Κεφάλαιο 9°
°•Οποιος πρόλαβε, εφυγε... Όποιος δεν έφυγε, κακώς έμεινε και όποιος στάθηκε μπροστά, είδε το διάολο μπρος τα μάτια του με σάρκα και οστα...•°
Κόντευε να δύσει εντελώς ο ήλιος και ο Γιώργης έχοντας τελειώσει όλο το μάζεμα έβαλε λίγη τσικουδιά σε ένα ποτήρι και κάθισε απέναντι από το Σήφη. Ώρα τώρα κατάλαβε πως κάτι δε πήγαινε σωστά μα είχε μάθει να περιμένει και ήξερε καλά πως ότι κι αν προέκυπτε το μάθαινε αργά η γρήγορα. Πάντοτε άλλωστε είχε και εκείνος λόγο στα καθέκαστα. Παρόλα αυτά ένιωσε πως ο Σήφης είχε αργήσει να του μιλήσει τη δεδομένη και με τον πατέρα του να λείπει ώρα, είχε αρχίσει να σκέφτεται πως κάτι ήταν πολύ λάθος.
"Θα περιμένω για πολύ ακόμα;" δεν άντεξε και ο Σήφης βγάζοντας ένα ακόμα τσιγάρο, το κότσαρε στα χείλη και το άναψε προβληματισμένος
"Δε μπορούσα να κάνω και πολλά. Μου το έκλεισε στα μούτρα! Να βγω να τους καθαρίσω όλους έναν έναν;!" εκρωξε αδειάζοντας το ποτήρι ενώ με την ανάστροφη της παλάμης σκούπισε όση ρακή τόλμησε να σταξει από τα χείλη του.
"Το ήξερα!" Αναφώνησε ο Γιώργης χτυπώντας το δικό του ποτήρι δυνατά στο τραπέζι "Τι έγινε;"
"Δε ξέρω... Όχι πολλά τουλάχιστον. Πήγε σπίτι για να φέρει και τα χαρτιά που ήθελα γιατί εγώ πιάστηκα τις βαλβίδες. Έπειτα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε πως είδε το Κυριάκο στο σπίτι..."
"Τι πράμα είπες;"
"Κάτσε κάτω!" φώναξε σαν είδε το Γιώργη να σηκώνεται "Είπε θα λογαριαστει. Η Αρετή είναι καλά. Δε ξέρουμε που ακριβώς πήγε. Έχε εμπιστοσύνη στο πατέρα σου! Δε θα το κουνήσεις ρουπι!"
"Πόση ώρα έχει που σε πήρε;"
"Μια ώρα...!"
"Και μου λες ότι εδώ και μια ώρα μπορεί να βρίσκεται και νεκρός;"
"Γιωργη! Ξέρεις καλά ότι η τιμή, έχει μεγαλη αξία! Πόσο μάλλον για το πατέρα σου! Ξέρει τι κάνει..."
"Αν πάθει κάτι θα τους σακατεψω!"
"Ποιος να πάθει κάτι;" Ο Κωνσταντής μπήκε στο οινοποιείο και ο Σήφης ξεφυσησε σαν τον είδε . Το τελευταίο που είχαν ανάγκη ήταν η τρέλα του. Οχι πως και εκείνος πήγαινε πίσω μα μπροστά στο λόγο του Ορέστη, έμαθε από πιτσιρίκι να κάνει πίσω και να έχει πίστη. Παρόλα αυτά, είχε προκαλέσει πολλά προβλήματα στο παρελθόν με τη συμπεριφορά του και πλέον έμαθε πως πάντα υπάρχει κι άλλος τρόπος.
"Ο πατέρας μου! Πήγε ο Κυριάκος στην Αρετή και εκείνος..."
"Πάψε Γιώργη!" στο πάψε ο Κωνσταντής είχε ήδη βγάλει το όπλο
"Τρελαθηκατε; Και κάθεστε;"
"Κι εσύ θα κάτσεις!" Ο Σήφης ένιωσε το αίμα στο κεφάλι του να θερμαίνεται επικίνδυνα "Αν σε μισή ώρα δεν έχουμε νέο του , τότε θα τους βάλουμε όλους φωτιά..." Είπε σοβαρός βγάζοντας και το δικό του όπλο "Μέχρι τότε, όποιος τολμήσει να το κουνήσει απ'επαε θα με βρει στο διάβα του!" φώναξε ελαφρώς για να τους κάνει να καταλάβουν και ο Γιώργης καταλαβαίνοντας πως ούτε ο Σήφης αστειεύεται, έβγαλε ένα ακόμα ποτήρι, το γέμισε με ρακή και το πασαρε στο Κωσταντή σκεπτικός...
*******
Σηκώθηκε και ολόκληρη η καρέκλα ετριξε από κάτω του. Είχε το βλέμμα του τρελού και από την ώρα που πάτησε το πόδι του σε εκείνο το χώμα τους έδειξε όλους πως δε πήγε για παιχνίδια.
Ήθελε τρομερό θράσος να πάει κάποιος απευθείας στο δικό τους οινοποιείο ενώ σαν τον είδαν οι εργάτες, οι μισοί έφυγαν και οι άλλοι έτρεξαν στα υπόστεγα να φωνάξουν τα αφεντικά τους.
Ο Ορέστης δε δίστασε να κάνει την είσοδο του αρκετά θεαματική αφού μπήκε με φόρα μέσα στην έκταση τους σηκώνοντας κύματα σκόνης με το αγροτικό και μάλιστα κατέβηκε άοπλος. Ένας άοπλος άντρας σαν κι αυτόν, πάντοτε στα μάτια τους ήταν πιο επικίνδυνος.
Ποιος δε θα έτρεμε άλλωστε έναν τρελό;
Πρώτος βγήκε ο Ζήσης ο οποίος για δεύτερη φορά σαν τον θωρησε έβγαλε το σιδερικο του.
Ο λόγος του Ορέστη ήταν απλός και στρωτός..
Είτε θα το έβαζε μέσα και θα τον οδηγούσε στο πατέρα του, είτε θα τον έθαβε στα δύο μέτρα κάθετα μαζί με το όπλο. Δεν μάσησε διόλου ενώ καταλυτική απόφαση στη στάση του Ζήση, έπαιξε και έκφραση του Κυριάκου ο οποίος έδειχνε από μακριά ότι έκανε βλακεία.
Το αποτέλεσμα ήταν ο Ζήσης να τον οδηγήσει στο Διονύση αφού πρώτα πήγε και τον ειδοποίησε. Κανένας δεν ήξερε τι ειπώθηκε μετέπειτα πίσω από τις επτασφράγιστες πόρτες εκείνου του γραφείου. Ο Διονύσης τον υποδέχθηκε έκπληκτος έχοντας όμως και εκείνος το όπλο εκτεθειμένο. Ακόμα και στην ανακωχή , πάντα υπήρχε ο φόβος από κάθε πλευρά ανέκαθεν. Πόσο μάλλον για το Διονύση που δεν ήθελε φασαρίες ύστερα από την αρρώστια που τον χτύπησε και έχοντας να αντιμετωπίσει έναν Ορέστη κατά πρόσωπο.
Από το θάνατο του Λευτέρη είχαν να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο. Χύθηκε αρκετό αίμα στο χωριό τότε και από τις δύο πλευρές και οι απώλειες ήταν μεγάλες. Για χάρη των παιδιών που ήταν μικρά τότε ο Ορέστης και ο Διονύσης, αποφάσισαν πως αρκετοί πέθαναν και έπρεπε να σταματήσει όλο αυτό. Τόσο από την οικογένεια της Αθηνάς όσο και από του Ορέστη οι οποίοι κατέβηκαν από το Τυμπάκι τα θύματα μετρούσαν πάνω από δέκα.
Η έχθρα υπήρχε ήδη από το θάνατο του Φώτη και δεν έπαιρνε να συνεχίσει. Τούτο το ήξεραν καλά τόσο ο Διονύσης όσο και ο Ορέστης. Εκτός αυτού όλοι γνώριζαν πως το βαθύ πρόβλημα στο σπίτι τους δεν ήταν άλλο από την Αθηνά.
Ύστερα λοιπόν από τόσα χρόνια και μετά τα όσα έγιναν τη προηγούμενη, το να βλέπουν τον Ορέστη να σκάει μύτη στο οινοποιείο δεν ήταν ότι πιο φυσιολογικό. Ούτε ο Ζήσης όμως ήταν καταβαθος ηλίθιος. Ναι μεν ήταν πιο νέος και ίσως πιο "ορεξατος" για φασαρίες μα παρόλα αυτά, αντιλήφθηκε πως ήθελε κοτσια για να πάει εκεί και για να πήγε, υπήρχε σοβαρός λόγος.
Κάτι που κανένας δε καταλάβαινε για τους νομους στα χωριά αυτά, ήταν πως οι βεντέτες ήταν βαριές και τα ξεκαθαρισματα αυτών, δεν ήταν παίξε γέλασε. Η τιμή έπαιζε ρόλο και ποτέ κάποιος δεν σκότωνε τον άλλο όσο κι αν το ήθελε αν πρώτα δεν υπήρχε συμπλοκή ή έστω φασαρία. Κάποιο ραντεβού θανάτου ή κάποια ανοιχτή έναρξη διαμάχης.
Ξέροντας λοιπόν πως ναι μεν, υπάρχει έχθρα αλλά ταυτόχρονα και εν μέρη ανακωχή στους σκοτωμούς, τα χέρια του Ζήση ήταν δεμένα. Εκτός φυσικά αν ήταν τόσο βαρβατος που αθετουσε τη τιμή και πατούσε τη σκανδάλη κατά του Ορέστη. Που και πάλι, η επιτυχία δεν ήταν εγγυημένη αφού ο δεύτερος είχε στις πλάτες του πολύ μεγαλύτερη εμπειρία. Δεν ήταν όμως μονάχα η τόλμη... Αν ο πατέρας του, του ανακοίνωνε πως η βεντέτα ανάμεσα τους είναι ενεργή και πως είχε το ελεύθερο , αυτό αυτομάτως σήμαινε πως μπορούσαν άνετα να στήσουν μέχρι και ενέδρες θανάτου ώσπου να τους ξεκανουν όλους. Αυτό βέβαια ίσχυε και στις δύο πλευρές και άνοιγε πόλεμος πλέον εξ επαφής...
"Μη πειράξεις τα παιδιά μου.." Ο Διονύσης σηκώθηκε και εκείνος
"Μη ξεχάσεις αυτό που σου είπα"
"Δε ξεχνώ. Μα θέλω να μου υποσχεθείς Ραγιά!"
"Δε μπορώ να υποσχεθω τίποτα για το οποίο είμαι ικανός να κάνω ανά πάσα ώρα και στιγμή!" γρυλισε "Σου έδωσα μια ακόμα ευκαιρία πριν σπάσω τη μεταξύ μας συμφωνία. Νόμιζα τα τιμουσες τα παντελόνια σου! Είτε θα μαζέψεις τα μικρά σου, είτε θα τα δεις στο χώμα..."
"Σου είπα δε θα επαναληφθεί!"
"Το καλο που σου θέλω... Σε κάθε άλλη περίπτωση θα το εκ λαβω αρνητικά Μανουσάκη... Και δε το θέλεις αυτό... Ξέρεις καλά πως έκανα πίσω σε πολλά για αυτά τα παιδιά! Έχασα τη ζωή μου για δαυτα!" Ο Ορέστης για πρώτη φορά έδειξε να χάνει την υπομονή του και χτύπησε το χέρι του στο γραφείο του κατακόκκινος "Στο ορκίζομαι όμως πως αν ξεσπασει ξανά χαμός, θα φροντίσω μια και καλή να κάνω αυτό που δεν έκανα χρόνια πριν... Να σας βάλω όλους στο χώμα. Άντρες γυναίκες και παιδιά!" τόνισε και ρίχνοντας του ένα βλέμμα όλο φωτιά γύρισε τη πλάτη για να φύγει, μα κοντοσταθηκε πριν βγει "Ποτέ δεν είχα πόλεμο με το δικό σου αίμα... Φρόντισε λοιπόν να μαζέψεις το θηλυκό σου για θα γίνω διάολος με σάρκα και οστά..." είπε τελεσίδικα και ανοίγοντας τη πόρτα, έριξε ένα βλέμμα σε κάθε άντρα που ήταν απ' έξω. Τους θωρησε έναν προς έναν για μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα σίγουρος για τον εαυτό του, έστρεψε το βλέμμα ευθεία και έφυγε...
*********
Έτρεχε λαχανιασμενη και ένιωθε το δρόμο ατελείωτο ώσπου επιτέλους είδε μπροστά της το οινοποιείο των Ραγιάδων. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα έμενε αμέτοχη μα η ανησυχία της γιγαντώθηκε βλέποντας πως ο Κωνσταντής δε σηκώνει το τηλέφωνο. Αν και η τελευταία φορά που βρέθηκαν δεν ήταν και καλή, η καρδούλα της έδωσε εντολή στα πόδια και εκείνα απλά έτρεξαν.
Μόλις έφτασε απ' έξω δίχως να το σκεφτεί διόλου, άνοιξε την αυλοπορτα και έτρεξε προς τα μέσα
"Κωσταντή! Γιώργη!" η φωνή της έκανε αντίλαλο και τα κλειστά μηχανήματα ενίσχυσαν τον ήχο "Κωσταντή!!"
Ξάφνου είδε δύο φιγούρες να τρέχουν από τη πίσω μεριά και ύστερα έγιναν τρεις μα το φως στο σημείο δεν ήταν καλό "Κωσταντή;!"
"Μαριάνθη τι διάβολο κάνεις εδώ!" της είπε σαστισμένος μα εκείνη αδιαφορώντας για το βλέμμα του Γιώργη και του Σήφη έτρεξε κατά πάνω του. Μόλις όρμησε στην αγκαλιά του εκείνος ασπρισε. "Είσαι με τα καλά σου κορίτσι μου;!" Την έπιασε από τους ώμους για να την απομακρύνει "Τι νομίζεις ότι κανεις!"
"Άσε βρε μαλάκα το κορίτσι! Θαρρείς και δε ξέρουμε!" Πετάχτηκε ο Σήφης ενοχλημένος κι εκείνη βγαίνοντας απο την αγκαλιά του, τον κοίταξε ντροπιασμένη με αποτέλεσμα ο Κωνσταντής να ξεφυσησει.
"Με συγχωρείτε..." Η Μαριάνθη σαν αντιλήφθηκε τι συμβαίνει γύρω της και πως πάνω στο πανικό αδιαφόρησε για όλους , μαζεύτηκε.
"Δε πειράζει... Αυτά είναι όμορφα" Πήρε θέση ο Σήφης ρίχνοντας μια άγρια ματιά στο Κωσταντή
"Τι συμβαίνει;" ρώτησε ο Γιώργης
"Κόντεψα να πάθω καρδιά. Και εσύ!" Είπε προς το Κωσταντή "Γιατί δε σηκώνεις το τηλέφωνο σου;!"
"Γιατί είχα δουλειά!"
"Δουλειά!; Κάποτε είπες πως πάντα θα το σήκωνες όταν σε καλώ!"
"Μαριάνθη τι θες τώρα; Νομίζω ότι είχαμε να πούμε το είπαμε και εδώ δεν είναι το κατάλληλο μέρος " Είπε έντονα και εκείνη κοκκινησε από θυμό
"Ει! Δε θα μαλώσετε εδώ!" φώναξε ο Γιώργης θέλοντας να κατευνάσει τα πνεύματα
"Έχεις δίκιο" η Μαριάνθη προσπάθησε να ηρεμήσει παίρνοντας μια βαθιά ανάσα "Όσο για σένα, χέστηκα ρε!" γύρισε προς το Κωσταντή αξαφνα και ο Σήφης γέλασε άθελά του
"Έλα φτάνει! Τελείωσε... Τι έγινε και ήρθες έτσι;" ρώτησε ο Γιώργης
"Ήρθα γιατί τρόμαξα..." Παραδέχθηκε αμέσως "Πηγαίναμε με τη Στρατούλα στο οινοποιείο και είδα το αγροτικό του πατέρα σου σκαρφαλωμένο σχεδόν στους φράχτες και νόμιζα πως έγινε κάποια συμπλοκή και... και αυτός ο ηλίθιος δε σήκωνε το τηλέφωνο!"
" Του πατέρα μου το αγροτικό; Στο οινοποιείο της Στρατούλας;" Ο Γιώργης έριξε ένα άγριο βλέμμα στο Σήφη ο οποίος σφίχτηκε ολόκληρος μα πριν προλάβει να γίνει κάποια στραβή, άκουσαν το αμάξι του να καταφθάνει απ' έξω και η καρδιά επέστρεψε στη θέση της.
"Ήρθε!" αναφώνησε ο Σήφης και αφήνοντας τους πίσω, έφυγε κατευθείαν έξω
"Έλα να σε γυρίσω" ο Κωνσταντής πήγε να τη πιάσει και η Μαριάνθη τον έσπρωξε
"Μπορώ και μόνη μου! Κακώς ηρθα!"
"Ρε Μαριάνθη!"
Ο Γιώργης κούνησε το κεφάλι ακολουθώντας το Σήφη και μένοντας μόνοι ο Κωσταντής μαλάκωσε "Βρε κορίτσι μου... Κατάλαβε με..."
"Εσύ κατάλαβε με ηλίθιε βλάκα! Νόμιζα πως επαθες κάτι! Αλλά δε φταίει κανένας άλλος! Εγώ φταίω! Εγώ που έτρεξα μέσα στη ζέστη ως εδώ από τη τρομάρα μου για να κάνεις πως δε με ξέρεις κι όλας!"
"Βρε πουλάκι μου..."
"Μη με λες εμένα πουλάκι σου! Θα σε σβήσω και από το τηλέφωνο μου και τελειώσαμε!"
"Μαριάνθη θα πάρω ανάποδες!"
"Γιατί; Εσύ δεν έλεγες πως πρέπει να διαλέξω επιτέλους;! Άντε παράτα μας λοιπόν!" του γύρισε τη πλάτη και εκείνος πιάνοντας τη δυνατά από το μπράτσο , την έφερε μια σβούρα και στο γύρισμα κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Τη φίλησε απότομα και αρκετά δυνατά ενώ μόλις εκείνη τον έσπρωξε τον χαστούκισε
"Αυτό γιατί δε σήκωσες το τηλέφωνο σου!" είπε έξαλλη και έπειτα τον χαστούκισε ξανά "Κι αυτό γιατί έτσι!..." συνέχισε και αυτή τη φορά, όρμησε εκείνη στα χείλη του ώσπου ένα λεπτό μετά έσπασε αξαφνα το φιλί αφήνοντας τον κατακόκκινο. "Και τώρα άντε γεια!" αποκρίθηκε λαχανιασμενη από την ενταση και αφήνοντας τον στα κρύα του λουτρού, έτρεξε μακριά του.
******
Με το που γύρισε τη πλάτη για να αφήσει στο παγκαρι τα ονόματα που ήθελε να μνημονεύσει και την είδε, έμεινε στατικη. Αναρωτήθηκε αμέσως τη δουλειά είχε στην εκκλησία τέτοια ώρα αφού πάντα πήγαινε πολύ νωρίς το πρωί. Δε πτοήθηκε όμως. Αν και σε κάθε άλλη περίπτωση θα έφευγε, η Λενιώ έχοντας πια τη κόρη της εδώ έπρεπε να δείξει σθένος. Αποτραβηξε το βλέμμα από την Αθηνά και συνέχισε το έργο της.
"Βγες έξω ήρθα στην εκκλησία!" απαίτησε δίχως φόβο και ντροπή η Αθηνά μπαίνοντας βαθύτερα στο χώρο.
Το γεμάτο δηλητήριο βλέμμα της Λενιώς εξαπολύθηκε κατά πάνω της μονομιάς "Δεν άκουσες τι είπα; Δε θα βρίσκομαι στον ίδιο χώρο με μια πόρνη!"
"Η γλώσσα σου είναι η κατάληξη της ψυχής σου και η ψυχή σου σάπισε.... Λυπάμαι τα παιδιά σου που έχουν για μάνα μια γυναίκα σαν εσένα" ανταπάντησε σιγανα και κρατώντας τη ψυχραιμία της
"Και εγώ λυπάμαι τη κόρη σου που η μάνα της δε λογάριασε το νεκρό της πατέρα και λίγο καιρό μετά την ξαποστειλε για να πηδιεται ελεύθερα με το γκόμενο!"
"Σαν πολλά δε τα είπες; Και πρόσεχε Αθηνά γιατί τώρα έχω λόγο να παλεψω!" Έτεινε απειλητικά το δάχτυλο προς το μέρος της και τη κοίταξε με ίσο μίσος. "Κάποτε σώπασα μα τώρα δε θα το κάνω! Μαζέψου για αν θα πάρει ξανά το αυτί μου ότι κάποιος Μακρής πλησίασε το παιδί μου θα σε πάρει και θα σε σηκώσει! Άκουσες;" Η Λενιώ δεν είχε ανεβάσει ποτέ το τόνο της μα να που τελικά άφησε την Αθηνά σαστισμένη
"Αίμα μου είναι!" γρυλισε μέσα από τα δόντια της "Και σαν αίμα μου η θέση της είναι πλάι μου! Οι δίπλα στη πόρνη τη μάνα της που την έχει σπιτωμενη ο γκόμενος τόσα χρόνια!"
Η Λενιώ γέλασε
"Τώρα θα σου αστραφτα ένα χαστούκι μα θα λερωσω το χέρι μου..." σχολίασε τα λεγόμενα της κουνώντας το κεφάλι πάνω κάτω "Σε τσούζει τόσο που έχω τον Ορέστη; Πάντα αναρωτιομουν γιατί εκείνη τη μέρα κοντεψες να με σκοτώσεις... Γιατί ο εχθρός επέλεξε εμένα ή μήπως γιατί καταβαθος ήθελες να τα φορέσεις στο Διονύση; Γιατί η πραγματική πόρνη ανάμεσα μας είσαι εσύ!" Η Αθηνά σήκωσε το χέρι να τη χτυπήσει μα εκείνο έμεινε ψηλά κρατημένο από τον πάπα που μόλις μπήκε
"Δε ντρέπεστε! Στο σπίτι του Θεού;!" Εκρωξε και η Αθηνά τράβηξε με μια της κίνηση το χέρι και έκανε ένα βήμα πίσω.
"Θα έρθω όταν η εκκλησία θα είναι καθαρή παπά Μανώλη!"
"Αθηνά!" φώναξε στο κατόπι της μα εκείνη βγήκε αμέσως και πήρε το κατήφορο. Ο παπάς έπιασε το πρόσωπο του και ύστερα τη καρδιά του. "Δέκα χρόνια κοντά έχω να θαψω άνθρωπο από το μίσος... Μη φέρετε πάλι το αίμα στο χωριό Λενιώ..."
"Δε φταίω παπά μου... Να με συγχωρείς μα δε θα αφήσω κανένα να βλάψει το σπλαχνο μου... Εσύ από όλους ξέρεις καλύτερα το σταυρό που κουβαλάω τόσα χρόνια..."
"Ξέρω Λενιώ μου... Ξέρω... Σε ικετεύω όμως, να μη ρίξεις λάδι στη φωτιά..."
"Το υπόσχομαι" αρκέστηκε να πει θλιμμένη
"Και μην αφήνεις τα λόγια της να σε πονούν. Για θα τη βάλω εγώ στη θέση της την επόμενη φορά. Τούτα τα ράσα μόνο με δυσκολεύουν μα θα τη βρω την άκρη μου..."
"Δεν είναι ανάγκη παπά Μανώλη..."
"Ίσως είναι και απλώς δε το βλέπουμε στο τέλος Λενιώ μου... Πήγαινε στην ευχή του Θεού... Έκανες αρκετά αυτές τις μέρες. Ξεκουράσου" με ένα απαλό χάδι στον ώμο την αποχαιρέτησε και εκείνη βγήκε από την εκκλησιά. Είχε άλλο αέρα το χωριό ξαφνικά...
Πρώτη φορά ένιωσε ότι στάθηκε στα πόδια της απέναντι στην Αθηνά και η ψυχούλα της το χάρηκε.
Σήκωσε το κεφάλι ψηλά , χαμογέλασε προς τον ουρανό και πήρε τη κατηφόρα για το σπίτι...
*******
Τα φώτα ήταν κλειστά σαν έφτασαν.
Ο Ορέστης τους εξήγησε όσα έγιναν στο οινοποιείο των Μακρήδων και φυσικά τους έθεσε πάραυτα σε ετοιμότητα. Όσο κι αν ήθελε να σταθεί στο λόγο του Διονύση όλοι ήξεραν πως ήταν ένα ακόμα "δουλικό" στα χέρια της γυναίκας του. Λυπηρό για έναν άντρα μα τον τύλιξε καλά από πιτσιρίκα.
Ο Σήφης πήγε στο σπιτάκι του κήπου να ξεκουραστεί ενώ ο Γιώργης έμεινε με το Κωσταντή πίσω. Δεν ήταν λίγες οι φορές άλλωστε που έμεναν ως το ξημέρωμα εκεί. Ο Ορέστης καταλάβαινε τις ανάγκες τους. Σπάνια πια πήγαιναν στη πόλη και όλη μέρα δούλευαν. Τους άξιζε λίγη ηρεμία...
Κατά κάποιο τρόπο στα δικά του μάτια ξεπρόβαλε από μακριά καταιγίδα και ένιωθε ανήμπορος. Δεν ήθελε επουδενί να καταλήξουν ξανά στα χώματα. Αν έπρεπε όμως να καταλήξουν τούτη τη φορά θα ήταν έτοιμος.
"Άργησες λίγο..." μέσα στα σκοτάδια άκουσε τη φωνή της και ακολουθώντας τη, βρέθηκε στη κουζίνα. Ήταν καθισμένη στην άκρη του τραπεζιού και το μόνο φως που έπεφτε πάνω της ήταν από το καντήλι που έκαιγε ψηλά στο εικονοστάσι
"Δύσκολη μέρα σήμερα Λενιώ μου..." δεν χρειάστηκε να ανάψει φως. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε πλάι της. Τα χέρια της βρέθηκαν αμέσως πάνω στα δικά του. Τα κράτησαν γλυκά και τα έσφιξαν.
"Φοβάμαι" παραδέχθηκε
"Το ξέρω. Σε έμαθα πια καλά..."
"Τόσα χρόνια πλάι ο ένας στον άλλο νομίζω πως σε αγάπησα περισσότερο από το καθένα..."
"Κι εγώ σαγαπαω Λενιώ μου... Ποτέ δε θα άφηνα καποιον να πειραξει ούτε τρίχα από τα μαλλιά σου... Στο έχω υποσχεθεί αυτό" η Λενιώ εγυρε στην αγκαλιά του και αναστεναξε ενώ εκείνος ανταποκρίθηκε κουρασμένα στο κάλεσμα της
"Κατάφερες ποτέ να συγχωρέσεις Ορέστη;"
"Όχι..." απάντησε κοφτά
"Ούτε εγώ"
"Δε θα αφήσω να πάθει τίποτα. Μη φοβάσαι..." της είπε ξέροντας το φόβο της.
"Το ξέρω και ίσως γι αυτό φοβάμαι... Στάθηκες πλάι μου σαν να ήμασταν αληθινό...." Η φωνή της κόπηκε μαχαίρι και τόσο εκείνη όσο και ο Ορέστης σηκώθηκαν μονομιάς. "Τι ήταν αυτό;"
"Δε ξέρω... Μείνε εδώ"
Ο Ορέστης την άφησε και βγήκε αμέσως προς τα έξω. Βαθιά μέσα στο φαράγγι είδε κάτι να φέγγει ενώ δεν άργησε να βγει και ο Σήφης. Η λίμνη των στεναγμών....
Το πιο ιερό μέρος για τον Ορέστη έμοιαζε να είχε πάρει φωτιά σε ένα συγκεκριμένο σημειο...
"Μαμα;!" η Αρετή δεν άργησε να ξεπροβάλει από τη πόρτα μα η Λενιώ που ήταν λίγα μέτρα πιο μακριά, τη γραπωσε απευθείας.
Ο Ορέστης από την άλλη στεκόταν στατικός και με τα χέρια έχοντας σχηματισμένες γροθιές.
"Μη!" Ο Σήφης όρμησε πάνω του πριν καν εκείνος κουνηθεί και η Αρετή σαστισε "Δε θα πας πουθενά! Ίσως είναι παγίδα! Θέλει ξετσιπωσιά αυτό για ναι αλήθεια!" εκρωξε δυνατά
"Μάνα τι έγινε ..." ψιθύρισε στη Λενιώ μα εκείνη έκλαιγε πια
"Τον κάψανε..." ψέλλισε παραπονεμένα "Το τάφο της Μελιάς τον κάψανε τα κοπρόσκυλα..." συνέχισε και η Αρετή έστρεψε το κεφάλι της προς τον Ορέστη. Ο Σήφης τον είχε πάρει σχεδόν αγκαλιά μα εκείνος ήταν σαν ανημερο θεριό.... Τα χέρια του έμοιαζαν με δαγκάνες και η δύναμη του ξεπερνούσε του Σήφη.
Ούτε το αμάξι είχε ανάγκη ούτε τίποτα....
Με έναν ελιγμό κατάφερε και τον απωθήσει μα λίγο πριν ορμήσει στους πυκνούς θάμνους που έβγαζαν στο έλος, τα πόδια της κινήθηκαν από μόνα τους και έτρεξε προς το μέρος του.
Λέξη δεν είπε....
Δεν είχε ιδέα που ήθελε να πάει ούτε πια ήταν η Μελιά...
Ένιωσε όμως βαθιά μέσα της πως ότι κι αν ήταν εκεί έξω , ήταν σίγουρα επικίνδυνο.
Η Αρετή μπήκε μπροστά του και απλά τον αγκάλιασε με όλη της τη δύναμη ,αποτρέποντας τον να κάνει έστω και ένα βήμα...
Ήταν τόσο αστεία η δύναμη της και το κορμί της έμοιαζε με οδοντογλυφίδα μπρος του μα να που ένα τόσο δα κορμάκι τελικά, τον σταμάτησε....
🙄🙄🙄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top