Τι ήταν τώρα αυτό;
Του πέταξα το μαξιλάρι που ξεσκόνιζα.
"Είδες που γίνεται;"
Το κράτησε στα χέρια του μην ξέροντας τι να το κάνει. Έβλεπα στα μάτια του την ανάγκη να μου το φέρει στο κεφάλι αλλά κρατιόταν.
"Δεν έχεις τελειώσει.. είναι και οι κούτες και το ξεσκόνισμα και..."
Του πέταξα και το δεύτερο μαξιλάρι.
Το απέκρουσε με το πρώτο που κρατούσε ήδη και τότε δεν κρατήθηκε άλλο :
"Γιατί μου πετάς μαξιλάρια;"
"Για να ξεσκονιστούν καλύτερα", είπα καθώς κρατούσα με τα χίλια ζόρια το νευρικό κύμα γέλιου που με κατέκλυζε.
"Τώρα θα δεις πώς ξεσκονίζονται" είπε και άρχισε να με πλησιάζει δήθεν απειλητικά με αυτό που κρατούσε.
Δεν έχασα χρόνο και πήρα το μεγάλο μαξιλάρι του μπράτσου ως ασπίδα. Ταυτόχρονα τον χτυπούσα με αυτό όπου έβρισκα. Τσίριζαμε σαν πεντάχρονα, μέχρι που κατάφερα να ξεγλιστρήσω και να τρέξω πίσω από το τραπέζι .
"Μη το πετάξεις!" τον προειδοποίησα.
"Γιατί;"
"Θα σπάσεις τα γυαλικά και τότε σίγουρα θα κάνω περισσότερο από 10 λεπτά να καθαρίσω το σαλόνι".
"Έτσι κι αλλιώς το έχεις χάσει το στοίχημα".
"Δεν το έχω χάσει το στοίχημα! Εσύ με αποσυντόνισες επίτηδες για να με καθυστερήσεις και να κερδίσεις".
"Εσύ μου πέταξες το μαξιλάρι!" είπε σαν μικρό παιδί που το κατηγορούν για κάτι που δεν έκανε.
"Εγώ την δουλειά μου έκανα .... για να το ξεσκονίσω!", είπα και προσπάθησα να ξεφύγω προς την πόρτα, από το άνοιγμα που είδα από την ολιγόλεπτη αναμέτρηση μας γύρω από το τραπέζι.
Δυστυχώς, η κίνηση του ήταν καθαρά αντιπερισπασμός. Μόλις είδε ότι τσίμπησα και πήγα να την κάνω από το υποτιθέμενο άνοιγμα τινάχτηκε προς τα αριστερά και με μία κίνηση με έπιασε και ξεκίνησε να με γαργαλάει.
Ποιον εμένα; που περηφανεύομαι ότι δεν γαργαλιέμαι ποτέ! Κι όμως, εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα με τίποτα να κρατηθώ, με γαργαλούσε στα πλευρά και είχα πεθάνει από τα γέλια, δεν μπορούσα καν να σταματήσω για να πάρω ανάσα.
"Παραδίνεσαι;"
"Όχι!"
"Παραδίνεσαι;"
"Όχι!"
"Παραδέχεσαι ότι έχασες το στοίχημα;"
"Δεν... δεν.. δεν έχασα... χαχααχα...τίποτα"..
"Πες ότι έχασες αλλιώς δεν σε αφήνω", είπε αποφασιστικά.
"Όχι. Άσε...με ..δεν..δεν..μπορώ..να.. αναπνεύσω".
"Καλά, διάλειμμα", είπε και σταμάτησε να με γαργαλάει. Ξαφνικά αντιλήφθηκα πόσο κοντά μου είχε έρθει. Οι ανάσες μας έβγαιναν κοφτές από τα γέλια, η ζέστη των κορμιών μας ενώνονταν όπως και τα χέρια του γύρω από το κορμί μου. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάζω μέσα στα μάτια του. Πρώτη φορά παρατηρούσα ότι δεν ήταν εντελώς γαλάζια.
"Πρέπει να φύγω", είπα αδύναμα και στάματησα να τον κοιτάζω.
Αμέσως, σηκώθηκε από πάνω μου. Έτσι όπως χτυπιόμουν από τα γέλια είχαμε πέσει στον καναπέ και ενώ με κρατούσε γερά, τράβηξε τα χέρια του και μου έδωσε το ένα για να σηκωθώ.
"Αν χρειάζεσαι κι άλλη βοήθεια πες μου να έρθω μετά", του είπα χωρίς να τον κοιτάζω.
"Όχι εντάξει, δεν είναι πολλά".
Βγήκα από την πόρτα του και χώθηκα στο σπίτι μου.
Τι ήταν τώρα αυτό;
σκεφτόμουν καθώς διέσχιζα τα λίγα μέτρα που χώριζαν τα σπίτια μας.
Δεν έπρεπε να αντιδράσω έτσι και να σηκωθώ να φύγω. Δεν κάναμε και κάτι. Απλώς παίζαμε ενώ προσπαθούσαμε να καθαρίσουμε για να είναι αύριο όλα καθαρά στο πάρτι.
Και τότε, γιατί αισθάνομαι τόσο περίεργα τώρα;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top