας το πάτωμα.
"Χμ, καλά κάτι θα κάνουμε τότε, δεν θα κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια."
"Είναι χαμένος κόπος Τέσσα, στο λέω."
Πω πω, σχιζουμε από αισιοδοξία βλέπω.
"Τι ηττοπάθεια είναι αυτή τώρα? Απλά τόσο καιρό είχες δύο μπαμπουίνους για φίλους, τι συμβουλές να σου δώσουν μου λες? Κάτι θα κάνουμε, έχε μου εμπιστοσύνη." Της αναπτερώνω το ηθικό και μου χαμογελάει.
"Το ελπίζω."
"Αλήθεια, πως γίνατε παρέα, θέλω να πω πως τους γνώρισες?"
"Πριν τέσσερα χρόνια μετακομίσαμε με τους γονείς μου σε άλλο διαμέρισμα και ο Σεμπάστιαν έτυχε να είναι ο νέος μου γείτονας. Από τότε γίναμε κολλητοί. Αυτός με την σειρά του με γνώρισε στους άλλους δύο που ήταν φίλοι από παλιότερα." Μου εξηγεί και κουνάω το κεφάλι μου ως δείγμα ότι κατάλαβα.
"Εσύ τι θα φορέσεις?" Με ρωτάει και της δείχνω ενα λευκο, αέρινο φόρεμα που ήταν πάνω σε μια καρέκλα.
"Αυτό."
"Το ξέρεις ότι ο Έρικ θα είναι εδώ σε δεκαπέντε λεπτά το λιγότερο έτσι?" Απορεί σμίγοντας τα φρύδια της.
ΠΩΣ?
Φακ, φακ, φακ....
"ΤΡΕΧΩ ΝΑ ΝΤΥΘΏ." Ουρλιάζω και αφού αρπάξω το φόρεμα, πάω τρέχοντας στο μπάνιο αφήνοντας πίσω μου την Μπεθ να γελάει.
Μέσα σε πέντε λεπτά είμαι έξω ντυμένη.
Ευτυχώς είχα βαφτεί και είχα φτιάξει τα μαλλιά μου, αλλιώς θα τρόμαζαν οι άνθρωποι που θα με έβλεπαν.
Αρπάζω τις γόβες μου και τις φοράω με γρήγορες κινήσεις.
"Ετοιμηηηηηη." Ανακοινώνω λαχανιασμενη.
Ούτε σε μαραθώνιο να έτρεχα.
"Ουαουυυ." Την ακούω να αναφωνεί καθώς με κοιτάει καλά καλά.
Έπειτα γυρνάει στον καθρέφτη και ελέγχει αν της έχει ξεφύγει πουθενά το κόκκινο κραγιόν που έβαλε.
"Εγώ πες ντύθηκα έτσι για τον Έρικ, εσύ μαρή ποιον θέλεις να τρελάνεις ε?" Μου λέει πονηρά.
"Κάποιον θα βρω." Απαντάω αόριστα και σηκώνω τους ώμους μου.
Το κινητό της Μπεθ δονείται και ελέγχει να δει από ποιον είναι το μύνημα.
"Ο Έρικ είναι, λέει είναι από κάτω πάμε." Διαβάζει το μύνημα και αφού πάρω τον φάκελο μου κατεβαίνουμε κάτω.
Φτάνουμε στο αμάξι όπου μας περίμενε ο Ερικ απ έξω, ενώ χαζεύε στο κινητό του.
Με το που καταλαβαίνει ότι φτάσαμε κλείνει το κινητό και μας παρατηρεί.
Αρχικά η ματιά του πέφτει πάνω μου αλλά γρήγορα μετακινείται στην Μπεθ δίπλα μου και κλειδώνει εκεί.
Τα μάτια του γουρνωνουν ελαφρά και το βλέμμα του επεξεργάζεται κάθε σπιθαμή του κορμιού της.
Χεχεχεχε, σίγουρα αυτό δεν είναι βλέμμα πάντως με το οποίο κοιτάς την αδερφή σου.
Καλά δεν τον αδικώ βέβαια, η κοπελιά είναι φωτιααα και μπουρμπερι.
"Κορίτσια μου φαίνεται πως όλο το βράδυ δεν θα μπορώ να απομακρυνθω ούτε πέντε βήματα από σας." Μας λέει με πειραχτικο τόνο εξακολουθώντας να κοιτάει την Μπεθ.
"Και γιατί αυτό παρακαλώ?" Τον ρωτάει ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι.
"Μα για να μην αφήσω κανέναν λυγουρη να απλώσει τα χέρια του πάνω σου μωρό μου." Η Μπεθ κουνάει το κεφάλι της ως δείγμα αγανακτισης και μπαίνει στο αμάξι.
"Μεγάλα κορίτσια είμαστε Έρικ, μπορούμε να φροντίσουμε τους εαυτούς μας." Του χτυπάω συγκαταβατικα τον ώμο και μπαίνω με την σειρά μέσα.
Ο Έρικ μουρμουριζει κάτι που δεν προλαβαίνω να ακούσω και με γρήγορες κινήσεις κάθεται στην θέση του οδηγού και βάζει μπροστά το αμάξι.
Μετά από μισή ώρα οδήγησης βρισκόμαστε στο πάρκινγκ ενός μαγαζιού.
Η δυνατή μουσική ακούγεται μέχρι εδώ.
"Οι άλλοι δύο μας περιμένουν μέσα." Μας ενημερώνει ο Ερικ, καθώς προχωράμε προς το κλαμπ.
Μπαίνουμε μέσα και νιώθω την μουσική να μου τρυπάει τον θώρακα.
Αν υπάρχει ένα πράγμα που αντιπαθώ στα κλαμπ αυτό σίγουρα είναι το ότι χάνεις την ικανότητα του να αναπνέεις σαν άνθρωπος εφόσον είμαστε στριμωγμένοι σαν σαρδέλες σε μπαγιάτικη κονσέρβα.
Προχωράμε σπρώχνοντας κόσμο δεξιά κι αριστερά και σύντομα φτάνουμε στο τραπέζι μας οπου μας περίμεναν ο Φρέντυ και ο Σεμπάστιαν.
Τέλεια.
Σχεδόν είχα ξεχάσει ότι έπρεπε να υποστώ τα μούτρα του πεπονοκεφαλου.
"Επππππ, Μπεθ σκέτη κόλαση είσαι σήμερα." Την πειράζει ο Σεμπάστιαν και περνάει το χέρι του γύρω από τους ώμους της φιλώντας την στο μάγουλο.
Κάποιος να φωνάξεις το ασθενοφόρο παιδιά.
Είναι σίγουρα άρρωστος και μάλιστα βαριά, δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι συμπεριφέρεται σαν φυσιολογικός άνθρωπος.
"Και συ καλός είσαι." Του λέει με ένα γέλιο και στην συνέχεια χαιρετάει τον Φρέντυ.
Τον παρατηρώ φευγαλέα, φοράει ένα μαύρο πουκάμισο και ένα μαύρο παντελόνι.
Καλά, έχω δει και καλύτερους.
Το βλέμμα του πέφτει πάνω μου και μάλλον με παρατηρεί πρώτη φορά γιατί το χαμόγελο που μέχρι πριν ήταν χαραγμένο στο πρόσωπο του εξαφανίζεται ακαριαία.
Ναι και γω χάρηκα που σε είδα.
"Τι κάνει αυτη εδώ?" Ρωτάει την Μπεθ που βρίσκεται ακόμα στην αγκαλιά του, κοιτώντας με με έχθρα.
Αφήστε το παιδιά, ακυρωστε το ασθενοφόρο, συνήλθε.
"Τα αισθήματα είναι αμοιβαία." Του απαντάω με ένα πλατύ χαμόγελο και κάθομαι στο τραπέζι δίπλα από τον Έρικ.
"Σεμπ." Τον κατσαδιαζει ταυτόχρονα η Μπεθ και τον κοιτάει με ένα αυστηρό ύφος.
"Η Τέσσα είναι φίλη μου, οπότε θα βγαίνει μαζί μας, απλά δεξου το."
"Ό,τι πεις." Λέει αδιάφορα και κάθεται απέναντι μου στο τραπέζι.
"Τέσσα έχουμε πάρει μπουκάλι βότκα, να σου βάλω?" Με ρωτάει ο Φρεντ γεμίζοντας τα ποτήρια τον άλλον.
Τι είδους ερώτηση είναι αυτή?
ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΝΑΙ.
Δεν τρελάθηκα ακόμα για να απορρίψω τέτοια πρόταση.
Νευω θετικά και γεμίζει το ποτήρι μου μέχρι την μέση με το ποτό ενώ συμπληρώνει το υπόλοιπο με λεμονάδα.
Όλοι συζητάνε εκτός από τον Σεμπάστιαν που είναι απορροφημένος στο κινητό του.
Ασυναίσθητα τα μάτια μου γλυστρανε προς το μέρος του και παρατηρώ το πρόσωπο του.
Τα γαλανά, σκούρα μάτια του είναι εστιασμένα στην οθόνη του κινητού του ενώ μερικές τούφες από τα μαύρα μαλλιά του πέφτουν στο κούτελο του.
Πρώτη φορά παρατηρώ τις ελάχιστες ανοιχτοχρωμες φακίδες που βρίσκονται διασκορπες στην μύτη και τα μάγουλα του.
Ένα περίεργο αίσθημα με κατακλύζει. Όσο περισσότερο επεξεργάζομαι το πρόσωπο του, τόσο πιο γνώριμο μου φαίνεται.
Μήπως έκανε ποτέ τον ντελιβερα και τον πέτυχα κάποια φορά που βρισκόμουν εδώ?
Μήπως αρχίζει να μου σαλευει τελείως?
Θα πάω με την δεύτερη εκδοχή.
Το βλέμμα του απομακρύνεται από την οθόνη και κολλάει στο δικό μου.
Ουπς.
Υπάρχει περίπτωση να μην καταλάβει ότι τόση ώρα τον χαζευα?
"Έχει κάτι η μούρη μου και την κοιτάς τόση ώρα?" Με ρωτάει βαριεστημενα.
Ναι, μααααλλον το κατάλαβε.
"Εννοείς πέρα από το γεγονός ότι με εκνευρίζει άπειρα?" Τον ρωτάω με την σειρά μου ειρωνικά.
Την απάντηση του όμως δεν έρχεται ποτέ γιατί τον διακόπτει ο Έρικ.
"Φίλε εγώ πάω να χορέψω, αυτή η κοκκινομάλλα με χει φάει με τα μάτια της τόση ώρα." Λέει στον φίλο του κοιτωντας πονηρά προς μια παρέα με αποτυχημένες απομίμησεις της Τζένερ και σηκώνεται πλησιάζοντας τες.
Εύγε για το γούστο σου παιδι μου, μπράβο.
"Μπεθ σηκω, πάμε να χορέψουμε." Της ανακοινώνω και αφού κατεβάζω κούπα το υπόλοιπο ποτό μου την τραβάω απ το χέρι.
Σιγά μην το αφήσω να περάσει αυτό έτσι.
"Δεν έχω όρεξη." Μου λέει φανερά πεσμένη καθώς με ακολουθεί.
"Δεν θυμάμαι να σε ρώτησα." Της απαντάω συνεχίζοντας να την σέρνω πίσω μου μέχρι που φτάσαμε στο επιθυμητό σημείο, δηλαδή αρκετά κοντά σε μια παρέα από τυπαδες που έκανε μπαμ από χιλιόμετρα πως ήρθαν για αρπάξουν ότι θηλυκό βρεθεί στον δρόμο τους, αλλά όχι αρκετά μακρυά ώστε να χάσουμε οπτική επαφή με τον βλάκα τον Έρικ.
"Όχι που θα σκάσεις επειδή ο ηλίθιος είναι σαβουροπηδικουλας." Μονολογω και ξεκινάω να χορεύω στον ρυθμο της δυνατής μουσικής.
Η Μπεθ με αρκετή παρακίνηση ξεκινάει να χορεύει και αυτή μαζί μου.
"Κουνα το μωρή!" Της φωνάζω και γελάει.
Και με μαθηματική ακρίβεια σε
3
2
1
"Γεια σας κορίτσια." Ακούμε δύο αντρικές φωνές να μας χαιρετανε.
ΜΠΙΝΓΚΟ!
Όπως ακριβώς το είχα προβλέψει, δύο γύπες από την διπλανή παρέα ήρθαν να μας μιλήσουν.
"Γειααα." Χαιρετάω ναζιαρικα τον έναν απ' τους δυο και η Μπεθ με κοιτάει αμήχανη.
"Τέσσα τι κάνεις?"Μου ψιθυρίζει στο αυτί διακριτικά, για να μην την ακούσουν οι άλλοι δύο.
"Αν θες να μάθεις αν ο καλός σου που κοιμάται όρθιος ενδιαφέρεται έστω και λίγο, σκάσε και χόρευε." Της απαντάω στον ίδιο τόνο και της κλείνω το μάτι.
Ενα παιχνιδιάρικο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της και στρέφει την προσοχή της στον τύπα που τόση ώρα την εγδυνε με τα μάτια του.
"Εσένα πως σε είπαμε όμορφε." Απευθύνομαι στον άλλον και τοποθετώ τα χέρια μου στο στέρνο του.
"Ματέο." Σκύβει στο αυτί μου και ψιθυρίζει με αισθησιακή βαριά φωνή.
"Τέσσα." Του απαντάω με ένα πλάγιο χαμόγελο ενώ χορεύω ελαφρα.
Τα χέρια του τυλίγονται χαλαρά γύρω από την μέση μου και ξεκινάει να κουνάει το σώμα του στο ρυθμο.
Ρίχνω μια κλέφτη ματια στην Μπεθ η οποία χορεύει έντονα στην αγκαλιά του άλλου.
Ψάχνω με τα μάτια μου τον Έρικ, κα-
Ωωωπ να τοοοος.
Χεχεχεχεχε, έχει κοκαλωσει στην θέση του και κοιτάει αποβλακομενος την Μπεθ που χορεύει προκλητικά με τον γυπαετο νούμερο 1.
"Θες ένα ποτό?" Με ρωτάει ο Ματέο τραβώντας μου την προσοχή.
"Γιατί όχι." Απαντάω και του κλείνω το μάτι.
"Τζεις, πάμε να φέρουμε ποτά." Απομακρύνεται από κοντά μου και κάνει νόημα στον φίλο του να τον ακολουθήσει.
"Ωραίο παιδί πάντως ο Τζεις δεν μπορείς να πεις." Την πειράζω και κερδίζω ένα δολοφονικό βλέμμα από την Μπεθ πράγμα που με κάνει να γελάσω.
"Καλά καλα, μια πλάκα έκανα." Απαντάω αμυντικά συνεχίζοντας να γελάω.
"Θα σου λεγα τ-" Δύο χέρια τυλίγονται γύρω από την μέση της σταματώντας την από το να ολοκληρώσει την πρόταση της.
"Μωρό μου, νόμιζα ότι σου είχα πει ότι δεν ήθελα τα χέρια κανενός λυγουρη πάνω σου." Της ψιθυρίζει ο Έρικ και φέρνει το σώμα της πιο κοντά στο δικό του, έτσι που η πλάτη της να ακουμπάει το στήθος του.
"Και γω νόμιζα ότι δεν θα απομακρυνοσουν για να μην συμβεί κάτι τέτοιο." Του απαντάει με ένα στραβό χαμόγελο γυρνώντας το κεφάλι της ελάχιστα ώστε να τον κοιτάξει κατάματα.
"Οκ, επέτρεψε μου να διορθώσω το λάθος μου τότε." Τα χέρια του τυλίγονται κτητικα γύρω από την μέση της και ξεκινάει να χορεύει στον ρυθμο της μουσικής.
Όπα παιδιά, βλέπω αναψαν τα αίματα.
Μάλλον πρέπει να την κάνω και να αφήσω τα πιτσουνακια μόνα τους.
"Εμ εγώ κουράστηκα, πάω να κάτσω λίγο στο τραπέζι." Τους ανακοινώνω και κατευθύνομαι προς το τραπέζι μας.
Ο Φρέντυ μάλλον είχε σηκωθεί και αυτός να χορέψει γιατί στο τραπέζι βρισκόταν μόνος του ο Σεμπάστιαν.
Απλά.
Υπέροχα.
Τον προσπερναω χωρίς να του δώσω σημασία και ελέγχω να δω αν έχω κάποιο μήνυμα από την μαμά μου.
Αφού τσεκαρω το κινητό μου σηκώνω το βλέμμα μου και τον βλέπω να με κοιτάζει με ένα ηλίθιο χαμόγελο στα χείλη του.
"Τρέχει κάτι ή χαμογελάς σαν τον μαλακά γενικότερα?" Τον ρωτάω κοιτωντας τον με μισό μάτι.
"Τίποτα, απλά βρίσκω αξιολυπητο το ποσό απελπισμένη φαινοσουν από τον τρόπο που χορεύες." Απαντάει με ένα μειδίαμα.
ΤΙ ΈΚΑΝΕ ΛΈΕΙ?
"Τι είπες?" Ρωτάω νευριασμένη και αφήνω το κινητό μου στο τραπέζι.
"Η αλήθεια πονάει έτσι δεν είναι? Λυπάμαι αλλά δεν φταίω εγώ." Λέει με καυστικό τόνο.
Άμα του κάνω την μούρη κρέας να δούμε ποιός θα γελάει μετά.
Του ανταποδίδω το χαμόγελο και τον λούζω με το πρώτο ποτήρι με νερό που βρήκα μπροστά μου.
"Βραχηκες? Λυπάμαι δεν φταίω εγώ, μου γλυστρησε το ποτήρι."
Το σαγόνι του σφίγγεται και με πλησιάζει απειλητικά.
"Τράβα γαμησου Τέσσα." Γρυλιζει στο πρόσωπο μου και τα γαλανά μάτια του που γυαλίζουν από οργή καρφώνονται στα δικά μου.
"Αυτό έχω σκοπό να κάνω, αρκεί να βρω κάποιον αρκετά απεγνωσμένο σαν εμένα." Του απαντάω ειρωνικά κοιτώντας τον στα μάτια.
Μένει ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα και μετά απομακρύνεται προς το βάθος του κλαμπ χωρίς να απαντήσει τίποτα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top