Κεφάλαιο 20°

          •°°•Κάθε άνθρωπος έχει δύο       
                              ζωές...
                Αυτή που ζει και αυτή
               που θα ήθελε να ζήσει...•°°•

Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι να κοιτάζω τα χέρια μου κάτω από τις ιτιές και να κλαίω από το πόνο. Χέρια τα οποία έσκαβαν δίχως εργαλεία τη γη για να τη δουν να ανθίζει και παραμέριζαν το αποτέλεσμα αυτής. Τι ήταν λίγες γρατσουνιές και λίγα αίματα μπροστά σε ένα ευωδιαστό ποτήρι Μπρούσκο;
Έτσι έλεγε πάντα ο πατέρας μου και εγώ σαν ήμουν πιτσιρίκι δε το καταλάβαινα...
Μέχρι που τον έχασα.
Μέχρι που έπρεπε να μπω εγώ στη θέση του και να γίνω εγώ πατέρας... Τόσο για μένα, όσο και για το Σήφη.

Μεγαλώνοντας σαν ορφανά από γυναίκας χάδι, χτίσαμε και οι δύο ένα χαρακτήρα πιο σκληρό και αποστασιοποιημένο. Ο κάθε ένας, με το τρόπο του. Εκείνος έγινε γυναικάς και αλλοπαρμενος και εγώ ένας τρελός που μίσησε τον έρωτα σε κάθε του μορφή.

Θυμάμαι τον εαυτό μου παλικαρακι, φορτωμένο με τριάντα κιλά δεμάτια, να περπατώ ένα Αυγουστιάτικο μεσημέρι και να αναζητώ λίγη δροσιά...
Και τότε την είδα...
Ήταν η δροσιά με σάρκα και οστά...
Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα και μακριά, κρατούσε στα χέρια μια νταμιτζάνα και ήταν σκυμμένη στη βρύση που ένωνε τα τότε χωράφια με τους δρόμους.
Ήταν μικρή... Το έβλεπα από τη κορμοστασιά της μα η κάψα της ηλικίας με οδήγησε αμέσως κοντά της. Ήταν όλα όσα απαρνήθηκα σαν έχασα τους γονείς μου και όλα όσα δεν ήθελα ποτέ να ζήσω υπό το φόβο της χασουρας....

Τι είναι τελικά η ζωή;
Μια γαμημενη παρτίδα τάβλι...
Κάποιοι αρκούνται στις δυάρες, άλλοι στα ντορτια και οι τυχεροί φέρνουν εξάρες και βγαίνουν απευθείας από τα προβλήματα...
Είναι βέβαια και μερικοί όπως εγώ, που πάντοτε τα πετούν και καταλήγουν να μάχονται με ένα ασσο-δυο...
Από τη πρώτη στιγμή που βρέθηκα πλάι της και μύρισα το φρούτο στα μαλλιά της ήξερα πως έπρεπε να παλέψω για μια καλύτερη ζάρια και να αφήσω τον εαυτό μου να πιστέψει στα θαύματα...

Ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια χήρος, αρχίζω να αμφισβητώ πολλά...
Τι ήταν τελικά το μικρό μου κοριτσάκι;
Ήταν ο πόθος; Η τρελή αγάπη ή η τελευταία μου στάση;
Μου χάρισε ένα γιο και εγώ τι ακριβώς της έδωσα; Δε πίστευα ποτέ πως θα φτάσω σε αυτή την ηλικία για να τολμήσω έστω και σαν σκέψη να αμφισβητήσω τον έρωτα μου για εκείνη...
Ο διάολος έκανε καλή δουλειά και να που τελικά έφερε το καλύτερο του δαίμονα στα πόδια μου να με καταστρέψει...

Ναι, πήρα βαρύ όρκο...
Ήταν απόγευμα όταν αποφάσισα να επισκεφθώ το μνήμα του συγχωρεμενου του μπάρμπα Στυλιανού. Παιδουλι τότε, αρνήθηκα να πάω σαν τον έμαθα και με πείραξε πολύ... Έπρεπε όμως. Μέσα από ένα ολάκερο χωριό εκείνος επέλεξε εμένα και δεν μπορούσα να κρατήσω μέσα μου ένα τέτοιο βάρος...
Έπρεπε να του μιλήσω. Να του πω ότι θα τιμήσω εκείνο το καταραμένο σαρίκι μέχρι τη τελευταία μου πνοή. Να του εξηγήσω πως δε μου το εμπιστεύθηκε άδικα και όπως εκείνος το κράταγε χρόνια ολόκληρα έχοντας χάσει την αγάπη, έτσι θα έκανα και εγώ...
Εκτός κι αν την έβρισκα...

Χρόνια μετά, έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζει ένα βρέφος πίσω από τα τζάμια του νοσοκομείου με το σαρίκι μπλεγμένο στα δάχτυλα και μια γυναίκα να κοιμάται ήρεμη ύστερα από ένα δύσκολο τοκετό...
Θυμάμαι να μπαίνω σε εκείνο το δωμάτιο , να στέκομαι πάνω απ' το προσκέφαλο της και ύστερα να σκύβω και να τη φιλώ στο μέτωπο. Μου χάρισε ένα παιδι με κόπο και δάκρυα να εκείνα τα δάχτυλα κρύφτηκαν δειλά δειλά στις τσέπες δίχως να ξέρω το γιατί...
Στην αρχή έλεγα πως μόλις τη στεφανωθω θα της το περάσω με δόξα και τιμή. Η καρδιά μου όμως ένιωθε ένα βάρος στη σκέψη.
Για χρόνια ταλαιπωριομουν και άρχισα να πιστεύω πως τελικά ήταν κατάρα αντί για δώρο εκείνο το σαρίκι.

Και να μαι...
Χρόνια μετά ...

Το κοντέρ δείχνει 150 στις λασπωμένες στροφές και ανάθεμα με δεν έχω ιδέα αν καταλήξει σε κανένα γκρεμνι.
Την ψάχνω να εκείνη δεν είναι πουθενά...
Ψάχνω τη γυναίκα που δίχως ενδοιασμούς της χάρισα ότι ορκίστηκα να κρατώ φυλαχτό και για πρώτη φορά ένιωσα φόβο στη ζωή μου...

Θυμάμαι τη κούραση που είχα σαν επέστρεφα σπίτι και άκουσα παφλασμους στα νερά ...
Έμοιαζε πράγματι με νύμφη που ξέχασε να κολυμπά ενώ σαν την έβγαλα από εκεί μέσα και κοίταξα το πρόσωπο της, μαγεύτηκα όπως έκαναν και χιλιάδες άλλοι άντρες στους μύθους. Μύθοι που τους ήθελαν να πνίγονται για την ομορφιά της κυρας και να το απολαμβάνουν.

Είχε κάτι το τόσο διαφορετικό πάνω της...
Δεν είχε να κάνει με τη νιότη.
Ούτε με την απόχη από τη σεξουαλική ζωή... Είμαι ένας άντρας που ήξερα και ξέρω καλά να συγκρατώ  και να τιθασεύω τις ορμές μου...
Εκείνη όμως είχε πάνω της κάτι που αναγκαζε τη φύση και τη ψυχή μου να δράσουν δίχως έγκριση.
Την πόθησα πριν καν ανοίξει τα χείλη και μιλήσει ενώ σαν μίλησε, το μόνο που λαχταρουσα ήταν να τη γευτώ...
Η Λενιώ χρόνια τώρα με γυροφερνει μα μου είναι και ήταν πάντα αδιάφορη. Για μένα δεν είναι παρά η γυναίκα που με παρακάλεσε να τη σώσω  και αυτό έκανα...
Δεν μπορούσα να την αφήσω έτσι μετά από όσα έγιναν και έχοντας πια και στα δικά μου χέρια το αίμα...
Τι να εξηγήσω όμως και σε ποιον;
Τι να της πω και πόσα θα καταλάβει; Θέλει εξηγήσεις μα δε ξέρω αν τις αντέξει...
Πως να τη κοιτάξω στα μάτια δίχως να σκεφτώ του πατέρα της που αργοπεθαινε στα χέρια μου;
Αυτά τα βρώμικα χέρια που δεν ήθελα να τα απλώσω πάνω της μα ποτέ πραγματικά δεν είχα την επιλογή...
Και ο γιος μου; Ο ίδιος μου ο γιος στη σκέψη πως την άγγιξε , τρελάθηκα. Έφυγα για να μη κάνω κάτι που θα μετανιώσω. Δε μπορώ να του κάνω κακό. Αίμα μου είναι, τον αγαπάω...
Τον λατρεύω... Ζούσα για εκείνον όλα αυτά τα χρόνια... Μην αφήσεις ρε καταραμένε να νιώθει κάτι για εκείνη...
Είναι ίσως το μόνο για το οποίο δεν έχω απάντηση και ο πιο κρυφός μου φόβος. Έχω κάνει πολλά στη ζωή μου και θα κάνω αλλά τόσα αν χρειαστεί να άφησε τον απ' έξω. Λυπήσου μας...

Πόση ειρωνεία σε μια ζωή βγαλμένη από αρχαία ελληνικά τραγωδία;
Δε ξέρω αν είναι αγάπη, δεν έχω ιδέα αν είναι πόθος , λαγνεία και ανάγκη...
Ξέρω πως τη θέλω εδώ και αν δε τη φέρω πίσω, θα σηκώσω κάθε πέτρα αυτού του καταραμένου κόσμου για να τη βρω...
Να βρω το αποτέλεσμα μιας ένωσης που με στοίχειωσε...
Από όλες τις γυναίκες του κόσμου έπρεπε να βρεθεί στο διάβα μου η κόρη του Μάρκου...
Παναθεμα την όμως άπλωσε πάνω μου τα δίχτυα της και με κατέστρεψε πριν ακόμα μου μιλήσει.

Ποιο όμορφο θηλυκό δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου.
Και εκείνο το κορμί της θεέ μου είναι σαν να τραβάει τα χέρια μου πάνω του..
Είπε πως θέλει να μείνω μακριά της μα για να έφυγε μάλλον παλεύει να μείνει εκείνη μακριά μου...
Δε με ξεγελάει η μικρή πλανευτρα και ουτε επηρεάζει τη κρίση μου σε αυτό...
Πίεζα το κορμί της και έτρεμε πριν ακόμα αφήσω τα χέρια μου να γλιστρήσουν στο στήθος της...

Δεν με ενδιαφέρει αν είχε άλλο άντρα στη ζωή της πριν από μένα ...
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να μην υπάρξει άλλος μετά από μένα και θα φροντίσω  προσωπικά για αυτό ...

Έρχομαι μωρό μου, έρχομαι και φρόντισε να είσαι ακόμα εκεί γιατί αν δεν είσαι θα ευχοσουν να μην είχες φύγει ποτέ...

Πάτησε λίγο παραπάνω το γκάζι και βγαίνοντας στην άσφαλτο, η ταχύτητα πέρασε σε άλλο επίπεδο.
Το γράμμα έλεγε ότι επιστρέφει πίσω και πως λυπάται. Ζητούσε συγνώμη από τη μάνα της και έλεγε πως ίσως γυρίσει κάποια στιγμή μα τώρα ήθελε λίγο το χρόνο της. Έλεγε επίσης πως η φυγή της, δεν έχει καμία σχέση με τα τελευταία γεγονότα και πως ήθελε να μείνει λιγάκι μόνη. Ευχαριστούσε για τη φιλοξενία που της δόθηκε και έλεγε στη μάνα της πως την αγαπάει...

Τύψεις ..
Η μόνη λέξη που πεταρισε στα μάτια του Ορέστη πριν το τσαλακωσει και το πετάξει, ήταν τύψεις.
Πόσο κρίμα που εκείνος δεν ένιωθε καμία πια...
Έφτανε μονάχα να πάρει λίγη γεύση από εκείνη για να πάψει να σκέφτεται...
Δεν είχε ιδέα τι ώρα έφυγε και που μπορεί να ήταν μα ενημέρωσε αμέσως τη Λενιώ πως η μικρή είχε φύγει και πως θα έτρεχε στο κατόπι της.
Ο Σήφης τους μάζεψε όλους και επέστρεψαν πίσω εκτός από το Γιώργη ο οποίος δε μπορούσε να άφησε  τη Μαριάνθη μόνη της.
Έψαξαν μα δεν βρήκαν ίχνος της.
Η Λενιώ ήταν μέσα στη στεναχώρια παρά το τσαλακωμενο γράμμα που διάβασε ενώ πιο λογική στάθηκε η Νανά η οποία πίστευε πως ίσως της ήρθαν μαζεμένα και ήθελε να ηρεμήσει.

Ο διάολος όμως ήξερε καλά να ελίσσεται και να κρατάει τα σκήπτρα ...
Ωρες αργότερα και αφού συνέχισε και έψαχνε μέσα στη νύχτα σαν τρελός, είδε έναν συγχωριανό τους να επιστρέφει το χάραμα και τον ενημέρωσε πως τη βρήκε να περπατάει τα ξημερώματα στο δρόμο για το Ηράκλειο και τη πήρε μαζί του. Την άφησε σε ένα τοπικό ξενοδοχείο και συνέχισε το δρόμο του. Του είπε ότι δεν μιλούσε. Απλά τον παρακάλεσε να την άφησε εκεί πιστεύοντας πως δε τη γνώρισε...

Αυτό ήταν οτι ακριβώς έπρεπε για να γυρίσει σπίτι και να τους ενημερώσει απλά πως πάει να τη φέρει.
Ο Σήφης επέμενε να πάει μαζί αλλά τελικά η επιμονή κράτησε τόσο όσο ένα σπυρί καλαμπόκι στη καυτή φωτιά...
Ο Ορέστης ήταν κατηγορηματικός.

Κοίταξε τη ταμπέλα για Ηράκλειο και έκοψε ταχύτητα μόλις μπήκε στη πόλη...
Τέρμα τα ψέματα...
Τέρμα το κρυφτό και τέρμα τα μισολογα...

*********

"Δεν έχω καλό προαίσθημα..."

"Ούτε εγώ. Για πρώτη φορά νιώθω πως δε μπορώ να τον κουμαντάρω και αυτό με τρελαίνει!"

"Πιστεύεις πως ήταν σωστό που διακόψαμε;" Ο Σήφης την έβγαλε μέσα από την αγκαλιά του και τη κοίταξε. Φυσικά και τους είδαν... Δεν έβαλαν τυχαία τις φωνές αλλά η Αναστασία είχε δίκιο.

"Ειλικρινά , όχι ... Πήγε ολομόναχος στο στόμα του λύκου και ούτε κατάφερα να τον πείσω να πάω μαζί. Ότι θέλησα να αποτρέψω για να αποφύγω τα χειρότερα γύρισε μπούμερανγκ..."

"Νομίζω πως και εκείνη καρδιοχτυπά το ίδιο δυνατά Σήφη..."

"Πως είναι δυνατόν!"

"Τι εννοείς;!" θίχτηκε παίρνοντας απόσταση "Εσύ πως νιώθεις; Εγώ πως ένιωσα; Γιατί λοιπόν να είναι δύσκολο και για εκείνη; Μεγάλη γυναίκα είναι Σήφη δεν είναι παιδί!"

"Το ξέρω!" Φώναξε θυμωμένος

"Μην εκνευρίζεσαι! Σου δόθηκα αλλά ειλικρινά δε το έχω σε πολύ να πάρω ανάποδες! Και αν το κάνω ξέχασε με! Αν είναι να υψώσεις τη φωνή σου...."

Άπλωσε τα τεράστια χέρια του και κλείνοντας μέσα το κεφάλι της, τη φίλησε απαλά "Με συγχωρείς... Δεν φταις. Απλά..."

"Και μένα με συγχωρείς... Όλα αυτά είναι κάπως καινούρια για μένα και αντιδρώ με τη σειρά μου..."  αντάλλαξαν ένα καυτό φιλί και επέστρεψε στην αγκαλιά του δίχως παραπάνω καθυστέρηση "Δεν την αγαπάει τη Λενιώ;"

"Είναι τεράστια ιστορία αυτή..." ο Σήφης αναστεναξε και εκείνη ανασηκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε "Θέλεις να σε εμπιστεύθω και να την πω αλλά δεν είναι δική μου ιστορία για να λεχθεί... Θα απαντήσω όμως στην ερώτηση σου, με ένα όχι. Ποτέ δε την αγάπησε και πότε δεν ήταν αληθινό ζευγάρι..." τα χείλη της άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη

"Το ήξερα!" Αναφώνησε "Τόσα χρόνια τον έβλεπα και ποτέ δεν είχα πάθος σε καμία κίνηση... Πάντοτε απορούσα πως είναι δυνατόν ένας τόσο όμορφος άντρας να είναι τοσο ψυχρός"

"Ένας άντρας τι;"

"Έλα μωρέ Σήφη! Πες μου τώρα ότι.."

"Μικρή;" σιγοψυθιρισε και εκεί η χαμογέλασε "Θα στη κόψω..."

"Για προσπάθησε..." τον πείραξε δείχνοντας του τη γλώσσα της και παραδομένος με τη σειρά του σε εκείνη, τη ρουφηξε και τη ξάπλωσε προς τα πίσω. Πλέον ήταν και οι δύο σε ένα όμορφο ζεστό κρεβάτι και κάθε αίσθηση ήταν διαφορετική. Δε δίστασε να τη βάλει στο σπιτάκι του κήπου και δε το μετάνιωσε διόλου. Τη τράβηξε από τα πόδια για να την ξαπλώσει εντελώς και έμεινε να τη κοιτάζει. Ήξερε καλά πως αυτή η γυναίκα είχε απίστευτο τσαγανό και νεύρο και αυτό ήταν που λάτρευε πάνω της.

"Θα είσαι εδώ;" τη ρώτησε βάζοντας τα χέρια του μέσα από τη μπλούζα της και έπειτα  κατέβηκε τόσο όσο ώστε να φτάσει στη γυμνή κοιλιά της και εκείνη τον κοίταξε πονηρά

"Όχι..." του απάντησε και εκείνος ανοίγοντας τα χείλη του, τη δάγκωσε αμέσως....

**********


Είδε το Ζήση να περνάει από το παράθυρο και να οδεύει προς την αποθήκη και έπειτα περίμενε.
Μόλις είδε και το Κυριάκο να πλησιάζει του έκανε αμέσως νόημα και εκείνος αφού ενημέρωσε το Ζήση, έκανε μεταβολή και μπήκε στο σπίτι.
Η Αθηνά στεκόταν όρθια μπροστά στη κουζίνα με τη πετσέτα στο χέρι και εκείνος τη πλησίασε αμέσως.
Όταν έφτασε αρκετά κοντά του έκανε νόημα να την ακολουθήσει και μπήκαν στη κουζίνα.

"Πάμε στα χωράφια... Έδωσαν βροχές και πρέπει να τα..." το χέρι της σηκώθηκε και εκτοξεύθηκε στο πρόσωπο του αμέσως μόλις έκλεισε η πόρτα και εκείνος τη γραπωσε τρελαμενος από το χέρι και την έσπρωξε πάνω στο πάγκο. Χώθηκε από πίσω της, τη κράτησε δυνατά και βάζοντας το κεφάλι του πλάι στο δικό της, μουγκρισε θυμωμένα "θα σου το κόψω..."

"Εσύ ήσουν πίσω από την επίθεση στο Κωσταντή έτσι;"

"Σε νοιάζει;"

"Δε ντράπηκες;"

"Εσύ δε ντρέπεσαι γενικά;" Το χέρι του γλίστρησε κάτω από το φόρεμα της και βρίσκοντας αμέσως στόχο, έκανε στην άκρη το κιλοτακι της και τη χάιδεψε

"Κυριάκο σταμάτα!"

"Έλα μωρό μου, αφού σου αρέσει..." Επέμεινε εισχωροντας δύο δάχτυλα μέσα της χωρίς περιστροφές

"Σταμάτα είπα!" Με μια ώθηση του κορμιού της τον έσπρωξε προς τα πίσω και γυρίζοντας τον κοίταξε αλαφιασμενη

"Τι διάολο έπαθες μου λες; Ποιο είναι το πρόβλημα σου; Μια βδομάδα τώρα με διώχνεις!"

"Δεν είναι η στιγμή! Σου έκανα μια ερώτηση και εσύ αντί να μου δώσεις απάντηση μου βάζεις χέρι μέσα στο σπίτι μου!"

"Πες μου ότι σε χαλάει κι όλας!"

"Θα πάψεις;"

Ο Κυριάκος αναστεναξε και πήγε κοντά της "Εντάξει παραφερθηκα..." Παραδέχθηκε

"Σε ρώτησα κάτι!"

"Τι θες ρε Αθηνά;!"

"Μια απάντηση! Την έπεσες στο Κωσταντή με τους δικούς σου; Ένας προς δέκα; Η Βιολέτα δεν είχε ιδέα! Ούτε που πρόλαβε να μιλήσει στον άντρα της! Ο μόνος που ήξερε ήσουν εσύ!"

"Ναι! Χάρηκες τώρα; Αυτό το κωλοπαιδο δεν είναι να..."

"Αν για ένα πράμα ήμουν πάντοτε περήφανη ήταν η τιμή μου!" Τον διέκοψε

"Μη μου κάνεις εμένα την αθώα! Έχεις βάλει παντού το χεράκι σου! Το κήρυγμα άλλου!"

"Όπου κι αν έβαλα το χέρι μου, πήγαινα πρόσωπο με πρόσωπο! Αν έχεις τα κοτσια πάνε να τον σκοτώσεις κατά μέτωπο! Όχι με άλλους δέκα!"

"Τελείωσες; Λείπω ώρα και πρέπει να φύγω..!"

"Κυριάκο πρόσεχε... Πρόσεχε γιατί αυτά που κάνεις θα γυρίσουν πάνω σου και εγώ θα γίνω θεατής!" σαν την άκουσε γέλασε και πήγε κοντά της. Έπιασε το πηγούνι της και τη κοίταξε πονηρά

"Μαζί μου θα σε πάρω μωρό μου ότι κι αν γίνει... Γι αυτό εσύ πρόσεχε... Ο κάθε ένας παλεύει με όση δύναμη έχει. Δε θα πεθάνω σαν το πατέρα μου σε ένα στενό. Προτιμώ να τους θάψω όλους!"

"Μη με κάνεις να σε σιχαθω Κυριάκο... Δε θέλεις να δεις τη κακιά πλευρά μου" είπε σθεναρά τραβώντας προς τα πίσω το κορμί της

"Ζω για αυτή τη πλευρά..." της έκλεισε το μάτι και ρίχνοντας της μια σφαλιάρα στα οπίσθια, τη κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και έφυγε...

*********


"Τι άλλο βλέπεις;" η Στρατούλα κρεμόταν από τα χείλη της και η Νικολέτα κοίταζε το φλιτζάνι σκεπτική. "Πρώτη φορά είσαι τόσο σοβαρή..."

"Η καρδιά του είναι γεμάτη..."

"Αλήθεια;" Χάρηκε και αναπήδησε στη θέση της "Το ήξερα! Ήρθαμε πιο κοντά σήμερα στο νοσοκομείο και με αγκάλιασε κι όλας!"

"Λυπάμαι Στρατούλα μου... Μα δε νομίζω να είναι για σένα .."

"Νικολέτα τι λες;"

"Μου ζήτησες να σου πω το φλιτζάνι και σου λέω τι ακριβώς βλέπω. Άλλη έχει στη καρδιά του... Κι αν δεν είναι άλλη τότε απλά δεν έχει καμία. Δεν είσαι πουθενά..."

"Νομίζω έχασες την αίγλη σου!"

"Γιατί το παιδεύεις;" Η Νικολέτα άφησε κάτω το φλιτζάνι και τη κοίταξε γεμάτη απορία "Τόσα χρόνια από μικρό κορίτσι τα ίδια και τα ίδια. Άφησε τον πια Στρατούλα μου! Δε βλέπεις ότι δε θέλει; Γιατί πιέζεις τη κατάσταση;"

"Γιατί με αγαπάει και το ξέρω!"

"Ίσως! Αλλά αν σε αγαπάει θα το κάνει αδερφικα και φιλικά! Ο ερωτευμένος άντρας δε λειτουργεί έτσι! Διεκδικεί με κάθε κόστος! Μόνη σου είπες πως ο Κοσμάς σε γυρίζει μήνες τώρα! Είδες τι Γιώργη να ενδιαφέρεται; Γιατί λοιπόν γεμίζεις με εμμονές;"

"Είναι το γραφτό μου..." είπε λυπημένη

"Όχι Στρατούλα μου... Θα ήθελες να ήταν αλλά δεν είναι και καταβαθος το ξέρεις πολύ καλά... Για το Θεό είσαι νέα και όμορφη. Ζήσε τη ζωή σου κοριτσάκι μου και σταματα να πέφτεις πάνω του..."

"Η Μαριάνθη επέμενε και κοίτα τα αποτελέσματα"

"Ο Κωνσταντής τη λάτρευε και ακόμα τη λατρεύει. Έβαλε ο θεός το χέρι του και έγινε καλά το παλικάρι... Αυτή είναι αγάπη, μικρή μου...  Μόνο ένας τυφλός δε θα το έβλεπε. Το έχω δει με τα μάτια μου Στρατούλα... Όταν ένα συναίσθημα είναι αμοιβαίο τότε καρδούλα  μου γλυκιά, δε τα νιώθεις  τα πυροτεχνήματα, μα τα βλέπεις κι όλας..."

"Μα.."

"Δεν έχει μα... Κάπου εκεί έξω ίσως είναι και το γραφτό του Γιώργη... Κάπου εκεί είναι και το δικό σου... Μου υπόσχεσαι να δεις λιγάκι διαφορετικά τα πράγματα; Που ξέρεις ότι αυτή τη στιγμή δε βρίσκει τον έρωτα και αν ο δικός σου , δε σε περιμένει έξω;"

"Πιστεύεις πως είναι η Αρετή; Άλλαξε αμέσως μόλις ήρθε... Καμία φορά βλέπω το τρόπο που τη κοιτάζει και ζηλεύω..."

"Δε το νομίζω Στρατούλα μου... Η Αρετή δεν είναι ένα απλό κορίτσι... Την είδα στο γάμο. Ίσως για λίγο αλλά κάτι πάνω της μυρίζει... Δε ξέρω... Μυρίζει θάνατο..." Η Νικολέτα αναστεναξε και ύστερα χαμογέλασε εκ νέου "Τέλος πάντων... Το ριζικό του καθενός είναι ήδη γραμμένο... Πήγαινε σπίτι. Πέρασες τόσες ώρες στο νοσοκομείο... Και όπως είπαμε καλά;"

"Εντάξει. Υπόσχομαι τουλάχιστον να προσπαθήσω "

"Έτσι σε θέλω!" αναφώνησε και ανοίγοντας τα χέρια της, την έκλεισε στην αγκαλιά της...

*******

Τόσα και τόσα έγιναν τις τελευταίες μέρες και ενώ ποτέ δεν ήταν γυναίκα του Θεού έπιασε τον εαυτό της να κινεί προς την εκκλησία.
Δεν ήθελε κάτι συγκεκριμένο...
Ο παπά Μανώλης πάντα ήταν ένα γλυκός και τρυφερός άνθρωπος. Εκείνος που έβλεπε ισάξια κάθε έναν σε εκείνο το χωριό.
Σαν έφυγε μακριά, ήταν ακόμα νέος και εκείνη παιδουλα αλλά από τότε είχε τη στόφα του ενάρετου ανθρώπου.
Γι'αυτό και της γεννήθηκε η ανάγκη να τον δει...
Ήθελε μια συμβουλή, έναν φίλο να τη νιώσει και όχι έναν παπά.

"Παπά Μανώλη;" έσυρε τη πόρτα και μπαίνοντας μέσα γέμισαν με ευωδία τα στήθη της

"Αθηνά μου;" την αναγνώρισε αμέσως βγαίνοντας από το ιερό και εκείνη γέλασε

"Νανά" Τον διόρθωσε "Έχουμε μια Αθηνά και κάνει για δέκα δε θέλω σύγκριση να χαρείς" ο παπά Μανώλης της χαμογέλασε γλυκά

"Περίμενε μισό λεπτάκι γιατί δεν είμαι μόνος καλή μου, και έρχομαι..."

"Μήπως να έρθω κάποια άλλη στιγμή;"

"Όχι όχι... Τελείωσα. Απλά θα πάω να φέρω από το σπιτάκι μου το τετραδιακι για να δω τι χρειάζομαι! Θα φτιάξω αυτή τη γέρικη εκκλησία από την αρχή.. Διονύση βγες έξω! Τι κάθεσαι εκεί μέσα;"
Η καρδούλα της έπαψε να χτυπά...
Έναν είχαν στο χωριό και σίγουρα ήταν εκείνος. Ο άντρας που για χάρη του έμεινε ολομόναχη όλα αυτά τα χρόνια και δεν αγάπησε ποτέ κανένα. Ήξερε ότι δεν ήταν καλά στην υγεία του και προσπαθούσε να μην βρεθεί μαζί του μα να που η ζωή, έπαιζε τελικά περίεργα παιχνίδια "Λοιπόν, πάω και έρχομαι!" Ο παπάς τη προσπέρασε και εκείνη κόλλησε το βλέμμα στο ιερό. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ένα ξύλινο μπαστούνι να βγαίνει πρώτο και έπειτα εκείνον...

"Θέλεις βοήθεια;" ρώτησε από ενδιαφέρον και εντελώς τυπικα και εκείνος έμεινε να τη κοιτάζει. Νέος ήταν ακόμα όταν μια μηχανή του σακατεψε το πόδι και από τότε περπατούσε με τη βοήθεια του μπαστουνιού. Παρά τα χρόνια όμως, ήταν ίδιος στα μάτια της...

"Μεγάλωσες..." ήταν η πρώτη του κιυρβντα σημάδι πως την αναγνώρισε με τη σειρά του "Και έγινες ακόμα πιο όμορφη ..." Συμπλήρωσε με μια δόση πικρίας στη φωνή και εκείνη χαμογέλασε λυπημένα

"Σε γέμισε ρυτίδες..." αποκρίθηκε και εκείνος κατάλαβε αμέσως σε τι αναφέρεται

"Πράγματι... Μα ο χρόνος δε γυρίζει πίσω σωστά;"

"Σωστά..." είπε σιγανά και εκείνος κάνοντας λίγα αργά βήματα έφτασε κοντά της

"Δε βλέπω βέρα..."

"Τα δάχτυλα μου κοιτάζεις;"

"Είναι και αυτά στο σύνολο..."

"Δεν καταλήξαμε όλοι σε έναν ευτυχισμένο γάμο όπως εσύ Διονύση " έβγαλε λίγο από το δηλητήριο που κρατούσε για χρόνια μέσα της μα αμέσως μάλωσε τον εαυτό της. Δε θα έδειχνε αδυναμία ύστερα από τόσα χρόνια που έκανε να στρώσει τον ανέμελο χαρακτήρα της.

"Σε έναν πληρωμένο για τα συμφέροντα γάμο εννοείς..."

"Μια χαρά πηγές μαζί της και έκανες και δύο παιδιά πάντως..."

Ο Διονύσης ξεφυσησε

"Και τι έπρεπε να κάνω;"

"Ξέρεις κάτι;" Ήταν φανερά ενοχλημένη πια και δε το έκρυψε "Ίσως για μια φορά αντί να ακούσεις το πατέρα σου, θα έπρεπε να ακούσεις τη καρδιά σου... Τώρα είναι αργά... Αυτό που έπρεπε να κάνεις τότε δε το έκανες και δεν έχει νόημα να μιλάμε για αυτό..."

"Αθηνά μου...;"

Η Νανά τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα της

"Μη τολμήσεις και ξαναναφερθεις στο πρόσωπο μου χρησιμοποιώντας το ίδιο όνομα με εκείνη!" γρυλισε έξαλλη και γύρισε να φύγει

"Περίμενε! Απλά..."

"Δεν έχει απλά, ανάμεσα μας Διονύση..." Τον διέκοψε χωρίς καν να μπει στο κόπο να γυρίσει να τον κοιτάξει "Πες του παπά Μανώλη πως ανακατεύτηκαν τα μέσα μου και έπρεπε να φύγω..." συνέχισε σοβαρή και δίχως να κοιτάξει πίσω της, άνοιξε τη πόρτα και έφυγε...

**************



Ήταν καθισμένη στο σκαμνάκι χτενίζοντας τα μαλλιά της και κοιτώντας το είδωλο της στο καθρέφτη. Πέρασαν τόσα πολλά χρόνια από όταν ήταν νέα που είχε αρχίσει να ξέχνα πως έμοιαζε...
Μέσα σε εκείνο το χωριό κάθε ένας από τους κατοίκους του, είχε μερίδιο ευθύνης για όλα τα κακά και στραβά του τόπου. Μέσα σε αυτά πνιχτηκαν από παιδιά και έφτασαν να γίνουν τα φαντάσματα των εαυτών τους.

Ουδείς αναμάρτητος....
Ουδείς αληθινός...
Ουδείς ζωντανός...

Όλοι κατέληξαν να πληρώνουν ακριβά το παρελθόν ο κάθε ένας με το δικό του τρόπο. Βαρέθηκε όμως ...
Κουράστηκε...
Η Νανά κατάφερε να την κάνει να θέλει να ζήσει ξανά και ο Ορέστης ήταν αυτό ακριβώς που είχε ανάγκη.

Ποτέ της δε κατάλαβε γιατί δεν έκανε κάποια κίνηση προς το μέρος της. Ήταν σίγουρη πως έφταιγε το παρελθόν και πως θρηνούσε ακόμα μα είχε αλλάξει το τελευταίο διάστημα...
Δεν ήταν χαζή γυναίκα μα επέλεγε να κάνει τη χαζή για να μη τρελαθεί.
Στη σκέψη να ένιωσε κάτι για τη κόρη της, την έπιανε παράνοια. Από τη μια ζήλευε αλλά από την άλλη οι σκέψεις να έμαθε την αλήθεια και να ζητάει τα ρέστα, πονούσαν το μυαλό της...

Μέσα σε όλα αυτά είχε και την επιστροφή του Παύλου...
Του άντρα που τη πόνεσε όσο κανένας άλλος και τη παράτησε έρμαιο στα χέρια του Μάρκου....
Ο βιασμός συγκριτικά με όσα ακολούθησαν μετέπειτα δεν ήταν τίποτα. Αν υπήρχε ένας άνθρωπος σε εκείνο το τόπο που ήθελε να δει νεκρό όσο τίποτα ήταν ο ίδιος της ο άντρας. Εκείνος ο ελεεινός αλήτης που έπαιρνε με τη βία το χτυπημένο της κορμί και δεν ήξερε να κάνει τίποτα άλλο από το να μεθάει κανένα διατάζει...

Αναστεναξε τόσο βαθιά που ακούστηκε σε ολόκληρο το δωμάτιο.
Ο Ορέστης ακόμα δεν είχε δώσει κάποιο σημείο ζωής και το τηλέφωνο του ήταν κλειστό. Η Νανά βγήκε, ο Γιώργης έλειπε από την ώρα που γύρισε και ο Σήφης ήταν άφαντος και αυτός.

Η Λενιώ κοίταξε ξανά το τσαλακωμενο γράμμα και ξεφυσησε.
Καταβαθος ευχόταν να μη τη πρόλαβε και να έφυγε...
Ναι ήταν κόρη της, και την αγαπούσε και ίσως αυτός να ήταν ένας λόγος παραπάνω να μείνει πάση θυσία μακριά από τον Ορέστη...
Αν έβγαιναν όλα στη φόρα , δε θα δίσταζε να βάψει ξανά τα χέρια του με αίμα και ήταν σίγουρη πως η Αρετή θα ήταν ο μόνος τρόπος να τη πονέσει...

Η Λενιώ έβγαλε μια δυνατή κραυγή απελπισίας και σηκώθηκε όρθια.
Η ζήλεια, ο θυμός, το παρελθόν...
Η γυναίκα αλλά και το κορίτσι μέσα της... Η εικόνα του Παυλή καθώς και όσα ένιωσε σαν τον είδε...
Θεωρούσε απίστευτο πως είχε ακόμα επιρροή επάνω της ύστερα απο όσα έγιναν... Θύμωνε με τον εαυτό της και έκλαιγε η ψυχή της...
Όλα άρχιζαν να ουρλιάζουν στο κεφάλι της και ένιωθε πως το τελευταίο διάστημα έχει χάσει τον έλεγχο....

Ακούμπησε τα χέρια της στο κομοδίνο, κοίταξε το είδωλο της και πήρε μια βαθιά ανάσα...
"Κάνε να μη τη πρόλαβε θεέ μου..." ψέλλισε κι ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα κι απομακρύνθηκε...

************


Έσβησε τη μηχανή ακριβώς έξω από το ξενοδοχείο που έμενε με την ελπίδα πως θα ήταν ακόμα μέσα. Το ζητούσε η ψυχή του να ήταν ακόμα εκεί....
Δεν θα άφηνε τη ζωή να παίξει ένα τόσο άχαρο παιχνίδι εις βάρος του ξανά.

Κατέβηκε , πέταξε στα βροχονερα το αναμμένο του τσιγάρο και πέρασε το δρόμο.

"Αρετή Κοντογιώργη" Είπε στον υπάλληλο σαν μπήκε μέσα

"Δεν έχει αφήσει κάποιο σημείωμα η δεσποινίς πως περιμένει..."

"Δωμάτιο" Τον διέκοψε

"Δεν..."

"Ξέρεις τι ώρα είναι;" ο Ορέστης έδειξε πως  δεν έπαιζε και το παιδαρελι πίσω από τη ρεσεψιόν ξεροκαταπιε "Μη σπας το κεφάλι σου, για καλό ήρθα... Πες μου δωμάτιο γιατί θα γκρεμίσω κάθε τούβλο από αυτό το μέρος..."

"102..." τραυλισε ο πιτσιρικάς και ο Ορέστης έφυγε σαν σφαίρα από τις σκάλες. Όχι πως είχε και πολλά. Πάλι καλά ήταν ένα μικρό πανδοχείο από εκείνα τα φθηνά που ίσα να έχουμε πέντε δωμάτια.

Ανέβηκε στο πρώτο όροφο έψαξε και μόλις βρήκε τον αριθμό στάθηκε απ' έξω...

Δεν ήξερε πως έπρεπε να αντιδράσει. Ήθελε απλά να δώσει μια τη πόρτα και να τη κάνει χίλια κομμάτια...
Έπιασε τον εαυτό του να σφίγγει τις γροθιές και δίχως να ορίζει τις κινήσεις του εκσφενδονίστηκαν πάνω της με μανία.

"Άνοιξε!" διέταξε σχεδόν "Άνοιξε γιατί αν δε το κάνεις στα επόμενα δευτερόλεπτα στο ορκίζομαι θα..."

"Ορέστη;" Η πόρτα άνοιξε  στη προσταγή του και εκείνη φανερώθηκε μπροστά του τρομαγμένη.

"Γιατί βαλθηκες να με γαμησεις μου λες;" είπε τρελαμενος και αφήνοντας τον εαυτό του έρμαιο του πάθους του, τη γραπωσε από τη μέση , τη σήκωσε και πετώντας τη στο πρώτο εμπόδιο που βρήκε στο διάβα του, κατέστρεψε τα χείλη της δυνατά....

🤭🤭🤭🥳🥳🥳🙄🙄🙄

Λυπάμαι που το κόβω εδώ...
Βασικά δε λυπάμαι καθόλου 😅
Βγήκε μεγάλο ως εδώ και δε θα έβγαζα ποτέ τη σκηνή τους στον απόηχο του κεφαλαίου...

Μη ρωτήσετε τίποτα....
Ελπίζω να πάει καλά και να βγει απόψε...αν δε βγει, όταν βγει... ❤️

Και να θυμάστε....

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top