Κεφάλαιο 6°

°•Τα χρόνια περνούν σαν γάργαρο νερακι... σε τούτο το τόπο όμως, το νερό είναι χείμαρρος και στο διάβα του, καταστρέφει ολοκληρωτικα τα πάντα...•°

Μοίρες...
23 χρόνια πριν...

"Αλήθεια τώρα πιστεύεις πως θα τα καταφέρουμε εκεί;"

"Γιατί όχι Μελιά μου; Η έδρα μας είναι η γη... Θα δουλέψω. Θα μοχθησω. Θα μεταφέρω όσα έχω και δεν έχω στις Μοίρες όπως ακριβώς και τότε. Ποτέ δε κατάλαβα γιατί έφυγε και τα παράτησε όλα ο πατέρας μου εξ αρχής..."

"Ορέστη φοβάμαι. Είναι πολύ τολμηρό το ξεκίνημα αυτό..."

"Είμαστε νέοι... Τι σε φοβίζει; Έχω σπίτι εκεί! Γη..."

"Εντάξει... Θέλω όμως να γεννήσω και μετά να πάμε. Νομίζω κλωτσαει..."

"Αλήθεια;" Ακούμπησε το χέρι του πάνω στη κοιλιά της και μόλις ένιωσε το μωρό να κουνιέται ασπρισε ολόκληρος

"Τώρα εκεί μέσα υπάρχει ένας άνθρωπος..."

"Σωστά! Πες μου ότι φοβήθηκες!"

"Εγώ; Αν είναι δυνατόν!"

"Είσαι τόσο γλυκός... Απορώ γιατί όλοι στο χωριό δε το βλέπουν... Η μάνα μου θυμάμαι έλεγε πριν κλεφτουμε πως θα γίνεις και εσύ ένας αγροίκος σαν το πατέρα σου... Άσε που είχε βαλθεί να πιστεύει πως όλοι εσείς πρέπει να παντρευεστε με κάποια από το άλλο σόι!"

"Παλιές σκέψεις μικρή μου... Παλιακά μυαλά... Πίστευαν πως αν κάποιος Ραγιάς πάρει κόρη Κοντογιώργη η το αντίθετο, η ειρήνη ανάμεσα στις οικογένειες θα συνεχίσει. Θαρρείς και δε σταμάτησε με τη Βασιλική και το Στυλιανό! Απλώς δεν έκαναν παιδιά και ένα που έκαναν γεννήθηκε νεκρό και φοβήθηκαν μη σπάσει η ειρήνη .."

"Γιατί είχαν θέματα οι οικογένειές σας;"

"Αν θέλεις την αλήθεια μου, δεν ξέρω και πολλά. Τούτη η βεντέτα κρατούσε πάνω από μία εκατονταετία. Οι ιστορίες λένε πως κατά την επανάσταση, οι Κοντογιώργηδες, ένας από αυτούς, τόλμησε να προδώσει για τη ζωή του, τη θέση που βρισκόταν ένας αντάρτης δικός μας. Μόλις τον βρήκαν, τον σκότωσαν και έτσι ξεκίνησε...
Εγώ πάλι πιστεύω πως ξεκίνησαν όλα για τα μάτια μιας γυναίκας... Πάντα έτσι ξεκινάνε αυτά. Ο παππούς έλεγε συνεχώς ότι δύο άντρες αγάπησαν την ίδια γυναίκα και επειδή εκείνη επέλεξε το Ραγιά, ο άλλος τον κατέδωσε... Όπως και να έχει όμως, μετά το μονιασμα, κανένας πια δε προκάλεσε προβλήματα. Άσε που αλλάζει η γενιά μικρή μου... Κάθε γενιά κουβαλάει τα δικά της προβλήματα και πίστεψέ με , είναι μεγάλο το βάρος και των παλαιότερων προβλημάτων..."

"Τι όμορφα που τα λες Ορέστη μου..."

"Όσο όμορφα ακούγονται , τόσο επικίνδυνα μπορούν να γίνουν όλα ανά πάσα ώρα και στιγμή..."

"Το ξέρω. Ελπίζω ποτέ να μη χρειαστεί να βρεθείς στη μέση κανενός καυγά..."

"Μα δε πρόκειται μικρή μου Μελιά... Δεν υπάρχει λόγος..."

"Ορέστη;"

"Πες μου..."

"Τώρα που θα πάμε στις Μοίρες , λες να είναι καλά τα πράγματα εκεί;"

"Γιατί όχι;"

"Δε ξέρω... Άκουσες τη μάνα μου. Πιστεύει πως επειδή δε βάλαμε ακόμα στεφάνι και περιμένουμε παιδί, είμαστε καταραμένοι .."

"Χαζομάρες. Πες μου ότι δε τα πιστεύες όλα αυτά... Και όσο για το στεφάνι, θα σε πάρω με παπά και κουμπάρο το Θεό μόλις βγει από τα σπλάχνα σου, το παιδί μας..."

"Σαγαπαω Ορέστη μου..."

"Εγώ να δεις μικρή μου .."

                          **********

"Μάρκο μου; Τι έπαθες και είσαι μέσα στα αίματα;!"

"Λενιώ παράτα με!"

"Πως μου μιλάς έτσι; Ήπιες; Μυρίζεις τσικουδιά! Λέγε τι συμβαίνει! Λέγε γιατί υπάρχει και κάτι που θέλω να σου πω και εγώ..."

"Τίποτα δε συνέβη! Ένα γελαδι πιάστηκε σε μια παγίδα και μέχρι να το βγάλουμε γίναμε όλοι χάλια... Πλακωθηκαμε μετά με το Σταυρή στα τσιπούρα και αργησα. Με συγχωρείς... Μάθαμε κάτι άσχημα μαντάτα για την άρρωστη μάνα του και με πήρε από κάτω. Εσύ ήντα έπαθες;"

"Πήγαινε να κάνεις ένα ζεστό και θα σου πω. Θα σου φτιάξω και λίγο ψωμί από τη ζύμη που έχω για αύριο..."

"Εντάξει... Είναι κάτι σοβαρό; Μη με τρομαζεις Λενιώ. Ήδη περνάω αρκετά στα αμπέλια..."

"Όχι Μάρκο μου! Ίσα ίσα... Νομίζω πως είναι ένα νέο που θα μας αλλάξει τη ζωή!"

"Εντάξει. Πάω και έρχομαι..."

"Μάρκο;"

"Τι είναι βρε Λενιώ;"

"Είμαι έγκυος!"

   
                       **********

Το ένα πετραδάκι κλωτσούσε το άλλο ώσπου έφτασε στην εκκλησία.
Ήταν χάραμα ακόμα και στο χωριό επικρατούσε ησυχία..
Νεκρική σιγή...
Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να σηκωθεί από όλους αυτούς ύστερα από το γλέντι; Όλοι κατέληξαν να μεθυσμένοι να ροχαλιζουν στις αυλές.

Άπλωσε το χέρι της πάνω στη σιδερένια πόρτα και κατά το άνοιγμα εκείνη ετριξε αποκρουστικά. Πάλι ο παπάς ξέχασε να τη λαδωσει, σκέφτηκε και μπήκε μέσα. Η ηρεμία που της χαριζε από μικρή εκείνο το μέρος δεν είχε τελειωμό.
Μέσα σε όλη τη βαβούρα και όλα τα γεγονότα εκείνη έβρισκε καταφύγιο στο πιο ουδέτερο μέρος του χωριού. Την εκκλησία

"Παπά Μανώλη;" ρώτησε διστακτικά βλέποντας τα φώτα πίσω από το ιερό σβηστά αλλά και τα κεριά επίσης.
Ήταν δύσκολη η νύχτα που πέρασε και ούτε απολαυσε το γλέντι ενώ εκτός από όσα έγιναν πριν πάει εκεί, η Στρατούλα μέθυσε και κοιμόταν στη καρέκλα  επειδη δε πήγε ο Γιώργης ενώ η Δέσποινα εξαφανίστηκε καταμεσής του γλεντιού με αποτέλεσμα να μείνει μόνη.
Μονη με χιλιάδες σκέψεις που ταλαιπωρούσαν το κεφάλι της.

Βλέποντας πως απάντηση δε παίρνει, φίλησε τις εικόνες της Παναγιάς και κάθισε κάτω στα σκαλάκια πριν το ιερό.
Από παιδάκι ζούσε ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Όχι η ίδια αλλά οι δικοί της. Ήταν εύκολο να είσαι εγγονή δημάρχου σε ένα τόσο μικρό χωριουδάκι που ο ένας ηεκρε τον άλλο σα τη παλάμη του χεριού του. Πόσο μάλλον να γίνεσαι στόχος για τις επιλογές σου.

Δυστυχώς όμως για τη Μαριάνθη η επιλογές ήταν συγκεκριμένες αφού τα μόνα κορίτσια της ηλικίας της στο σχολείο ήταν από τη πλευρά των Μακρήδων. Εκτός φυσικά από την Αναστασία η οποία και να ήθελες να τη πλησιάσεις, ήταν απλησίαστη.
Τα χρόνια όμως περνούσαν και όλα εκείνα τα παιδάκια χωρίστηκαν σε βίαια στρατόπεδα με βάση το χρήμα, τις σοδειές και τον ατέρμονο ανταγωνισμό.
Γονείς έπαψαν να μιλούν σε άλλους και ένα ολόκληρο χωριό, χωρίστηκε.
Μέχρι και ο φούρναρης καμία φορά έδειχνε την εκτίμηση του ως προς τους Ραγιάδες ενώ ο ψαράς , πάντα έδινε τα φρέσκα στους Μακρήδες.
Κάπως έτσι τα χρόνια πέρασαν και φτάσανε σήμερα.

Παιδιά πνιγμένα στα θέλω των παλιών και αγάπες απαγορευμένες για το κοινό καλό. Ίσως γι αυτό και της κόλλησαν τη ρετσινιά της κουτσομπολας...
Πάντα προσπαθούσε να ξέρει τα πάντα για όλους έτσι ώστε κάποια στιγμή να καταφέρει και να τους ενώσει. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως αντί να γίνουν ένα, εκείνοι θεριευαν το μίσος τους και χώριζαν ακόμα περισσότερο.

Τα δάχτυλα της άγγιξαν τη μισοραγισμενη επιφάνεια του σκαλοπατιου. Ο ασβέστης που πέταξαν στην εκκλησία και το μπετό είχε ξεφτισει και πιέζοντας το νύχι της απαλά, άρχισε να το χαράζει...

"Μαριάνθη; Τι κάνεις εκεί;" ακούγοντας τη, πετάχτηκε αμέσως όρθια

"Κα-καλημέρα κυρία Κατερίνα..."

"Καλημέρα. Τι δουλειά έχεις από το αξημερωτο στην εκκλησία κόρη μου;"

"Ήθελα απλώς να ξομολογηθω... Μα ο παπά Μανώλης δεν είναι εδώ"

"Ναι. Πήγε ως τη πόλη να φέρει πράγματα για το γάμο. Έφυγε τη νύχτα με το κάρο γιατί ο δρόμος δεν στέγνωσε ακόμα από τις βροχές..."

Η Μαριάνθη γέλασε λυπημένα και κούνησε το κεφάλι

"Καλως. Ίσως έρθω κάποια άλλη στιγμή..."

"Είσαι εντάξει;" στην ερώτηση που της έκανε ήθελε να βάλει τα κλάματα. Φυσικά και δεν ήταν... Μα τι να έλεγε στη τρελή τη Κατερινιώ; Έτσι τουλάχιστον τη βάφτισαν τόσα χρόνια όλοι οι γνωστικοί τη μάνα της Αναστασίας. Μια γυναίκα που εν μια νυκτί έκανε τα μαύρα το χρώμα της και αφοσιώθηκε τόσο στο θεό που ούτε τη κόρη της κοιτούσε πια.

"Είμαι μια χαρά. Καλή συνέχεια..." αρκέστηκε να πει και με μια ανάσα βγήκε αμέσως από την εκκλησία.
Το πρόβλημα της Μαριάνθης ήταν πως δεν ήθελε να προκαλέσει προβλήματα σε κανένα. Το θέμα δεν ήταν η Στρατούλα όπως πίστευε ο Κωνσταντής γιατί και εκείνη έτρεχε πίσω από το Γιώργη, το θέμα για εκείνη ήταν ο Ζήσης. Η Αθηνά. Ο Διονύσης. Όλοι αυτοί που με την οικονομική τους ενίσχυση παρείχαν στο δημαρχείο στήριξη τόσα χρόνια. Ο παππούς της σύντομα θα έβγαινε στη σύνταξη και θα αναλάμβανε ως είθισται ο πατέρας της. Αν όμως γινόταν η στραβή , οι Μακρήδες ήταν περισσότεροι στο χωριό... Ο πατέρας της θα έμενε δίχως δουλειά, γιατί κατά βάθος αυτη ήταν η μόνη δουλειά που ήξεραν να κάνουν οι δικοί της και έπειτα θα είχε το κρίμα στο λαιμό της. Ο Κωνσταντής ήταν ίσως ένας από τους πιο μισητούς στους Μακρήδες και αυτό το καθιστούσε ακόμα πιο δύσκολο στα μάτια της...
Ήταν τόσο αδίστακτος ώρες ώρες ενώ οι εντάσεις μεταξύ εκείνου και του Ζήση, ατελείωτες.

Η Μαριανθη το δικαιολογούσε εν μέρη.
Ο Κωνσταντής μεγαλωσε υπό την επίβλεψη του Ορέστη και αυτό ήταν αρκετό. Δεν είχε μάνα και ο πατέρας του πέθανε από το πολύ πιοτό όταν ήταν πιτσιρίκι. Η Μαριάνθη θυμόταν αρκετές φορές στο σχολείο να τον κοροϊδεύουν και ύστερα από λίγο ο Κωνσταντής ούτε πατούσε το πόδι. Έτρεχε στα χωράφια πλάι στον Ορέστη και εκείνος ήταν ο μόνος που του δωκε στέγη και τροφή. Πόσο μάλλον μια πατρική φιγούρα να έχει για πρότυπο.
Στα μάτια των Μακρήδων όμως, ο Ορέστης στρατολόγησε απλά ένα ακόμα στρατιωτάκι.

"Για που το έβαλες εσύ πρωί πρωί;" άκουσε ξαφνικά και αναπήδησε στη θέση της

"Με κατατρομαξες!"

"Σιγά μωρέ Μαριάνθη. Πάλι καλά να λες γιατί αν συνεχιζες να περπατάς στα κουτουρου θα έπεφτες στο τοίχο!"

"Λίγο υπερβολική δεν είσαι Δέσποινα; Και για να χουμε καλό ερώτημα, για που το έβαλα εγώ, η εσύ;"

"Εγώ ξύπνησα πουρνο πουρνο να πάω στη Στρατούλα. Χθες ήταν χάλια και θέλησα να τη δω..."

"Και που το ξέρεις εσύ ότι ήταν χάλια; Εξαφανίστηκες στα μισά και δεν είπες λέξη σε κανένα!"

"Είχα... Πήγα σπίτι!"

"Σοβαρά;"

"Ναι Μαριάνθη!"

"Λες ψέματα! Το βλεπω στο ύφος σου!"

"Δε θα σου δώσω λογαριασμό... Άσε με σε παρακαλώ"

"Σαν πολύ γλώσσα δεν έβγαλες;"

"Το ότι με περνάς δύο χρόνια δε σε κάνει ανώτερη μου!"

"Όχι άλλα αν φας μια μπάτσα, άνετα θα νιώσεις τη διαφορά! Και τώρα λέγε που σκατα εξαφανίστηκες χθες για θα σε πάρει και θα σε σηκώσει! Κανόνισε κακομοίρα μου να έτρεξες πάλι πίσω από το Ζήση! Σου τα πε χίλιες φορές πως δε σε θέλει ο άνθρωπος! Άσε που είσαι τόσο δα σκατουλα!" Η Δέσποινα την αγριοκοίταξε θυμωμένη. "Μη με θωρείς εμένα έτσι! Όλο προβλήματα προκαλείς τελευταία!"

"Ο Ζήσης αν θέλεις να ξέρεις...."

"Βασικά ξέρεις κάτι;" τη διέκοψε η Μαριάνθη "Κάνε ότι σκατα θες! Σε σεβάστηκα αρκετά γιατί είσαι η αδερφή της Σοφίας όπως όλες στο χωριό σαν έφυγε για σπουδές στην Αθήνα . Μα δεν είσαι τίποτα άλλο από ένα κακομαθημένο δεκαεπτάχρονο...! Και τώρα καλημέρα!" Η Μαριάνθη τη προσπέρασε απαξιωντας για τις γκριμάτσες της και κίνησε για το σπίτι. Αρκετά δράματα προκαλούσε εκείνη η μικρή για να καθίσει να ασχοληθεί παραπάνω. Ήταν σίγουρη άλλωστε πως αν συνέχιζε έτσι, θα το έτρωγε το κεφάλι της αργά η γρήγορα....

***********

Η Λενιώ σέρβιρε καφέ, παξιμάδια, λίγη μαρμελάδα δαμάσκηνο που έφτιαξε με τα χεράκια της και φυσικά βούτυρο.
Πάντα ήταν περήφανη για τα τραπέζια της. Δεν ήθελε να λείπει τίποτα. Ακόμα κι αν στο ψυγείο είχαν μόνο ψωμί και ελιές εκείνη θα έφτιαχνε μέχρι και ελιοψωμο για να κάνει τη διαφορά. Από πιτσιρίκα άλλωστε ήταν περήφανη για τη μαγειρική της.

"Ο Γιώργης;" ρωτησε τον Ορέστη

"Κοιμάται ακόμα..."

"Το ίδιο και η Αρετή υποθέτω. Είναι νωρίς... Ίσως χθες πέρασαν καλά..." είπε έχοντας πλήρη άγνοια για όσα έγιναν και εκείνος έπιασε το καφέ του, ήπιε λιγάκι και τη κοίταξε "Έγινε τίποτα; Γιατί με κοιτάζεις έτσι; Ούτε ο Σήφης είναι στο πισω σπίτι της αυλής..."

"Λενιώ; Ήξερες πως με την άφιξη της θα έχουμε θέματα..."

"Ναι βρε Ορέστη μου αλλά τόσο γρήγορα;"

"Τόσο..."

"Να αρκεστω σε ένα, όλα είναι εντάξει;" του είπε κάτι που συνήθιζε να της λέει όταν προέκυπταν εντάσεις

"Ναι..." απάντησε κοφτά και εκείνη του χαμογέλασε . Είχαν δώσει βαρύ όρκο μεταξύ τους και τον τιμούσαν και οι δύο. Σπάνια έβλεπες τέτοιου είδους συμπεριφορά ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που πέρασαν τόσα και μάλιστα κατάφεραν να αγαπηθούν κι όλας. Ο καθένας αγαπούσε με το τρόπο του. Έδινε όσα είχε και εισέπραττε όσα ο άλλος ήθελε να δώσει. Το πιο σημαντικό όμως ανάμεσα τους ήταν ένα... Η εμπιστοσύνη.
Η ειλικρίνεια που οδήγησε σε αυτή εξ αρχής...

"Καλημέρα" την λακωνική τους συζήτηση έκοψε η φωνή της Αρετής η οποία με το που μπήκε στη κουζίνα, χαιρέτησε τη μητέρα της και κάθισε ήρεμη στο τραπέζι.

"Καλώς το κορίτσι μου. Να σου ψήσω ένα καφέ;"

"Όχι μαμα..θα ψήσω εγώ σε λίγο"

Η Λενιώ δεν είχε ιδέα πως να της συμπεριφερθεί και δεν ήξερε καν τι μπορεί να έγινε τη προηγούμενη. Ο Ορέστης της ορκίστηκε πως θα προσέχει την Αρετή μα αυτό δεν αλλαζε το γεγονός πως ίσως εκείνη γινόταν μάρτυρας κάποιου βίαιου γεγονότος.
Η Λενιώ ήθελε ηρεμία και γαλήνη στη ζωή της. Προσπάθησε απελπισμένα να τη χτίσει για χρόνια ολόκληρα μα η άφιξη της Αρετής έκανε τη κατάσταση να αναφλεχθει ξανά.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που έκλεινε τα μάτια στις πράξεις των Μακρήδων γιατί δεν ήθελε να ξέρει και ο Ορέστης αρκετές φορές σεβάστηκε το συγκεκριμένο γεγονός. Είχαν γίνει πολλά τα οποία δεν της είπε γιατί εκείνη δεν ήθελε να ξέρει...

Παρόλα αυτά , έπιασε αμέσως το βλέμμα της. Η Αρετή έδειχνε ήρεμη μα κάπου σε εκείνα τα τεράστια μάτια της, θυμήθηκε τα νιάτα της και τη δική της φλόγα.. θυμήθηκε το πόσο δυνατά μίσησε και το πόσο εύκολα θύμωνε... Με τέτοιο θυμό κοιτούσε τον Ορέστη μα δεν ήταν ούτε η ώρα να μάθει ούτε το μέρος. Ότι κι αν συνέβη τη προηγούμενη νύχτα , θα ρωτούσε τελικά τον Ορέστη αργότερα και θα της έλεγε.

"Να βάλω και ένα..." το τηλέφωνο χτύπησε και βγάζοντας τη ποδιά της, έτρεξε στο σαλόνι αφήνοντας τους μόνους

Το βλέμμα της άλλαξε ακόμα πιο πολύ ενώ εκείνος συνέχισε να πίνει σοβαρός το καφέ του. Καταβαθος ήθελε τόσο πολύ να τον βρίσει μα σεβάστηκε το ποιος ήταν. Τη παράτησε να γυρίσει ολομόναχη δίχως να τον ενδιαφέρει τίποτα. Ούτε καν το αν θα έβγαινε ζωντανή βραδιάτικα από εκείνη τη ζούγκλα που την έβαλε. Όχι πως δε βγήκε. Το πεισμα της, την οδήγησε ξανά στο μονοπάτι της εκκλησίας και από εκεί έτρεξε γρήγορα στο σπίτι. Στα μάτια της όμως, αυτό που έκανε ήταν άσχημο. Εκτός αυτού, ένιωθε και περίεργα για τη μητέρα της. Δεν φάνηκε να ξέρει κάτι και δεν είχε ιδέα αν έπρεπε να της πει όσα έγιναν.

Άρχισε να πονοκεφαλιαζει όταν σηκώθηκε , του έριξε μια ακόμα άγρια ματιά και έφυγε δίχως να φτιάξει ούτε καφε.

"Τι έγινε; Γιατί έφυγε έτσι η Αρετή;" ρώτησε η Λενιώ μπαίνοντας μέσα

"Γιατί τη παράτησα χθες στη λίμνη των στεναγμών και γύρισε μονάχη της..." απάντησε στην ερώτηση της ατάραχος

"Ορέστη τρελάθηκες; Άφησες το παιδί ολομόναχο σε εκείνα τα μέρη;"

"Δε την άφησα. Μόνη της έφυγε. Πήρα την απόφαση να της μιλήσω για όσα έγιναν και το πόσο πολύ πρέπει να προσέχει αλλά εκείνη αντέδρασε και προσπάθησε να με πείσει πως είναι μια δυναμική γυναίκα..." Συνέχισε αδιάφορα

"Τόσο άσχημα ήταν πράγματα;" τον ρώτησε λυπημένη "Πες μου απλά πως..."

"Εννοείται Λενιώ..." αναστεναξε "Ρούπι δε την άφησα από το βλέμμα μου αλλά από απόσταση..." Με το που τον άκουσε ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από τις πλάτες της. Εκείνη η λίμνη ήταν ότι πιο επικίνδυνο υπήρχε στο χωριό. Ένα ελώδες περιβάλλον που αν δεν ήξερες τα κατατόπια ο πνιγμός θα ήταν το καλύτερο που μπορούσες να πάθεις. Ακούγοντας όμως πως την παρατηρούσε από απόσταση, της ήταν αρκετό...

"Ποιος ξεκίνησε;" Ρώτησε επιτέλους

"Ο Κυριάκος. Πήγε να τη πλαγιάσει πίσω από την εκκλησία..."

"Θεέ μου!"

"Όλα εντάξει..."

"Όχι Ορέστη... Τούτη τη φορά νομίζω πως δε θα είναι τίποτα εντάξει..." είπε λυπημένη "Μόλις με πήρε τηλέφωνο η μάνα της Δέσποινας... Είπε ότι η κόρη της, είδε την Αρετή πίσω από την εκκλησία με το Ζήση..."

"Μην ακούς τη μικρή... Ήμουν εκεί. Δεν έμενε μόνη μαζί του ούτε λεπτό..."

"Οι φαρμακογλωσσες θα μας φάνε... Το αισθάνομαι!" άρχισε να τη πιάνει πανικός και ο Ορέστης σηκώθηκε αμέσως .

"Λενιώ ηρέμησε! Δεκατρία χρόνια δε μας έφαγε κανείς! Δε θα αρχίσεις πάλι τις φοβίες και τις κρίσεις! Περάσαμε πολλά για να αφήσω τα πιτσιρίκια να σπείρουν τη καταστροφή. Το κατάλαβες;" της είπε με εκείνη τη σιγουριά που τόσο λάτρευε σε εκείνον και η Λενιώ βουρκωσε

"Μόνο μη μου το πειράξουν δε θέλω..."

"Στο υποσχέθηκα τη πρώτη νύχτα που πάτησε το πόδι της εδώ. Δε στο υποσχέθηκα;"

"Ναι..." του είπε παραπονεμένα και ο Ορέστης την αγκάλιασε

"Κάποτε μου είπες πως θα σταθείς στο γιο μου πλάι, σαν μάνα..." ψέλλισε μέσα στα μαλλιά της "Και το έκανες... Δε μπορώ να σου υποσχεθω πως θα σταθώ σαν πατέρας πλάι της αλλά σαν άντρας, μπορώ να στο εγγυηθώ. Όπως είδες και με το Γιώργη άλλωστε, δε τα πάω καλά εγώ με αυτά... Χωρίς εσένα θα σκοτωνομασταν.."

Η Λενιώ βγήκε από την αγκαλιά του και τον κοίταξε βουρκωμενη

"Μου υποσχέθηκες από την αρχή, να μην αφήσεις κανεναν τους να με πλησιάσει..." του υπενθύμισε τα λόγια του τη νύχτα του χαμού "Δώσαμε όρκο Ορέστη... Ζούμε κάτω από την ίδια σκέπη δεκατρία χρόνια..."

"Όλα, θα πάνε καλά... Σταμάτα να πανικοβάλλεσαι..." είπε σιγανα και εκείνη ακολούθησε τα χείλη του. Αμάν και πως έκαναν στην αρχή να διώξουν όλες εκείνες τις κρίσεις. Δεν ήταν και εύκολο για εκείνη... Έσκασε η ψυχή της τότε...

Η Λενιώ σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, του χάρισε ένα φιλί στο μάγουλο και του χαμογέλασε...

"Ευχαριστώ..." ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή, και ακούγοντας τη φωνή του Γιώργη απ' έξω, σκούπισε τα μάτια της και γύρισε προς τη κουζίνα...

**************

Άνοιξε τα μάτια της και η μυρωδιά από το θυμίαμα της έφερε αναγουλα.
Σιχαθηκε κάτι που κάποτε της προκαλούσε γαλήνη σαν παιδί...

Το σπίτι είχε σχεδόν καταστραφεί και όσο κι αν προσπαθούσε ολομόναχη να το φέρει βόλτα, ήταν μάταιο. Ήθελε επισκευές, βάψιμο, μερικά έπιπλα...
Γενικά ήθελε ίσως και γκρέμισμα στα μάτια της.
Άρπαξε ένα τζιν, μια μπλούζα, έπιασε τα μαλλιά της όπως να ναι και άνοιξε το παράθυρο. Ενώ πριν κοιμηθεί έβαζε μπλούζες κάτω στη χαραμάδα της πόρτας , η μυρωδιά κατάφερνε και τρύπωνε από παντού κάνοντας ανυπόφορο ακόμα και το ξύπνημα της.
Πλέον με βάση το πότε θυμιαζε ήξερε ακριβώς αν ο παπάς ήταν στην εκκλησία η αν απουσίαζε.

Ξεφυσησε, έβγαλε τα πανιά πίσω από τη πόρτα και βγήκε έξω. Το σπίτι τους ήταν διόροφο κάποτε όπως και τα περισσότερα πατρικά των οικογενειών αλλά έτσι όπως ήταν οι σκάλες, η Αναστασία έμενε στο κάτω όροφο.
Δεν είχε θέμα με τη καθαριότητα. Η μάνα της δεν άφηνε το σπίτι βρώμικο αλλά παρόλα αυτά , δε δέχθηκε ποτέ στα τόσα χρόνια να μπει κάποιος μέσα και να κανει κάποια εργασία. Ούτε καν ο Ορέστης που ήταν και πιο κοντά τους.

"Καλημέρα" είπε βλέποντας τη στη κουζίνα

"Βοήθεια σου .." Απάντησε αφήνοντας ένα κομμάτι λειτουργιας από εκείνα που κρατούσε στη κατάψυξη και έβγαζε έτσι ώστε να τρώνε καθημερινά. Η Αναστασία ένιωσε πως έπαιζε σε μια επαναλαμβανόμενη ταινία με εκείνη πρωταγωνιστή στο χάος.

"Φεύγω"

"Που πας;"

"Γιατί σε ενδιαφέρει;" της αντιγυρισε και πραγματικά δεν κάθισε ούτε λεπτό παραπάνω στο σπίτι.
Βρίσκοντας το απόλυτο τίποτα για απάντηση από τα χείλη της μάνας της, η Αναστασία βγήκε έξω και σταματώντας στο πλατυσκαλο άφησε το καθαρό αέρα να γεμίσει να πνευμονια της.

Ήξερε ακριβώς τι είχε ανάγκη και για κακή της τύχη τη προηγούμενη από τα νεύρα της , κάπνισε όλο το πακέτο.

Μπήκε σπίτι ξανά. Αγνόησε εντελώς τη μουρμούρα που ερχόταν από τη κουζίνα και μπαίνοντας στο δωμάτιο της άρπαξε όσα ψιλά είχε στο συρτάρι του κομοδίνου και βγήκε.
Είχε δροσιά. Ηρεμία...
Η ώρα ήταν σχεδόν εννιά και ο κυρ Παναγής θα ήταν σίγουρα ανοιχτός στη πλατεία.

Τα μακριά μαλλιά της ανεμισαν αμέσως σαν έβγαλε το λαστιχακι και πήρε το κατήφορο για τη πλατεία.
Το σπίτι τους ήταν από τα πιο έξω του χωριού σε αντίθεση με των υπολοίπων και ευτυχώς χτίστηκε μακριά από τους Μακρήδες. Η Αναστασία ούτε να τους δει στο διάβα της δεν ήθελε. Πόσο μάλλον με το Ζήση ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να πεταχτεί μπροστά της.

Η Αναστασία ένιωθε χρόνια τώρα πως όλα γίνονται για τα μάτια του κόσμου. Τα αγόρια πετάγονται στα κρυφά από δω και από εκεί υπό το φόβο των μεγάλων ενώ κανένας δεν έχει τα κοτσια να βγει επιτέλους και να παραδεχθεί ανοιχτά τα συναισθήματα του. Συναισθήματα που όπως ήταν φυσικό, σαν πάτησαν την εφηβεία άρχισαν να πολλαπλασιάζονται για όλους και να γιγαντώνονται. Μόνο εκείνη δεν είχε βλέψεις για κανεναν τους... Ούτε καν για το Ζήση που ναι μεν τη πλάγιαζε με γλυκό τρόπο ώρες ώρες αλλά στα δικά της μάτια, η αγάπη πέθανε όταν ήταν μικρή και βρήκε το πατέρα της νεκρό. Ήταν μια εικόνα που όσο κι αν πάσχιζε να αποβάλει εκείνη τη στοίχειωνε και δε την άφηνε ούτε να αγαπήσει αλλά ούτε καν και να τολμήσει να το σκεφτεί.
Η μάνα της τρελάθηκε μετά την απώλεια του πατέρα της.
Πως να άφηνε τον εαυτό της εκτεθειμένο λοιπόν σε μια αγάπη; Πως να άφηνε έναν άλλο άνθρωπο να επηρεάσει τόσο βαθιά το είναι της ; Η αγάπη για εκείνη ήταν ο μεγαλύτερος της φόβος...

"Ωωωπα!" είχε χαθεί τόσο βαθιά σε σκέψεις που ούτε αντιλήφθηκε πως έφτασε στην εκκλησία. "Αχ χίλια συγνώμη!" έπιασε το κεφάλι της βλέποντας μια νεαρή κοπέλα να πιάνει και εκείνη το δικό της "Εγω φταίω... Έτσι όπως περπατούσα ούτε κοιτούσα γύρω μου..." συνέχισε να απολογείται

"Χαλάρωσε λίγο!" Έσπευσε να τη καθησυχάσει η Αναστασία "Έχεις γερο κεφάλι δε λέω, αλλά όλα καλά..."

"Όλο και πάνω σε κάποιον θα πέφτω σε τούτο το χωριό..." αστειευτηκε

"Να φανταστώ, η Αρετή έτσι;" η Αναστασία τη διάβασε καλά. Εκτός αυτού βρέθηκαν στη διασταύρωση της εκκλησίας με το στενό των Ραγιάδων "Θα συνηθίσεις να ξεπηδούν από δω και από εκεί ολοι. Το χει ο τόπος!"

"Όλοι με έμαθαν και εγώ δε ξέρω κανένα" χαριτολογησε μαζεμένη

"Αναστασία" συστήθηκε,  και η Αρετή τη χαιρέτησε και επίσημα δίνοντας το χέρι της "Πως και σε άφησαν να τριγυρίζεις μονάχη;"

"Απαγορεύεται;"

"Ξέρω γω ... Δε του το 'χα του Ορέστη να σε αφήσει έτσι..."

"Δεν είμαι παιδί... ελευθερία δεν έχουμε; Ποιος ο λόγος λοιπόν να κρύβομαι από κάτι;"

"Μάλιστα...." ψέλλισε αντιλαμβανόμενη πως δεν έχει ιδέα "Και που πας;"

"Δεν έχω ιδέα..." Παραδέχθηκε η Αρετή "Ήθελα απλά λίγο καθαρο αέρα και βγήκα... Ε μετά είπα να περπατήσω..."

"Μόνη σου; Άντε, έλα να πάμε μέχρι το κυρ Παναγή!" Η Αρετή τη κοίταξε περίεργα "Ψιλικατζιδικο είναι! Έλα να μου κάνεις παρέα να γνωριστούμε κι όλας τι λες; Εκτός αυτού, καλύτερα να περπατάμε μαζι..."

"Γιατί; Θα έρθω φυσικά αλλά..."

"Άσε τα αλλά...! Άντε πάμε!" Η Αναστασία η οποία αντιλήφθηκε πως σίγουρα κάτι είχε παιχτεί στο σπίτι , τη πήρε μαζί της και ξεκίνησαν το κατήφορο από την άλλη πλευρά της εκκλησίας. Ήταν σίγουρη πως κανένας δε καταλαβε ότι βγήκε από το σπίτι και δε θα την άφηνε μόνη για κανένα λόγο. Ήταν σαν ένα κουτάβι ανάμεσα σε λύκους...
Αυτό που δεν ήξερε όμως ήταν τα άγρυπνα μάτια του Σήφη ο οποίος σαν την είδε να βγαίνει από τον αυλόγυρο, τη πήρε από πίσω ...
Για εκείνον, όσο δεν υπήρχε τσίπα από την αντίθετη πλευρά, κανεις δεν ήταν ασφαλής με κανένα...

❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top