Κεφάλαιο 21°🔞

°•Θελει κοτσια και ψυχή για να καταφέρεις να αντισταθείς...Σαν αφεθεις όμως και αγριεψεις , τότε φίλε μου, ξέρεις πως δεν υπάρχει μήτε γυρισμος μα μήτε και σωτηρία°•

Δεν έσπασε λεπτό το αρχικό, φιλί το οποίο ολοένα και αγριευε. Την είχε ακόμα αγκαλιά με το σώμα της κόντρα στο πλαϊνό τοίχο και κλείνοντας με το πόδι τη πόρτα, την έφερε μια σβούρα και τη πέταξε μανιασμένα στο κρεβάτι. Σαν να ήταν ένα πούπουλο...
Το κορμί της στα χέρια του ήταν τόσο εύπλαστο που τον άναβε ακόμα πιο πολύ.
Όσες φορές προσπάθησε να μιλήσει δε την άφησε ενώ μόλις σκαρφάλωσε πάνω της, τα ψέματα τελείωσαν...

Ήταν τέτοια η στιγμή άλλωστε που δε χωρούσε εξηγήσεις μα ούτε και κουβέντες... Μόνο πράξεις.

Η Αρετή απάντησε στο άγριο κάλεσμα του και εκείνος πιάνοντας τη μπλούζα που φορούσε την έσκισε στα δύο φανερώνοντας τα υπέροχα στήθη και το γυμνό κορμί της. Θα μπορούσε να του φωνάξει... Θα μπορούσε να τον σπρώξει, να τον διώξει ακόμα και να τον χτυπήσει... Μα τίποτα από αυτά δεν έκανε.
Ο Ορέστης  ένιωθε μέσα στα χέρια του το κορμί της να τρέμει πριν καν το καταστρέψει... Τη πρόδιδε από μόνο του αλλά και να μη το έκανε, δε θα την άφηνε να του ξεφύγει.

Με συνοπτικές διαδικασίες, ξέσκισε και το εσώρουχο της ενώ σαν έμεινε ολόγυμνη στα χέρια του, άρχισε να σφίγγει το κορμί της ασταμάτητα. Έπιανε το δέρμα της στις παλάμες του και άφηνε μελανά μονοπάτια μα η Αρετή δε παραπονέθηκε. Ίσα ίσα το μόνο που κατάφερνε ήταν να σπείρει τη τρέλα και στο δικό της μυαλό...
Τα χέρια της έπιασαν την άκρη της μπλούζας του, την τράβηξε και όσο εκείνος έκλεβε τις ανάσες της , άλλο τόσο και εκείνη τον εγδυνε βιαστικά.

Τούτη η Ένωση δεν είχε σε τίποτα να θυμίζει τον έρωτα...
Έμοιαζε περισσότερο με λύσσα ανάμεσα σε δύο αγρίμια που θέλουν να ξεσκίσουν το ένα ότι άλλο παρά με μια ερωτική πράξη.

Ο Ορέστης κράτησε τη μέση της σφιχτά, έπειτα πέρασε το χέρι του ολόγυρα της και ανασηκωσε το κορμί της σαν παιχνίδι ενώ με το άλλο χέρι, έπιασε τα δικά της που είχαν απλωθεί στη πλάτη του, και τα κράτησε δυνατά.
"Αυτό θα πονέσει..." ήταν η δεύτερη φορά που μίλησε και δίχως να της δώσει χρόνο να επεξεργαστεί τα λόγια του, όρμησε στα χείλη της ενώ την ίδια στιγμή πίεσε ολόκληρο τον εαυτό του μέσα της μονομιάς κάνοντας τη να ουρλιάξει πάνω στο φιλί.
Ήταν υγρή από μόνη της αλλά αυτό δεν έφτασε αφού η τριβή κατά την επαφή αποδέχθηκε πολύ ισχυρή τελικά και μέχρι να κάνει λίγες ακόμα ωθήσεις μέσα της, είχε ιδρώσει ολόκληρη.

Μόλις τα υγρά της άρχισαν να τον καίνε εξολοκλήρου, ο Ορέστης άφησε τα χέρια της να πέσουν σαν κλαράκια προς  τα πάνω , ανασηκώθηκε στα γόνατα και γραπωσε τη λεπτή της μέση στα χέρια του. Τα πόδια της ήταν τυλιγμένα ολόγυρα του και δίχως να της το πει, ήξερε καλά πως θα πονέσει.
Θαρρείς και ήταν γραφτό της, να γίνει το κορμί της το δοχείο για όση αγριάδα έκρυβε χρόνια μέσα του. Για όλα εκείνα που θα έδινε αν ζούσε μια φυσιολογική ζωή μα δεν έζησε και για όλο το θυμό του.

Βγάζοντας μικρές ακανόνιστες ηχηρές κραυγές , άρχισε να παίρνει το κορμί της με μανία και εκείνο έρμαιο στα χέρια του , χόρευε με το κρεβάτι. Το κεφάλι της πήγαινε πάνω κάτω κρατώντας μονάχα τη λυσσασμένη του εικόνα ενώ από τα μισάνοιχτη χείλη της, το μόνο που έβγαινε ήταν η ξεψυχισμενη της ανάσα.
Ούτε να φωναξει ήταν ικανή αλλά ούτε και να βογγηξει.

Ο Ορέστης έπαιζε με το κορμί της και εκείνη απλά το ζούσε ως το τέρμα.
Κρατούσε στα χέρια του τη μέση της και σε κάθε ώθηση που έκανε προς τα έξω , έδινε την αντίθετη κίνηση στη μέση της με αποτέλεσμα η ένωσή τους να είναι απότομη , γρήγορη και επώδυνα απολαυστική. Οι ήχοι από τους αλλεπάλληλους χτύπους των κορμιών τους απλώθηκαν στο δωμάτιο προκαλώντας μαζική φρενίτιδα ώσπου ξαφνικά της γύρισε το μάτι και βάζοντας δύναμη στη σπονδυλική της στήλη, κράτησε κόντρα στο κορμί του τα πόδια της και σηκώθηκε.
Ένας ήχος πόνου θάφτηκε πάνω στα χείλη της έχοντας το μόριο του σε όρθια στάση μέσα της και πλημμυρισμένη από ηδονή, άρχισε να ρουφάει τα χείλη του παθιασμένα.

Τα χέρια της τυλίχθηκαν γύρω από το λαιμό του ενώ για πρώτη φορά, τον άκουσε να της γελάει πονηρά... Ήταν πανέμορφος. Τόσο αρρενωπός ακόμα κι όταν γελούσε. Θελκτικος και απίστευτα γοητευτικός.
Τα μαλλιά της είχαν  βραχεί εντελώς από τον ιδρώτα και εκείνος κρατώντας τη από τη μέση με το ένα χέρι, τα έπιασε με το άλλο και τα τράβηξε προς τα πίσω. Στη κίνηση του ένιωσε όλη τη γυναικεία της υπόσταση να αρπάζει φωτιά και άρχισε να κουνάει το κορμί της έξαλλα από πάνω του ώσπου οταν τη δάγκωσε δυνατά στο λαιμό εκστασιαστηκε περισσότερο.
Ήταν μια μίξη πόνου και απόλαυσης που δεν είχε ζήσει ξανά και δεν ήθελε να τελειώσει.

Η Αρετή δυνάμωνε ολοένα την ταχύτητα με την οποία έκλεινε τον σκληρό εαυτο του μέσα της,  μέχρι που η δαγκωματιες του έχασαν δυναμική και γέλασε σκεπτομενη τη νίκη... Ήταν σαν να του έκλεψε τη δόξα και τη δύναμη και πλέον τον είχε εκείνη έρμαιο στα χέρια της και όχι το αντίθετο. Έτσι πίστεψέ τουλάχιστον για λίγα δευτερόλεπτα αφού ο Ορέστης άφησε ένα ξαφνικό βουητό, την πέταξε ξανά πίσω και τούτη τη φορά δε την άφησε ούτε ανάσα να πάρει. Κλείδωσε τα πόδια της στα χέρια του και ανεβάζοντας τα στο ύψος των μηρών του , μπήκε μέσα της με απίστευτη ταχύτητα χωρίς όμως να κουνιέται γρήγορα μετέπειτα. Κάθε φορά που έβγαινε άλλο τόσο έμπαινε και πιο βίαια... Τα αλλεπάλληλα τραντάγματα στο κορμί της δεν άργησαν να φέρουν και τις συσπάσεις στο κόλπο της και έχοντας χάσει πια τη μάχη, τον άφηνε να καταστρέφει το κορμί της με τις ορμές του δίχως σταματημό ώσπου άρχισε να κραυγάζει και να σφίγγει τα μπούτια της δυνατά.

Το δέρμα της έγινε κατακόκκινο από τη μανία με την οποία το πίεζε και ο πόνος ήταν μεγάλος στα σημεία που την κρατούσε ενω ύστερα από λίγες έντονες βαθιές απότομες ωθήσεις, αισθάνθηκε τα καυτά του υγρά να κατρακυλούν στα χείλη του αιδοίου της και στην αίσθηση και μόνο, ο κόλπος της ανταπέδωσε ξεκινώντας ηδονικες συστολές και διαστολές  ώσπου τελείωσε ξανά δίχως καν να την ακουμπήσει.

Και τότε τον είδε ...
Έστεκε από πάνω της κατα ιδρωμένος, κόκκινος από την πίεση και λαχανιασμενος.
Δεν είχε αντικρύσει ξανά κάτι πιο όμορφο στη ζωη της ενώ το πονηρό παιχνιδιάρικο βλέμμα του, τη προϊδεαζε με κάποιο τρόπο ότι αυτό που έζησαν ήταν μονάχα η προθέρμανση...

Αμέσως μόλις η πραγματικότητα τη χτύπησε, ένα καινούριο κοκκίνισμα έβαψε τα μάγουλα της και εκεί που νόμιζε ότι ο Ορέστης θα σηκωθεί και θα μείνει πίσω να τον κοιτάζει αμήχανα στο κρεβάτι, εκείνος σκαρφάλωσε από πάνω της, χώθηκε ανάμεσα στα αδύναμα πόδια της και ύστερα φώλιασε στο λαιμό της. Τώρα πια τα χείλη του χαιδευαν απαλά το λαιμό της ενώ η γρήγορη ανάσα του έψαχνε για ηρεμία στο αυτί της. Τα χέρια του απλώθηκαν στο κορμί της ενώ μόλις έφτασαν στα μπούτια της , τα κράτησε απαλά και τα ανασηκωσε απίστευτα σιγανά.

Ήθελε τόσο πολύ να του μιλήσει. Έστω μια λέξη, κάτι ... Να ακούσει λιγάκι τη φωνή του να χαϊδεύει τα αυτιά της...
Και αυτό που ήθελε , της το χάρισε το επόμενο δευτερόλεπτο σαν να ήξερε την ανάγκη της...

"Πεθαίνω μάτια μου..." είπε χαρίζοντας της μια ανεπανάληπτη ανατριχιλα "Νιώσε με..." Συμπλήρωσε πριν του απαντήσει και στο τελείωμα, τον ένιωσε ...
Είχε αρχίσει να εισχωρεί ξανά το μόριο του μέσα της και προς έκπληξη της ήταν το ίδιο σκληρό όπως και δύο λεπτά πριν... Μόνο που αυτή τη φορά ήταν ολόκληρη η αίσθηση εντελώς διαφορετική...
Τα προηγούμενα υγρά τους άρχισαν να ενώνονται μεταξύ τους δημιουργώντας μια καυτή λάβα κατά την επαφή ενώ και οι δικές του κινήσεις έμοιαζαν με άλλου άντρα...
Έμπλεξε τα δάχτυλα του, με τα δικά της, σήκωσε ψηλά τα χέρια τους και άφησε τα κορμιά τους να βρούνε μόνα τους το δρόμο ενώ τα χείλη του ξεκίνησαν να φιλάνε κάθε σημείο του προσώπου της.

Αργές, σταθερές ωθήσεις μέσα και έξω ολοκλήρωναν την έξαψη ενώ ανά διαστήματα, έκανε παύσεις δευτερολέπτων μέσα στο κόλπο της και δίχως να κουνάει το κορμί, κουνούσε μονάχα το μόριο του. Της έκανε έρωτα και αυτό ήταν κάτι ακόμα πιο αναπάντεχο από το άκρως σαρκικό σεξ που έλαβε χώρα πριν.
Όλα τα ζωώδη ένστικτα αντικαταστάθηκαν με απαλούς ήχους και αναστεναγμούς . Έφτιαχναν μια μελωδία τόσο ξενική μα συνάμα γνώριμη που κανένας δεν θα ήταν σε θέση να νιώσει παρά μονάχα οι δυο τους.

"Φοβάμαι..." ψέλλισε και εκείνος κόλλησε σαν βεντούζα μέσα της χαρίζοντας της τη πιο βαθιά του ώθηση. "Πονάω..." έτρωγε τις λέξεις της αχόρταγα και κάθε βογγητο της όσο επίπονο κι αν έβγαινε, τον προκαλούσε να συνεχίσει. Δίχως να το ορίζει άρχισε να λαχανιαζει ξανά. Δε τον περίμενε ούτε και μπορούσε να σταματήσει τη κορύφωση που ερχόταν.
"Ορέστη..." είπε το όνομα του και εκείνος έκοψε κάθε κίνηση και εστίασε στα υγρά της μάτια "Πεθαίνω..." τον πλήρωσε με την ίδια ακριβώς λέξη "Νιώσε με..." Στο δικό της νιώσε με , αισθάνθηκε καυτά υγρά να αγκαλιάζουν τη προέκταση του εαυτού του και έκλεισε στιγμιαία τα βλέφαρα κλειδώνοντας μαζί με την αίσθηση και την αναψοκοκκινισμενη της εικόνα...
Το κορμί της κυρτωσε προς τα πίσω ξεσπώντας σε τρέμουλο και εκείνος κρατώντας το σφιχτά στα χέρια του, της χάρισε έναν ακόμα οργασμό παράλληλα με το δικό του τον οποίο από το έντονο τρέμουλο, ούτε που αντιλήφθηκε.

Μόλις το πρόσωπο της επανήλθε και συγκρούστηκε με το δικό του , έμεινε να τον κοιτάζει μαγεμένη και να αναρωτιέται αν όλο αυτό ήταν ένα όνειρο... Γι ακόμα μια φορά όμως, ο Ορέστης απάντησε στην ερώτηση της και τραβώντας προς τα έξω το μόριο του σιγανά, ξάπλωσε πλάι της ψάχνοντας να βρει γαλήνη. Το πελώριο χέρι του άνοιξε, εκείνη χώθηκε σαν πουλί στη φωλιά και μόνο τότε ένιωσε ολόκληρος...

Μόλις έκλεισε τα μάτια της, ένιωσε το κορμί του να τεντώνεται και ευθύς αμέσως εμφανίστηκε ένα γαργαλητο στα στήθη της.
Ένα γαργαλητο που είχε προέλευση από τους δεκάδες κόμπους του ταλαιπωρημένου μαύρου σαρικιου του που πλέον βρίσκονταν απλωμένο πάνω στα στήθη της.

"Τρίτη και τελευταία... Τέταρτη δε θα έχει. Η εγώ ή εσυ, ή όποιος σταθεί ανάμεσα,  θα βρίσκεται στο χώμα..." της ψυθιρισε τελεσίδικα και εκείνη παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή, το αποδέχθηκε και κουρνιασε στο στήθος του σιωπηλά αποδεχόμενη μια μοίρα που καταβαθος λαχταρησε με τη ψυχή της...

               ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μοίρες, είκοσι χρόνια πριν...

"Πάψε σου λέω θα μας ακούσει κανένας!" εσκουξε τρελαμενος κοιτάζοντας ολόγυρα

"Δεν είναι κανείς εδώ Μάρκο. Ποιος θα τολμησει να πατήσει πόδι στα μέρη σου! Λέγε! Θέλω να ξέρω! Οι άντρες μου περιμένουν!"

"Όπως σου είπα η δουλειά θα γίνει μέσα στην εβδομάδα... Έχω ήδη κανονίσει με τον Φώτη και τον Λευτέρη τα γουρούνια... Θα φανεί σαν ατύχημα!"

"Εγώ το ξέρεις πως ότι μου πεις αυτό θα κάνω"

"Θα φάμε και το μικρό;"

"Όχι. Η ώρα πρέπει να είναι ακριβής. Θα τη βγάλω έξω από το σπίτι όταν όλοι θα είναι στα χωράφια και θα τη σύρω μέχρι το δασάκι. Εκεί θα έχουμε είκοσι λεπτά..."

"Μπορούμε να..." ρώτησε πονηρά

"Δε με απασχολεί... Αν τη βρίσκεις, είναι όλη δική σου. Το αποτέλεσμα θέλω να μην αλλαξει..."

"Καλώς... Το παιδί;"

"Μόλις πεθάνει, θα τη πετάξουμε στα γουρούνια και έπειτα θα φέρω το παιδί με το καροτσι... Θα το πετάξω πλάι της και θα φανεί σαν να βγήκε κοπάδι. Δε θα το ψάξει κανένας παραπάνω. Ο γιατρός πληρώθηκε αδρά και ο δήμαρχος επίσης... Τούτο το τσουτσεκι ήρθε εδώ σκεπτόμενος πως θα δουλέψει στα χώματα μου αλλά δε με ξέρει καλά! Να δω πόσο εύκολα θα βγάλει το ψωμί με μια νεκρή γυναίκα ο Ραγιάς!"

"Οφείλω να ομολογήσω πως ξεπερνάει κάθε προσδοκία και θα προλάβουμε και τον επόμενο τρύγο..."

"Να είσαι σίγουρος... Και προσοχή! Τσιμουδιά σε κανένα! Έχεις δει πως το κοιτάζει η Αθηνά; Είναι ικανή αν το μάθει να τρέξει να τον προλάβει και να προδώσει ακόμα και το αίμα της!"

"Εννοείται αφεντικό!"

Η Λενιώ είχε βάλει τα χέρια στο στόμα από τη τρομάρα ενώ σαν αντιλήφθηκε πως λίγο ακόμα και θα φώναζε, έτρεξε απευθείας στο δωμάτιο και κλείδωσε. Η κοιλιά της είχε ήδη φουσκώσει και δε την έπαιρνε για φασαρία. Ήξερε πως αν τη πλακώσει στο ξύλο θα χάσει το παιδί και αυτό θα ήταν καταστροφικό.

Πήγε μέχρι το παραθυρο, σήκωσε το βλέμμα στο θεό, και ζήτησε συγχώρεση για τα μελλούμενα πριν ακόμα γίνουν ...

                  ******************

Παρόν....

Πριν καν ανοίξει τα βλέφαρα της , ένιωσε ένα ζεστό κορμί πλάι της και χαμογέλασε ντροπαλά στις θύμησες της νύχτας. Λέξη δε την άφησε να πει ύστερα από εκείνα τα δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά ηρεμίας που της χάρισε μέχρι να την διεκδικήσει ξανά.
Ύστερα από ένα σημείο είχε χάσει απλά το μέτρημα ενώ το σεξ και ο έρωτας έπαιζαν μπάλα εναλλάξ στο ίδιο γήπεδο.

Ο Ορέστης αποδείχθηκε ασυγκράτητος και αστείρευτος. Γέμιζε και άδειαζε και δε λυπήθηκε καθόλου το κορμί της.
Ολόκληρη τη νύχτα το έκανε δικό του σε κάθε στάση και με κάθε τρόπο και δυναμική. Είτε αργά, είτε γρήγορα, είτε απότομα είτε βίαια είτε απαλά, της έδινε να καταλάβει πως ήταν δική του...
Τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα.
Δε της έδειξε κανένα έλεος.

"Καλημέρα..." Αποφάσισε να πάρει το λόγο και εκείνος τεντώθηκε απ' άκρη σ'άκρη κάνοντας το κρεβάτι να τρίξει. Και που τους κράτησε όλη τη νύχτα , από θαύμα το έκανε.

"Που πας...;" ψέλλισε δίχως να ανοίξει τα μάτια και άρχισε να τη ψάχνει πλάι του μα εκείνη είχε ήδη σηκωθεί. "Έλα δω..."

"Το ξέρεις ότι δεν υπάρχει περίπτωση έτσι;" Η Αρετή ένιωσε τόσο ελεύθερη ανοίγοντας τα μάτια και του μίλησε όπως ακριβώς θα του μιλούσε κάτω υπό φυσιολογικές συνθήκες ξεχνώντας για λίγο ποια ήταν, ποιος ήταν και ο ίδιος αλλά και όλα όσα δεν έπρεπε να κάνουν και έκαναν.

"Μη με κάνεις να σηκωθώ , να χαρείς..."

"Λυπάμαι... Πάω για μπάνιο!" τον παράτησε και χώθηκε χαχανιζοντας μέσα στη ντουζιέρα αλλά όσο περισσότερο ξυπνούσε ο εγκέφαλος άλλο τόσο ο λόγος που έφυγε έκανε την εμφάνιση του υπενθυμίζοντας της, πως ωραίο ήταν το όνειρο, αλλά έπρεπε να τελειώνει. Χαμπάρι δε τον πήρε σαν μπήκε από πίσω της στο μπάνιο παρά μόνο μόλις είδε δύο τεράστια χέρια να απλώνονται δεξιά και αριστερά από το κορμί της. Δε τόλμησε να γυρίσει και να τον αντικρύσει μα ούτε και εκείνος το ζήτησε.

Κράτησε απαλά τα χέρια της, τα σήκωσε κόντρα στο υγρό πλακάκι και κόλλησε το κορμί του πίσω της. Ήταν σκληρός για εκείνη ξανά και το ένιωθε αδιαμφισβήτητα στα οπίσθια της μα προς έκπληξη της δεν έκανε καμία ερωτική κίνηση. Εν αντιθέσει, εγυρε το κεφάλι του κάτω από το νερό, το άφησε να ξεπλύνει το πρόσωπο του και ύστερα έχοντας ακόμα κρατημένα τα χέρια της, την αγκάλιασε από πίσω.
"Κερνάω καφέ..." Ψιθύρισε ήρεμος και εκείνη άθελά της χαμογέλασε "Καφέ και αλήθειες..." συνέχισε και η καρδιά σκιρτησε μονομιάς.

"Πόσες αλήθειες;" ρώτησε αφήνοντας το κεφάλι της να γύρει προς τα πίσω στο στήθος του

"Τόσες όσες κρίνω πως αντέχεις..." Ειπε θαρρείς και είχε έτοιμη την απάντηση και έτσι όπως ήταν, ακουμπισμενη στο στήθος του, τριφτηκε άθελά της πάνω του και εκείνος τσιτωσε "Έχεις πέντε λεπτά... Αν δε βγεις, στο λέω να το ξέρεις πως δε θα φύγουμε από δω μέσα ..." τη φίλησε με συνοπτικές διαδικασίες στο πίσω μέρος του κεφαλιού και αρπάζοντας τη πετσέτα, τη τύλιξε γύρω από τη μέση του και βγήκε αφήνοντας τη κατακόκκινη. Δεν είχε σκοπό να τον διεγυρει αλλά ο τρόπος που εκφραζόταν έστελνε στο μυαλό της εικόνες που έπαιζαν άσχημα με τη φαντασία της.

Ξεροβηξε, γύρισε λίγο το νερό στο δροσερό, και αποφάσισε να αξιοποιήσει εκείνα τα πέντε λεπτά...
Της υποσχέθηκε αλήθειες και εκείνη ήθελε απεγνωσμένα να τις ακούσει...

              **********************

"Κανένα νέο;" ρώτησε η Νανά τη Λενιώ μα εκείνη ανασηκωσε λυπημένα τους ώμους

"Τίποτα. Το κινητό κλειστό και εκείνος άφαντος"

"Μάλιστα..."

"Λες να έγινε κάτι;"

"Σαν τι να έγινε μωρέ Λενιώ!"

"Δε ξέρω..."

"Σταμάτα να σκέφτεσαι και όλα θα πάνε καλά. Μέσα στη νύχτα ίσως δεν ήθελε να..."

"Μόλις μου έστειλε μήνυμα..." Ο Σήφης μπήκε μέσα στη κουζίνα και τράβηξε τα βλέμματα απευθείας

"Που είναι; Τη βρήκε; Είναι καλά; Ποτε έρχεται; Γιατί έκλεισε το κινητό;" Τον βομβάρδισε αμέσως η Λενιώ

"Αν δε σε ήξερα καλά θα έλεγα πως τον γουστάρεις πραγματικά και δε παίζεις το θέατρο του παραλόγου!" Απάντησε κάνοντας τον ανηξερο και εκείνη μαζεύτηκε

"Απλά ανησυχώ"

"Ναι... Το βλέπω. Όπως και να έχει, θα μείνει στο Ηράκλειο σήμερα"

"Τι πράμα;" αναφώνησε

"Όσο για την Αρετή δε ξέρω αν τη βρήκε. Δεν μου είπε. Με ενημέρωσε απλά πως έτυχε κάτι και ότι θα καθυστερήσει"

Η Νανά τον κοίταξε εξερευνητικά και εκείνος φτιάχνοντας ένα καφέ στα γρήγορα , άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε στο τραπέζι.
Ο λαιμός του ήταν κατάμαυρος μα δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται τούτη τη φορά αλλά ούτε και η Λενιώ του έδωσε σημασία.

"Πάω αυτά τα πεσκέσια μέχρι την εκκλησία ..." Έβγαλε βιαστικά τη ποδιά της και έφυγε προς το δωμάτιο ενώ μόλις η Νανά έμεινε μόνη μαζί του, μίκρυνε το βλέμμα της και τον αγριοκοίταξε

"Τόσο άσχημα;" ρώτησε και εκείνος ξεφυσησε

"Ποιο είναι το πρόβλημα της;" συνέχισε να κάνει το κινέζο

"Σήφη, μη κάνεις πως δε ξέρεις! Είπαμε να το παίξουμε χαζοί αλλά όχι και τόσο!"

"Ωραία, και τι προτείνεις;"

"Δεν έχω ιδέα..." Παραδέχθηκε λυπημένη "Τη πρόλαβε;"

"Ναι..."

"Θέλω να ξέρω κάτι άλλο;"

"Δε το νομίζω Νανά..."

"Καλώς..."

"Προσπάθησε να βάλεις μυαλό στη Λενιώ να χαρείς... Θα έχουμε προβλήματα. Έχεις ιδέα τι θα γίνει μόλις επιστρέψουν; Κάτι μου λέει ότι αυτή τη στιγμή την έχει κάπου και της τα λέει όλα..."

"Τη λυπάμαι μωρέ..."

"Η Λενιώ ήξερε από την αρχή πως ποτέ του δε θα μπορούσε να τη δει αλλιώς"

"Ναι αλλά και πάλι..."

"Δεν έχει αλλά σε τέτοια κατάσταση... Άσε που δε ξέρω καν πως θα αντιδράσει η Αρετή σαν μάθει ότι δεν ήταν ποτέ ζευγάρι η Λενιώ και ο Ορέστης. Δεκαπέντε χρόνια κοντά όλοι νομίζουν πως αγαπήθηκαν και είναι μαζί..."

"Τι είπες;" Ο Γιώργης μπήκε στη κουζίνα σαστισμένος και η Νανά ασπρισε...

              **********************

Έστριψε ένα τσιγάρο και της έδωσε όλο το θάρρος και όλο το ελεύθερο να καπνίσει κι εκείνη. Αν και στην αρχή την έπιασε προ εκπλήξεως ο Ορέστης της εξήγησε πως είχε αρκετά καλή όσφρηση για να του κρυφτεί. Της ζήτησε να ειναι πάντοτε ειλικρινής και εκείνη το σεβαστηκε. Δίστασε στην αρχή αλλά μετά κατάλαβε πως δεν είχε νόημα να κρύβει τον εαυτό της από εκείνον...

Αντί να καταλήξουν σε κάποιο μαγαζι ο Ορέστης προτίμησε να πάρουν δύο καφεδάκια και να πάνε με το αυτοκίνητο κάπου λίγο πιο ερημικά και χωρίς κόσμο. Λεπτά αργότερα βρέθηκαν σε έναν όμορφο παλιό μόλο καθισμένοι στη προβλήτα.

"Πριν σου μιλήσω, υπάρχει κάτι που θέλεις να μάθεις; Κάτι που ξέρεις πως ίσως δε σου πω ή παραλείψω;" Η ερώτηση του της φάνηκε περίεργη αλλά μετέπειτα την εκτίμησε. Της έδωσε το ελεύθερο να ρωτήσει ότι ήθελε σκεπτόμενη πως , όπως προανέφερε θα της έλεγε τόσες αλήθειες όσες άντεχε...

Ήθελε να ρωτήσει πάρα πολλά και δεν έβρισκε ποιο ήταν το πιο σημαντικό...
Όλα είχαν μεγάλη σημασία για εκείνη και ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, χαμογέλασε

"Τι είμαστε;"

"Ένα..." απάντησε χωρίς δισταγμό "Πόσο μπερδεμενα είναι άραγε όλα εκεί μέσα για να ρωτήσεις κάτι τέτοιο;"

"Πολύ..." Παραδέχθηκε αμέσως

"Δεν έχω σκοπό να σε αφήσω... Ούτε έχω σκοπό να γυρίσω πίσω και να σε έχω μέσα στο σπίτι, χωρίς να σε αγγίζω..."

"Είσαι τρελός;"

"Καθόλου... Είσαι έτοιμη;"

"Ορέστη θέλω πριν μου πεις όσα έχεις να μου πεις, να μου υποσχεθείς κάτι"

"Δε δίνω υποσχέσεις που ίσως δε καταφέρω να τηρήσω... Ειδικά αν έχει να κάνει με εμάς"

"Σε ικετεύω..."

"Ξέρω τι ακριβώς θέλεις μα άκουσε με πρώτα..."

Η Αρετή αναστεναξε και άναψε το τσιγάρο της ενώ το ίδιο ακριβώς έκανε και ο ίδιος "Εντάξει .."

"Όπως ξέρεις χρόνια πριν, ήμουν μαζί με τη Μελιά. Δεν παντρεύτηκαμε καθώς πέθανε λίγο καιρό αφού έδωσε γέννα στο Γιώργη... Αυτό που δε ξέρεις είναι πώς δολοφονήθηκε" ένας ήχος έκπληξης βγήκε προς τα έξω αλλά ο Ορέστης συνέχισε "Στην αρχή, έφτασα και μου είπανε πως τη ποδοπάτησαν τα αγριογούρουνα. Ήταν περίεργες εποχές και η αλήθεια είναι πως δε με άφησαν να το ψάξω νομικά. Κάπου στο βάθος όμως έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια πως μόνο ατύχημα δεν ήταν.  Ο Γιώργης ήταν πεταμένος πλαι της στο καρότσι και ούρλιαζε ενώ τα ρούχα της, ήταν κατακόκκινα από το αίμα..." έκανε μια παύση θέλοντας να βρει τον εαυτό του και συνέχισε "Λίγους μήνες αργότερα και ενώ είχα απομονωθεί από όλους, έλαβα μια αναπάντεχη επίσκεψη... Μια επίσκεψη από τη μητέρα σου"

"Μα νόμιζα πως..."

"Πως τη γνώρισα πρώτη φορά στο πανηγύρι... Όχι φυσικά... Ήξερα καλά ποια ήταν Αρετή...." Ο Ορέστης έκανε μια παύση. Ήταν σίγουρος πως δε θα άντεχε να μάθει ότι πλάγιασε με το δολοφόνο του πατέρα της και για πρώτη φορά η αλήθεια κόλλησε στα δόντια του "Η μητέρα σου εκείνο το διάστημα έχασε το μπαμπά σου και έμεινε μόνη με την Αθηνά" Επέλεξε να κρύψει μονάχα το σημείο της δολοφονίας και να της το ανακοινώσει σε μια πιο ήρεμη στιγμή "Η ζωή της ήταν κόλαση. Μου είπε ότι είχε υποψίες πως ο δολοφόνος ήταν από την οικογένεια τους αλλά η Αθηνά την απειλούσε ότι αν μιλήσει θα τη σκοτώσει. Η μητέρα σου με πλησίασε σε άσχημη κατάσταση Αρετή. Είχε σημάδια από καψίματα στο κορμί της τα οποία τα έκανε η Αθηνά. Νομίζω το ξέρεις .."

"Κάτι έμαθα..."
Ξάφνου ο Ορέστης αναστεναξε και άρχισε να μουρμουριζει
"Τι έπαθες;"

"Ξέρεις κάτι;"

"Ορέστη γιατί άλλαξες έτσι; Με τρομάζεις!"

"Γιατί δε βγαίνει η γαμημενη η συνέχεια από τα χείλη μου ενώ σου κρύβω το πιο σημαντικό. Γι αυτό..."

Η Αρετή πράγματι τρόμαξε.
Τι μπορεί να ήταν τόσο τρομακτικό ώστε να μην άντεχε να το πει;
Ο Ορέστης ήταν ντόμπρος και για να μην έβρισκε κουράγιο να μιλήσει, σημαίνει ότι αυτό που έγινε στο παρελθόν ήταν πολύ σοβαρό.

"Ότι κι αν έχει γίνει, θέλω να ξέρεις πως ήμουν πάντοτε ένας άνθρωπος λογικός..." πίστεψε ότι με αυτό θα τον έκανε να νιώσει πιο ήρεμα αλλά εκείνος  άρχισε να ανασαίνει πιο βαριά
"Σε παρακαλώ μη με αφήσεις πάλι στα σκοτάδια..."

"Έχω βρώμικα χέρια Αρετή..." Γύρισε και τη κοίταξε και τα μάτια του ήταν γεμάτα κατακόκκινα ρυάκια αίματος από την ένταση και το νευρο

"Ποιανού είναι καθαρά;" Επέμεινε μα ήταν πια φοβισμένη  "Απλά μίλησε μου... Δεν είμαι φτιαγμένη από γυαλί Ορέστη... Έχω δει και εγώ πολλά και βίωσα αλλά τόσα... Έμαθα να μεγαλώνω μονάχη μου δίχως μάνα και πατέρα για στήριγμα. Ίσως αν δεν με έδιωχνε η μάνα μου να είχα διαφορετική αντίληψη για τη ζωή. Ίσως ακόμα αν δε πέθαινε και ο πατέρας μου , να μην ήμασταν τώρα εδώ... Μεγάλωσα χωρίς στηρίγματα και έμαθα να μη περιορίζω τη κρίση μου..." Η Αρετή έκανε μια παύση και πέταξε το τσιγάρο της στη θάλασσα "Καμία φορά ζηλεύω τις κόρες με τους πατεράδες τους ξέρεις... Για χρόνια ολόκληρα έψαχνα τη πατρική φιγούρα και..."

"Πάψε να χαρείς..." τη διέκοψε και εκείνη τον κοίταξε μπερδεμένη

"Ήθελα απλώς..."

Ο Ορέστης άπλωσε τα δάχτυλα του στα χείλη της και την ανάγκασε να σωπάσει.
Όσα πήρε απόφαση να της πει , γκρεμοτσακιστηκαν με τα λόγια της. Η Αρετή του έκοψε άθελά της τα φτερά και εκείνος δεν ήξερε πώς διάολο να της μιλήσει. Εκτός από τη Λενιώ και τον ίδιο κανένας δε γνώριζε πως σκότωσε το Μάρκο αλλά αυτό δε σήμαινε πως δεν ήθελε να είναι ξεκάθαρος μαζί της. Ήταν απλά μια στιγμή που ήρθε και έφυγε και σαν σημάδι να σωπάσει, πήρε την απόφαση πίσω.

"Σου αρκεί αν σου πω ότι η σχέση μου με τη μητέρα σου ήταν απλώς μια συμφωνία επιβίωσης;" είπε και τραβώντας το δάχτυλο του προς τα πίσω, η Αρετή έμεινε παγωτό "Δεν αγαπηθηκαμε μάτια μου... Ούτε την ακούμπησα ποτέ. Αυτό θέλω να ξέρεις για την ώρα... Σου υπόσχομαι όμως να σου τα πω όλα..."

"Δηλαδή εσύ και εκείνη..."

"Ακριβώς... Τη προστάτεψα γιατί ήταν φοβισμένη. Η Μελιά ήταν νεκρή. Ο Γιώργης δεν είχε μάνα... Εσένα δε είχε στείλει μακριά..."

"Μα χρονικά δε βγάζει νόημα..."

"Βγάζει... Άλλο όταν ήρθε να με βρει και άλλο όταν πήραμε την απόφαση να μείνουμε μαζί. Μεσολάβησαν αρκετά στη πορεία..."

"Μα δε καταλαβαίνω..."

"Θα καταλάβεις. Απλά φοβάμαι"

"Φοβάσαι;" Ρώτησε μα η ίδια έτρεμε μέσα της . Πως ήταν δυνατόν ένας άντρας σαν εκείνον να φοβάται;
Που να ήξερε όμως ότι ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν εκείνη η ίδια.

"Το σαρίκι που σου πέρασα θα το τιμήσω... Απλά όχι απόψε..."

"Δεν με ενδιαφέρει τίποτα" έσπευσε να του πει και έχοντας ένα πρωτόγνωρο θάρρος , γύρισε το κορμί της προς το μέρος του. Πήρε το τσιγάρο από τα χέρια του, το πέταξε στο νερό και ανοίγοντας τα πόδια της κάθισε πάνω του. "Ξέρεις τι έκανες μόλις;" Έβαλε τις παλάμες της δεξιά και αριστερά στο πρόσωπο του ενώ στο δικό της υπήρχε  καρφιτσωμενο το πιο γλυκό χαμόγελο "Τς τς τς...!" σαν πήγε να ανοίξει τα χείλη του εκείνη τα σφράγισε απαλά με τους αντίχειρες της "Μη μιλήσεις...Απλά δώσε μου ένα λεπτό να σου πω δυο λέξεις" Ο Ορέστης χαμογέλασε με τα μάτια του και εκείνη εχωσε βαθιά τα δάχτυλα της μέσα από τα μούσια του "Το γεγονός πως η καρδιά μου χτύπησε για έναν άντρα ο οποίος δεν ήταν δικός μου, με έτρωγε σαν το σαράκι εκ των έσω. Πόσο μάλλον ξέροντας πως είναι ο έρωτας της μητέρας μου... Ξέρεις τι μάχη έδωσα για να με βγάλω ψεύτρα; Ξέρεις πόσο τιποτένια αισθάνθηκα και πόσο φτηνή;" τον ένιωσε να σφίγγεται στα λόγια της μα δε σταμάτησε "Έφυγα σαν κυνηγημένη και ξέρω καλά πως η ουλή που είδες στο κορμί μου χθες, δεν πέρασε απαρατήρητη... Όσες αλήθειες και εξηγήσεις μου χρωστάς, ίσως να χρωστάω και εγώ... Κανένας δεν είναι αναμάρτητος Ορέστη και αν πιστεύει ότι είναι , τότε είναι τρελός.
Κάθε άνθρωπος αξίζει να έχει μια ευκαιρία να εξηγήσει τις πράξεις του αλλά και το παρελθόν όταν και εφόσον εκείνος το επιλέξει.... Με όλο αυτό, θέλω απλά να σου πω, ότι θα είμαι εδώ και όταν θελήσεις μπορείς να βγάλεις την αλήθεια σου και ίσως μεχρι τότε καταφέρω να βγάλω και εγώ τη δική μου... Δε θέλω να αναλύσουμε τίποτα...
Ούτε νιώθω έτοιμη να επιστρέψουμε πίσω πιασμένοι χέρι χέρι. Και πάλι για κάποιο λόγο δε το βρίσκω σωστό τη δεδομένη... Μπορώ όμως να σου υποσχεθω πως είμαι ανοιχτή σε μια συζήτηση με τη μάνα μου και πως για αρχή, το μόνο που θέλω είναι να αποφύγουμε τις εντάσεις... Ο Γιώργης; Κάτι μου λέει δεν έχει ιδέα... Ο Σήφης; Η Νανά; Το χωριό; Ας μην διαλαλησουμε τίποτα για το οποίο θα κληθούμε να δώσουμε λόγο σε όσους δε καταλαβαίνουν ... Αυτά ζητώ και αυτά μπορώ να δώσω... Τι λες;" ύστερα από τόση ώρα αποτραβηξε τα ακροδαχτυλα της από τα χείλη και τα απελευθέρωσε.
Ο Ορέστης χάιδεψε τη μέση της, ξεκούρασε  τα χέρια του στο γυμνό της δέρμα και τη θαύμασε
"Μη με κοιτάζεις έτσι..." είπε αμήχανα

"Σε κοιτάζω γιατί ειλικρινά δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω αυτο που βλέπω..."
Πίεσε τη μέση της και εκείνη ενέδωσε στο κάλεσμα του χωρίς περιττά λόγια...
Τα χείλη τους ενώθηκαν και μόλις βάθυνε το φιλί, μια σταγόνα προσγειώθηκε ακριβώς πάνω στα κεφάλια τους
"Άρχισαν οι ψιχαλίδες μάτια μου..." Αποκρίθηκε σιγανά κόβοντας το φιλί στα δύο "Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από μια ψιχαλίδα..."

"Γιατί;" Απόρησε δίχως να πάρει λεπτό τα μάτια της από τα δικά του

"Γιατί ποτέ δε ξέρεις αν θα φέρει εκείνη τη γλυκειά ήρεμη ατμόσφαιρα που μυρίζει βρεγμένη γη, εκείνη τη νηνεμία του παραδείσου ή αν θα καταστρέψει τα πάντα στο πέρασμά της, φτιάχνοντας καταιγίδες και αφήνοντας συντρίμμια μέσα στη κόλαση..."






Αυτό δεν είναι η ζωή; Μια ταινία και εμείς σαν θεατές ψάχνουμε εκ των προτέρων να βρούμε το τέλος παραμερίζοντας το σήμερα...
Ξεχνώντας τις στιγμές και προτρέχοντας...

Τι σε νοιάζει άνθρωπε το τέλος;
Ζήσε το τώρα....
Ζήσε το σήμερα....

Για ένα σήμερα καταστρέφουμε το αύριο και για ένα αύριο φτιάχνουμε το σήμερα....

kleiw__ant
Δώσε φιλάκια από μένα του Χαρούλη!
Όπου κι αν πάμε μας κυνηγάνε και τελικά πιάνουμε τον εαυτό μας, να έχει ανάγκη να ζήσει μέσα σε ένα βιβλίο...
Εγώ ζω....μα από ότι βλέπω, δε ζω μονάχη...

Σας λατρεύω... 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top