Κεφάλαιο 25°

Βγαίνει σιγά σιγά η λασπουριά και δείχνει τη βρωμιά της
Φοβού το πόνο και την οδύνη του παρελθόντος...

Ηταν νωπά τα ρούχα.
Ο καιρός αγριευε.
Ολοένα και ανατριχιαζε αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να φύγει. Ήξερε πως αργά η γρήγορα θα έρθει και αξιζε η αναμονή.
Σε ένα τόσο μικρό τόπο , δύσκολα να κρυφτεί κάποιος και αν κρυφτεί εύκολα αν θες τον βρίσκεις.
Πόσα λάθη είχαν γίνει και για ποσα είχε άγνοια.
Πόσες λάθος επιλογές πάρθηκαν και πόσο σκληρό ήταν το τίμημα;

Μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά και εκείνος ένας απών πατέρας σε όλη τη ζωή της. Ποιανού κρίμα είχε φορτωθεί στους ώμους του και πλήρωνε για αυτό;
Είχε πιει.
Ήταν δύσκολο να προσαρμοστεί στα νεα δεδομένα και το μόνο που ήθελε ήταν να δει το παιδί του. Μα πως ήταν δυνατόν να έγιναν όλα τόσο σκοτεινά ολόγυρα τους;

Έφταιγε.
Δεν κατηγορούσε κανένα παρά μόνο τον εαυτό του, την ξεδιαντροπιά της πράξης του και την άτακτη φυγή του μακριά της. Τελικά όσο περισσότερο το σκεπτόταν άλλο τόσο κατέληγε στο συμπέρασμα πως εκείνος ο τόπος ήταν ένα νεκροταφείο μυστικών γεμάτο μηχανορραφίες και βρωμιά.

"Κόψε το βήμα σου ανάθεμα σε!" ένα σφιχτό κράτημα τον επανέφερε στη πραγματικότητα και γυρίζοντας το μεθυσμένο του βλέμμα, είδε μια μαυρίλα "Σέρνεσαι και το μόνο που θα καταφέρεις είναι ένας σκοτωμος!" αναγνώρισε τη φωνή τη δεύτερη φορά που μίλησε

"Παράτα τα με παπά!"

"Αν σε παρατήσω θα ανοίξω τάφους! Προχώρα!" βάζοντας ώθηση κατάφερε να τον σύρει μαζί του μέχρι την εκκλησία και μπαίνοντας μέσα, τον έβαλε να καθίσει σε ένα σκαμνί και σφαλησε τη πόρτα πίσω του "Πασχισα να βάλω το χωριό σε νηνεμία ύστερα από το θάνατο του Λευτέρη! Δε θα αφήσω κανένα να ανοίξει καινούρια πυρά!" Ο Παυλής γέλασε στραβά και εγυρε το σώμα του προς το τοίχο

"Κοίτα να δεις που έγινα πατέρας!" αναφώνησε κοροϊδεύοντας

"Πάψε! Δε ξέρεις τι λες! Ήντα είναι αυτά που κάνεις!"

"Τώρα θες να με κανεις να πιστέψω πως το Λενιώ δε σου πε λέξη; Άσε με να  χαρείς ωρέ!" Είπε ελαφρώς ενοχλημένος και στη προσπάθεια να σηκωθεί, κάθισε μονομιάς ξανά κάτω

"Κράτα κλειστά τα στόματα για αν θα ανοίξουν, εδώ θα αφήσουμε τα κόκαλα μας! Κι αν εσύ φταις, τούτα τα παιδιά δε φταίνε σε τίποτα άκουσες; Σε τίποτα! Δε θα αφήσω κανένα σας να τα μολύνει παραπάνω! Ως εδώ!" αστραψε αγανακτισμένος"Θα κάτσεις εδώ μέχρι να βρεις τον εαυτό σου! Αύριο πρωί, θα έρθω να σε βγάλω!" Ο Παυλής γέλασε ξανά

"Μαντρωσε με όσο θες! Εγώ πίσω δε κάνω!"

"Αμ θα κάνεις! Θα κανεις παλιό αφορησμενε και θα πεις ένα τραγούδι!"
Αφού πήρε τα κλειδιά και βεβαιώθηκε πως ήταν αρκετά χάλια για να κοιμηθεί μονομιάς , βγήκε απο την εκκλησία και κλείδωσε. "Ήρθε η ώρα... Έτσι δεν είναι;" αναρωτήθηκε κοιτώντας ψηλά στον ουρανό και κατεβάζοντας το κεφάλι προς το διάολο που σερνόταν σε εκείνα τα χώματα, κίνησε για το σπίτι του.

*******

"

Πως σου φαίνεται;" η Αρετή έκανε ένα κύκλο γύρω της  δείχνοντας παράλληλα το δωμάτιο ενώ η Κλάρα άφησε απλά τη βαλίτσα και κάθισε στη μοναδική καρέκλα που υπήρχε εκεί μέσα. "Τι; Δεν είναι εντάξει; Μη κοιτάς τα σεντόνια! Έφερα από το σπίτι καθαρά! Έχει ψυγείο. Θα φέρουμε καμία καρέκλα ακόμα , μαξιλαράκια αν θέλεις ... Έχει και γκαζακι για φαγητό!"

"Μια χαρά είναι..." Είπε μα καταβαθος ακούστηκε απογοητευμένη

"Και τότε;"

"Νιώθω ότι κάτι συμβαίνει και δε μου το λες. Λαμβάνω τόσο περίεργες συμπεριφορές και πίστεψέ είμαι σε θέση να καταλάβω. Τι συμβαίνει πραγματικά εδώ Αρετή; Γιατί ο πατέρας του Γιώργη σε κοίταζε έτσι όταν φτάσαμε; Δε κοιτάει με τέτοια μάτια ένας άντρας τη κόρη της γυναίκας του. Ξέρεις ότι ποτέ δε σου έκρυψα τίποτα... Δε τη θέλω, αλλά την απαιτώ την αλήθεια. Μόνο μη μου πεις πως έμπλεξες με τον άντρα της μητέρας σου ... Θα τρελαθώ..." η Κλάρα είχε χάσει το πατέρα της από μια πιτσιρίκα όταν ήταν μόλις 15 και ύστερα είδε τη μάνα της να καταρρέει και να υποφέρει. Από ανέκαθεν έλεγε πως μισούσε κάθε κοριτσάκι που κυνηγούσε να ζήσει το όνειρο με κάποιον παντρεμένο. Τις θεωρούσε ξεδιάντροπες και η Αρετή καταλάβαινε την ανησυχία της αλλά και το τρόπο της. Το πρόβλημα ήταν πως δεν ήξερε πως ακριβώς να αρχίσει τις εξηγήσεις...
"Αρετή;"

"Με συγχωρείς..." είπε γλυκά "Καταλαβαίνω τι θέλεις να μάθεις... Μου υπόσχεσαι να με αφήσεις να ολοκληρώσω πριν πεις λέξη;"

"Τόσο άσχημα;" ψέλλισε λυπημένη

"Όχι... Δεν είναι σίγουρα αυτό που φαντάζεσαι... Τι λες να φτιάξουμε λιγάκι αυτό το χώρο και ύστερα να καθίσουμε με ένα ποτήρι κρασί και να μιλήσουμε όπως κάναμε παλιά; Υπόσχομαι να σου τα πω όλα..."

"Ένα πράγμα μόνο πες μου να ηρεμήσει η καρδιά μου..."

"Δεν είμαι τέτοια γυναίκα και το ξέρεις. Τώρα ξεκινάμε;"

"Εντάξει!" Δέχθηκε με διαφορετικο ύφος αυτή τη φορά και σηκώθηκε . "Μπρούσκο;"

"Πάντα..." Της απάντησε με ένα γλυκό χαμόγελο και ξεκίνησαν να τακτοποιούν...
Η Αρετή κατάφερε τελικά να πετύχει μια ήρεμη διαδρομή και μόλις έφτασαν και είδε πως το Ορέστης δεν ήταν εκεί, ένιωσε ακόμα πιο ήρεμη. Είχε πάρει την απόφαση να του μιλήσει και να απομακρυνθεί από εκείνον αλλά πέρα από τη μητέρα της που ήταν και ο βασικός λόγος, δεν υπήρχε άλλος. Όσο ήξερε πως ίσως τον πονέσει άλλο τόσο από μέσα της πονούσε και η ίδια. Όπως όμως ακριβώς είπε και στη Κλάρα, δεν ήταν τέτοια γυναίκα. Από τη στιγμή που έμαθε ότι η μητέρα της έχει αισθήματα ένιωθε άσχημα.
Τουλάχιστον θα είχε μπροστά της μια νύχτα ηρεμίας... Μια νύχτα να βάλει σε  τάξη το μυαλό της, να μιλήσει στη Κλάρα και να καταφέρει να βρει τρόπο να του μιλήσει...

******

"Τελειώσατε;" ο Γιώργης πάρκαρε δίπλα τους χωρίς να κατέβει από το αγροτικό και κοίταξε το σπίτι. Ο Ορέστης θέλησε να μεταφέρει κάποια πράγματα στους Κωσταντή έτσι ώστε σαν βγει να μη νιώσει περίεργα με τα πόδια του. Έφτιαξε μια μικρή μπάρα στα σκαλοπάτια και μετέτρεψε τον εξωτερικό χώρο σε ένα πιο φιλικό περιβάλλον ενώ ο Σήφης ανέλαβε τα χοντρά στα εσωτερικά.

"Κάτι έμεινε αλλά θα το κάνουμε αύριο. Όλα εντάξει στα κτήματα;"

"Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς..."

"Δηλαδη;"

"Θα σου εξηγήσω σπίτι. Άντε φτάνει. Φώναξε και το Σήφη να φύγουμε..."

Ο Ορέστης πάτησε μια φωνή και ο Σήφης βγηκε αμέσως.

"Δίνεις και διαταγές μικρέ;" τον κοροϊδεψε μα ο Γιώργης δε γέλασε

"Πάμε σπίτι; Αργά είναι"

"Και γιατί βιάζεσαι; Θα πάω από τα κτήματα πρώτα να ελέγξω"

"Μια χαρά είναι θείε!"

"Γιώργη τι συνέβη;" Ο Ορέστης πήρε θέση μόλις κατάλαβε ότι κάτι υπάρχει από πίσω που απλά καθυστερεί να του πει

"Πρέπει όλα να τα συζητάμε στο πόδι; Άντε πάμε πίσω"

"Είναι καλά η Αρετή; Όλα εντάξει;"

"Ναι. Καλά είναι"

"Για εκείνη πρόκειται όμως έτσι;" Εκφράστηκε πιο ελεύθερα αφού δεν είχε να κρύψει τίποτα ανάμεσα τους

"Θα μείνει με μια φίλη της που έφτασε σήμερα από Αμερική στο σπίτι πίσω από το αποστακτήριο. Καλύτερα να μη τις ενοχλήσουμε...Αυτό..."
Ο Ορέστης στάθηκε σκεπτικός
Δεν την είχε δει από το πρωί και κάτι στο τρόπο του Γιώργη δε του άρεσε διόλου...
Κοίταξε την ώρα. Έπειτα κοίταξε το Σήφη και μάζεψε κάποια εργαλεία που ήταν πεταμένα ολόγυρα δίχως να σχολιάσει κάτι.
"Δική μου ιδέα ήταν. Ελπίζω να μην υπάρχει θέμα..."

"Τι θέμα να υπάρχει δηλαδή;" Απόρησε ο Σήφης πετώντας κάποια πράγματα στη καρότσα "Το σπίτι μας είναι ανοιχτό για όλους"

"Αυτό σκέφτηκα και εγώ... Ίσως έχει ανάγκη μια φίλη με όλα όσα γίνονται..."

"Εσύ κάτι κρύβεις αλλά έννοια σου" μουρμουρισε ο Ορέστης τελειώνοντας και μόλις μάζεψε και το τελευταίο εργαλείο τους κοίταξε "Παντε σπίτι με αυτό, θα πάρω εγώ το άλλο και έρχομαι"

"Όχι! Ας πάει ο Σήφης με το άλλο. Έλα να πάμε μαζί"

"Γιώργη μίλησα!"

"Τι σε επίασε ρε; Άσε τον άνθρωπο να πάρει οποίο αμάξι θέλει!" Ο Σήφης μπήκε στη θέση του συνοδηγού χωρίς πολλά πολλά "Πάμε;"

"Τι να σου πω και σένα τώρα!" Γρυλισε ο Γιώργης και βάζοντας μπρος, έριξε ένα βλέμμα στον πατέρα του και ξεκίνησε.
Ναι , ο Σήφης ήξερε, αλλά παρόλα αυτά ήθελε να του μιλήσει κατ' ιδίαν.
Ήθελε να του αναφέρει όσα ειπώθηκαν από τα χείλη της νωρίτερα και να τον προετοιμάσει μα έτσι όπως έγιναν όλα θα περίμενε αναγκαστικά να φτάσουν σπίτι....

******

"Τώρα κατάλαβες πως έγιναν όλα;" Η Κλάρα χαμογέλασε και απλώνοντας το χέρι, την τράβηξε σε μια αγκαλιά. Κατάφεραν και έφτιαξαν εκείνο το μέρος μέσα σε λίγη ώρα.
Καθισμενες στο κρεβάτι , ήρεμες πια, απόλαυσαν εκείνο το Μπρούσκο και άνοιξαν τα στόματα για τα καλά. Τίποτα δε της έκρυψε η Αρετή για όσα έγιναν από την άφιξη της και μετά. Είχε ανάγκη από έναν άνθρωπο για να μιλήσει και η Κλάρα ήρθε ακριβώς τη κατάλληλη στιγμή.

"Νομίζω πως πήρες τη σωστή απόφαση. Ξέρω πως σε στεναχωρεί αλλά..."

"Αλλά δε μπορώ να διαλύσω τη μητέρα μου" Τη συμπλήρωσε αναστεναζοντας και βγαίνοντας από τα χέρια της, γέμισε το ποτήρι της ξανά "Σε λίγο τελειώνει. Πάλι καλά ο Γιώργης έχει έξω στο ψυγείο αρκετά!" γέλασε θλιμμένα βάζοντας το μπουκάλι ξανά στο πάτωμα. Ήξερε πως θα είχαν επιστρέψει. Ήταν περασμένες δώδεκα.
Σκέφτηκε μήπως ο Γιώργης του μίλησε και ίσως γι αυτό δε την ενόχλησε. Ίσως και ο ίδιος καταβαθος να ήξερε πως η Λενιώ τρέφει αισθήματα για εκείνον. Ήταν αρκετά έξυπνος. Μπορεί να τα έβαλε κάτω και να είδε πως δεν υπάρχει μέλλον.
Παρόλα αυτά, την ετσουζε αρκετά η σκέψη ακόμα κι αν ήξερε πως ήταν το σωστό.

"Και δε πίνουμε; Τίποτα δεν έχουμε να κάνουμε αύριο!" Η Κλάρα παραμέρισε το πρώτο σκέλος της απάντησης της και εστίασε μονάχα στο κρασί "Καλή κοπέλα η Αναστασία. Τη συμπάθησα"

"Είναι πράγματι καλή... Παίζει το αντράκι αλλά καταβαθος είναι το ίδιο ευαίσθητη. Μπορείς να το δεις αν κάτσεις μαζί της για ώρα..."

"Έτσι είναι και τα άλλα κορίτσια εδώ; Μαρεσει που η μάνα μου έλεγε ότι στη πατρίδα τα κορίτσια βγάζουν το ένα τα μάτια του άλλου επί μονίμου βάσεως!" Γέλασε τρανταχτά

"Καλά, μη το γελάς... Πίστεψέ με η Αναστασία ειναι η μόνη που έχω έρθει κοντά. Ο Γιώργης βέβαια λέει πως και η Μαριάνθη είναι καλή αλλά .."

"Η κοπέλα του να υποθέσω;" ρώτησε και η Αρετή πήρε μια αστεία έκφραση

"Φυσικά και όχι! Γιατί ενδιαφέρεσαι να μάθεις ποια έχει κοπέλα;"

"Ώρες ώρες είσαι εντελώς βλαμμένη το ξέρεις;" απάντησε ελαφρώς θιγμενα

"Το ξέρω όπως επίσης ξέρω και εσένα καλά!"

"Κάνεις λάθος! Δε με απασχολεί καθόλου!"

"Σσς! Πάψε! Πάω να φέρω ένα μπουκάλι γιατί εδώ βγάλαμε λαβράκι!"

Η Αρετή σηκώθηκε παρά το επικριτικό της βλέμμα

"Έλα να κοιμηθούμε! Φτάνει το κρασί λέω εγώ!"

"Δε θα ξεφύγεις από τη συζήτηση!" έβαλε τις παντόφλες της ενθουσιασμένη "Σε μισό είμαι πίσω! Σουπιά!"

"Σιγά μη με ενδιαφέρει αυτός ο άξεστος βλάκας! Δε ξέρεις τι λες!" Φώναξε η Κλάρα μα η Αρετή κούνησε το κεφάλι και ανοίγοντας τη πόρτα βγήκε έξω.

Το σπιτάκι είχε απόσταση 100 μέτρα από τη πίσω μεριά της αποθήκης.
Δεν ήταν πολλά και από την ώρα που έφτασαν είχε σκεφτεί αρκετές φορές το ενδεχόμενο να έμενε και εκείνη σε αυτό εξ αρχής. Ίσως τίποτα από όσα έγιναν να μην είχε συμβεί.
Βγήκε από την περιφραγμένη αυλή και κατευθύνθηκε ευθεία προς το αποστακτήριο. Το φεγγάρι ήταν καλά κρυμμένο και ο ουρανός θεοσκότεινος.
Μύριζε τη βροχή από χιλιόμετρα αλλα ευτυχώς το σπιτάκι ήταν αρκετά ζεστό για να περάσουν τη νύχτα και χωρίς υγρασία. Ακόμα δε μπορούσε να χωνέψει το γεγονός πως η Αναστασία ήταν μαζί με τον Σήφη. Το άφησε να περάσει στο ντουκου μπροστά στη Κλάρα αλλά μόνη πια, μπορούσε να το σκεφτεί ελεύθερα.
Τελικά κάθε μέρα μάθαινε ολοένα και κάτι νέο για εκείνο το χωριό που μόνο χωριό τιμιότητας και αρετής δεν ήταν. Χωρίς αυτό βέβαια να καταδικάζει σε καμία περίπτωση τη σχέση του Σήφη και της Αναστασίας. Απλώς έβλεπε πως τελικά παντού υπήρχαν μυστικά και όλοι κάτι έκρυβαν από τους άλλους.

"Υπέροχα!" αναφώνησε μόλις ένιωσε τη σταγόνα της βροχής στο μέτωπο  και  έτρεξε προς το υπόστεγο. Άνοιξε το ψυγείο, είδε τα κρασιά και έβγαλε αμέσως ένα. Θα ήταν μεγάλη η νύχτα αυτό ήταν το μονο σίγουρο. Βροχή, κρασί, ατμόσφαιρα, κουβέντα...
Όλα όσα ήθελε και είχε ανάγκη.
Η ψιχαλα μέχρι να γυρίσει μετατράπηκε σε σιγανή βροχή. Η Κλάρα είχε ρούχα μαζί αλλά και πάλι δεν ήθελε να γίνει μούσκεμα.

"Λοιπόν!" είπε στον εαυτό της κρατώντας σφιχτά το μπουκάλι και κοίταξε το σπίτι από μακριά "Με το ένα, με το δύο ... Με το τρ..." δύο χέρια έκοψαν τη φόρα της και το μπουκάλι έπεσε μονομιάς καταχαμα και έγινε θρυψαλα...
Μια πίεση στη μέση...
Μια ακόμα από πίσω κατά μήκος όλου του κορμιού της...
Η μυρωδιά του...
Τα χέρια έσφιξαν το δέρμα της και εκείνη δάγκωσε τα χείλη απρόθυμα.

"Ήρθα για καληνύχτα..."

*******

Το κεφάλι της ήταν σκυμμένο.
Ο ιδρώτας του έπεφτε πάνω στη γυμνή της μέση και ο ήχος από το κορμί του που συνθλίβονταν στο δικό της είχε αρχίσει να ακούγεται δυνατά.
Τα χέρια της ήταν προς τα κάτω μέσα στα στάχυα και κρατώντας κόντρα το πάτωμα ενώ τα δικά του εσφιγγαν τη μέση της δυνατά.

Βογγητα.
Αναστεναγμοι...
Γρυλισματα.
Ο στάβλος είχε πάρει φωτιά και ενώ είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, ποτέ ξανά , τον έπιασε να παραστρατει και να παρεκτρέπεται.

Από μικρή ήταν μια κούκλα ενώ μόλις έμεινε χήρα αρκετοί γαμπροί έτρεξαν στα πόδια της. Εκείνη όμως αγάπησε την ελευθερία και τη μοναξιά της απολαμβάνοντας τον έρωτα και τη ζωή στο έπακρο χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς να δίνει αναφορά σε ένα ολόκληρο χωριό.
Συνήθως ήταν πιο ήπιος αλλά τώρα, είχε αγριεψει.
Της άρεσε αυτή η πλευρά του.
Ποτέ πριν δεν τον είχε νιώσει τόσο άγριο μέσα της.
Κρατούσε και τραβούσε τα μαλλιά της με μανία ενώ σε κάθε ώθηση, όλο το κορμί της έφευγε προς τα μπροστά. Ούτε στο σπίτι δε πρόλαβαν να πάνε...
Την έπαιρνε επιτόπου σε εκείνο το βρώμικο στάβλο.

"Έτσι..."

"Σκάσε!" τη πόνεσε αμέσως μόλις μίλησε και εκείνη κραύγασε σιγανα από ηδονή.
Λίγες ωθήσεις αργότερα, λίγα παραπάνω νεύρα και λίγη ένταση, βγήκε από μέσα της.  Τελείωσε στη πλάτη της και εκείνη εξουθενωμένη, ανέβασε το φουστάνι της αμέσως και ξάπλωσε πάνω στα στάχυα. Έψαξε στη τσέπη τα τσιγάρα, τα έβγαλε και άναψε ένα ενώ εκείνος μάζευε το παντελόνι του.

"Δε σου το είχα..." είπε χαμογελαστή και καταιδρωμενη

"Νικολέττα δεν έχω όρεξη για κουβεντουλα" την έκοψε και εκείνη έσμιξε τα φρύδια

"Το ήξερα πως κάτι παίχτηκε. Δε θέλω να μάθω κι όλας. Μια χαρά είμαστε τόσο καιρό χωρίς να μιλάμε... Δε βρίσκεις;"
Ο Ζήσης την αγριοκοίταξε μα συνέχισε να ντύνεται
"Η αδερφή σου έρχεται πιο συχνά..."

"Και εγώ τι θες να κάνω;"

"Δε ξέρω... Της είπα πάντως να ρίξει αλλού τα μάτια της"

"Και καλά έκανες! Δεν είναι για τα μούτρα του Γιώργη!"

"Μα δε τη θέλει!"

"Πες μου τώρα ότι όλες αυτές από αηδιες που βλέπεις δήθεν στα φλιτζάνια είναι και αληθινές. Άσε με να χαρείς!" αν και είχαν κάποια χρόνια διαφορά ο Ζήσης ποτέ δε δίσταζε να της μιλάει απότομα και χωρίς σεβασμό. Για εκείνον ήταν το σκεύος ηδονής και ήξερε καλά πως και εκείνη το ίδιο ένιωθε.

"Δε σου ζήτησα να πιστέψεις. Αλλά πριν φύγεις θα σου πω κάτι τελευταίο..."

"Γιατί τελευταίο;"

"Γιατί κάτι μου λέει πως μετά από αυτό θα κάνω καιρό να σε δω"

"Δε σε καταλαβαίνω"

"Ένα Κάπα πηδάει τη μάνα σου..." του πέταξε μέσα στα μούτρα τραβώντας παράλληλα μια γερή τζούρα από το τσιγάρο της "Δεν είσαι ο μόνος στο χωριό με αδυναμία στις μεγαλύτερες Ζήση..."

"Μα τι στα κομμάτια λες;!" Φώναξε κάτασπρος από το σοκ

"Ψάξε βρες μόνος σου..."

"Νικολέτα μίλα γιατί δε θα βγεις ζωντανη από δω μέσα!!" γονάτισε πλάι της, έπιασε το τσιγάρο και πετώντας στο στο πλάι, ζουπηξε το πρόσωπο της άγρια στις παλάμες του. "Μίλα!" τσιριξε εκ νέου και τινάζοντας το κεφάλι της προς τα πίσω, τη κοίταξε τρελαμενος.

*********

Ένιωθε τα μάτια της να καίνε μόλις τα άνοιξε μα σαν κοίταξε ολόγυρα πετάχτηκε έντρομη.
Δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν.
Δεν είχε ιδέα αν η Κλάρα κοιμόταν.
Δεν είχε ιδέα για τίποτα πια...
Όλα όσα θέλησε να κάνει έγιναν στάχτη στη φωτιά του και το αλκοόλ στις φλέβες της, δε τη βοήθησε να αντισταθεί. Παραδόθηκε σε εκείνον για ακόμα μια φορά ενώ έπρεπε να κάνει το αντίθετο.

"Ορέστη σήκω!" σκουντηξε το γυμνό κορμί του και πιάνοντας το φόρεμα της, το φόρεσε έντρομη.
Όχι μόνο του δόθηκε αλλά κοιμήθηκαν αγκαλιά ολόκληρη τη νύχτα στο αποστακτήριο. Κάθε τι που έλεγε να κάνει και να πει έπεσε στο κενό με ένα του άγγιγμα ενώ δεν σκέφτηκαν ούτε το ρίσκο αν τους έβρισκε κάποιος το πρωί εκεί.
"Σήκω σου λέω, κάτι συμβαίνει!" συνέχισε έντρομη και εκείνος μουγκρισε ανοίγοντας επιτέλους τα μάτια "Σήκω... Οι καμπάνες!"

Ο Ορέστης τεντώθηκε.
Κοίταξε ολόγυρα αφήνοντας το μυαλό να ξυπνήσει μα οι σκέψεις του δε προχώρησαν. Σταμάτησαν βίαια σαν  άκουσε και εκείνος.
Η Αρετή είχε δίκιο...
Καμπανες χτυπούσαν πένθιμα και ασταμάτητα...
Έσερναν εκείνο το βαρύ σκοπό και ήξερε καλά τον ήχο τους...

"Κάποιος πέθανε!" αναφώνησε "Ανάθεμα! Δεν έπρεπε να είμαστε εδώ!" την έπιασε πανικός "Δε πρέπει γενικά να είμαστε εμείς! Μαζί! Πουθενά!"
Την κοίταξε μα το μυαλό του είχε χαθεί. Με τον ίδιο σκοπό ανακοίνωσε στο χωριό και το θάνατο της Μελιάς χρόνια πριν. Ίσως το πένθος να είχε μια μελωδία μα ο παπάς αν ήξερε καλά κάποιον, πονούσε αλλιώς και έβγαινε αυτό. Ήταν σαν να έβλεπε την Αρετή να μιλάει χωρίς ήχο. Να πηγαίνει πανικόβλητη πέρα δώθε μα εκείνος να μην ακούει.
Η ίσως να μην ήταν σε θέση να επεξεργαστεί όσα του έλεγε...

"Τελειώσαμε. Δε γίνεται αυτό! Δε μπορώ να της το κάνω αυτό!" οι τελευταίες λέξεις της έφτασαν στα αυτιά του ακέραιες "Ίσως δεν έπρεπε να μπλέξουμε εξ αρχής. Λυπάμαι." Η Αρετή έβαλε τα κλάματα και έτρεξε προς τα έξω ενώ εκείνος ήταν ακόμα καθισμένος κάτω.
Στην ίδια θέση....
Έμεινε να ακούει εκείνο το βαρύ πένθιμο μοιρολόι από τις καμπάνες και να κοιτάζει τη γυναίκα που λάτρεψε όσο τίποτα να τρέχει μακριά του...

Τι είχε μόλις γίνει;
Πως μέσα σε μια στιγμή όλα διαλύθηκαν;
Ποιος πέθανε...;

Χθες βράδυ έλιωνε στα χέρια του και σήμερα τον τελείωσε...
Ίσως τελικά αυτό τον ήχο να έπαιζε ο παπάς...
Του θανάτου του...

Ο Ορέστης άρπαξε τα ρούχα του.
Σηκώθηκε και ντύθηκε.
Έπειτα κοίταξε την ώρα και μόλις αντιλήφθηκε πως ήταν χάραμα, σφίχτηκε.
Κάτι κακό έγινε στο χωριό...
Απαρνήθηκε τα λόγια της και ήρθε στα λογικά του.
Δε τα αποδέχθηκε.
Δε τα άφησε να μπουν μέσα ...

Ήταν λόγια τρέλας και ήξερε καλά πως αν τα έπαιρνε σοβαρά θα έβαζε φωτιά ο ίδιος το χωριό.
Την άφησε να φύγει, ετοιμάστηκε και βγήκε από τη μπροστινή πλευρά. Δίχως περιστροφές μπήκε μέσα στο αμάξι και πατώντας τέρμα το γκάζι , ξεκίνησε για την εκκλησία.

Όποιος κι αν πέθανε σίγουρα πέθανε άσχημα...
Μόνο τότε ο παπάς βαρουσε καμπάνα...

🙄🙄🙄

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top