κεφάλαιο 2
Καθοταν, επρεπε κανονικα να νιωθει κατι περιεργο αλλα απο τα γελια που ριχνει δεν θα εχει καταλαβει κατι μαλλον. Σκουπιζει τα ματια της, με πλησιαζει υπερβολικα πολυ παλι και μου λεει ναζιαρικα και με μεγαλη περηφάνια , εμενα με λενε Ρια. Μου δινει ενα φιλι στο μαγουλο, φευγει απο πανω μου, βαζει το μπουφαν της και οπως φευγει γυρναει μου λεει" τον φιλο σου απο κατω θα τον ικανοποιησω την επομενη φορα" και μου κλεινει το ματι και αποχωρει. Σηκωνομαι και αρχιζω να σκεφτομαι τι εγινε και γιατι βρεθηκε διπλα μου αλλα θυμαμαι οτι αποκοιμηθηκα καποια στιγμη και πιανω το κινητο μου και βλεπω 40 αναπαντητες κλησεις ( μαμα) οχι ρε πουστη μου ξεχασα να την ενημερωσω οτι δεν θα ερθω σπιτι αχ... Τελος παντων ας σηκωθω και βλεπω πανω μου ενα σημειωμα με ενα νουμερο κινητου
"τι στο καλο ποτε προλαβε και το αφησε εκει;" μαζευω τσακα τσακα και παιρνω τον δρομο για το σπιτι. Η μυτη μου εντοπίζει μια μυρωδια πολυ λαχταριστη, την ακολουθω και φτανω σε ενα ζαχαροπλαστειο και βλεπω μια ουρα απο κοσμο και απ'οσο φαινεται οτι πουλανε κεκακια σε φοβερη τιμη. Πφ λεω δεν πρόκειται να μπορεσω να παρω με τετοιον χαμο, παω να φυγω και βλεπω ενα μικρο κοριτσακι στην ουρα κοντα στα 8 να κραταει ενα αρκουδακι και να ειναι ολομοναχο, λογικα θα ειναι η μαμα της καπου εκει κοντα και παω να φυγω. Αλλα βλεπω να της παιρνουν την σειρα συνεχως και να την σπρώχνουν. Πεφτει κατω και χτυπαει το γονατο της αλλα κανεις δεν παει να την βοηθησει.
"Μα τι πεταμενος κοσμος τι σαπια κοινωνια τι αποτυχημενοι ανθρωποι;'' αρχισα να φωναζω και ολοι με κοιτουσαν περιεργα σαν να μην ειχαν καταλαβει τι ειχε συμβει,σαν να ειχαν ενα κενο στην ψυχη τους και απλα συνεχισαν αυτο που εκαναν. Αρχικα πλησιασα την μικρη, την πηρα μια αγκαλια και της ειπα να μην κλαιει αλλο. Της εδεσα το ποδι με λιγο υφασμα και την εβαλα να κατσει σε μια γωνια: "πως σε λενε;" την ρωταω
Ζωη μου λεει με τα κλαμμενα της ματακια και τα χερακια της να τα τριβουν. Σου υποσχομαι οτι θα σου φερω οσα γλυκακια θες, και πηγα στην ουρα αλλα γινοταν χαμος. Αρχιζω να σκεφτομαι τι μπορω να κανω και τελικα συνειδητοποιω οτι ο πατερας μου εχει ολες τις επιχειρησεις της περιοχης και συνηθως σιχαίνομαι να βαζω τετοια ατομα μεσα αλλα δεν ειχα επιλογη. Τον παιρνω τηλεφωνο " ελα γιε μου τι λεει πως εισαι; με φουλ καμαρωτη φωνη". Μπορει να δουλευει πολλες ωρες αλλα για τα παιδια του εχει παντα χρονο οσο και να πνιγεται στην δουλεια. " ολα καλα μπαμπα θελω μια χαρη" τι χαρη πες μου και τι εγινε" λεει γεματος καμαρι διοτι ηξερε οτι μπορουσε να καταφερει τα παντα και οι προκλησεις του αρεσαν παντα. "θελω το ζαχαροπλαστειο του κεντρου να πει μεσα απο μεγαφωνα το ονομα μιας κοπελας και να παρει τα γλυκα της, "τι ακριβως εγινε παιδι μου;" συνηθως δεν μου ζητας τετοιες χαρες" Αρχισα να του εξηγω εγινε αυτο και αυτο και ο κοσμος γενικα ειναι πολυ αψυχος και ειναι αδικο και πολυ ασχημο να συνεχισουμε ετσι, οποτε στο ζηταω σαν χαρη να βοηθησουμε τους ανθρωπους και τα παιδια που εχουν ακομη το φως στην καρδια τους". Ο πατερας μου το εκλεισε χωρις να πει κουβεντα και μετα απο 5 λεπτα ανακοινωθηκε, μεχρι να ερθει η δεσποινις Ζωη στο καταστημα μας να παρει τα γλυκα της δεν προκειται να εξυπηρετησουμε κανεναν αλλον. Οι ανθρωποι αρχιζουν να φωναζουν, να απειλουν και ενας υπαλληλος βγαινει απο το μαγαζι και λεει "αποφαση του μεγαλου" λεει απλα, το βουλωνουν ολοι και κανουν χωρο. Παω στην μικρη Ζωη ,την παιρνω αγκαλια και παμε στο μαγαζι καθως χιλιαδες βλεμματα μας κοιτανε με πολυ μισος. "γεια σας κυριε και δεσποινις μου λεει ο υπαλληλος που ηταν εξω για να μας υποδεχτεί, "γεια σου τομ πως παει;" "ολα καλα κυριε", μου λεει και συνεχιζει "δεν χρειαζοταν να παρετε τον πατερα σας τηλεφωνο αφου ξερετε οτι παντα εχετε προτεραιοτητα και το ξερετε." Τα ψυθιρισματα αρχισαν, ειναι ο γιος του μεγαλου αυτος ο σπορος; σιωπη θα μας ακουσει, θα χασουμε τις δουλειες μας. Αυτα ηταν τα λογια αυτων των ανθρωπων που η υπαρξη τους ηταν στα χερια μου και ηταν ισως και η πρωτη φορα στην ζωη μου που αυτη η δυναμη θα βοηθουσε καπου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top