Κεφάλαιο 7°
°•Επιμενεις να διεκδικείς κάτι που δε θα έχεις ποτέ και το ξέρεις... η μήπως πιστεύεις πως θα έχεις; Πολλοί προσπάθησαν, λίγοι το πέτυχαν...•°
Τα ξύλινα τσόκαρα που φορούσε χτυπουσαν ρυθμικά στο πέτρινο δρομάκι και εκείνη ανέμελη και ήρεμη, κατηφόριζε με προορισμό τη γυναίκα με τα πιο μαγικα χέρια σε όλο το χωριό. Ήταν η μόνη ξένη που πήγε και κατάφερε όχι απλά να εγκατασταθεί αλλά να εισπράξει και την αγάπη όλων. Ο Λάμπρος, ο άντρας της, τη γνώρισε σε ένα ταξίδι του στο Ρέθυμνο και ύστερα από κόπο, την έριξε τελικά και εκείνη τον παντρεύτηκε. Βέβαια η μοίρα δε της χαμογέλασε τόσο αφού τρία χρόνια μετά το γάμο, την παράτησε για μια άλλη μα προς έκπληξη της, το χωριό όχι μόνο πήρε το μέρος της, αλλά ανάγκασε με την αρνητική του στάση και το Λάμπρο να φύγει.
Δεν ήταν μεγάλη, βαριά βαριά τριάντα πέντε μα το μυαλό της έκοβε σαν ξυράφι. Δεν υπήρχε κοπέλα για κοπέλα στο χωριό που να μη την επισκέφθηκε για να της ράψει φουστάνι αλλά και για να της πει φυσικά και το περιβόητο φλιτζάνι της.
Στη Κρήτη όσο σκληρή κι αν φαινόταν σε κάποιους η ζωή, γεμάτη με χωράφια, τρακτέρ, εργασία άλλο τόσο έκρυβε εκπλήξεις η καθημερινότητα των κατοίκων. Όχι φυσικά για τους ίδιους μα για τους ξένους.
Ποιος θα φανταζόταν άλλωστε πως ένας νταβραντισμενος άντρας δύο μέτρα θα πίστευε σε στοιχειά τους δάσους, σε σκιερούς στρατιώτες , σε νύμφες και νεράιδες; Κι όμως...
Ίσως πλέον η λεγόμενη μαγεία να χάνονταν σταδιακά μα οι δεισιδαιμονίες των κατοίκων κρατούσαν καλά. Μύθοι, ιστορίες, παραμύθια...
Για κάθε βουνό, λίμνη και σοκάκι σε εκείνα τα μέρη όλο και κάτι θα άκουγες ενώ όσο πιο απομακρυσμένο ήταν ένα χωριό τόσο περισσότερους θρύλους είχε.
Για τις Μοίρες , πέρα από τους συνηθισμένους μύθους, οι πιο σκοτεινοί ήταν δύο.
Οι νύμφες των υδάτων κατά το τρύγο και η κυρά της λίμνης των στεναγμών.
Και οι δύο ήταν αξίζουν τρομακτικές όσο όμορφες κι αν ηχούσαν στα αυτιά...
Είτε έβλεπες τη νύμφη είτε τη κυρά, το αποτέλεσμα ήταν ίδιο... Εξαφάνιση...
Παλικάρια και παλικάρια χάθηκαν στα βαθιά φαράγγια ανά τα χρόνια και η αιτία ήταν πάντοτε αυτή...
Ίσως κάποιος ξένος γελούσε με αυτό μα αρκετοί κάτοικοι ηλικιωμένοι κυρίως, το έβλεπαν όχι απλά σαν δεισιδαιμονία μα σαν "παράδοση" πια του τόπου τους. Ένα "λαϊκό" καθημερινό φαινόμενο που απλά αποδέχεσαι και προσέχεις...
Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που "σφράγισαν" τη λίμνη των στεναγμών πενήντα χρόνια πριν...
Τότε η βλάστηση εκεί δεν ήταν τόσο χαοτική και τα νερά ήταν πιο καθαρά...
Υπήρχαν μονοπάτια και δρόμοι ενώ η πρόσβαση ήταν εφικτή ακόμα και με το κάρο.
Αρκετοί νέοι, άρχισαν να χάνονται ξαφνικά σε εκείνα τα νερά και κανείς δε τους ξαναείδε. Οι κάτοικοι είχαν αρχίσει να τρομάζουν και παρά τις προειδοποιήσεις, αρκετοί ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι θα δαμάσουν το "θηρίο" και θα βγουν αλώβητοι από εκείνα τα νερά...
Είτε όμως εντός του νερού, είτε εκτός, οποιοδήποτε έπαιρνε το μονοπάτι του τρελού , όπως ονόμασαν τη περιοχή, σπάνια έβγαινε ζωντανός.
Οι πιο λογικοί, ούρλιαζαν πως έφταιγαν τα απόκρημνα φαράγγια, οι πράσινοι γεμάτοι γλίτσα βράχοι και το λασπωνερο που είχε αρχίσει να γίνεται ελώδη στα εξωτερικά σημεία της λίμνης λόγω της εξάτμισης των υδάτων αυτής.
Ήταν τόσο δύσβατη εκείνη την εποχή που ούτε η έρευνα για τυχόν σώματα μπορούσε να γίνει σωστά.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών, ήταν η κυρά...
Σύμφωνα με τους κατοίκους κάθε που έπιανε να σουρουπωνει τα νερά της λίμνης τρανταζονταν ελαφρά και η κυρά ξυπνούσε. Έστεκε βυθισμένη μέσα στο νερό κι αν έβλεπε κάποιο αρσενικό να τριγυρίζει στα λημέρια της, έκανε ορατή την εμφάνιση της... Τον μάγευε με την ανυπέρβλητη θηλυκότητα της και εκείνος όντας μαγεμένος,την ακολουθούσε βαθιά μέσα στα νερά της ώσπου άφηνε και τη τελευταία του πνοή. Ο μύθος ήθελε τη κυρά να είναι η κόρη ενός φτωχού άντρα που ζούσε το 1904 στη περιοχή. Δούλευε σαν παραδουλεύτρα σε ένα ξακουστό αρχοντικό και ερωτεύθηκε το κύρη της...
Ήταν πανέμορφη...
Εκείνος σιγά σιγά άρχισε να τη κυνηγάει και να αφήνεται μαζί της στη λαγνεία ώσπου αποφάσισε να τη κλέψει και να φύγουν μακριά...
Ήταν τόσο όμορφη που δεν του έμενε και επιλογή. Ουρά κάνανε τα παλικάρια να τη κατακτήσουν κι ας ήταν φτωχή.
Το βράδυ λοιπόν πριν τη φυγή τους, έλαβε ένα γράμμα στο δώμα της που έλεγε ότι ο κύρης της θα τη συναντήσει στη λίμνη... Ευτυχισμένη και χαρούμενη ετοίμασε σε ένα λευκό πανί τα πράγματα της και έτρεξε αμέσως...
Μόνο που εκείνος δεν ήταν ποτέ εκεί...
Η ιστορία σε εκείνο το σημείο έχει δύο εκδοχές... Η πρώτη είναι πως η γυναίκα του ανακάλυψε το δεσμό και έχοντας την αίσθηση της προδοσίας στο πετσί της, μάζεψε δύο, τρεις άντρες και την έπνιξαν στα νερά καθώς περίμενε την αγάπη της. Η δεύτερη λέει πως εκείνος δε πήγε ποτέ γιατί η γυναίκα του του ανακοίνωσε πως περιμένει διάδοχο και εκείνη από το καημό της, έπεσε στα νερά και πνίγηκε...
Και στις δύο περιπτώσεις έμεινε σαν στοιχείο να κυβερνά εκείνα τα χώματα...
Υπήρχαν ακόμα κάποιου τολμηροί που έμπαιναν στη περιοχή μα απ' έξω απ' έξω ... Ο θάνατος εξάλλου παραφυλαγε βαθιά μέσα στη περιοχή κοντά στο φαράγγι και οι περισσότεροι καθώς περνούσαν τα χρόνια, έβλεπαν την επιστημονική πλευρά και έπαιρναν διαφορετικά το ρισκο. Παρόλα αυτά όμως , δεν έπαυε να προκαλεί ανατριχιλα η ιδέα σε κάθε ντόπιο και ειδικά στις γυναίκες που αρκετές ζούσαν με το φόβο να πάει εκεί το ταίρι τους και να χαθεί.
"Καλημέρα Στρατούλα!"
"Καλημέρα κυρία Φωτεινή!"
"Για που το έβαλες και παίζεις μουσική πρωί πρωί;!" ρώτησε η μαυροφορεμένη ηλικιωμένη ρίχνοντας ένα έντονο βλέμμα στα τσόκαρα της
"Πάω στης Νικολέτας! Δεν ήρθε στο γλέντι και μου έκανε εντύπωση... Έφυγα και εγώ νωρίς..."
"Τα μάθαμε.. μη πίνεις τη τσικουδιά βρε κόρη μου! Είναι για άντρες! Βαρύ ποτό!"
"Εντάξει κυρία Φωτεινή δε θα επαναληφθεί! Καλή σας μέρα!" αγνόησε τα χείλη της γιαγιάς που πήγαν να ανοίξουν ξανά και συνέχισε το δρόμο της. Ήταν ήρεμα τα πρωινά... Εκτός από το καφενείο οι γυναίκες ήταν είτε στην εκκλησία είτε στο σπίτι και μόνο η πλατεία είχε ζωή.
Ο Γιώργης δε πήγε στο γλέντι και ξέροντας πως δε μπορούσε να πάει να τον βρει με τόσα άγρυπνα βλέμματα, αρκέστηκε στη ρακή. Ύστερα από λίγο έχασε μέχρι και τη μνήμη της ενώ σαν ξύπνησε και άκουσε τη συζήτηση στο σπίτι, η ανησυχία της γιγαντώθηκε. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να ανοίξουν νέα πυρά ανάμεσα στις δύο οικογένειες και η μάνα της δεν έδειχνε να παίρνει απο λόγια. Πόσο μάλλον μια μάνα που δε δίστασε να στείλει το γιο της στα δεκαοχτώ μέσα στο μονοπάτι του τρελού για να αντρεψει όπως έλεγε και να δείξει κύρος στους γύρω του. Η Στρατούλα πίστευε πως η υπερβολή της μάνας της δεν είχε όρια και αρκετές φορές έθεσε τις ζωές όλων σε κίνδυνο. Παρόλα αυτά είχε πάντα την αμέριμνη υποστήριξη του πατέρα της και αυτό της έκοβε τα χέρια.
Έφτασε έξω από το διόροφο παλιό κτίσμα σχεδόν λαχανιασμενη. Η κατηφόρα ήταν καλή μα σαν έφτανε στο τέρμα και έπρεπε να πιάσει την ανηφόρα μέρα, δυσκόλευε η κατάσταση.
Άνοιξε τη καγκελόπορτα και παρατήρησε πως ήθελε σίγουρα βαψιμο. Η λαδομπογια άρχισε να ξεφτιζει.
"Νικολέτα;" σαν έφτασε στη πόρτα και χτύπησε εκείνη άνοιξε σχεδόν αμέσως
"Στρατούλα μου! Με συγχωρείς. Ήμουν πίσω στο κήπο. Είσαι ώρα εδω;"
"Μόλις ήρθα. Ούτε πρόλαβα καλά καλά να χτυπήσω" της χάρισε μια αγκαλιά και μπήκαν μέσα "Έχασες το γλέντι της Μαριως..."
"Δεν ήμουν καλά κορίτσι μου"
"Κουτσαινεις!"
"Ακριβώς. Χτύπησα το πόδι μου η χαζή στο κήπο και περπατάω σαν χελώνα... Θα γίνω καλά όμως... Τι σε φέρνει εδώ; Έπαθε τίποτα το φόρεμα που σου έραψα;"
"Όχι όχι..." Η Στρατούλα τη κοίταξε ντροπαλά και η Νικολέτα χαμογέλασε
"Να ψήσω καφέ;"
"Σε παρακαλώ... Θα το ήθελα "
"Πάλι σε ταλαιπωρεί ο αγροίκος; Αφού στο είπα Στρατούλα μου, άφησε τον να χαρείς..."
"Μα τον αγαπάω..."
"Ναι αλλά δε ξέρω βρε κορίτσι μου πως σε θωρει εκείνος. Ποτέ δεν είδαμε κάτι..."
"Ίσως τώρα δούμε Νικολέτα μου! Ήταν πιο δεκτικός το Σάββατο! Εκτός αυτού ανησυχώ..."
"Γιατί;"
Η Στρατούλα πήρε μια βαθιά ανάσα και τραβώντας τη καρέκλα, άρχισε να της εξηγεί για τα τελευταία νέα που προφανώς και δεν είχε ιδέα...
**********
"Σίγουρα δε θέλεις ένα;"
"Σίγουρα. Σε ευχαριστώ πάντως! Ομολογώ πως η ξενάγηση ήταν το κάτι άλλο! Η κυρά Φωτεινή δε, άλλο πράμα!"
"Όντως. Αυτή η γιαγιά είναι περίεργο τρένο!"
"Δε μοιάζεις πάντως με..." Η Αρετή δίστασε και η Αναστασία σήκωσε το φρύδι της
"Χωριατοπούλα; Πες το, μη ντρέπεσαι"
"Ναι... Εννοώ, είσαι πιο κοντά στη δική μου καθημερινότητα..."
"Ευτυχώς να λες!" Η Αρετή δε θέλησε να τη ρωτήσει παραπάνω λεπτομέρειες και είχαν ήδη φτασει κοντά στην εκκλησία
"Χάρηκα πάντως! Οπότε θέλεις μπορείς να έρθεις! Κι εγώ δε ξέρω τι κάνω σπίτι..."
"Με τη μαμα σου δεν μιλήσατε; Τόσα χρόνια μακριά εννοώ .."
"Μιλήσαμε αλλά τα είπαμε όλα..."
"Α! Όλα..."
"Ε ναι. Για τη ζωή στην Αμερική, τους φίλους, τις σπουδές..." Η Αναστασία έσμιξε τα φρύδια της
"Και για εδώ;"
"Για εδώ τι; Δεν έχω ιδέα" γέλασε ντροπαλά και μη ξέροντας ακριβώς την κατάσταση , δίστασε να της αποκαλύψει ότι ένας τύπος εικαζε πως είναι ξάδερφος της το προηγούμενο βράδυ
"Τίποτα, απλα ρώτησα" η Αναστασία της φάνηκε αρκετά γλυκιά και εκτός αυτού , η Αρετή ήταν πεπεισμένη πως πίσω από το "ξένο" παρουσιαστικό της συγκριτικά με τα άλλα κορίτσια του χωριού, δεν ήταν τίποτα άλλο από μια εξίσου μοναχική κοπέλα σαν και εκείνη.
"Λοιπόν, πάω πίσω γιατί δεν ενημέρωσα πως θα βγω και όποτε θέλεις εισαι ευπρόσδεκτη! Ευχαριστώ για τη βόλτα ξανά ..."
"Ούτε να το συζητάς! Επιτέλους και εγώ είχα λίγη παρέα στη διαδρομή!"
Η Αρετή την αποχαιρέτησε και τράβηξε το δρόμο για το σπίτι ενώ η Αναστασία άνοιξε το πακέτο με τα τσιγάρα , έβγαλε ένα και το χτύπησε δύο φορές στο πακέτο κοιτάζοντας τη. Δεν ήξερε αν το μυαλο της ήταν πράγματι εντελώς αθώο ή αν ήταν ενα είδος άμυνας προς τους ξένους. Την μπέρδεψε η συμπεριφορά της. Παρόλα αυτά όμως οι εκφράσεις της έβγαζαν ειλικρίνεια και αυτό είχε αρκετή σημασία
"Πόσο είσαι και καπνίζεις τέλος πάντων; Ανάθεμα αν έκλεισες τα δεκαοχτώ! Μοιάζεις με τόσο δα κοριτσάκι!" πεταρισε στιγμιαία τα βλέφαρα της στο άκουσμα της φωνής του ενώ σαν γύρισε και τον είδε , ύψωσε το φρύδι της , τράβηξε μια τζούρα και απαξίωσε να απαντήσει "Βλέπω είσαι και πεισματάρα"
"Και εσύ διώκτης... Άλλη δουλειά δεν έχεις από το να πετάγεσαι μπροστά μου Σήφη;"
"Μπορεί και όχι... Αλλά και να είχα, μικρό χωριό είναι... Δέκα στενάκια δρόμοι..."
"Μάλιστα ..."
"Έχεις άλλο τσιγάρο;"
"Α μπα;! Τώρα θέλεις και τσιγάρο;"
"Γιατί όχι..." Ο Σήφης έκανε λίγα βήματα και τη πλησίασε. Ήταν μικρή και το ήξερε μα καμία γυναίκα ποτε δε του αντιστάθηκε και εκείνη από την αρχή φάνηκε τσαουσα. Ήταν τόσο διαφορετικη η εικόνα μιας κοπέλας που γίνεται γυναίκα και η Αναστασία σίγουρα είχε γίνει μια πολύ εκθαμβωτική.
"Τι κάνεις!" σαν της πήρε το τσιγάρο από τα χείλη και το εβαλε στα δικά του, η Αναστασία τρελάθηκε "Κοίτα να δεις και σε είχα για σοβαρό στην ηλικία σου!" αποκρίθηκε δείχνοντας τον από πάνω μέχρι κάτω με τη παλάμη της
"Τη ποια;" Ο Σήφης έβαλε τα γέλια μα εκείνη παρέμεινε σοβαρή
"Έλα τελείωνε! Δώσε μου πίσω το τσιγάρο μου..." Απαίτησε
"Άναψε άλλο"
"Το τελευταίο ήταν!" ανέβασε το τόνο της αδιαφορώντας για το γεμάτο πακέτο στη τσέπη της
"Ε τότε πρόβλημα σου!"
"Σήφη;" το όνομα του βγήκε σαν απειλή μέσα από τα χείλη της και εκείνος κόβοντας της, τη φόρα, έκλεισε την απόσταση ανάμεσα τους
"Αναστασία ..." ψέλλισε εξίσου χαμηλά αλλά χωρίς απειλητικό τόνο
"Ξέρεις κάτι; Κάνεις σαν παιδάκι!" Έκανε ένα βήμα πίσω και εκείνος άλλο ένα μπροστά "Αγόρι μου είσαι σοβαρός;"
"Τι είπες στην Αρετή;" ρώτησε ξαφνικά
"Α ώστε για αυτό πρόκειται έτσι;!" Άλλαξε ύφος και εκείνος γέλασε προκλητικά
"Τίποτα"
"Αναστασία δε παίζω... Τόσο μπλα μπλα κάτι θα είπες..."
"Δεν είπα τίποτα και αν θέλεις να ξέρεις , έπρεπε να πω! Κάποιος πρέπει να πει σε αυτή τη κοπέλα να προσέχει! Εσείς πετάτε χαρταετό από ότι βλέπω! Τι περιμένετε; Να γίνει το κακό η να τη παρακολουθείτε συνεχώς;"
Τα σαγόνια του Σήφη ετριξαν και η Αναστασία βρίσκοντας ευκαιρία του πήρε το τσιγάρο και το κότσαρε στα χείλη της "Τα λέμε αργότερα αγοράκι..." Τον ειρωνεύτηκε και σαν γύρισε τη πλάτη ο Σήφης άλλαξε ολοκληρωτικά ύφος... Αν τον έβλεπε κανείς δε θα ήταν ικανός να μεταφράσει το ύφος του. Ήταν τόσο μα τόσο περίεργο που ενώ είχε γίνει κατακόκκινος και πετάχτηκαν έξω οι φλέβες του προσώπου του, εκείνος γέλασε ...
********
"Ήταν πολυ καλή σου λέω!" Η Αρετή άνοιξε τη πόρτα του αγροτικού και δε σταμάτησε να μιλάει "Τη συμπάθησα. Όχι πως γνώρισα και πολλες στο χωριό. Αλλά είχε έναν αέρα διαφορετικό" μπήκε μέσα και σε λίγο κάθισε και εκείνος πλάι της
"Τόση χαρά πια;"
"Κακό είναι που χαίρομαι; Πρώτα έκανα μια καινούρια γνωριμία, τώρα σε πετυχαίνω έξω και με παίρνεις μαζί! Δε βλέπω κατι αρνητικό για να μην είμαι χαρούμενη"
"Έχεις δίκιο... Τουλάχιστον την Αναστασία την εγκρίνω κι εγώ!"
"Γιατί ποια δεν εγκρίνεις;" ρώτησε περίεργα και ο Γιώργης έβαλε μπροστά και ξεκίνησε . Δεν είχε ιδέα πως να το χειριστεί και πως να ξεκινήσει. Η Λενιώ θεώρησε πως έπρεπε τελικά να μάθει τα πιο βασικά αλλά επέμεινε πως ο Γιώργης ήταν ο κατάλληλος παρά τις αντιρρήσεις του Ορέστη. Αφού η Λενιώ το πήρε απόφαση και αφού και ο ίδιος ήταν πρόθυμος να της μιλήσει το προηγούμενο βράδυ, πίστευε πως ίσως έπρεπε απλά να μαζευτούν και να μιλήσουν όλοι μαζί. Κάτι που όμως δεν έγινε γιατί εκείνη θεωρούσε πως ο Γιώργης είναι πιο κοντα στην ηλικία της και μπορεί να της παρουσιάσει τη κατάσταση χωρίς τρόμο.
"Έχουμε δέκα λεπτά οδήγηση!"
"Τώρα αυτό απαντάει στην ερώτηση μου;" του είπε γελαστή και εκείνος γύρισε προς το μέρος της. Ήταν όμορφος. Αντικείμενα όμορφος... Είχε σαφώς αρκετά χαρακτηριστικά από τον Ορέστη αλλά έχοντας λιγότερα γένια έβγαζε μια πιο ήπια και γλυκιά αίσθηση. Εκτός αυτού, ήταν στην ηλικία της και η όψη του, θέλοντας και μη διέφερε.
"Από τη μέρα που ήρθες αναρωτιέμαι είναι η αλήθεια..."
"Αναρωτιεσαι;"
"Ναι... Όταν σε είδα , σκέφτηκα πως στο χωριό ήρθε ένας μεγάλος μπελάς...Την επόμενη μέρα, σκέφτηκα πως θα έχουμε χοντρά προβλήματα... Και σήμερα είναι η τρίτη!"
"Που σημαίνει;" Η φωνή της έβγαζε ενθουσιασμό και εκείνος τσίμπησε αμέσως και χαλάρωσε
"Που σημαινει ότι έχω αποδεχθεί ότι θα γίνουμε κωλος και νομίζω πρέπει να μάθεις και το γιατί! Πρώτη στάση λοιπόν, το οινοποιείο!"
"Μα νόμιζα πως θα πηγαίναμε πρώτα στα αμπέλια.."
"Είναι ο Κωνσταντής εκεί και θα πάει και ο πατέρας μου, εμείς έχουμε δουλειά!"
"Δουλειά;" Ρώτησε αφού κάθε λέξη ήταν σαν να την εβγαζε με το τσιγκελι από μέσα του
"Ναι! Έχουμε να πιούμε, να δοκιμάσουμε τα κασερια και να μάθεις τη θέση σου στο χωριό..." κατσουφιασε λιγάκι στη τελευταία του λέξη μα ανασανε βαθιά και συνέχισε. "Κοίτα Αρετή... Δεν έμαθα να μιλάω όπως μια γυναίκα περιμένει από έναν άντρα να μιλάει..." Ξεκίνησε να λέει έχοντας αλλάξει εντελώς ύφος "Είμαι αγριανθρωπος έτσι τουλάχιστον με φωνάζουν αρκετά κορίτσια στο χωριό...Δε ξέρω τι σημαίνει η λέξη περιστροφή και όταν βάζω κάτι στο κεφάλι μου, θέλω να γίνεται πράξη..." της έριξε μια στραβή ματια και συνέχισε "Δεν είμαστε η μόνη σου οικογένεια σε αυτό το μέρος αλλά σίγουρα ήρθες στη καλή πλευρά... Και μη με ρωτήσεις για το χθεσινό μαλάκα... Ναι. Ξάδερφος σου είναι..."
Εκείνη η αφέλεια που είχε και η Αρετή σαν ξεκίνησαν έσβησε στα μάτια της και σοβαρεψε εξίσου
"Η μαμά γιατί δεν έχει επαφές; Ένιωσα το φοβο της από τη μέρα που ήρθα μα δεν ήξερα το γιατί"
"Έλα, σε πέντε λεπτά φτάνουμε..η κουβέντα θέλει ηρεμία..."
Συμφώνησε με ένα νεύμα και τα επόμενα πέντε λεπτά πέρασαν στη σιωπή. Μόλις έφτασαν, ο Γιώργης πάρκαρε κάτω από μια τεράστια ελιά που ήταν κάτι σαν σύμβολο πια της αποθήκης, άνοιξε τις τεράστιες πόρτες και μπήκαν μέσα.
"Είναι τεράστιο αυτό το μέρος..." Τα χείλη της άνοιξαν στη μεγαλοπρέπεια του. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο στα μάτια του Γιώργη, τουλάχιστον όχι σαν τα οινοποιεία της Ιταλίας που είχε δει, μα σίγουρα ήταν γιγάντιο. "Μυρίζει παντού κρασί... Δε ξέρω. Ίσως και οινόπνευμα..."
"Όντως... Λοιπόν, πάμε στη πίσω μερια... Θα σερβίρω ένα υπέροχο Μπρούσκο που σου υπόσχεθηκα , θα βγάλουμε λίγα μεζεδάκια και θα απολαύσεις τη φύση... Αν αυτό σου φάνηκε υπέροχο κάτσε να δεις που οδηγούν οι πίσω πόρτες... "
Ο Γιώργης είχε απόλυτο δίκιο. Πέρασαν κάτι μεγάλους πατητηρες και πίσω από μια θολή τζαμαρία , βρισκόταν ένας μικρός παράδεισος. Ήταν η πίσω πλευρά του οινοποιείου μα προφανώς για να πας έμπαινες από μπροστά.
Υπήρχαν διάσπαρτα δέντρα σε κάθε γωνιά χαρίζοντας σκιά σε όλο το μέρος, ένα πηγάδι, ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι στο υπόστεγο καθώς και μια αιώρα, ένα ψυγείο βαλμενο έξω και από κάπου άκουγε και τρεχούμενο νερό...
"Δίκιο δεν είχα; Είναι ίσως το αγαπημένο μου μέρος..."
"Τόσο γαλήνια...."
"Όντως... Λοιπόν, έχω κρασι στο ψυγείο, πάρε ποτήρια από μέσα.."
"Από μέσα;"
"Ναι! Όπως ερχόμασταν πριν βγούμε υπήρχε ένας πάγκος. Έχει ένα ράφι πάνω του, εκεί μέσα"
Η Αρετή όπως της ζήτησε πήγε να τα φέρει και μέχρι να βγει ο Γιώργης έστρωσε ολόκληρο τραπέζι.
"Δύο άτομα ειμαστε!" Παρατήρησε γελώντας
"Σε τούτο το τόπο ποτέ δε ξέρεις πότε έρχονται επισκέψεις! Εκτός αυτού, ο Σήφης ο Κωνσταντής και ο πατέρας μου θα περάσουν από δω μετά..."
Στο άκουσμα η Αρετή ξεφυσησε. Ήταν ακόμα θυμωμένη με τον Ορέστη και ίσως περισσότερο από ότι έπρεπε. Παρόλα αυτά κάθισε στο τραπέζι ύστερα από προτροπή του Γιώργη και γέμισαν τα ποτήρια τους.
"Πως σου φαίνεται;"
"Για κάποιο λόγο ήξερα πως αυτό το κρασί θα ήταν τέλειο..." μουρμούρισε γλειφωντας τα χείλη της
"Όντως... Τούτο είναι το αγαπημένο του πατέρα μου. Κόκκινη αμαρτία ... Έτσι το λέει... Πίνεις και κατεβαίνει τόσο γλυκά που σαν φτάσει η ώρα να γίνει το κακό δε το αντιλαμβάνεσαι..."
"Κακό;"
"Λέμε τώρα... Γενικά ρε παιδί μου πως είναι απλά γλυκοπιοτο..." γέλασε και απλώθηκε αμέσως αμηχανία ανάμεσα τους "Είσαι έτοιμη;"
"Νομίζω πως ναι... Η θεία μου λέξη δεν έλεγε ποτέ για αυτό το μέρος... Η μαμά το ίδιο..."
"Κοίτα κάποια πράγματα και εγώ τα ξέρω δια στόματος αλλά κάποια τα έχω βιώσει ο ίδιος..."
Ο Γιώργης γέμισε ξανά τα ποτήρια και άρχισε. Ξεκίνησε με το πιο βασικό απο όλα πως ο πατέρας της ο Μάρκος ήταν αδερφός της Αθηνάς , της μητέρας του Ζήση που τη στρίμωξε στην εκκλησία κάτι που την άφησε άφωνη.
Της εξήγησε πως όταν αποφάσισε ο πατέρας του να επιστρέψει στις Μοίρες όπου ήταν και το πατρικό του, βρήκε γενικά ένα πρόσφορο κλίμα εκτός από την οικογένεια Μακρή που πραγματεύονταν στο εμπόριο κρασιού.
Η Αθηνά και ο Μάρκος είχαν κληρονομήσει τα οινοποιεία από το πατέρα τους ενώ μετά το γάμο της Αθήνας με το Διονύση, ο οποίος έσωσε κι όλας τα οινοποιεία από τη χρεοκοπία, εκείνη κράτησε το επίθετο της. Για αυτό και τα οινοποιεία λέγονται Μακρή και όχι Μανουσάκη... Η Αθηνά ήταν κάθετη και αντρογυναικα από μικρή. Έτσι έλεγαν τουλάχιστον κάποιοι παλιοί.
Ο Γιώργης της είπε πως τότε ήταν ακόμα στη κοιλιά της μάνας του η οποία ένα μήνα μετά τη γέννα περίπου είχε ένα φριχτό ατύχημα και πέθανε.
Περίπου δύο μήνες μετά το θάνατο της και αφού ο πατέρας του ήταν σε τραγική κατάσταση κλείστηκε στον εαυτό του και δεν εβγαινε στο χωριό. Έφτασε μάλιστα σε σημείο να μαζέψει όσα είχε μετέπειτα , να πάρει το Γιώργη και να βγουν παραεξω σε ένα μικρό χωριουδάκι με ίσα εκατό κατοίκους όπου και έμειναν μέχρι που ο Γιώργης μεγάλωσε.
Εκείνο το διάστημα που έφυγε από το χωριό ο Ορέστης, πέθανε και ο πατέρας της Αρετής από κάποια ασθένεια.
Συνέχισε λέγοντας της, πως λίγα χρόνια αργότερα , ο πατέρας του συνάντησε τη μητέρα της σε ένα πανηγύρι. Εκείνη ήταν ήδη στο εξωτερικό με τη θεία της αφού η Λενιώ την έστειλε εκεί από όταν ήταν τριών και ήταν μόνη.
Ερωτευθηκαν και αυτό ήταν...
Σαν αποφάσισαν να επιστρέψουν πίσω στο χωριό μαζί , η Αθηνά θεώρησε ασυγχώρητο το γεγονός πως η Λενιώ ξαναφτιαξε τη ζωή της μετά τον αδερφό της και ξεκίνησαν οι καυγάδες και το μίσος...
Όταν δε το οινοποιείο πήρε τα πάνω του και ο Ορέστης έγινε πρώτο όνομα στις παραγωγές , προσπάθησε με κάθε τρόπο και κάθε μέσο να τους καταστρέψει...
Τίποτα από όλα αυτά όμως δε της προκάλεσε σοκ σαν τον άκουγε παρά μόνο όταν εξέφρασε την απορία της για το σήμερα... Γενικά για το πώς ήταν δυνατόν να μη μιλάνε ακόμα και να είναι τόσο ενισχυμένη η έχθρα...
Ο Γιώργης τη ρώτησε αν η ενδυμασία της μητέρας της, της φάνηκε περίεργη και η απαντηση που του έδωσε ήταν σαφώς θετική...
Το σοκ που υπέστη σαν της είπε πως πάνω σε ένα καυγά η Αθηνά τη περιελουσε με καυτό λάδι γεμίζοντας με σημάδια το κορμί της , της ήταν αρκετό...
Ο Γιώργης ουδέποτε της ζήτησε να μισήσει το αίμα της μα αντί αυτού της έδωσε την ελευθερία της γνώμης της να δει και να κρίνει μόνη της γεγονότα. Της παρουσίασε φυσικά κάποια από τα πιο τρανταχτά και πάντα από τη δική του πλευρά και οπτική αλλά και πάλι της εξήγησε πως ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος με θέληση και βούληση.
Παρόλα αυτά η Αρετή ένιωθε μια αηδία στα μέσα της πριν καν της δωθεί το πράσινο φως να τους πλησιάσει.
Βέβαια ο Γιώργης δε παρέλειψε να της εξηγήσει και τη κατάσταση στο χωριό αφού ήταν σχεδόν χωρισμένο αλλά και διάφορα σαμποτάζ που έκαναν ο Ζήσης με το Κυριάκο στις παραγωγές...
Σε γενικές γραμμές και δύο ώρες αργότερα η Αρετή ήξερε όλη την ιστορία και σαν σπόγγος γέμισε το μυαλό της με κάθε πληροφορία που της έδωσε.
"Τελείωσε... Μείνε εδώ να φέρω λιγάκι ακόμα..." ήταν στο δεύτερο μπουκάλι. Ο Γιώργης έφυγε προς τα μέσα και εκείνη βγάζοντας τα παπούτσια της, ανέβασε τα πόδια της στη καρέκλα και εγυρε το κεφάλι της προς τα πίσω. Άφησε ελεύθερα τα μαλλιά της και έκλεισε τα βλέφαρα. Είχε σηκωθεί ένα απαλό αεράκι ενώ τα σύννεφα που μαζεύτηκαν στον ουρανό , προσέφεραν δροσιά στα ζεστά από το κρασί, μάγουλα της. Θέλοντας και μη με όσα άκουγε , κατέβαζε το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Της φάνηκε αδιανόητο μια γυναίκα να ρίχνει καυτό λάδι πάνω στο κορμί μιας άλλης πόσο μάλλον μιας γυναίκας που έφερε στο κόσμο ένα ανιψι και ήταν αίμα τους... Ήταν ίσως το πιο τρομακτικό στα μάτια της για να μη θέλει ούτε να τους ξέρει.
Ο Γιώργης κάθισε και με απίστευτη γλυκύτητα της παρουσίασε οδυνηρές καταστάσεις καταφέρνοντας να της μιλήσει μεν για το παρελθόν χωρίς όμως να της μαυρίσει τη ψυχή. Το θαύμασε αυτό πάνω του.
Προσπάθησε να ανοίξει τα βλέφαρα της μα ήταν βαριά και μέσα στη γλυκιά της ζάλη, άρχισε να αντιλαμβάνεται τον λόγο που ο Ορέστης ονόμασε εκείνο το κρασί αμαρτία...
Έφτανες σε μια όμορφη κατάσταση που δε σε ένοιαζε τίποτα ενώ ταυτόχρονα ένιωθες το κορμί σου ελαφρύ... Σαν να ταξιδευε στα σύννεφα.
"Γιώργη...;" ψέλλισε σηκώνοντας το κεφάλι της σαν άκουσε ομιλίες και μόλις σηκώθηκε , ένιωσε το κόσμο να γυρίζει γύρω της. "Μα λάδι..." το μυαλό της είχε κολλήσει σε αυτό το γεγονός ενώ κάτι που παρέλειψε να πει στο Γιώργη ήταν φυσικά η ζωή της... Ήξερε καλά πως είναι να καίγεται η σάρκα... Όχι από λάδι, μα ο Νικόλας πάνω σε ένα καυγά έκαψε το μπούτι της με έναν αναπτήρα... Ακόμα είχε τό σημάδι.
Φώναξε το όνομα του και μη παίρνοντας απάντηση , γύρισε προς τα πίσω. Τα μάτια της έπεσαν προς το πηγάδι και στη σκέψη του δροσερού νερού στο πρόσωπο της, χαμογέλασε και άρχισε απρόθυμα να περπατά. Δεν ήταν κομμάτια, όπως χαρακτήριζαν τους μεθυσμένους νέους αλλά ένιωθε ανέμελη και η ζάλη που περιέβαλε το κεφάλι της, γλυκιά.
Το πηγάδι έμοιαζε σαν εκείνα που έβλεπε στις ταινίες. Αν και από κοντά δεν είχε δει ποτέ ήξερε ήδη πως λειτουργεί. Έπιασε το κουβά που ήταν στο πλάι, τον σήκωσε και έπειτα έπιασε το σχοινί. Αναρωτήθηκε αν έχει νερό αφού όσο και αν το κατέβαζε εκείνο δεν έβρισκε πάτο.
Ξεφυσησε και έσκυψε προς τα μέσα όταν ένιωσε δύο χέρια να τυλίγονται γύρω της και να την απομακρύνουν απαλά
"Γιωργη..." ψέλλισε παραπονιαρικα "Άσε με, λίγο να πλυθω θέλω..."
"Είσαι μεθυσμένη..." στη φωνή του και μόνο ένιωσε τη ζάλη να χάνεται και την επόμενη στιγμή να μεγαλώνει αστραπιαία.
Κούνησε τους ώμους της αλλά εκείνος τη κράτησε και τη γύρισε προς το μέρος του "Τέρμα τα πηγάδια και τα παιχνίδια και το κρασί"
"Δοκίμασα την αμαρτία σήμερα..." τα χείλη της έσπασαν σε ένα χαμόγελο και το δάχτυλο της άγγιξε το μήλο του λαιμού του. Το ύφος του όμως ήταν σοβαρό και παγωμένο
"Απο δω το πας από εκεί το πας, όλο εμφανίζεσαι πριν πέσω..." σχολίασε κατακόκκινη "Σε μισώ για χθες!" συνέχισε θυμωμένη τούτη τη φορά χτυπώντας το δάχτυλο της στο στήθος του "Κόντεψα να πεθάνω μεχρι να βγω από τα χόρτα!" η Αρετή μιλούσε λέγοντας τη μια ασυναρτησία με την άλλη και εκείνος γέμιζε απλά τα στηθη του με αέρα "Όταν έσφιξε το μπούτι μου με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσε το κορμί μου, κόντρα, πίστεψα πως θα ήταν η τελευταία μέρα μου ξέρεις..." ο θυμός έγινε αμέσως θλίψη και δακρυσε "Μια μέρα πάλι, έβαλε τα χέρια του τόσο δυνατά στο λαιμό μου που έχασα το φως μου..." το δάκρυ κύλησε και εκείνος έστεκε ακόμα στατικός "Μου ορκίστηκε να με βρει και να με θάψει όπου κι αν πάω... Αν είναι να με βρει λοιπόν, γιατί να μη πέσω σε τούτο το πηγάδι να τελειώνω;" χαμογέλασε και το πρότινος θυμωμένο της δάχτυλο, έγινε παλάμη πάνω στο ταραγμένο του στήθος "Την αγαπάς;" το φλογισμένο της βλέμμα σκαρφάλωσε στο δικό του και εκείνος έκανε ένα βήμα μακριά της.
"Γιώργη! Ετοίμασε το αμάξι... Πρέπει να πας τη μικρή σπίτι..." είπε και δίχως να πει κουβέντα παραπάνω, εκείνος βγήκε και πλησίασε
"Τη πείραξε τόσο πολύ ε; Την είδα σαν σηκώθηκα αλλά δε το φαντάστηκα... Φεύγουμε αμέσως και μόλις την αφήσω θα..." Ο Γιώργης άρχισε να μιλάει μα εκείνη είχε κολλημένο το βλέμμα της πάνω του. Δεν ήθελε πολλά...
Να σηκώσει απλά το χέρι της και να τον χτυπήσει ήθελε...
🙄😏🙄😏🙄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top