Κεφάλαιο 23°

"Κράτησε με" άπλωσε το χέρι της και εκείνος αποτραβηξε το βλέμμα από πάνω της "Μη κάνεις σαν μωρό σε παρακαλώ..."

"Φύγε"

"Όσο και να με διώχνεις δε πρόκειται να πάω πουθενά..."

"Μαριάνθη δεν είμαι σε θέση να συζητήσω. Μπορείς να φύγεις; Και βασικά φύγε και μην ξανάρθεις!" γύρισε θυμωμένα από την άλλη και εκείνη βουρκωσε. Πλάι στο κρεβάτι του νοσοκομείου υπήρχε ένα αναπηρικό καροτσάκι και καταχαμα πεταμένες δύο πατερίτσες.

Ο Κωνσταντής έγινε καλά αλλά το αν θα κατάφερνε να σταθεί ξανά στα πόδια, ήταν δύσκολο. Οι γιατροί ενημέρωσαν πως δεν είχαν καταστραφεί εντελώς οι ιστοί και τα νεύρα μα η ζημιά ήταν μεγάλη. Ο φόβος τους ήταν εξ αρχής το κρανίο και οι κακώσεις σε αυτό αλλά ο Κωνσταντής απέδειξε τουλάχιστον πως ήταν άξιος μαχητής.
Αυτό που δυστυχώς όμως δε κατάφερε να κάνει ήταν να αγαπήσει ξανά τον εαυτό του...
Έναν εαυτό που τον έβλεπε σαν σακάτη και σαν τελειωμένο.

"Σε παρακαλώ .. Μη με διώχνεις. Έλα να σε βοηθήσω να σηκωθείς και θα προσπαθήσουμε μαζί να σταθείς στις πατερίτσες. Ίσως κουράστηκες... Κάτσε στη καρέκλα και σιγά σιγά θα..."

"ΦΥΓΕ!" Της έβαλε τις φωνές γυρίζοντας απότομα και εκείνη πισωπατησε τρομαγμένη "ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΤΣΩ ΣΤΗ ΚΑΤΑΡΑΜΈΝΗ ΚΑΡΕΚΛΑ! ΟΥΤΕ ΣΕ ΘΕΛΩ ΕΔΩ! ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;"

Η Μαριάνθη θα μπορούσε κάλλιστα να τον παρατήσει μα ήξερε καλά πως είχε θιχτεί τόσο η υπερηφάνεια και ο εγωισμός του που αντί να θυμώσει, ένιωθε τύψεις.

"Μη μου φωνάζεις .." Ψέλλισε βουρκωμενη πια

"Μπορείς να φύγεις και να μη ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ μέσα;! Τελειώσαμε!" είπε σοβαρός χαμηλώνοντας το τόνο και εκείνη άρχισε να τρέμει

"Δεν έχω που να πάω ρε Κωσταντή..." Παραδέχθηκε θλιμμένα αφήνοντας ελεύθερα χιλιάδες δάκρυα στα μάγουλα της και σηκώνοντας το χέρι της, του έδειξε στο βάθος του δωματίου μια βαλίτσα "Έφυγα από το σπίτι σήμερα... Έφυγα γιατί..." Η Μαριάνθη κρατιόταν με νύχια και με δόντια να μη ξεσπάσει ολοκληρωτικά σε λυγμούς ενώ εκείνος πάλι τη κοιτούσε σαστισμένος "Έφυγα γιατί εδώ ανηκω. Γιατί άργησα... Γιατί δεν είμαι πια παιδί και γιατί...Γιατί εσύ είσαι όλα όσα θέλω να έχω στη ζωή μου... Με πόδια ή χωρίς... Δεν αγάπησα το σώμα σου... Εσένα αγάπησα..." στεκόταν σαν ένα κλαρί μπροστά του κλαίγοντας και αφήνοντας τη ψυχή της.
"Εσύ είσαι το σπίτι μου πια..." Τα δάκρυα έπιασαν να τρέχουν στο πάτωμα μα τα χέρια της ήταν ανήμπορα ακόμα και να τα σκουπίσουν. Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι...

Η Μαριάνθη ήταν ένα κορίτσι που δεν φοβόταν να του βάλει τις φωνές...
Να τον βρίσει και να τον διώξει...
Κάποτε τον είχε χτυπήσει κι όλας...
Ήταν ένα μικρό αντράκι και εκείνος το αγάπησε αυτό σε εκείνη. Βλέποντας τη να σπάει και να καταστρέφεται μπροστά του ήταν κάτι εντελώς απροσδόκητο και σοκαριστικό.

"Για το Θεό, απλά ..."μόλις άνοιξε τα χείλη της να συνεχίσει, ο Κωνσταντής την άρπαξε από το χέρι, τη τράβηξε στο κρεβάτι και κρατώντας τη σφιχτά με όση δύναμη είχε, έβαλε για πρώτη φορά στη ζωή του τα κλάματα...


                  *******************

"Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;"
τα πόδια της την οδήγησαν μέχρι το σπίτι του πίσω από την εκκλησία και ο παπά Μανώλης τρόμαξε σαν την είδε μπροστά του μέσα στη νύχτα "Πες μου ότι δε πέθανε κανένας να χαρείς..."

"Όχι παπά μου..."

"Τι συμβαίνει Κατερίνα;"

"Πρέπει..." μάσησε τα λόγια της "Νομίζω πως ήρθε η ώρα..."

"Γιατί τώρα;"

"Γιατί τώρα είμαι έτοιμη..."

Ο παπά Μανώλης για πάνω από μία δεκαετία τη παρακαλούσε να εξομολογηθεί να η Κατερίνα αρνιόταν πεισματικά. Κανένας δε κατάλαβε ποτέ τη στροφή που έκανε προς το Θεό και ποτέ δεν ζήτησε κάτι παραπάνω παρά μόνο πήγαινε, άναβε τα κεριά της, μιλούσε μερικές φορές μονάχη της και κρατούσε χαμηλούς τόνους από όλους.
Το να σκάει μύτη μέσα στη μαύρη νύχτα θέλοντας να εξομολογηθεί ήταν όχι απλά έκπληξη, αλλά και φόβος στα μάτια του παπά ...

Δίχως να δώσει κάποια απάντηση , άπλωσε το χέρι, πήρε το πανωφόρι του και βγήκε από το χαμόσπιτο που έμενε.
"Αν είσαι έτοιμη, πάμε στο σπίτι του Θεού και αυτός θα ακούσει τη ψυχή σου..."

Η Κατερίνα βουρκωσε αμέσως αλλά κρατήθηκε μέχρι που μπήκαν στην εκκλησία. Ήταν αρκετά σκοτεινά και ο παπά Μανωλης ενίσχυσε το φωτισμό από τα καντηλακια ανάβοντας λίγα κεράκια ακόμα. Πήγε προς το ιερό, φόρεσε το πετραχήλι του, και γυρίζοντας την είδε να κάθεται στα τσιμεντένια σκαλοπάτια. Δεν έφερε αντίρρηση. Αν και το σώμα του δεν του επέτρεπε να κάτσει χαμηλά, εκείνος κάθισε πλάι της και έπιασε τρυφερά τα χέρια της. Προσευχήθηκε χαρίζοντας της ηρεμία και γαλήνη και σαν τελείωσε , επτασφράγισε την υπόσχεση του παπά προς το Θεό και τη κοίταξε σιωπηλός.

"Συγχωρα με πάτερ, αμάρτησα .." από τις πρώτες κι όλας λέξεις που ξεστόμισε, ο παπά Μανώλης την ένιωσε να τρέμει και είδε τα μάτια της έτοιμα να ρίξουν καταρράκτες.

"Τι αμαρτία έκανες τέκνο μου;" ρώτησε και εκείνη σοβαρεψε ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ακόμα. Μόνο που δεν έδειχναν να είναι δάκρυα μετανοίας... Έμοιαζαν περισσότερο με δάκρυα βάρους για το αμάρτημα που είχε στα στήθη της...
"Λοιπόν; Ο θεός όλα τα...."

"Φόνο" τον διέκοψε ξεροκαταπινοντας και ο παπάς έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του....

         ****************************

Κανένας δε κάθισε στο τραπέζι εκείνο το βράδυ...
Ο Γιώργης δεν έμεινε για την επιστροφή τους και προτίμησε να πάει στο οινοποιείο θυμωμένος με τον πατέρα του για όλα τα ψέματα ενώ οι υπόλοιποι τους περίμεναν, αλλά λεπτά αργότερα τράβηξε ο καθένας το δρόμο του.

Η επιστροφή της Αρετής έμοιαζε με ένα μυστικό που όλοι ήξεραν και κανείς δε σχολίασε...

Η Λενιώ την υποδέχθηκε με κλάματα ζητώντας της να μη κάνει ξανά παρόμοιες τρέλες, η Νανά της χάρισε τη πιο σφιχτή αγκαλιά ενώ ο Σήφης παραμέρισε τον Ορέστη μόλις έφτασαν για να τον ενημερώσει για όσα προηγήθηκαν.

Από σεβασμό και μόνο στη κατάσταση και νιώθοντας ότι πάνω από τα κεφάλια τους υπήρχε κάποιο μαύρο σύννεφο, ο Ορέστης εισάκουσε την επιθυμία της Αρετής και δεν είπε λέξη για τη μεταξύ τους εξέλιξη σεβόμενος την απόφαση της να μιλήσει η ίδια στη μάνα της.

Το πολύ να κάθισαν όλοι μαζί είκοσι λεπτά πριν φύγει ο κάθε ένας στο δωμάτιο του. Τελικά αντί να φτάσουν το απόγευμα έφτασαν αργά το βράδυ αφού η στάση που έκαναν πριν το χωριό κράτησε ώρες...
Η Νανά επέμενε πως αφού γύρισε η Αρετή και ήταν όλα καλά, κάθε κουβέντα να γίνει την επόμενη..
Και είχε δίκιο...
Όλοι ήταν ψυχικά  κουρασμένοι για να κάτσουν και να ξεδιπλώσουν τις αλήθειες τους τη δεδομένη.

"Ήμουν σίγουρη πως θα σε βρω εδώ..." Η Νανά τύλιξε γύρω της μια ζακέτα και βγαίνοντας στη μπροστινή αυλή είδε τη Λενιώ να κάθεται στη κούνια με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι "Γιατί δε κοιμήθηκες;" ρώτησε και βγάζοντας ένα τσιγάρο, κάθισε πλάι της και άρχισε να κουνάει απαλά τη κούνια

"Ένιωσες την αμηχανία;" Το βλέμμα της ήταν στα χαμένα και στο τελείωμα της ερώτηση αναστεναξε

"Δε ξέρω τι λες, εγώ ξέρω πως με έκανες περήφανη... Έδρασες σαν μάνα όταν ήρθε και όχι σαν εκείνη τη τρελή που έβλεπα από χθες..."

"Είναι μαζί Νανά..."

"Και να είναι και να μην είναι, η Αρετή είπε αύριο με ένα καφεδάκι θα μιλήσετε... Ίσως όλα είναι στο μυαλό σου. Και να ισχύει όμως, μη ξεχνάς πως και οι δύο στην ουσία είναι ελεύθεροι άνθρωποι Λενιώ. Ίσως σε έσπρωξα πάνω στον Ορέστη εξ αρχής μα δε  φαντάστηκα ποτέ πόσο τυπικές ήταν οι σχέσεις σας... Δεν έπρεπε να τον φιλήσεις στην αποθήκη... Μόνο περίπλοκα έκανες τα πράγματα για σένα..."

"Δεν ήταν η πρώτη φορά που ιαραφερθηκα Νανά..." Παραδέχθηκε αφήνοντας τη παγωτό "Δεν ήθελα σπρώξιμο ... Να πιστέψω στο ψέμα ήθελα..."

"Δε καταλαβαίνω... Γιατί μου είπες τότε πως..."

"Γιατί είχε θιχτεί ο γυναικείος εγωισμός μου... Έχει τύχει να με δει και με τη πετσέτα... Μα τίποτα. Ίσως έπρεπε απλά να το πάρω απόφαση πως μείναμε μαζί για ένα λόγο και δεν θα με έβλεπε ποτέ αλλιώς"

"Είχες τόση ανάγκη από έναν άντρα; Αν είχες γιατί έμενες;!"

"Ξέρεις πολύ καλά το γιατί... Η Αθηνά αν δεν είχα προστασία θα με σκότωνε ύστερα από όσα έγιναν"

"Καταραμένη να είναι... Πως μπόρεσε να δώσει στο Μάρκο διαταγή να σκοτώσει τη Μελιά;"

"Όπως ακριβώς έδωσε διαταγή και στο Παυλή χρόνια πριν να με βιάσει..."

"Λυπάμαι για όσα έγιναν... Μα πιο πολύ λυπάμαι γιατί όλα είναι μη αναστρεψιμα"

"Δε πειράζει... Έχω φάει αρκετές πετριές για να αντέξω μια ακόμα..."

"Όλα θα πάνε καλά, θα το δεις. Μη ξεχνάς πως παρά τα όσα έγιναν ο Ορέστης δε θα άφηνε ποτέ να πάθεις κάτι. Ούτε εσύ ούτε κανένας..."

"Δεν ήθελα να το μάθει έτσι ο Γιώργης... Ποιος ξέρει τι θα λένε... Ακόμα να γυρίσει ο Ορέστης. Έφυγε σα τρελός..."

"Μην ανησυχείς. Ο Γιώργης είναι σωστός άντρας. Θα καταλάβει τι ακριβώς ήθελε να κάνει ο Ορέστης..."

"Το εύχομαι. Το μόνο που δε θα ήθελα ποτέ είναι να χαλάσει η σχέση τους. Καμία φορά σκέφτομαι πως αν η Αρετή δεν είχε έρθει ποτέ τότε δε θα..."

"Μη τελειώσεις τη φράση σου Λενιώ" η Νανά σηκώθηκε και ξεφυσησε "Ευλογία είναι η παρουσία της. Πρόσεχε τι σκέφτεσαι να χαρείς... Οι μοίρες είναι άτιμες και το ριζικό δεν παίζει παιχνίδια"
Με ένα απαλό σκουντηγμα στον ώμο απομακρύνθηκε "Πήγαινε να κοιμηθείς. Κάτι μου λέει πως ο Ορέστης θα μείνει στο οινοποιείο όλη νύχτα με το Γιώργη. Δεν έχει νόημα να κάθεσαι εδώ αλλά και να κατσεις είμαι σίγουρη κάτι παραπάνω δε θα κλέψεις από τα χείλη του..."

                  *******************

Μύριζε η γη ξημέρωμα και ο ήλιος πάσχιζε να ανέβει στον ουρανό σαν επέστρεψε. Με το Γιώργη έκατσαν, μίλησαν, τα ήπιαν και ξηγηθηκαν σαν άντρες...
Ο Ορέστης μπορεί να κράτησε το λόγο του για τη Λενιώ αλλά με το Γιώργη ήταν αλλιώς. Ήταν ο γιος του. Το σπλαχνο του. Ήταν το παιδί που κράτησε στα χέρια από λεχουδι και έμαθε να το φροντίζει...
Δε θα το άντεχε η ψυχή του να έρθουν ποτέ στα χέρια για την ίδια γυναίκα και οι υποψίες του πως ο Γιώργης βλέπει διαφορετικά την Αρετή δεν έπεσαν εξολοκλήρου έξω.

Εκείνη τη νύχτα ανάμεσα τους έγιναν οι μεγαλύτερες και πιο τρομακτικές αποκαλύψεις...
Πράγματα που ο Ορέστης δεν είπε ποτέ στο Γιώργη για το παρελθόν αλλά και όσα ήταν ικανά να τον στείλουν στο χώμα. Τα σίδερα για αυτούς τους άντρες δεν ήταν επιλογή άλλωστε.
Οι λογαριασμοί έκλειναν αντρικια και ο νόμος σε εκείνα τα χώματα ήταν γραμμένος για χρόνια με αίμα.
Η συζήτηση έκλεισε εντελώς διαφορετικά από ότι άνοιξε με το Γιώργη να χαρίζει στο πατέρα του μια αγκαλιά που δε του έκανε ποτέ και επιβεβαιώνοντας τον, πως ο κόσμος να χαλάσει θα είναι εκεί. Στήριγμα και βράχος. Δεν ήθελε και πολύ άλλωστε για να παραδεχθεί πως ότι ένιωσε και ο ίδιος για την Αρετή ήταν μια παρόρμηση λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης...
Δεν ήταν βλάκας ο Γιώργης...
Κάπου βαθιά μέσα του ήξερε καλά πως απλά δεν βρήκε ακόμα το τυχερό του. Πως εύκολα πέφτεις στις παγίδες της ομορφιάς αλλά ο έρωτας που σε κλονίζει είναι κάτι εντελώς διαφορετικό...
Άλλος άνθρωπος επέστρεψε πίσω ο Ορέστης...

Έβγαλε τα παπούτσια του για να μη κάνει θόρυβο, ανέβηκε πάνω και φτάνοντας έξω από το δωμάτιο, σταμάτησε. Πλέον η πόρτα που οδηγούσε προς τα μέσα έμοιαζε με φυλακή. Έπιασε το χερούλι, το κοίταξε καλά καλά και πριν ανοίξει έκανε μεταβολή και συνέχισε ώσπου έφτασε στο τέρμα.

Σε τούτο το χερούλι, όχι μόνο άπλωσε το χέρι διψασμένα αλλά άνοιξε και μπήκε δίχως περιστροφές. Ένα βήμα, δύο, στο τρίτο πέταξε τη μπλούζα του στο πάτωμα και στάθηκε πάνω απ' το κρεβάτι....
Είχε πάρει αγκαλιά το μαξιλάρι της ενώ το πόδι της ήταν ανασηκωμένο και γυμνό. Έσκυψε , έπιασε την άκρη από το σεντόνι και άρχισε να το τραβάει σιγά σιγά αποκαλύπτοντας το κορμί της... Ένα κορμί γεμάτο ρουφηγματα και μελανιές από τη προηγούμενη μέρα.
Φορούσε μονάχα μια τεράστια φαρδιά μπλούζα η οποία είχε σκαρφαλώσει στη κοιλιά της και το κιλοτακι της.

"Άιντε να καταφέρω να κοιμηθώ απόψε .." Ψέλλισε έχοντας μια γλυκιά ζάλη από τις τσικουδιες και βγάζοντας το παντελόνι του, ξάπλωσε σιγανα πλάι της. Το κρεβάτι σίγουρα δεν ήταν διπλό αλλά και να ήταν, δε θα έμενε για ώρα μακριά...

Χώθηκε πίσω της, άπλωσε τα χέρια του στη μέση της και τραβώντας το κορμί της κόντρα στο δικό του,  τη κόλλησε πάνω του σαν βεντούζα. Στο μουγκρητό της το μυαλό του εκστασιαστηκε...
"Μάτια μου;" ψιθύρισε σιγανα ενώ παράλληλα άφηνε υγρά φιλιά στο αυτί της. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα...
Καμία φορά λένε πως αν γευτείς το απόλυτο δύσκολα το αποχωρίζεσαι και όσοι το λένε έχουν φυσικά δίκιο.
Σαν να τον προκαλούσε ο διάολος, η Αρετή κούνησε λίγο το κορμί της και εκείνος έκλεισε για λίγο τα βλέφαρα από απόλαυση. Τον βρήκε ακριβώς εκεί που έπρεπε...

Το χέρι του γλίστρησε γύρω από τους γοφούς της, αγκάλιασε το μπούτι της και το ανασηκωσε τόσο όσο έπρεπε για να κάνει στην άκρη το εσώρουχο της.
"Μωρό μου;" τούτη τη φορά, όχι απλά τον άκουσε αλλά ξύπνησε και ολόκληρο το κορμί της. Η Αρετή έκανε να πεταχτεί από τη τρομάρα μα εκείνος την ακινητοποίησε αμέσως και πιάνοντας το κεφάλι της , ζουπηξε τα μάγουλα της και σύνθλιψε τα χείλη του στα δικά της πριν βγάλει μιλιά.
Κάθε της μουγκρητό μεταμορφώθηκε σε βογγητα μέσα σε δευτερόλεπτα.

"Τι δουλειά έχεις εδώ,;" κατάφερε και ψέλλισε σταματώντας το φιλί "Ήπιες..."

"Ξέρεις τι είναι πιο όμορφο από το πρόσωπο σου;" ρώτησε αναμμένος από επιθυμία ενώ το χέρι του εισχώρησε εκ νέου μέσα από το εσώρουχο της
"Το κατακόκκινο πρόσωπο σου..." της απάντησε και εκείνη δάγκωσε τα χείλη

"Δεν μπορούμε ..."

"Ποιος το απαγορεύει;"

"Τώρα έχεις πιει λίγο και δεν...δεν σε ενδιαφέρει αλλά ..." είπε αρχίζοντας να λαχανιαζει αφού τα δάχτυλα του λεπτό δε σταμάτησαν να παίζουν μαζί της.

"Ξέρεις πόσο πρέπει να πιω για να μη ξέρω τι κάνω; Πολύ περισσότερο από όσο ήπια... Ξέρω πολύ καλά τι κάνω. Που βρίσκομαι ... Τι πιάνω ..." είπε πιο πονηρά και εκείνη γέλασε "Θέλεις να σου αναλύσω τι ακριβώς πιάνω;" 
Ο τρόπος που αυτός ο άντρας ζητούσε το κορμί της ήταν πράγματι διαφορετικός κάθε φορά.  Όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ήταν ιδέα της εκείνος κάθε φορά την άφηνε προ εκπλήξεως.
Είχε ένα μπρουτάλ τρόπο να τη διεκδικεί ο οποίος δεν της άφηνε περιθώρια αντίδρασης και αυτό την τρελαινε πιο πολύ. Είτε το έκανε πρόστυχα είτε τρυφερά , έλιωνε στα χέρια του.
"Θέλεις να φύγω; Μπορώ ακόμα να σηκωθώ και να κοιμηθώ στο..."

"Μη σταματάς..." Είπε ξεψυχισμενα και μόλις εισχώρησε μέσα της ενα ακόμα δάχτυλο η Αρετή παραδόθηκε στα χέρια του...
Λεπτά αργότερα, ήταν κολλημένος από πίσω της αλλά αυτή τη φορά, ολόγυμνος με εκείνη να έχει το ρόλο της φωλιάς για την καταπιεσμένη ηδονή που σαν ηφαίστειο ήταν ανενεργή τόσα χρόνια.
Έμπαινε μέσα της , έμενε σταθερός για λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα έβγαινε τόσο αργά που κάθε φορά έκανε τον κόλπο της να τρέμει...
Δεν είχε λόγια ούτε να μιλήσει για να του περιγράψει πόσα ένιωθε τόσο το κορμί όσο και η ψυχή της. Ήταν η τέλεια σαρκική ένωση σε συνδιασμό με όλο τον ερωτα του κόσμου...

Το χέρι του ήταν περασμένο στον λαιμό της ανασηκώνοντας προς τα πίσω το κεφάλι έτσι ώστε να τη φιλάει ενώ το άλλο, περασμένο ανάμεσα από τα πόδια της για να τα κρατάει ανοιχτά , κατέληγε στη κοιλιά όπου και κρατούσε κόντρα το κορμί στο δικό του...

Ίσως θα έπρεπε να νιώθει τύψεις για αυτή τη πράξη μέσα σε εκείνο το σπίτι μα ήταν πέρα από τις δυνάμεις της και ήταν σίγουρη πια πως κι εκείνος ένιωθε το ίδιο. Μόλις η ταχύτητα δυνάμωσε ελαφρά η Αρετή του χάρισε την υπέρτατη ηδονή κάνοντας τον κυριολεκτικά μούσκεμα και εκείνος ολοένα και την εσφιγγε...
Κάθε φορά που ήταν έτοιμος να φτάσει στη κορύφωση, την εσφιγγε τόσο πολύ που άφηνε μελανιές σε κάθε σημείο της.

"Ορέστη..." είχε χάσει τις ανάσες της και εκείνος σαν είπε το όνομα του, γύρισε το λαιμό της τόσο όσο ήταν εφικτό και γρυλισε κοιτώντας τη. Ήταν έτοιμος για εκείνη και εκείνη έκαιγε στα χέρια του "Σ'αγ..." Η λέξη που ποτέ δε βγήκε θάφτηκε πίσω από ένα αγριεμενο μουγκρητό και ένα φιλί που όμοιο του δεν της ξαναεδωσε...
Σύντομα καυτά υγρά κατρακυλούσαν ανάμεσα στα μπούτια της και εκείνη έμεινε εκεί να απολαμβάνει το εξίσου υγρό του φιλί του ακούραστα και δίχως σταματημό μέχρι το ξημέρωμα...





Μοίρες, είκοσι χρόνια πριν...

"Μπορώ;" το απαλό χτύπημα στη πόρτα συνοδεύτηκε με τη μορφή της και η Λενιώ την αγριοκοίταξε "Δε θα κάτσω πολύ..."

"Τι θέλεις εδώ;"

"Η μικρή;"

"Στη κούνια. Κοιμάται..."

"Ο Μάρκος;"

"Δε γύρισε ακόμα.."

"Σου είπε τίποτα;"

"Αθηνά τι θέλεις; Σε παρακαλώ, άφησε με..."

"Τρεις μέρες τώρα δεν έφερες τη μικρή να τη δει η μάνα μου ... Πεθαίνει. Τι περιμένεις; Μισή αυλή δρόμος είναι τα σπίτια μας..."

"Δεν ήμουν καλά..."

"Έμαθες τα νέα;"

"Ποια νέα;"

"Η γυναίκα του Ραγιά βρέθηκε νεκρή στο δρομάκι της εκκλησίας..." Η κουτάλα έφυγε από τα χέρια της Λενιώς και εκείνη ξεροκαταπιε

"Όχι"

"Ο Μάρκος είχε κάτι γρατσουνιές στο πρόσωπο ..."

"Η... Η αγελάδα γέννησε και ήταν άγρια... Ξέρεις πως είναι αυτά .."

"Λενιώ τι κρύβεις;" η Αθηνά με ένα σάλτο τη γραπωσε από το χέρι και η Λενιώ έκανε ένα βήμα πίσω απελευθερώνοντας το χέρι της

"Τίποτα! Αν δεν ήρθες για κάτι συγκεκριμένο φύγε σε παρακαλώ!"

"Λέγε! Όλοι ψιθυρίζουν από δω και από εκεί! Ο Μάρκος φέρεται περίεργα! Ο Φώτης βρέθηκε με κομμένες φλέβες και ειμαι σίγουρη πως κάποιος διάολος τριγυρίζει από δω και από εκεί!"

"Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς!"

"Δε βαρέθηκες;" ρώτησε κουνώντας το κεφάλι από πάνω μέχρι κάτω "Κάποτε ήμασταν μια γροθιά εγώ και εσύ... Ύστερα επέλεξες να πιστέψεις πως ήξερα ότι σε βίασε το κάθαρμα ο Παυλής και το επέτρεψα!"

"Δε ξέρεις τι λες! Δεν έχω καμία σχέση με το Παυλή!"

"Για χαζή με έχεις; Δε ξέρω γιατί αντιδρας έτσι αλλά ποτέ δε θα σου έκανα κακό...
Ίσως είμαι γυναίκα , αλλά έχω τιμή Λενιώ! Το ξέρεις καλά αυτό! Έθαψα τη ψυχή μου για να παντρευτώ έναν άντρα που δεν αγάπησα για το καλό της οικογένειας! Έναν άντρα που ούτε εκείνος με αγάπησε και όμως επέλεξε να μείνει! Πεθαίνω βλέποντας τις μελανιές επάνω σου και εσύ ακόμα είσαι εδώ ενώ σου είπα πως θα έχεις όλη μου τη στήριξη να κάνεις μια νέα αρχή! Κοίταξε με παναθεμα σε! Αυτό θες; Αυτό; Να πεθαίνεις και να σβήνεις βλέποντας τον άντρα που λατρεύεις μακριά σου;" Η Αθηνά έβαλε τα κλάματα "Έκλαψα το θάνατο της ακόμα κι αν τη μισούσα..." Συνέχισε αναστατωμένη "Τον Ορέστη τον αγάπησα από παιδί... Τότε που όλα πήγαν κατά διαόλου και η οικογένεια του τον πήρε μακριά από δω και έφυγαν στο Τυμπάκι! Τότε που ο πατέρας μου σακατεψε τους Ραγιάδες για το χρήμα! Εσύ από όλους περισσότερο ήξερες πόσο τον λάτρευα ενώ όταν επέστρεψε ξανά, θέλησα μέχρι και να πεθάνω βλέποντας τον με άλλη γυναίκα..."

"Αθηνά έχω δικά μου προβλήματα. Άφησε με να χαρείς..."

"Σε χτυπάει... Το βλέπω. Σε κρατάει... Πες μου πως το κάνει και εγώ θα είμαι εκεί!"

"Δε ξέρεις τι λες!"

"Ξέρω! Διώξε το παιδί στην Αμερική και θα παλέψουμε να βγεις από το θάνατο!"

Η Λενιώ γέλασε...

"Ο θάνατος με βρήκε από μικρή Αθηνά... Και τα ψέματα σου άλλου... Ξέρω πολύ καλά πως γέμισες τα μυαλά του Παυλή με μίσος για μένα... Εσύ φταις για όλα τα στραβά μου! Εσύ και η ζήλεια σου επειδή εγώ θα ήμουν με κάποιον που αγαπώ!"

"Πως τολμάς!"

"Φύγε! Εμείς οι δυο δεν έχουμε τίποτα να πούμε!"

"Είπα στο Παυλή να σε διεκδικήσει η να σε αφήσει! Δε θα το κρύψω! Ποτέ δε πίστευα πως θα κατέληγες με τον Μάρκο ξέροντας το ποιόν του αλλά κατάλαβε ότι δε μπορούσα τότε να κάνω τίποτα! Κοίταξε με τώρα! Έχω δύναμη Λενιώ! Λεφτά! Όνομα! Μέχρι και τα παιδιά μου έχουν το δικό μας επίθετο!"

"Γι'αυτό δεν έχεις αγάπη..."

"Ίσως..."

"Χάρηκες είμαι σίγουρη με το θάνατο της καημενης της Μελιάς..."

"Σαν μάνα , δε θα χαιρομουν ποτέ... Σαν γυναίκα τη πόνεσα αλλά αν θέλεις να μάθεις χάρηκα γιατί ίσως... Ίσως δεν είναι αργά να βρω την αγάπη και να χωρίσω επιτέλους με το Διονύση..."

"Έχεις συναίσθηση τι θα συμβεί αν μάθει ποτέ ότι ο αδερφός σου την έφαγε;" τα λόγια της Λενιώς εκατσαν σαν αγκάθι στην Αθηνά

"Το ήξερα! Παναθεμα τον! Κι εσύ! Πως μπόρεσες να μη πεις λέξη; Δε ντράπηκες;"

"Θέλω το παιδί μου ζωντανό"

"Και άφησες ένα άλλο να χάσει τη μάνα του; ΤΟ ΉΞΕΡΕΣ ΚΑΙ ΔΕ ΜΙΛΗΣΕΣ!"

"Ε ΝΑΙ! ΤΟ ΗΞΕΡΑ! ΖΉΤΗΣΑ ΣΥΓΧΏΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ! ΠΕΘΑΝΑ ΚΑΙ ΕΓΩ ΑΛΛΑ ΔΕ ΤΗ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΧΕΡΙ!"

"ΠΆΨΕ! ΣΕ ΣΙΧΑΊΝΟΜΑΙ! Ο ΟΡΈΣΤΗΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΛΗΡΏΣΟΥΝ ΟΛΟΙ! ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΗ, ΓΙΑ ΜΕΝΑ, ΓΙΑ ΣΈΝΑ!"

"ΟΥΤΕ ΝΑ ΤΟ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ! ΔΕ ΘΑ ΒΆΛΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΜΟΥ ΣΕ ΚΊΝΔΥΝΟ ΆΚΟΥΣΕΣ;" η Λενιώ άρπαξε το κατσαρολάκι με το καυτό λάδι στοχεύοντας την Αθηνά μα εκείνη με έναν ελιγμό έπιασε το χέρι της και το γύρισε όλο κατά πάνω της
"ΣΚΥΛΑΑΑΑ"

"Λενιώ μου σχώρα με!!!" Έκανε να τρέξει κοντά μα η Λενιώ την έσπρωξε

"Φύγε από το σπίτι μου! Φύγε κι αν τολμήσεις να μιλήσεις σε κανένα να ξέρεις πως όλοι θα μάθουν ότι ο Ζήσης είναι γιος του Μάρκου και πως το ίδιο σου το αίμα σε βίασε όπως βιάζει τώρα εμένα! Βγες έξω! Πήγαινε να το παίξεις χαρούμενη αδερφή όπως κάνεις χρόνια τώρα! Όπως σου έμαθε η μάνα σου να λες και να πράττεις γιατί θα ήταν αμαρτία να μάθει ο κόσμος πως ένας Μακρής κακοποιεί την αδερφή του! Ένα άρρωστο γουρούνι που δε δίστασες να αφήσεις να πέσει πάνω μου εν γνώση σου!" Χρησιμοποίησε όλα τα μυστικά της εναντίων της και η Αθηνά βουρκωσε τόσο από οργή όσο και από ντροπή που καποτε σαν κοριτσάκι της εμπιστεύθηκε την αλήθεια.

"Σε σιχαίνομαι!" Φώναξε και η Λενιώ πήρε μια βρεγμένη πετσέτα , την έβαλε στα μπούτια της και κάθισε στη καρέκλα

"Κι εγώ Αθηνά... Κι εγώ... Στο χερι σου ήταν να με υποστηρίξεις και ποτέ δε το έκανες... Με άφησες να καταλήξω με το Μάρκο ξέροντας πόσο αγαπούσα τον Παυλή και τον έκανες ένα τέρας.. τώρα είναι αργά...."

"Ξέρεις κάτι; Τελικά σε λυπάμαι... Εύχομαι μια μέρα να βγει η αλήθεια στο φως και να πληρώσεις. Έως τότε κατάρα σου δίνω να σε τρώνε οι τύψεις μερόνυχτα για όσα ήξερες και δεν είπες..."

"Ίσως μου δίνεις κατάρα αλλά να θυμάσαι ότι για τη κατάντια μου μερίδιο έχετε όλοι σας! Ακόμα και ο πατέρας σου που δε τον σκότωσε σαν τον βρήκε πάνω σου και έθαψε την αρρώστια του για το χρήμα! Πως θα ακουστεί άραγε πως η ανωμαλία δε ξεχωρίζει χώματα και αρχές; Τι θα πει ο κόσμος για τη ξακουστή σας οικογένεια; Πόσο στα κάτεργα θα πέσει ο σεβασμός;"

"Πάψε πια!"

"Φύγε γιατί δε θα πάψω.... Φύγε και μη ξαναβρεθείς μπροστά μου!"

Η Αθηνά ύψωσε το κεφάλι και έκανε ένα βήμα κοντά της

"Θα σου χαρίσω τη ζωή γιατί αγαπώ την ανιψιά μου... Ο πόλεμος που ανοίγεις όμως να ξέρεις ότι θα σε βρει απέναντι..."

"Εσύ τον άνοιξες...!"

"Κάνεις λάθος Λενιώ... Μόνη σου έβγαλες τα μάτια σου... Να το θυμάσαι. Δε θα πω λέξη στον Ορέστη όχι για σένα , μα για το Ζήση μου που θα πεθάνει από ντροπή... Μείνε μακριά μου.
Στο ορκίζομαι στη ψυχή μου πως είσαι νεκρή για μένα πια!" Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι

"Και εσύ είσαι νεκρή....
Από τότε που στάθηκες πλάι μου σαν το διάολο και πέρασες εκείνα τα καταραμένα στέφανα στο κεφάλι μου,  πέθανες...Τα στέφανα που έδωσαν στο τέρας το ελεύθερο να βρει καινούριο παιχνίδι! Αν κάποιος πρέπει να ντρέπεται αυτή είσαι εσύ! Όχι εγώ! Μπορούσες να μιλήσεις πριν μείνω έγκυος! Πριν καν οι γονείς μου αποφασίσουν να με δώσουν σε αυτό το κτήνος! Είχες την ευκαιρία να με στηρίξεις μα εσύ φοβήθηκες! Σκέφτηκες το τι θα πει ο κόσμος! Φάε τώρα το κόσμο στα μούτρα σου και μη ξαναβρεθείς στο διάβα μου!, Το τι θα κάνω είναι δικος μου λογαριασμός! Μιλάς για μελανιές; Μιλάς για νοιάξιμο; Δεν έχεις ιδέα πως είναι να θηλάζεις και να σε βιάζει μεθυσμένος! Να κρατάς ένα μωρό στην αγκαλιά και να του χαμογελάς ενώ από πίσω σου το κτήνος σου τραβάει τα μαλλιά και ξεδιψάει τις ορμές του! Γι αυτό σου λέω... Όσο νεκρή είμαι εγώ για σένα, άλλο τόσο είσαι και εσύ!  Επέλεξες να μη χαλάσει το όνομα της οικογένειας παρά να στηρίξεις μια φίλη που στάθηκε αδερφή σου!
Φύγε από μπροστά μου..." Η Λενιώ τη κοίταξε κουρασμένα και η Αθηνά μην αντέχοντας άλλο το διαπληκτισμο, γύρισε τη πλάτη και έφυγε...

                    ****************

"Με συγχωρείτε!" ο μπάρμπας τη κοίταξε καλά καλά από πάνω μέχρι κάτω και πήρε μια γκριμάτσα ξενική

"Τι είσαι εσύ;!"

"Τι εννοείτε;"

"Ποιανού είσαι;"

"Δε σας καταλαβαίνω... Μια ερώτηση ήθελα να κάνω μόνο..." φορούσε μια κοντή φούστα με κρόσσια, ένα γαλάζιο τιραντακι που αγκάλιαζε τα στήθη της και είχε τα καταξανθα μαλλιά της ελεύθερα. Αν και ταλαιπωρημένη, τα χείλη της ήταν ροδαλα και έδειχνε περιποιημένη.

"Ήντα θες βρε;"

"Ψάχνω ένα σπίτι και μόλις με άφησε το λεωφορείο στη πλατεία..."

"Έφτιαξαν το σκατοδρομο και πλάκωσαν οι τουρίστες! Δεν έχει εδώ πανσιόν! Και βάλε κάτι πάνω σου!"

"Ρε μπάρμπα Στέλιο!" μια πιο νεανική φωνή έσκασε πίσω της και γυρίζοντας είδε έναν άντρα κοντά στη δική της ηλικία να πλησιάζει χαμογελαστός

"Ουάου! Και έλεγα ότι ποτέ δε θα έρθει εδώ ο τουρισμός..." Αποκρίθηκε και εκείνη κοκκινησε μονομιάς

"Δεν... Βασικά, καλησπέρα... Δεν είμαι τουρίστρια..."

"Και πως βρέθηκες εδώ;"

"Ήρθα να επισκεφθώ μια φίλη. Ξέρω το νησί, ξέρω το χωριό, ξέρω το όνομα..."

"Δημήτρη πιάσε μια τσικουδιά! Απ' τη δική μας τη βαριά!" μια φωνή τράβηξε τη προσοχή της ενώ ο άντρας απέναντι της άλλαξε ύφος

"Δεν υπάρχει κάτι το σπουδαίο εκεί.." Αποκρίθηκε μόλις η κοπέλα γύρισε να κοιτάξει τον άλλο άντρα και εκείνη επέστρεψε πάλι σε αυτόν  "Λοιπόν, καταρχήν με λένε..."

"Καταρχάς"

"Ορίστε;"

"Με συγχωρείς... Είμαι της φιλολογίας οπότε..."

"Δε καταλαβαίνω..."

"Τίποτα , τίποτα..."

"Όπως έλεγα με λένε Ζήση! Πες μου ποιον ψάχνεις και με μεγάλη μου χαρά θα σε πάω αμέσως! Αν θέλεις μπορώ να σου δείξω και το χωριό! Δεν είναι μεγάλο αλλά έχουμε όμορφα μέρη εδώ.."

"Καλοσύνη σου..."

"Και πιάσε μια και για το μπάρμπα Δημητρό!" η φωνή ακούστηκε εκ νέου και πιο δυνατά και μάλιστα τη συνόδευσε ο ήχος της καρέκλας που εσκασε σχεδόν στο πλακόστρωτο με αποτέλεσμα να γυρίσουν προς τα εκεί

"Μη δίνεις σημασία σε αυτό το βλάκα. Λοιπόν , είσαι η;" πήρε το λόγο πάλι  ο Ζήσης

"Θεέ μου!" Κάτι αιχμηρό έφυγε με φόρα πλάι από το Ζήση ενώ ο άντρας κάθισε στη καρέκλα και γέλασε δυνατά

"Είσαι τρελός; Τι ήταν αυτό που πέταξες! Μπορούσες να τον τραυματίσεις!" Αποκρίθηκε έκπληκτη προς το μέρος του

"Αν ήθελα να τον τραυματισω θα ήταν με κομμένο αυτί τώρα... Αλλά εσένα τι σε κοφτει; Σε κουβάλησε από τη πρωτεύουσα για γκόμενα;"

"Αναγωγε!" τον έβρισε στη γλώσσα της και εκείνος γέλασε ηχηρά

"Μη του μιλάς!" ο Ζήσης τον αγριοκοίταξε "Πάμε να σε οδηγήσω εκεί που θες και αυτόν θα τον κανονίσω αργότερα!"

"Έλα να μου τα κλασεις και πάρε φόρα!"

"Κοίτα τον πώς εκφράζεται! Και εγώ που νόμιζα πως οι Κρητικοί έχετε χαρακτήρα!" πετάχτηκε η κοπέλα και ο άντρας σηκώθηκε από τη καρέκλα και πλησίασε

"Γιώργη ένα βήμα ακόμα μαλάκα και σε γάμησα!" δεν άντεξε ο Ζήσης και εκείνη γύρισε και προς το δικό του μέρος

"Ξέρετε κάτι; Θα βρω μόνη το δρόμο , ευχαριστώ!" Τους έσπρωξε και πήρε την ανηφόρα μόνη της

"Τώρα τι θες να γίνουμε κωλος μεσημεριατικα;" Αποκρίθηκε ο Ζήσης έξαλλος

"Γίνε μόνος σου! Εγώ πάω σπίτι! Βαριόμουν άλλωστε!"

"Γιώργη μα το σταυρό ώρες ώρες θα σε εθαβα αν δε μεγαλώναμε μαζί!"

"Εγώ πάλι μπορώ να σε θάψω και χωρίς τύψεις..." ο Ζήσης τον αγριοκοίταξε και ο Γιώργης σφίχτηκε και σοβαρεψε υπερβολικά απότομα . Τον ζυγιασε καλά καλά και μίκρυνε το βλέμμα

"Αν έχεις ανάμιξη στο ξυλοδαρμό του Κωσταντή, κάνε το τάφο σου μικρό γιατι θα σε βάλω κομματάκια μέσα... Το κατάλαβες;"

"Ώστε για αυτό πρόκειται αυτο το θράσος και η συμπεριφορά;!"

"Άκουσες τι είπα ρε;"

"Στα αρχιδια μου και εσύ και ο Κωσταντής! Να μην έμπλεκε! " Ο Γιώργης τον έπιασε από το γιακά με αποτέλεσμα να ξεσπάσει καυγάς και η κοπέλα που ήταν ακόμα κοντά άρχισε να τρέχει φοβισμένη βλέποντας πως ολόκληρο το καφενείο σηκώθηκε στο πόδι.

Πόσο δύσκολο ήταν πια να βρεθεί ένας φυσιολογικός άνθρωπος...;
Σκέφτηκε αφού από την ώρα που κατέβηκε από το λεωφορείο, μόνο περίεργα βλέμματα εισέπραττε.
Ζωστηκε με τη βαλίτσα της ακούγοντας ακόμα τη φασαρία από πίσω  και συνέχισε ώσπου βλέποντας μια εκκλησία σταμάτησε.

"Δε μπορεί και ο παπάς να είναι σκαρτος έτσι;" αναρωτήθηκε και αφήνοντας τη βαλίτσα στο πλάι, μπήκε μέσα...

          *************************

Καλό βράδυ να έχουμε , χωρίς φατσούλες για τα επόμενα !
Απρόβλεπτα θα είναι από δω και μπρος.

Σας φιλώ!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top