Κεφάλαιο 4°
°•Τα σενάρια που κάνεις τα βλέπω και γελω , ποιος είσαι, σε ρωτώ μα απάντηση δε παίρνω... Πρόσεχε ξενε... εκεί που πατάς πάτησαν κι άλλοι και βρήκανε το θανατο... •°
"Μπορούσα και μόνη μου" η Αναστασία κοίταξε τον Ζήση που έφευγε κακήν κακώς και έπειτα γύρισε προς το μέρος του "Ευχαριστώ" είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Ο Ζήσης έβγαζε εύκολα γλώσσα αλλά τούτη τη φορά μαζεύτηκε και εξαφανίστηκε χωρίς πολλά πολλά.
"Σε κυνηγάει καιρό;"
"Όχι Ορέστη... Τουλάχιστον οχι σε τέτοιο βαθμό. Συνήθως του ζητάω να φύγει και φεύγει..."
"Δε σου έχει πει η μάνα σου να μη τριγυρίζεις νύχτες εδώ; Πήγαινε στο γλέντι... Να είσαι σίγουρη θα κάνει καιρό να πεταχτεί ξανά μπροστά σου"
"Και πάλι δεν ήταν ανάγκη, μα ευχαριστώ. Πως και δεν είσαι στα αμπέλια; Η μήπως θα έρθετε με τη Λενιώ στο γλέντι; Η μαμά ήθελε να περάσει να σας δει μα δε τα κατάφερε..."
"Δε πειραζει. Θα πω τη Λενιώ, να έρθει εκείνη. Δε νομίζω πως είναι τα γλέντια αυτά για μας Αναστασία μου... Πήγαινε στο καλό, και να προσέχεις"
"Ορέστη;" του είπε πριν φύγει και εκείνος κοντοσταθηκε "Είναι αλήθεια πως ήρθε η κόρη της Λενιώς στο νησί;"
Η Αναστασία του είχε μεγάλο θάρρος από πιτσιρίκι. Ο πατέρας της ήταν πολύ καλός του φίλος και σαν απλώθηκαν τα μαντάτα για το θάνατο του στο νησί, ο Ορέστης είχε αφηνιασει. Ίσως ήταν ο μόνος άνθρωπος που θεωρούσε ότι η αυτοκτονία του ήταν μια καλοσχεδιασμένη δολοφονία για αντίποινα. Παρόλα αυτά η μάνα της, δεν ήθελε να εμπλακεί παραπάνω και τους παρακάλεσε να κρατήσουν χαμηλούς τόνους.
Η Αναστασία από τη πλευρά της, τον ένιωθε κοντά της λόγω του πατέρα της και έμαθε πλάι στο καλύτερο να μη φοβάται τη ζωή. Απο πιτσιρίκι έτρεχε μαζί τους στα χωράφια αλλά μεγαλώνοντας άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της. Οι επισκέψεις λιγόστεψαν και η μάνα της αφοσιώθηκε εντελώς στην εκκλησία. Πλέον τους έβλεπε μια στο τόσο και αυτό αν τύχαινε να διασταυρωθούν οι δρόμοι τους στο χωριό.
"Είναι αλήθεια. Έμαθαν όλοι τα νέα έτσι; Αν και πήγαν στην εκκλησία το πρωί"
"Κάτι ακούστηκε... Η μάνα μου το ήξερε πάντως από χθες..." Ο Ορέστης δεν απάντησε "Λοιπόν, φεύγω γιατί τα όργανα έχουν ξεσηκωθεί και δε θέλω να νομίζει η Μαριώ πως δε θα πάω..."
"Να προσέχεις μικρή..."
"Πάντα!" τον χαιρέτησε σηκώνοντας τα δύο δάχτυλα του χεριού της στο μέτωπο, και εκείνος ανταπέδωσε φεύγοντας από την αντίθετη κατεύθυνση.
Ποτέ δεν κατάφερε να καταλάβει γιατί η μάνα της δε τον άφησε να λογαριαστει με τους Μακρήδες. Στα μάτια της εκείνοι ήταν οι μόνοι ένοχοι. Αντί αυτού, εκείνη κλείστηκε στον εαυτό της, έγινε ένα με το Θεό όπως πίστευε και άφησε τη κόρη της στο έλεος του χωριού. Την άφησε μόνη, να παλεύει με τους συνομηλίκους της και εκείνη μιλούσε για συγχώρεση και ταπεινότητα. Μια ταπεινότητα που οσο θέλησε να διδάξει στη κόρη της, εκείνη διδάχθηκε το αντίθετο για να επιβιώσει.
Βγαίνοντας από το χωματόδρομο είδε και τα πρώτα τραπεζάκια πίσω από τον αυλόγυρο της εκκλησίας. Ο στόχος της βραδιάς ήταν απλός. Χαιρετάει τη Μαριώ, σκαρφαλώνει στο πλατάνι με λιγη ρακή, και περιμένει να τελειώσει το πανηγύρι....
*******
Στερέωσε στα μαλλιά της ένα κάτασπρο γαρύφαλλο που έκοψε από την αυλή της κυρά βασιλικής και πηρε ένα ακόμα για τη Στρατούλα μήπως τη καλοπιάσει. Σίγουρα θα άκουγε γκρίνια. Είχαν ραντεβού στις 8 και έπιασε εννιά. Άντε να της εξηγήσει πώς ηρθε της μάνας της να ανοίξει φύλλο για να κάνει χορτόπιτα και ήθελε τη βοήθεια της βραδιάτικα.
Τα βήματα της ήταν γοργά και ολοένα και σιγοτραγουδαγε τον αγαπημένο της σκοπό. Ήταν η πιο λατρεμένη εποχή του χρόνου για εκείνη. Παντού μοσχομυριζε κρασί, ρακή και λουλούδια. Ίσως η δική της οικογένεια δεν ασχολούνταν με παραγωγή αλλά ήξερε από πρώτο χέρι πόσο μόχθο απαιτεί τούτη η εργασία και το θαύμαζε. Στο χωριό οι μόνοι παραγωγοί πια ήταν οι Ραγιάδες και οι Μακρήδες. Οι δύο πιο ισχυρές οικογένειες όπως έλεγε η μάνα της αφού οι Κοντογιώργηδες είχαν πια σαν έδρα το Τυμπάκι κι όχι τις Μοίρες. Εκτός φυσικά από τη Λενιώ που ήταν η μόνη στο χωριό.
"Έχω ένα μυστικοοο... Κάθε άνοιξη πετώ...." γέλασε μονη της όταν αξαφνα μια μορφή πετάχτηκε από τους θάμνους και πάτησε τις τσιριδες
"Πάψε!" ένα χέρι έκλεισε το στόμα της στα γρήγορα και εκείνη πέρασε από το τρόμο στο θυμό αμέσως .
"Τι νομίζεις ότι κανεις;!" εσκουξε έξαλλη "Κόντεψα να πεθάνω από το φόβο μου! Και πως απλώνεις έτσι τα χέρια σου πάνω μου! Αν μας έβλεπε κανείς τι θα έλεγε;"
"Τι θα έλεγε Μαριάνθη; Πως μιλάς πολύ και προσπάθησα να σε κάνω να σκάσεις υποθέτω!"
"Κωνσταντή! Γουρούνι...!" τον προσπέρασε θυμωμένη και εκείνος έτρεξε αμέσως πίσω της "Φύγε!"
"Δύσκολο"
"Θα φωνάξω!"
"Για να σε δω...!" η Μαριάνθη έπαψε να περπατά και τον κοίταξε. Το ποδι της άρχισε να χτυπάει νευρικά πάνω κάτω στο πέτρινο σοκάκι και εκείνος έστεκε ανένδοτος μπροστά της.
"Δεν με πιστεύεις;" τον απείλησε σχεδόν με την ερώτηση της
"Όχι..."
"Τώρα θα δεις!" σαν άνοιξε τα χείλη της να τσιριξει ο Κωνσταντής της έκλεισε αμέσως το στόμα με τα χέρια του, και εκείνη τον δάγκωσε
"Αουτς!"
"Καλά να πάθεις!"
"Τώρα σοβαρά με δαγκωσες;"
"Όπως βλέπεις!"
"Ως εδώ!" την γραπωσε από το χέρι και άρχισε να τη τράβα προς την αντίθετη κατεύθυνση ενώ εκείνη πάσχιζε να απελευθερωθεί
"Κωνσταντή παράτα με!"
"Για θα το πεις σε όλο το ντουνιά πως σε απήγαγα;" Στο τελείωμα , την ώθησε στο στενάκι πίσω από το μανάβικο και σπρώχνοντας το κορμι της προς το τοίχο, κόλλησε πάνω της
"Είσαι τέρας!"
"Γιατί βρε μάτια μου όμορφα με τυραννάς μου λες; Αφού σου είπα πως δεν έκανα τίποτα με τη Αγάπη! Ίσα ίσα τη βοήθησα με τις σακούλες!"
"Κωνσταντή κάνε πίσω γιατί θα φας ανάποδη!"
"Δε το κουνώ απ'επαέ αν δε με πιστέψεις!"
"Ωραία σε πιστεύω. Και τώρα άσε με γιατί θα μας δει κανένα μάτι και..."
"Και...;" σαν έσκυψε πιο κοντά και άφησε την ανάσα του στο λαιμό της , τα χείλη της χαμογέλασαν ενώ σαν ένιωσε τα δικά του να αγγίζουν το λαιμό της ανατριχιασε
"Έλα τώρα... Σταμάτα! Άντε φύγε. Θα βρεθούμε μετά στο ρέμα εντάξει; Και μη τολμήσεις να κάτσεις απέναντι μου, και να μου κλείνεις παλι το μάτι όπως στο προηγούμενο γλέντι! " του είπε πονηρά και εκείνος παίρνοντας αυτό που ήθελε έκανε ένα βήμα στην άκρη
"Περίμενε!" τη κράτησε πριν φύγει και εκείνη γύρισε με το φρύδι σηκωμένο
"Την επόμενη φορά που θα σκεφτείς να ανοίξεις αυτά τα χειλάκια και πεις σε όλο το χωριό κάποιο μαντάτο, καλύτερα σκέψου το δύο φορές..."
"Τι εννοείς;"
"Ξέρεις πολύ καλά... Έβαλα έναν όρο ανάμεσα μας αν θυμάσαι καλά..."
"Και πως θα κρατούσα κρυφό πως την είδα! Είναι το γεγονός της χρονιάς!"
"Μαριάνθη!"
"Ααααα μη μου φωνάζεις εμένα γιατί άντε!" του αντιγύρισε θυμωμένη "θαρρείς και δε θα το μάθαιναν! Πάλι καλά να λες που την είδα εγώ και τα πρόλαβα στη Στρατούλα πριν τα προλάβει η μάνα της με το τρόπο της! Και ξέρεις πολύ καλά το τρόπο της! Και τώρα φύγε γιατί αν μας πάρει κανένα μάτι μαζί..."
"Ξέρεις κάτι; Βαρέθηκα έξι μήνες τώρα να φοβάμαι μη μας πάρει κανένα μάτι μαζί! Αποφάσισε σε ποια πλευρά θα είσαι! Εγώ είμαι εδώ, φορώ να παντελόνια μου και σε θέλω! Από εκεί πέρα, κουράστηκα να σκέφτομαι τι θα πει η Στρατούλα και η κάθε Στρατούλα!"
"Τώρα θέλεις να μαλώσουμε;"
"Γιατί ρε Μαριάνθη; Πότε δε μαλώναμε δηλαδή; Κατσε αν είναι στα λημέρια σου..." της είπε και αφήνοντας τη όπως ήταν γύρισε για να φύγει
"Ρε Κωνσταντή... Κατάλαβε με..." τίποτα. Για απάντηση πήρε ένα ηχηρό τίποτα και έμεινε να τον κοιτάζει να φεύγει...
**********
Κάθε φορά που περνούσε μπροστά από το καθρέφτη, νόμιζε πως ήταν άλλη γυναίκα και γελούσε μόνη της. Η Λενιώ την έντυσε και τη χτένισε όπως ακριβώς τα κορίτσια του χωριού. Όχι πως δεν της άρεσε και μάλιστα ένιωθε και αρκετά άνετα μα για κάποιο λόγο, της ήταν δύσκολο να συνηθίσει.
Είχε αφήσει τα μαλλιά της ελεύθερα και τα είχε χτενίσει όμορφα προς τα πίσω, να πέφτουν στη πλάτη. Η Αρετή σπάνια τα άφηνε κάτω. Ήταν μακριά και συνήθως την ενοχλούσαν με αποτέλεσμα να προτιμάει τις αλογοουρες μα έτσι όπως τα χτένισε η Λενιώ, ούτε να ένιωθε σαν βάρος.
Για ρούχα , επέλεξε να της δώσει ένα όμορφο λευκό λινό φόρεμα το οποίο ήταν αρκετά φαρδύ και δεν ακουμπούσε καθόλου πάνω στο κορμί της συγκριτικά με τα κολλητά τζιν. Και η Αρετή φορούσε φορέματα αλλά εντελώς διαφορετικά από αυτό. Ακόμα και το μπλε που επέλεξε τη πρώτη μέρα , ήταν πιο κολλητό πάνω της.
Παρόλα αυτά, όλη αυτή η αέρινη εμφάνιση , την έκανε να αισθάνεται όμορφα. Δεν βάφτηκε καθόλου, ούτως ή άλλως ούτε στην Αμερική της άρεσε και για παπούτσια φόρεσε κάτι χαμηλά παντοφλακια που της χάρισε η μητέρα της.
Σε αντίθεση με την όμορφη και νεανική εμφάνιση που της προσέφερε , η Αρετή δεν καταλάβαινε γιατί η μάνα της προτιμούσε να ντύνεται τόσο συντηρητικά. Ήταν η δεύτερη μέρα και τόσο το χτένισμα της όσο και η ενδυμασία της , της προσέδιδαν δέκα χρόνια παραπάνω. Όταν δε, μάζευε προς τα πίσω εκείνο το αποπνικτικό καρέ, έμοιαζε με γιαγιά της. Εκτός αυτού όμως τα μαύρα ρούχα σκοτείνιαζαν όλη τη λάμψη της. Ήταν όντως μια όμορφη γυναίκα και η Αρετή το θαύμαζε αυτό μα δυστυχώς η Λενιώ επέλεγε να το κρύβει.
Ο Γιώργης της υποσχέθηκε να πάει πριν της εννια και η Αρετή ρίχνοντας ένα βλέφαρο στην ώρα, βγήκε από το δωμάτιο. Στα πρώτα κι όλας βήματα που έκανε στη ξύλινη εσωτερική σκάλα , άκουσε τη φωνή της μάνας της από τη κουζίνα.
"Θα έρθει δεσποινίς ανυπόμονη!" είπε και έπειτα βγήκε κρατώντας ένα τσάι στα χέρια "Θέλεις λιγάκι;"
"Πως με κατάλαβες;"
"Τα τριξιματα σε αυτά τα ξύλα έμαθα να τα αφουγκραζομαι από όταν ο Γιώργης ήταν πιτσιρίκι και νόμιζε πως θα το σκάσει τις νύχτες για να πάει βόλτα με το Κωνσταντή! Μετέπειτα βέβαια, πηδούσε από το παράθυρο, αλλά μεγάλωσε..." σχολίασε η Λενιώ αναπολώντας το παρελθόν "Κούκλα είσαι...."
"Ευχαριστώ μαμά... Είχα τη καλύτερη δασκάλα.." είπε και κατεβαίνοντας εντελώς, την αγκάλιασε προσεκτικά "Γιατί δεν έρχεσαι και εσύ;"
"Είμαι κουρασμένη κόρη μου. Εκτός αυτού, τέτοιες γιορτές είναι για τα νιάτα..."
"Κάνεις θαρρείς και σε πήραν τα χρόνια... Νομίζω πρέπει να με αφήσεις να σου δείξω και εγώ μια μέρα τις στυλιστικές μου ικανότητες!" αστειευτηκε
"Ίσως..." η θετική εν μέρη απάντηση της Λενιώς , της άρεσε. Έδειχνε πως ήταν δεκτική και αυτό ήταν καλο. Αν και η Αρετή το είπε για πλάκα, τελικά δε θα ήταν άσχημο να προσπαθήσει να κάνει κάποιες αλλαγές πάνω της.
"Πειραζει να βγω στο κήπο; Μέχρι εδώ ακούγονται τα όργανα... Θα ήθελα λιγάκι να περπατήσω έξω..."
"Δικός σου είναι ο κήπος, δική σου και η αυλή και όλα! Απλά μην απομακρυνθείς. Ο Γιώργης θα έρθει όπου να ναι. Έβγαλε λίγο αεράκι πάλι και ίσως γι αυτό καθυστέρησε..."
"Μου εξήγησε πολλά στη βόλτα που κάναμε το πρωί είναι η αλήθεια... Κάποια στιγμή θέλω να πάω μαζί του μαμά στα κτήματα!"
"Πιστεύεις πως θα αντέξεις τις εργασίες εκεί;"
"Γιατί όχι; Αν δε προσπαθήσει κάποιος, είναι άδικο να πιστεύει ότι δε μπορεί. Σωστά;"
"Σωστά, κόρη μου..." Η Λενιώ αναστεναξε βαθιά και αφήνοντας το τσάι στο τραπεζάκι της εισόδου, στάθηκε και τη καμαρωσε "Μου θυμίζεις εμένα στα νιάτα μου..." η απαλή γεμάτη νοσταλγία φωνή της, ήταν σαν να την αγκάλιαζε ολόγυρα "Θέλω να προσέχεις Αρετουλα μου... Δεν είναι όλα ρόδινα στο χωριό. Μη μιλάς με κάποιον που δε ξέρεις και θέλω πάντα να είσαι κοντά στο Γιώργη εντάξει;"
"Μην ανησυχείς μαμά..." Τη καθησύχασε "Σου το είπα... Ξέρω πια να προστατεύομαι....Έμαθα καλά το μάθημα μου και μάλιστα με το πιο άσχημο τρόπο... Αν κάποιος θέλει να μου δείξει τη γροθιά του, εγώ θα του δείξω τις δικές μου!" της απάντησε με μια πικρία στη φωνή "Είχα χρόνια να νιώσω καθαρή μάνα..." συνέχισε αφήνοντας τα μάτια της να γεμίσουν υγρασία "Η βρωμιά που υπάρχει στην Αμερική, είναι τεράστια... Μοιάζει με πάχνη που κάθεται πάνω στους ώμους σου... Αποτ η στιγμή που πάτησα το πόδι μου εδώ , νιώθω τη δυσωδία να καθαριζει... Μη μου φοβάσαι. Δεν είμαι αβγαλτη. Δεν είμαι απροστάτευτη μονάχη... Έχω τον εαυτό μου και έμαθα πια να τον αγαπώ..."
"Πόσα πέρασες Θεουλη μου..." η Λενιώ χάιδεψε το δάκρυ που έπεσε από τα μάτια της και η Αρετή χώθηκε στη παλάμη της, χαμογελώντας. Ύστερα έπιασε το χέρι της, το φίλησε και το απομάκρυνε
"Είμαι καλά... Για αυτό, να είσαι σίγουρη. Θα είμαι καλα και αύριο... Θα είμαι καλά και στα σκοτάδια. Και στα σοκάκια και στις μοναχικές μου νύχτες... Δεν έχω ανάγκη άντρα πλάι μου μάνα για να νιώθω ασφαλής... Αυτό είναι ανάγκη να το πιστέψεις εντάξει;"
"Αχ κόρη μου... Δε ξέρω τι εννοείς με τη λέξη βρωμιά εκεί στα ξένα, μα σε τούτο το τόπο, ανάθεμα τρέμω πιότερο τη γυναίκα παρά τον άντρα..."
"Και αυτές μπορώ να τις αντιμετωπίσω. Έχε πίστη σε μένα... Ίσως καμία φορά έχω τα κάτω μου, άλλες τα πάνω μου, μα όπως προείπα, είμαι ικανή να τα βάλω με όλους και με όλα πια... Μη με φοβάσαι..."
"Εντάξει κόρη μου..." Η Αρετή της γλυκογελασε και τη φίλησε στο μάγουλο
"Λοιπόν! Βγαίνω έξω, εντάξει;"
"Όπως αγαπάς. Εγώ θα ανέβω πάνω... Οι άντρες ίσως γυρίσουν αργά. Ο Σήφης θα πήγαινε στο οινοποιείο μετά και σίγουρα θα πάει και ο Ορέστης εκεί"
"Καληνύχτα μαμά..." Η Αρετή πήρε τη ζακέτα της και βγήκε.
Τα όργανα όντως ακούγονταν σε ολόκληρο το χωριό και ήθελε πολύ να ζήσει την εμπειρία. Ίσως δε πήγαινε κοντά από τη ντροπή της, μα σίγουρα από μακριά θα έβλεπε το γλέντι. Η θεία της έλεγε πως τα γλέντια κρατάνε μερόνυχτα στο χωριό.
Η αυλή μύριζε φρεσκοκομμένο χορτάρι. Μια ευωδία που της θύμιζε το γρασίδι που κουρευαν στη σχολή μετά τις βροχές.
Ο κήπος ήταν ένας μικρός παράδεισος που σαν έπεφτε η νύχτα, ήταν ακόμα πιο όμορφος. Τα φώτα γλυκό αγκάλιαζαν τις γωνιές και ολόγυρα υπήρχαν διάσπαρτα φυτεμένα λουλούδια. Είτε στο χώμα είτε σε κάποιο τενεκέ. Γύρω από τη πόρτα, στα παρτέρια η μάνα της είχε φυτέψει βασιλικό και δυόσμο και αν περνούσε το αεράκι μοσχομυριζε ο ντουνιάς ενώ το λευκό του ασβέστη , ανέδιδε γαλήνη.
Δίπλα από το σπίτι είχαν χτίσει ένα τεράστιο υπόστεγο που συνήθως έβαζαν τα εργαλεία αλλά και τα αυτοκίνητα ενώ ολόγυρα, υπήρχε μια χαμηλή ξύλινη περίφραξη, ίσα για να διαχωρίζει το σπίτι από τα γύρω χωράφια. Μόνο ένας δρόμος οδηγούσε στο χωριό. Όχι πως ήταν απομονωμένο αλλά ήθελες δεκα λεπτά περπάτημα ως το επόμενο σπίτι.
Βήμα στο βήμα , βρέθηκε απ' έξω δαγκώνοντας τα χείλη της και κοιτώντας τα φώτα που αχνοφαινονταν από τη πλατεία. Ήθελε απλά να περπατήσει ως εκεί μα ο Γιώργης ήταν κάθετος. Από την άλλη, τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Ήταν ένας τοπος που πλέον θα ζούσε και δε το έβρισκε λογικό να ζει με το φόβο. Εκτός αυτού, πως ήταν δυνατόν να φοβάται κάποιος να περπατήσει σε ένα χωριό που όλοι ήξεραν τους άλλους; Πολλά πράγματα δεν έβγαζαν νόημα και η αιτιολογία του Γιώργη ότι ορισμένες οικογένειες είχαν έχθρα μεταξύ τους, της φαινόταν παράλογη. Έριξε ένα βλέμμα προς το σπίτι και σαν είδε το φως από τη κρεβατοκάμαρα της μητέρας της να σβήνει, ξεκίνησε να περπατά.
Ήταν θεοσκοτεινα. Δεξιά και αριστερά από το χαλικοστρωτο δρομάκι υπήρχαν δέντρα και θάμνοι και όσο έμπαινε πιο μέσα, άλλο τόσο άκουγε και τους ήχους της φύσης. Τριζόνια, μπάμπουρες, τζιτζίκια. Οτιδήποτε ήταν ικανό να κάνει θόρυβο έπαιζε μουσική στα αυτιά της. Παρόλα αυτά, συγκριτικά με τα ποτισμένα από το αλκοόλ στενά του Κολοράντο, που δεν ήξερες αν θα βγεις ζωντανή , το συγκεκριμένο δρομάκι, της φάνηκε παιχνιδάκι.
Η Αρετή στόχευσε τα φώτα πίσω από την εκκλησιά και απλά περπατούσε ήρεμη. Όσο πλησίαζε η μουσική γινόταν πιο έντονη. Αναγνώρισε φυσικά τη λύρα και κάποια άλλα όργανα μα μαζί με αυτά, άκουγε και δεκάδες φωνές. Σφυρίγματα, γέλια, σπασίματα. Σίγουρα κάνανε σαματα.
Επιτάχυνε το βήμα της και φτάνοντας την εκκλησιά, κοντοσταθηκε να πάρει ανάσα. Ο φόβος για εκείνη δεν ήταν να διαβεί ενα σκοτεινό δρόμο, όσο η σκέψη να βρεθεί ανάμεσα σε δεκάδες άγνωστους ανθρώπους.
Αποφάσισε να κανει το γύρω της εκκλησίας και να δει από μακριά τι ακριβώς γινόταν πριν πλησιάσει και πράγματι δικαιώθηκε. Σκαρφάλωσε σε ένα βραχακι σαν έφτασε και από εκεί έβλεπε όλο το γλέντι. Ήταν πανέμορφα... Μια κοπέλα ήταν ντυμένη στα λευκά, όχι βέβαια με νυφικό αλλά το μόνο μαύρο πάνω της ήταν ένα σαρίκι περασμένο στο λαιμό της. Γύρω της υπήρχαν διάφορα τραπεζάκια σαν αυτά που έβλεπε συις παλιές ελληνικές ταινίες και είχαν τα καφενεία ενώ πίσω της πέντε άτομα βαρουσαν ασταμάτητα τα όργανα.. Είχε δίκιο η Λενιώ. Εκτός από κάποιους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας που πιθανόν να ήταν συγγενείς όλοι οι άλλοι, ήταν αρκετά νέοι. Εκεί που δεν είχε δει κανενα, τώρα τους είδε μαζεμένους. Κάθισε στο βράχο, εγυρε το κεφάλι της στο τοιχακι της εκκλησίας και άρχισε να ρουφάει εικόνες και παραδόσεις. Εστίαζε στο τρόπο που χόρευαν, που έπιναν... Σε όσα έλεγαν αλλά και σε όσα έκαναν οι νέοι με τη κοπέλα που ήταν η νύφη.
Γελούσε και χαιρόταν μόνη της...
"Νέα κοπέλα μοναχή της μέσα στα σκοτάδια... Σε ένα ξένο τόπο..." άκουσε ξαφνικά και σαν γύρισε είδε ένα τύπο, ντυμένο στα μαύρα να στέκεται δύο μέτρα μακριά της "Ποια είσαι;" τη ρώτησε μα η Αρετή δεν ήταν σίγουρα αβγαλτη όπως ίσως νόμιζαν. Ο Γιώργης φρόντισε άλλωστε να της πει κάποια πράγματα αρκετά χρήσιμα.
"Αυτή που μάλλον έμαθε όλο το χωριό για την αφιξη της..." Σχολίασε και σηκώθηκε. Τιναξε το φόρεμα της και τον κοίταξε σοβαρή . Ήταν περίεργος αλλά όμορφα περίεργος. Είχε εκείνα τα σκληρά χαρακτηριστικά και τα μούσια του έφταναν ίσα με το στήθος. Άρχισε να αναρωτιέται αν όλοι οι άντρες σε εκείνο το τόπο, είχαν βγει από το ίδιο καλούπι.
"Φιδογλωσση... Μ' αρεσει" σχολίασε και πίσω από τα πυκνά του μούσια είδε ένα χαμόγελο να ξεπροβάλει "Σε είδα από κάτω. Μη φοβάσαι... Ήρθα απλώς να συστηθω..."
"Σας είπε κανένας σε τούτο το τόπο πως μια γυναίκα επιβάλεται να φοβάται;" του απάντησε σθεναρά και εκείνος έμεινε έκπληκτος να τη χαζεύει
"Κυριάκος..." συστήθηκε κάνοντας ένα βήμα πιο κοντά και εκείνη κοίταξε το χέρι του "Τι; Εσύ είπες πως δε φοβάσαι... Γιατί κοιτάζεις λοιπόν έτσι το χέρι μου;"
"Δε φοβάμαι... Αρετή" συστήθηκε και μόλις αντάλλαξε τη χειραψία τράβηξε το χέρι της
"Τελικά είχες δίκιο... Όντως έμαθε όλο το χωριό για σένα..." Ο Κυριάκος έκανε ένα βήμα πιο κοντά και εκείνη έμεινε ατάραχη "Αυτό που δεν έμαθαν όμως και εγώ το ξέρω, είναι πως μοιάζεις με νεράιδα..."
"Με τέτοια ρίχνετε σε τούτο το νησί τα κορίτσια;" του είπε και εκείνος έκανε ένα ακόμα βήμα και τη πλησίασε. Ο τρόπος που έκανε βήματα προς το μέρος της όμως, δε της άρεσε καθόλου για κάποιο λόγο. Έριξε ένα βλέφαρο με την άκρη του ματιού της πίσω και βλέποντας πως υπήρχε μόνο το γκρεμνι και αποφασισμένη να φύγει από εκεί , κατέβηκε από το βράχο και τον προσπέρασε
"Ει! Περίμενε!" ο Κυριάκος επιασε το μπράτσο της κι εκείνη βροντηξε τραβώντας το με μανία πίσω
"Με ακούμπησες;" τον ρώτησε σχεδόν εξαγριωμένη
"Μη θυμώνεις... Θέλω απλά να σε γνωρίσω..."
"Σου είπε κανενας πως θέλω και εγώ;"
Η Αρετή του γύρισε τη πλάτη και ξεκίνησε να περπατά βιαστικά μα τον άκουγε στο κατόπι της
"Ε μα περίμενε σου λέω!" φώναξε ελαφρώς σαν έφτασαν στο μπροστινό μέρος της εκκλησίας και μόλις την επιασε ξανά από το μπράτσο, η Αρετή αντέδρασε στη πίεση που άσκησαν τα δάχτυλα του πάνω της και με το ελεύθερο της χέρι τον χαστούκισε
"Ποιος σου έδωσε το ελεύθερο ρε να ακουμπάς μια κοπέλα;!" τσιριξε σχεδόν και βλέποντας τον να αγριευει, έκανε να τρέξει προς το κατήφορο...
Μόνο που δεν έκανε ποτέ βήμα παραπέρα...
Το πρόσωπο της συγκρούστηκε μετωπικά με ένα σκληρό στήθος και δύο χέρια τυλίχθηκαν γύρω της μονομιάς.
"Μη κλάψει κι άλλο σερνικο η μάνα σου...." Η φωνή του ήταν διαφορετική από ότι συνήθισε και το αμέσως επόμενο πράγμα που άκουσε πριν βγάλει το κεφάλι της από το κράτημα του, ήταν κάποιον να τρέχει γρήγορα... Αρκετά γρήγορα....
❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top